Τη γιαγιά Αλεξάνδρα είχα να την δω αρκετό καιρό. Πάντα αφετηρία της κουβέντας μας ήταν μνήμες από τα παλιά χρόνια. «Με το συγχωρεμένο τον πατέρα σου, πηγαίναμε μαζί σχολειό. Ήταν καλός μαθητής και με βοηθούσε στα γράμματα…», μου ’λεγε. Κι έτσι ξεκινούσε να ξετυλίγεται συνήθως το κουβάρι των αναμνήσεων, που ήταν γεμάτο από παλιές ιστορίες: για τους συμμαθητές της, το δάσκαλό τους, το Μητσόπουλο, για το παλιό σχολειό, για τη Βουλγάρικη Κατοχή, για το θέρο, για τα μεροκάματα στα χωράφια του Μανούδη, για την ορφάνια της από τα 17 της χρόνια, για τους γονείς της που πέθαναν σχεδόν μαζί νεότατοι «επί Βουργαρίας», για το γάμο της στα 19 της με τον Παναγιώτη Βαπόρα, ορφανό κι αυτόν, μιας κι ο πατέρας του Κυριάκος είχε εξαφανιστεί στη Μικρασία, για τις δύσκολες συνθήκες της μακράς ζωής της, για τη μετανάστευσή τους στη Γερμανία, για το θάνατο του άντρα της, που κι αυτός την άφησε χήρα με δυο κόρες πολύ νέα, στα 50 της, για τα πεθερικά της… Η αφήγησή της, όμως ποτέ δεν είχε κλαψούρισμα κι απαισιοδοξία. Πρόσχαρη, αισιόδοξη, ευδιάθετη, δεν την «πήρε από κάτω», μιλούσε για όλους και για όλα με θετική διάθεση. Κι έτσι, η κουβέντα μαζί της ήταν πάντα ευχάριστη, όπως και το άλμπουμ της ζωής της, που είναι πολύ πλούσιο!
Την βρήκα στο ιδιαίτερα περιποιημένο, απλό και ταπεινό σπιτάκι της. «Δεν θέλω να μπλέκω στα πόδια των παιδιών», λέει και γι’ αυτό ζει στο παλιό τους σπίτι, δίπλα, μαζί και χωριστά με την οικογένεια της κόρης της Χρυσούλας και του γαμπρού Γιάννη. Παρά τα 95 της χρόνια διατηρεί μια θαυμαστή ζωντάνια, σωματική, ψυχική και πνευματική. Λεπτή και ευκίνητη, κοτσονάτη όπως λέμε, κινείται εύκολα, περπατάει εύκολα, θυμάται με θαυμαστές λεπτομέρειες, αναπολεί, συγκινείται. Κάποια μικρά προβληματάκια στο χέρι της την κάνουν να γκρινιάζει πότε πότε. Αρνείται, όμως, να παραδοθεί στο χρόνο «που όλα τα δαμάζει». Κάνει όνειρα, μιλάει συχνά για τα αγαπημένα εγγόνια και δισέγγονά της αλλά και για συγγενείς και για γείτονες και για φίλους και για συγχωριανούς, νοιάζεται για όλους. Αυτό που την τσάκισε τελευταία, όμως, και της φέρνει αυτόματα δάκρυα στα μάτια είναι ο πρόσφατος θάνατος της μεγάλης της κόρης, της Τούλας. Δεν φεύγει ποτέ από το μυαλό της. Κι ενώ μπορεί να μιλάει για άλλα πράγματα επανέρχεται συχνά στην Τούλα της και δακρύζει, λες και δεν της επιτρέπεται πια να ξαναχαμογελάσει …
Το επώνυμο Βαπόρας είναι μοναδικό στην Πόρπη, πράγμα που δηλώνει πως δεν υπάρχουν στο χωριό άλλοι στενοί συγγενείς. Έτσι μου προκαλούσε πάντα περιέργεια, ήθελα να μάθω για την οικογένεια. Ήξερα πως Βαπόρας λεγόταν ο πρώτος σύζυγος της Δήμητρας Κουμπουτζή, της μπάμπως Δημητρούλας, που είχε έναν γιο, τον Παναγιώτη, όταν ήρθε πρόσφυγας από τη Μικρασία το ’22 και πως αργότερα παντρεύτηκε το συγχωριανό της Παύλο Κουμπουτζή. Υπέθετα πως πέθανε ο πρώτος σύζυγος, ο Κυριάκος.
«Ξέρεις κάτι για τον πεθερό σου, τον Κυριάκο«, την ρώτησα. Έτσι άρχισε να ξετυλίγεται η ιστορία που θα σας αφηγηθώ. Μια ιστορία που μοιάζει ψεύτικη αλλά δεν είναι. Η ζωή του Κυριάκου Βαπόρα είναι ένα άγνωστο μυστήριο, που βασίζεται σε κάποιες αδιασταύρωτες πληροφορίες και σε εικασίες κυρίως, όχι σε αποδείξεις.
Ο Κυριάκος Βαπόρας δεν έζησε καθόλου στην Πόρπη. Δεν έζησε καθόλου σχεδόν και στην Ελλάδα. Έζησε και πέθανε στην «πατρίδα», στη Μικρασία, με μια πολύ μικρή διαμονή λίγων μηνών στην ελεύθερη Ελλάδα, στον Πειραιά, όπου εγκαταστάθηκαν μετά τη Μικρασιατική καταστροφή. Ήταν παλληκάρι σχεδόν εικοσάχρονο, όταν άρχισαν τα γεγονότα που οδήγησαν τελικά στη Μικρασιατική καταστροφή. Γεννήθηκε σε ένα καθαρά Χριστιανικό χωριό, όπως φανερώνει και το όνομά του: Χριστιανοχώρι, για τους Έλληνες, Γκιαούρκιοι για τους Τούρκους. Μεγάλο χωριό, 1200 περίπου κατοίκων, κοντά στην Έφεσο και στη Σμύρνη. Μόνο λίγοι, ελάχιστοι Τούρκοι έμεναν στο χωριό. Το χωριό τους ήταν αρκετά πλούσιο. Ασχολούνταν κυρίως με τα καπνά. Μάλιστα η τιμή των καπνών ήταν τόσο καλή που απολάμβαναν τις καλύτερες τιμές από όλη την καπνοπαραγωγική περιοχή του Αγιοσολούκ. Είχαν αμπέλια, έβγαζαν εκλεκτή σταφίδα αλλά και κρασί, μήλα, βύσσινα και σύκα. Από εδώ έφευγαν τόνοι αποξηραμένων σύκων για αγορές του εξωτερικού. Έσπερναν και σιτηρά και οπωρολαχανικά. Πιο πολύ αγκινάρες και κουκιά. Στην μεγάλη παραγωγή τους βοηθούσαν τόσο οι καλές κλιματολογικές συνθήκες της περιοχής όσο και το αμμοπηλώδες έδαφος που ήταν το αποτέλεσμα των αποθέσεων του ποταμού Καύστρου που διέτρεχε τον κάμπο καθώς και η δυνατότητα άρδευσης των καλλιεργειών τόσο από το ποτάμι όσο και από τα πολλά υπόγεια ύδατα της περιοχής, που με πηγάδια που είχαν ανοίξει έπαιρναν την αναγκαία ποσότητα νερού για τις καλλιέργειές τους.
Έτσι, οι κάτοικοι του χωριού, οι περισσότεροι γεωργοί ή κτηνοτρόφοι, ευημερούσαν. Τα αμπάρια τους γεμάτα με αγαθά της γης τους και τα κελάρια τους με περίσσια υλικά, που τους επέτρεπαν να απολαμβάνουν ένα πολύ καλό βιοτικό επίπεδο. Οι Μικρασιάτισσες οικονομικά και πολιτισμικά ήταν σε ανώτερο επίπεδο από τους υπόλοιπους πρόσφυγες. Μυημένοι στα μυστικά της κουζίνας ήξεραν από καλό φαγητό, από Μουσική, από ωραία κεντήματα και στολίδια, από διακόσμηση.
Όταν, αρχές του Μάη του ’19 πάτησαν το πόδι τους οι πρώτοι Έλληνες στρατιώτες στη Σμύρνη τα πράγματα άλλαξαν. Ένας αέρας ελευθερίας πλέον τύλιξε τους καταταλαιπωρημένους ραγιάδες που φύλαγαν στα τρίσβαθα της καταπιεσμένης ψυχής τους την αγάπη για λευτεριά. Οι νέοι της Μικρασίας κατατάχθηκαν στον Ελληνικό στρατό, βοηθώντας την εθνική προσπάθεια για ενσωμάτωση της Ιωνίας στον Ελληνικό κορμό.
Ο Κυριάκος ήταν νιόπαντρος όταν έγινε η καταστροφή. Είχε παντρευτεί πολύ μικρός τη συγχωριανή του Δήμητρα Κέλλη. Η νεαρή Δήμητρα από πολύ μικρή έφυγε από το Χριστιανοχώρι, το Γκιαούρκιοι. Δούλευε σε σπίτι Σμυρνιών αριστοκρατών. Εκεί έμαθε πολύ καλά την τέχνη των οικιακών. Εξαιρετική μαγείρισσα αλλά και μαμή και κεντίστρα, με γνώσεις πρακτικής ιατρικής και βοτάνων.
Στην καταστροφή έφυγαν με εγγλέζικο πλοίο από το λιμάνι της Σμύρνης. Είχαν βάλει τον γυιο της Παναγιώτη που έκλαιγε, βρέφος λίγων μηνών, σε ένα τσουβάλι, για να μην γίνουν στόχος των εξαγριωμένων Τούρκων που έσφαζαν. Μπήκαν βιαστικά σε Εγγλέζικο καράβι και βρήκαν απάγκιο στο απέναντι νησί, στα Αυλάκια Σάμου. Εκεί ξεχειμώνιασαν, ώσπου το ελεύθερο κράτος να τους μεταφέρει στον Πειραιά. Εκεί ζούσαν σε πρόχειρες σκηνές και σε παραπήγματα, μέχρις ότου μεταφερθούν για οριστική εγκατάσταση σε αγροτικές κυρίως περιοχές. Τόσο μόνο κράτησε η διαμονή του Κυριάκου στην Ελλάδα.
Ο ξεριζωμός ήταν αναπάντεχος. Κανένας σχεδόν Μικρασιάτης δεν περίμενε πως θα έρχονταν η καταστροφή, τόσο γρήγορα μάλιστα. Κανένας δεν μιλούσε για τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε ο Ελληνικός στρατός, απλωμένος στα βάθη της Ανατολίας, σε ένα πολύ μεγάλο κι εχθρικό μέτωπο, χωρίς πολλές δυνατότητες επικοινωνίας κι ανεφοδιασμού. Οι εφημερίδες και τα νέα της εποχής μιλούσαν για θριάμβους, για Άγκυρα, για ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, το όνειρο της Μεγάλης Ιδέας. Κανένας δε περίμενε τις τόσο ραγδαίες κι αναπάντεχες εξελίξεις. Φεύγοντας έκρυψαν περιουσίες σε πρόχειρες κρύπτες, όντας σίγουροι πως γρήγορα θα επέστρεφαν. Μερικοί πήραν ακόμη και τα κλειδιά των σπιτιών τους. Να ανοίξουν, όταν επιστρέψουν.
Οι Κέλληδες ήταν μια μεγάλη οικογένεια στο Γκιαούρκιοι. Κέλλης ήταν ο τελευταίος Πρόεδρος της Κοινότητας του χωριού. Αξιωματικός του Ελληνικού στρατού στα χρόνια της ελευθερίας. Αυτός έπεισε τον Κυριάκο, που τον είχε γαμπρό του, και δυο τρεις άλλους τολμηρούς νεαρούς συγχωριανούς ν’ αποτολμήσουν ένα πολύ επικίνδυνο εγχείρημα: να επιστρέψουν κρυφά στο χωριό για να πάρουν ο, τι μπορούσαν από τους κρυμμένους θησαυρούς. Πιθανότατα τους είπε με λεπτομέρεια τους κρυψώνες και το είδος του κρυμμένου θησαυρού. Στις δύσκολες συνθήκες του διωγμού δεν ήταν ασφαλές να κουβαλάς λίρες και χρυσαφικά, γιατί εύκολα μπορούσαν να σε στείλουν στο θάνατο. Έτσι, πολλά τιμαλφή τα είχαν κρύψει πρόχειρα, στο σπίτι, σε αποθήκες, ακόμη και σε πηγάδια.
Οι τολμηροί συγχωριανοί νέοι πέρασαν με μια βάρκα κρυφά απέναντι. Ήταν η εποχή που οι Τούρκοι, με πρόσχημα ότι οι Μικρασιάτες βοήθησαν τον Ελληνικό στρατό και στράφηκαν εναντίον της πατρίδας τους, της Τουρκίας, εξολοθρεύονταν, χωρίς δεύτερη κουβέντα ή στην καλύτερη περ΄λιπτωση αιχμαλωτίζονταν. Αποτελούσαν τα περιβόητα τάγματα εργασίας, τα «αμελέ ταμπουρού», για τα οποία τόσα έγραψαν μικρασιάτες συγγραφείς, όπως η συντοπίτισσα του Κυριάκου Διδώ Σωτηρίου κι ο Αιβαλιώτης Ηλίας Βενέζης. Εκεί, στα Τάγματα Εργασίας σχεδόν όλους τους περίμενε ένας πιο αργός και βασανιστικός θάνατος.
Δυστυχώς, δεν είναι φανερή η δράση τους κι η τύχη τους από κει και πέρα. Η παρέα των ριψοκίνδυνων νέων δεν επέστρεψε ποτέ στην Ελλάδα. Οι μόνες μαρτυρίες είναι από κάποιες ντόπιες Τουρκάλες που τους είδαν στο χωριό. Τους συνέλαβαν Τούρκοι ζαπτιέδες και τους έστειλαν στα Τάγματα Εργασίας, τα διαβόητα «αμελέ ταμπουρού»; Τους σκότωσαν επί τόπου για να τους πάρουν το θησαυρό; Κάποιοι είπαν πως έμειναν για πάντα εκεί, πως τους πάντρεψαν και τους τούρκεψαν. Το πιο πιθανό είναι να είχαν την τύχη των περισσότερων αιχμαλώτων, να πέθαναν από τα βάσανα και τις κακουχίες. Το μυστήριο αυτό παρέμεινε, όπως και τα ερωτήματα για την τύχη τους, αναπάντητα.
Η γυναίκα του Κυριάκου, η Δήμητρα, δεν τον ξανάδε από τότε. Εγκαταστάθηκε με το μικρό Παναγιώτη στο Ιωνικό της Ξάνθης μαζί με άλλες οικογένειες συγχωριανών της που σκόρπισαν σε διάφορα μέρη. Κάποιοι έμειναν στη Σάμο, άλλοι σε γειτονιές της Αθήνας και του Πειραιά. Μερικές οικογένειες στη Θήβα, άλλοι στην Καλλιθέα και στα Θερμά της Νιγρίτας και στο Αερινό του Βόλου και στη Θεσ/νικη. Εκεί μεγάλωσε ορφανός από πατέρα ο Παναγιώτης, ώσπου να γίνει 8 χρονών. Τότε η χήρα μαμά του, περιμένοντας μάταια ν’ ακούσει κάτι για τον Κυριάκο ξαναπαντρεύτηκε με το συγχωριανό της Παύλο Κουμπουτζή κι εγκαταστάθηκαν, οριστικά πλέον, στην Πόρπη Κομοτηνής, όπου έζησαν ως το τέλος της ζωής τους, όπως κι ο Παναγιώτης.

Σχολιάστε