ο δραπέτης

    Πόρπη, Καλοκαίρι 1968, Ιούλιος μήνας. Η Πόρπη κινείται σε ράθυμους ρυθμούς. Έχει τελειώσει ο θέρος και η βασική της παραγωγή, τα δημητριακά (σιτάρι και κριθάρι κυρίως), είναι στοιβαγμένη στις αποθήκες, σε σακιά ή χύμα, οι έμποροι κάνουν την εμφάνισή τους στο χωριό, κάνουν τις πρώτες προσφορές τους και περιμένουν. Οι αγρότες πάλι, όσοι μπορούν  να αντέξουν λίγο ακόμα στις οικονομικές τους υποχρεώσεις, παίζουν ένα παιχνίδι αναμονής. Διαπραγματεύονται λυσσαλέα την τιμή ανά κιλό, προσδοκώντας να πετύχουν καμιά δεκάρα παραπάνω. Δύσκολη εποχή, δεν υπάρχουν ακόμη συνεταιρισμοί και η πώληση των προϊόντων είναι ατομική υπόθεση του καθενός, απροστάτευτη εντελώς. Η Αγροτική Τράπεζα πιέζει, τα έξοδα τρέχουν, το τεφτέρι στα μπακάλικα του χωριού, στον Χατζή (κατά κόσμον Καρυοφύλλη Κουτσοδημάκη) ή στον Βασίλη Δερμανόπουλο, έχει μεγαλώσει επικίνδυνα.

Ψωμι-Για-Εναν-Δραπετη-1967 2

Ράθυμος κι εγώ κι υπό την επήρεια του καυτού μεσημεριανού ήλιου ανεβαίνω την ανηφόρα στον κεντρικό δρόμο του χωριού που οδηγεί στην Καλλίστη, κλωτσώντας που και που καμιά πεσμένη κουκουνάρα. Έχει τελειώσει το παιχνίδι εκεί στην αυλή του δημοτικού σχολείου. Εκεί ήταν ο χώρος συγκέντρωσης κυρίως των αγοριών. Αγαπημένο μας παιχνίδι το Καλοκαίρι ήταν οι κόπτσες. Ένα παιχνίδι…καταστροφικό (κόπιτσα < τουρκική kopça, το κουμπί). Συγκεντρώναμε «κόπτσες» (=κουμπιά)  απ’ τις παλιές φανέλες της μάνας μας, απ’ τα παλιά παντελόνια του πατέρα, από όπου μπορούσαμε να βρούμε. Γρήγορα όμως οι πηγές μας εξαντλούνταν, καθότι μας έπαιρνε είδηση η μάνα μας και τις συγκέντρωνε πριν από εμάς. Βλέπεις τις χρειάζονταν κι αυτή, για να τις χρησιμοποιήσει στις φανέλες που θα ράψει με το χέρι.

Στήναμε όρθιες τις «κόπτσες» στο χώμα και με το «κουρσιούμ’» (=είδος μπίλιας από μολύβι) σημαδεύαμε το «μπάσ(ι)», την ακραία δηλαδή και συνήθως μεγαλύτερη της σειράς…  Οι κόπτσες είχαν και διαφορετική «χρηματιστηριακή» αξία. Μια κόπτσα από το σακάκι είχε αξία ίση με δυο κόπτσες απ’ τη φανέλα. Μια χρωματιστή, κυρίως από γυναικεία ρούχα, είχε επίσης διπλή αξία. Εγώ, έχοντας το προνόμιο να έχω πατέρα ράφτη εξασφάλιζα στα κρυφά κάτι μεγάλα κουμπιά που είχε ο πατέρας μου για να ράψει στολές για αγροφύλακες. Ένα κουμπί από σακάκι αγροφύλακα άξιζε δέκα κουμπιά μικρά στο άτυπο ισοζύγιο συναλλαγών μας! Οι σπασμένες απορρίπτονταν ως …κίβδηλες! Στο παιχνίδι αυτό κέρδιζαν αυτοί που είχαν σταθερό χέρι, αυτοσυγκέντρωση και ειδικές ικανότητες στο «ισιάδ’», δηλαδή να σημαδεύουν στα ίσια μπροστά τους. Οι τσέπες μερικών παιδιών, των πιο επιτήδειων στο σημάδι, ήταν γεμάτες από «κόπτσες» παντός χρώματος και μεγέθους. Των περισσοτέρων, δε, τα παντελόνια ήταν δεμένα με σπάγκο ή και με σύρμα, γιατί τα κουμπιά είχαν χαθεί στον τζόγο…

κοψεσ για παιχνιδι

    Περπατώντας λοιπόν με κατεύθυνση το σπίτι μας, στον κεντρικό δρόμο του χωριού, ακούω το γνώριμο βουητό ενός παλιού μικρού φορτηγού, που κι αυτό κουρασμένο από το διάβα των χρόνων, τις συνεχείς μετακινήσεις και τη μεγαλούτσικη ανηφόρα αγκομαχούσε. Ήταν πολύ λίγα τα οχήματα που κυκλοφορούσαν τότε και γυρίζοντας, το γνώρισα αμέσως. Ήταν το φορτηγάκι του Στραβολέγκα, του πλανόδιου σινεματζή της περιοχής από τη Σάλπη, πολύ γνωστού στο χωριό, νονού του σημερινού προέδρου μας, του Ηρακλή. Εφοδιασμένο με μια γεννήτρια, (ηλεκτρικό ρεύμα δεν είχε ακόμη η Πόρπη), αρκετά μέτρα καλώδιο για να στηθεί η γεννήτρια όσο γινόταν πιο μακριά από τους θεατές, μια παμπάλαια προπολεμική μηχανή προβολής, ένα μεγάφωνο κι ένα σεντόνι που έπαιζε το ρόλο της οθόνης. Κάθε Πέμπτη βραδάκι το Καλοκαίρι, πρόβαλλε μια ταινία σε ανοιχτό μεν, φυλασσόμενο δε, χώρο, αφού υπήρχε εισιτήριο και αυστηρός έλεγχος πριν την προβολή για να μην εισβάλουν λαθραία κάποιοι. Το εισιτήριο στοίχιζε δύο δραχμές, σεβαστό ποσό, ειδικά για εμάς τα παιδιά, που είχαμε χαρτζηλίκι σπανίως, στις μεγάλες γιορτές μόνο!

Καθώς κοντοστάθηκα, λοιπόν, καμαρώνοντας το μοναδικό τροχοφόρο, αυτό σταμάτησε δίπλα μου κι ο καλοκάγαθος πλανόδιος κινηματογραφιστής μου πρότεινε να ανεβώ στη θέση του συνοδηγού με διπλή αποστολή. Θα του έδειχνα τα κατατόπια του  χωριού, από ποιον δρόμο να πάει, πού να σταματήσει και ταυτόχρονα θα διαφήμιζα τη βραδινή παράσταση, ενημερώνοντας μέσω του μεγαφώνου, που περήφανο έστεκε στην οροφή του φορτηγού, για τη βραδινή παράσταση.

7-paraskevas-kokkinotrimithia

Άλλο που δεν ήθελα! Απ’ τη μια η πρόκληση της τζάμπα βόλτας και μάλιστα νόμιμα. Εδώ εμείς για να «φάμε καβαλίκα», (έτσι λέγαμε τη βόλτα με οποιοδήποτε όχημα), δεν διστάζαμε να εφορμούμε κρυφά κι ενώ ήταν σε κίνηση στο αυτοκίνητο του πραματευτή Μουμίν, που πουλούσε υφάσματα τότε και τα σχετικά και είχε ανοιχτά τα παραπέτα του αυτοκινήτου του για να φαίνεται το εμπόρευμα, με κίνδυνο ή να γκρεμοτσακιστούμε ή να μας συλλάβει επ’ αυτοφώρω ο αυστηρός Μουμίν. Ανεβαίναμε κρυφά επίσης, πίσω στο αλογόκαρο του Αλή Αγά (Αλέγας επί το ελληνικότερον) στο ξύλο που προεξείχε, το λεγόμενο «αρίσ’ι».

    Ο Αλέγας πουλούσε τα πάντα και το κινούμενο μαγαζάκι του ήταν για εμάς κάτι το μαγικό: σπόρια, φυστίκια, καραμέλες, χαλβάδες… Ο,τι μπορούσες να φανταστείς. Είχε και κάτι ωραίες σφεντόνες, λάστιχα τα λέγαμε, που ήταν απαραίτητο αξεσουάρ για τα αγοράκια της Πόρπης. Δεν εννοείτο Καλοκαίρι χωρίς κυνήγι με τα λάστιχα! Και μάλιστα, επειδή οι περιφερόμενοι πραγματευτάδες συνέχιζαν το ταξίδι τους στο διπλανό χωριό, στα Παγούρια στη Μέσση ή στην Καλλίστη, εξαντλούσαμε κάθε όριο, παραμένοντας ως λαθρεπιβάτες πάνω στα κινούμενα οχήματα, όταν αυτά έφταναν έξω από το χωριό και ανέπτυσσαν ταχύτητα. Πηδούσαμε λοιπόν, αφού αρπάζαμε καμιά σφεντόνα ή καμιά καραμέλα από το δύστυχο Αλέγα και επιστρέφαμε με τα πόδια στο χωριό!

Η δεύτερη πρόκληση είχε πιο σύνθετα κίνητρα. Μου δινόταν η ευκαιρία να ακουστώ σ’ όλη την Πόρπη. Δεν είναι μικρό πράγμα να μιλάς και να σε ακούνε όλοι στο χωριό! Να ακούς κι εσύ ο ίδιος τη φωνή σου. Και να σε βλέπουν ζηλόφθονα τα άλλα παιδιά να στέκεσαι καμαρωτός και εποχούμενος! Και το κυριότερο: Το βράδυ, στην προβολή της ταινίας θα έμπαινα, φυσικά, δωρεάν! Θα γλύτωνα την περιπέτεια της -έτσι ή αλλιώς-  λαθραίας εισβολής, αφού χρήματα για σινεμά δεν υπήρχαν και έτσι «ουκ αν λάβοις…» Γνωρίζοντας άριστα τα κατατόπια του χώρου προβολής, κρυβόμασταν καλά στην περίφραξη της αυλής πίσω από το καφενείο του Δερμανόπουλου ή του Μπεγιάζη, που ήταν οι συνηθέστεροι. Περίφραξη τότε ήταν τα λεγόμενα «τσαλιά». Έκοβαν οι πατεράδες μας τσαλιά που ευδοκιμούσαν πέριξ της Πόρπης, στα λεγόμενα «αλτσάκια» και στοιβάζοντάς τα γύρω από το οικόπεδο δημιουργούσαν ένα τείχος προστασίας. Μπαίναμε, λοιπόν, κάτω από τα τσαλιά και εισχωρούσαμε στο χώρο προβολής, μόλις έσβηνε η μοναδική λάμπα που φώτιζε το χώρο, για να αρχίσει η προβολή. Ο δύστυχος Στραβολέγκας ή ο Βαγγελάκος Κοσμίδης, ο άλλος σινεματζής, τι και πώς να προλάβουν τη λαθραία εισβολή!

 

Δεν το σκέφτηκα καθόλου. Πήδηξα απ’ τη χαρά μου εισβάλοντας στη θέση του συνοδηγού. Ο Στραβολέγκας με ενημέρωσε. Είχε μαζί του την αφίσα της ταινίας που θα παιζόταν το βράδυ, με όλες τις σχετικές πληροφορίες κι εγώ άρχισα το επ’ αμοιβή έργο μου, προσπαθώντας να μιλήσω όσο πιο καθαρά μπορούσα: «Ακούσατε, ακούσατε!!! Σήμερα το βράδυ στις εννιά, στο καφενείο του Βασίλη Δερμανόπουλου, θα παιχτεί η ταινία του Κώστα Ασημακόπουλου: Δραπέτης για ένα ψωμί !!! Πρωταγωνιστούν: Μαίρη Χρονοπούλου, Σπύρος Φωκάς, Νέλλη Αγγελίδου και άλλοι σπουδαίοι ηθοποιοί. Μην χάσετε αυτήν την καταπληκτική παράσταση. Όλοι να έρθετε να απολαύσετε μια υπέροχη ταινία …. Επαναλαμβάνω κλπ κλπ Δραπέτης για ένα ψωμιίίίί..»

 

    Υπήρχε, βεβαίως ένα μικρό λαθάκι σε όλη αυτή τη διαδικασία. Η ταινία μιλούσε για Ψωμί για ένα δραπέτη. Η ταινία, παραγωγής 1967, αναφέρονταν σε έναν Ιταλό στρατιώτη, που καταδιώκεται από τους Γερμανούς, βρίσκει καταφύγιο στο σπίτι δύο γυναικών, η μία θα τον φροντίσει και θα τον ερωτευθεί, ενώ η αδελφή της, που έχει χάσει 2 γιους στον πόλεμο της Αλβανίας, θα τον καταδώσει. Ταινία με εθνικοπατριωτικά στοιχεία. Ήταν αρχή της δικτατορίας τότε και ο κινηματογράφος προσπαθούσε να μεταδώσει τέτοια μηνύματα. Το λάθος μου δεν ξέρω αν το κατάλαβε κανένας. Πάντως ο Στραβολέγκας δεν το κατάλαβε και τήρησε τη συμφωνία μας. Έτσι το βράδυ μπήκα και είδα την ταινία κανονικά. Όχι σαν δραπέτης…

ψωμί

 

Website Powered by WordPress.com.

ΠΑΝΩ ↑