Το πάρτι

 

    «Τα πιο ωραία λαϊκά σε σπίτια με μωσαϊκά τα είχαμε χορέψει … », τραγούδησε η Άλκηστη Πρωτοψάλτη, φέρνοντας γλυκά στο νου τη διασκέδαση των  νέων εκεί γύρω στο ΄70. Μια τέτοια ιστορία που θυμίζει πολύ αυτό το άσμα θα σας αφηγηθώ, αν και δεν έχει να κάνει μόνο με λαϊκά  ούτε και με μωσαϊκά!

1977 07

        Χειμώνας, λοιπόν, του σωτηρίου έτους 1975. Η Ελλάδα προσπαθεί να επουλώσει τις πληγές που της άφησαν η επτάχρονη δικτατορία, το πραξικόπημα και η τουρκική εισβολή στην Κύπρο το ’74. Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις βρίσκονται στο χειρότερο σημείο τους. Το  δικαστήριο τον Αύγουστο του ’75 έχει αποφασίσει να περάσουν στη φυλακή το υπόλοιπο της ζωής τους οι πρωταίτιοι της Χούντας, καθώς ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής, με απόφασή του, μετέτρεψε τις θανατικές ποινές σε ισόβια, με την επισήμανση: «Και όταν λέμε ισόβια, εννοούμε ισόβια». Λύθηκε οριστικά το πολιτειακό, αφού με δημοψήφισμα πρώτα (1974) ο ελληνικός λαός αποφάνθηκε υπέρ της αβασίλευτης προεδρευόμενης δημοκρατίας. Το 1975 ψηφίζεται νέο Σύνταγμα και η Ελλάδα προσπαθεί να τροχοδρομήσει στο δρόμο της ανάπτυξης. Είμαστε για τα καλά στη λεγόμενη Μεταπολίτευση.

    Παντού φυσάει ο αέρας της μεταπολίτευσης, τόσο που κοντεύει να μας πλευριτώσει. Οι Έλληνες είναι σίγουροι ότι όλα θα πάνε καλύτερα. Ειδικότερα οι νέοι της εποχής βλέπουμε κι ακούμε πρωτόγνωρα πράγματα. Συνεδριάσεις της Βουλής, πολιτικό διάλογο, κοινοβουλευτισμό! Η επτάχρονη χούντα και άλλες συνθήκες δεν άφησαν την ελληνική νεολαία να «μυρίσει» την Άνοιξη του ’68.  Το μεγάλο, με παγκόσμιες διαστάσεις, κίνημα των νέων εναντίον του καθωσπρεπισμού, του αυταρχισμού και υπέρ της ειρήνης και της σεξουαλικής απελευθέρωσης, το κίνημα του Μάη του ’68, δεν έλαβε χώρα στην Ελλάδα. Βρήκε, βεβαίως, τη στιγμιαία αλλά καθοριστικής πολιτικής σημασίας έκφρασή του με τις εξεγέρσεις των φοιτητών της Νομικής Σχολής και του Πολυτεχνείου. Ως κοινωνικο-πολιτική δύναμη, όμως, μετατέθηκε και έδρασε στο αμέσως μετά την πτώση του δικτατορικού καθεστώτος χρόνο.

c8c8e3ad47d7b5b1e3879b9a36110619

    Έτσι, μόλις πέφτει η Χούντα, πολλά πολιτιστικά προϊόντα βγαίνουν στην αγορά σωρηδόν. Ό,τι μέχρι τότε απαγορευμένο ή λογοκριμένο ή κρυμμένο στα συρτάρια κυκλοφορεί ελεύθερα. Τι τραγούδια του Θεοδωράκη, τι Ξυλούρης, τι Ρίτσος, τι Σεφέρης, τι Αναγνωστάκης, τι Κατράκης, τι Κουν, Σαββόπουλος, Μαρκόπουλος, Λόρκα, Βάρναλης, Φαραντούρη, Μερκούρη, Μάνος Λοΐζος  …  Λες και ξαφνικά ανοίγουν οι ουρανοί και βρέχει κουλτούρα!

     Το Δεκέμβρη του ’75 τα ζούσαμε αυτά αλλά δεν τα ξέραμε, όπως συνήθως συμβαίνει. Αν δεν καταλαγιάσει η σκόνη δεν βλέπεις τι ακριβώς έγινε. Εμείς, ως νέοι που είμασταν, έτοιμοι να αρπάξουμε από τα μαλλιά το μέλλον και να «του δώσουμε να καταλάβει», υιοθετήσαμε τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της Μεταπολίτευσης. Αφήσαμε μακριά μαλλιά και μούσι, είχαμε το τσιγάρο σαν βασικό μας εξάρτημα, φορέσαμε στενά παντελόνια, τις λεγόμενες καμπάνες των 32 – με το συμπάθιο – πόντων, μαζί με τα καρό πουκάμισα αλλά και τα περίφημα ζιβάγκο, που εισήγαγε ο Ανδρέας Παπανδρέου. Οι πιο ψαγμένοι έμαθαν και δυο τρία τσιτάτα του Μαρξ ή του Καζαντζάκη και πολλές φορές περνούσαμε τις ώρες μας μαλώνοντας για ιδεολογικά ή πολιτικά ζητήματα.  Είμασταν σίγουροι πως θα αλλάζαμε τον κόσμο!

     Λίγο πριν τα Χριστούγεννα έχω έρθει από τη Θεσσαλονίκη, φοιτητής ών, για να περάσω τις χριστουγεννιάτικες διακοπές. Η Πόρπη είχε το 1975 πάνω από 15 νέους που ζούσαν στις μεγάλες πόλεις σπουδάζοντας ή δουλεύοντας κι ερχόταν τις γιορτές. Περιττό να σας πω ότι τότε οι φοιτητές έχαιραν ακόμη μεγάλης εκτίμησης από τον απλό κόσμο, τους εκτιμούσαν και τους έβλεπαν σαν τα σημερινά γκόλντεν μπόυς. Στα δεκαεννιά μας χρόνια, βέβαια, αυτό που υπερτερούσε ήταν ο ενθουσιασμός, η νεανική ορμή να σπάσουμε το κατεστημένο και να γνωρίσουμε ο, τι η φτώχεια και το επαρχιώτικο περιβάλλον μας είχαν στερήσει. Διψασμένοι για γνωριμίες και για φλερτ, σε μια εποχή που άρχιζε η λεγόμενη σεξουαλική απελευθέρωση, ασφυκτιούσαμε στα στενά όρια του μικρού μας χωριού, που οι ευκαιρίες, όπως και να το δεις, ήταν λίγες. Έτσι, συνήθως, τα βράδια πηγαίναμε στο διπλανό μεγαλύτερο χωριό ή στην Κομοτηνή, που τότε είχε μία μόνο καφετέρια και μια ντισκοτέκ.

     Κάπως έτσι, λοιπόν, ανάμεσα στην διάθεση για καινούριες γνωριμίες, για χορό και διασκέδαση  και στη βαρεμάρα και στην πλήξη, ανάμεσα στις νεανικές αναζητήσεις και στον ασφυκτικό μικρόκοσμο που μας περιέβαλλε, γεννήθηκε η ιδέα να κάνουμε πάρτι. Το πρώτο πάρτι, απ’ ότι προσωπικά θυμάμαι στο χωριό! Τα πάρτι τη δεκαετία του ‘70 ήταν μεν κάτι ξενόφερτο αλλά γνώριζαν μεγάλη επιτυχία στην Ελλάδα. Ως φοιτητές στη Θεσσαλονίκη τα στήναμε στο άψε σβήσε. Λίγο ποτό, βερμούτ κατά προτίμηση, ένα πικάπ, μερικά δισκάκια (σαραπεντάρια ή τα 33 στροφών, τα λεγόμενα LP) και έτοιμο το πάρτι. Αν υπήρχαν και λίγοι ξηροί καρποί, μιλούσαμε για υπερπαραγωγή. Κοινοποιούσαμε στα γρήγορα στην παρέα την είδηση και ο καθένας αναλάμβανε να φέρει την παρέα του. Τα αγόρια κάθονταν χωριστά από τα κορίτσια και ο μόνος τρόπος για να βρεθούν κοντά ήταν να χορέψουν μπλουζ. Όταν κατά τη διάρκεια του χορού το αγόρι ακουμπούσε το χέρι της κοπέλας και εκείνη ανταποκρινόταν σφίγγοντας του τον ώμο, σήμαινε ότι «τα έφτιαξαν». Οι νέοι επικοινωνούσαν μέσα από τη μουσική και στο τέλος του πάρτι γίνονταν όλοι μια παρέα.

     Κανονίσαμε, λοιπόν, πολύ γρήγορα όλα τα διαδικαστικά. Πρώτα πρώτα βρέθηκε η αφορμή και η δικαιολογία για την τέλεση του πάρτι: η γιορτή μου. Τρίτη μέρα των Χριστουγέννων, ημέρα Κυριακή τότε, του Αγίου Στεφάνου, μεγάλη η χάρη του! Μια χαρά. Βρέθηκε γρήγορα κι ο χώρος. Έπρεπε να είναι μεν σε εύκολα προσβάσιμο μέρος για να επιτραπεί σε κάποιες κοπέλες –αυτός ήταν ο καημός μας- να έρθουν αλλά να είναι και λίγο κρυφός, ώστε και να μην ενοχλούμε με τη δυνατή μουσική και τη φασαρία που θα κάναμε αλλά και για να αποφεύγουμε αδιάκριτες ενοχλητικές παρουσίες. Θέρμανση δεν χρειαζόταν, το αίμα κυκλοφορούσε θερμό στις φλέβες μας κι αν δεν έφθανε αυτό, υπήρχε το ποτό κι ο χορός για να ζεστάνουν την ατμόσφαιρα. Όσο για τον φωτισμό μια μπαλαντέζα έφθανε για να λύσει το πρόβλημα. Το παλιό ακατοίκητο σπίτι της νονάς Ματένιας ήταν ό, τι έπρεπε. Ήξερα καλά πως δεν θα μου χαλούσε το χατίρι και δεν μου το χάλασε. Υποσχέθηκα βέβαια και στη νονά μου και στη μάνα μου που δεν καλόβλεπε- είναι αλήθεια – όλα αυτά τα καινούργια ξενόφερτα πράματα, πως θα προσέχαμε το σπίτι, δεν θα κάναμε ζημιές και δεν θα δημιουργούσαμε κανένα πρόβλημα.

     Για τα ποτά κι επειδή τα οικονομικά μου δεν ήταν και – ας το πω κομψά- πολύ ανθηρά βρέθηκε επίσης λύση. Στο ποτοποιείο του Μουμτζή δούλευε τότε ο φίλος και συμμαθητής Βαγγέλης, που μας εξασφάλισε σε τιμή κόστους χύμα βερμούτ, σ’ ένα πλαστικό 5λιτρο μπιτόνι. Κάτι θα έφερναν και οι υπόλοιποι, οπότε δεν υπήρχε κανένα πια πρόβλημα. Το πάρτι μας, η πρώτη ελεύθερη πρωτοβουλία για διασκέδαση ήταν γεγονός.

     Περιττό να σας πω πως τα παλληκάρια είχαμε κατά νουν, γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε, να εκμεταλλευτούμε τις ευκαιρίες που θα έδιναν η παθιάρικη μουσική, το ημίφως, το βερμούτ, τα μπλουζ, η ατμόσφαιρα, η παρουσία κάποιων «ξένων» κοριτσιών και –κυρίως- η απουσία αδιάκριτων βλεμμάτων. Μη φανταστείτε, βέβαια, τίποτε πολύ προχωρημένο. Μια ματιά, ένα σφίξιμο, ένα υπονοούμενο ή κι ένα χάδι ή ένα φιλί ήταν αρκετά να κατευνάσουν, να  καταπραΰνουν τα πάθη, που σε κάποιες ψυχές σιγόκαιγαν σαν τη χειμωνιάτικη χόβολη σε λαϊκό τζάκι. Φροντίσαμε γι’ αυτό, εντελώς αδιάκριτα, να αποκλείσουμε νεαρούς ή και κάποιους που μπορεί να δημιουργούσαν πρόβλημα με την αθωότητα, την αφέλεια ή τον αυθορμητισμό τους.

     Η βραδιά κύλησε υπέροχα, αφήνοντας πολύ γλυκιές αναμνήσεις.  Απ’ όλα είχε ο μπαξές… Τα φώτα χαμήλωσαν στο χαμηλό σπιτάκι και με μια κλεφτή, αναγνωριστική ματιά τριγύρω, βρεθήκαμε αγκαλιά να χορεύουμε μπλουζ, μ’ ένα ποτήρι βερμούτ στο χέρι κι ένα τσιγαράκι στα φανερά πια! Χορεύαμε Beatles με ό,τι φιγούρα προλάβαμε να «ξεσηκώσουμε» από μια αμερικάνικη ταινία που είδαμε στο σινεμά. Το ”A casa d’ Irene” μας παρέσυρε με τη μελωδία του, χωρίς να πολυξέρουμε για ποιο σπίτι μιλούσε!  Αλλά και δικοί μας: τι Δάκης, τι Μπέσσυ Αργυράκη, τι Ρόμπερτ Ουίλιαμς, τι Λάκης Τζορντανέλι!  Και τότε κάποιο «Τρελοκόριτσο» με μίνι-ζιπ, έφερνε «Τρικυμία» στην καρδιά ενός «Καζανόβα» της εποχής! Κάποιοι το φώναζαν «Κορίτσι του Μάη», και κάποιοι άλλοι «Μπάμπολα»… Τι κι αν… «Είναι εννιά κι ακόμα περιμένει»; Εκείνος της λέει  «Κορίτσι στάσου να σου πω». Γι’ αυτό τον φωνάζουνε… «Τζίνι»…! Πανζουρλισμός. Ήμασταν το κέντρο του κόσμου!

                Δεν θα επεκταθώ σε λεπτομέρειες άλλες, για να αφήσω τη φαντασία σας ελεύθερη να πλάσει ένα ονειρεμένο σκηνικό. Η βραδιά κύλησε υπέροχα. Επειδή όμως δεν υπάρχει παραμύθι χωρίς δράκο, αυτός προέκυψε λίγες μόλις ώρες μετά τη λήξη της παράστασης. Παραζαλισμένος από όλα όσα έζησα στο πάρτι έγειρα το πρωί το ταλαίπωρο κορμί μου για να με πάρει ο Μορφέας και να με αναζωογονήσει, για να το πω ποιητικά. Ψόφιος για ύπνο, αλλιώς. Κάποια στιγμή, μια δυο ώρες μετά, μέσα σε λήθαργο, ακούω πάνω από το κεφάλι μου φασαρία και πολύ έντονες φωνές. Ανοίγω με το ζόρι τα μάτια μου. Πάνω στο πρόσωπό μου κρεμόταν απειλητικά κι αιωρούνταν ένα ανοιγμένο προφυλακτικό, ευτυχώς χωρίς περιεχόμενο.  Την ίδια ώρα, δυο πολύ γνώριμα πρόσωπα, η μάνα μου κι η νονά μου σαν σε χορωδία ούρλιαζαν: «τι πράματα είναι αυτά! Τόσων χρονών γίναμε, τέτοια μασκαραλίκια δεν είδαμε!». Χρειάστηκε κάποιος χρόνος για να καταλάβω τι γίνεται και να αποκωδικοποιήσω τα συμβάντα. Κάποιοι νεαροί αποκλεισμένοι από το πάρτι εκδικήθηκαν τον αποκλεισμό τους και κάνοντας προβοκάτσια (ήταν της μόδας τότε η λέξη) άφησαν έξω από το σπίτι του πάρτι τα πειστήρια ενός εγκλήματος, που – δυστυχώς – δεν συνέβη στ’ αλήθεια!!! Όμως, ακόμη κι αυτή η αντίδραση έδειχνε πως το πάρτι μας είχε επιτυχία.

 

 

Website Powered by WordPress.com.

ΠΑΝΩ ↑