13 Ιουνίου 1985

    Ήταν μεσημέρι, 1.30΄ η ώρα κι ήλιος ήταν στο απόγειο σχεδόν ενός καταγάλανου ουρανού και πύρωνε με τις ακτίνες του. Αρχή ενός Καλοκαιριού που υπόσχονταν πολλά. Αφού φάγατε οικογενειακώς χαιρέτησες βιαστικά τους γονείς σου και τον συνονόματο παππού, πήρες το αγαπημένο σου μηχανάκι, άρπαξες και το κράνος βιαστικά βάζοντάς το στον αγκώνα. Συνήθιζες να μην το φοράς, να το έχεις περασμένο στο αριστερό σου χέρι. Ήσουν φρεσκολουσμένος και πρόσεχες πάντα να είναι καλοφτιαγμένο το ξανθό ολόισιο μαλλί σου, που το άφηνες πάντα λίγο μεγάλο να ανεμίζει και το έριχνες μπροστά, σε φράντζα που ήταν της μόδας. «Γιατί το βάζεις το κράνος στον αγκώνα»; Σε ρώτησα κάποτε. «Αν πέσω τον αγκώνα μου θα χτυπήσω» μου είχες πει, πειρακτικά. Δεν είχες πέσει ποτέ! Ως τότε τουλάχιστον. Πριν ανεβείς, ακούγοντας στο ραδιόφωνο ένα ζεμπέκικο, έριξες μια γυροβολιά, μια στροφή πεταχτή, από αυτές που σκάρωνες στα πρώτα εφηβικά γλέντια κι ανέβηκες βιαστικά στο δίκυκλο, να μην αργήσεις. Ήσουν μαθητής τυπικός, συνεπής στα ραντεβού σου, δεν αργούσες γενικά και πουθενά. Έβαλες μπρος και μάρσαρες δυο φορές δυνατά, ίσα ίσα να μην ακούσεις τη συμβουλή της μάννας: «να προσέχεις, παιδί μου, μην τρέχεις

     Έτυχε να σε γνωρίσω καλά, αφού τότε πολλές συμπτώσεις μας έφεραν πιο κοντά. Μαθητής μου στο μάθημα της Γλώσσας στον ΟΑΕΔ, συμπαίκτης στην ομάδα του Άρη Πόρπης, όλοι μαζί, μικροί μεγάλοι, μια παρέα στο καφενείο αλλά και σε βόλτες. Μόλις είχε αρχίσει τότε η καλοκαιρινή ντίσκο στο Φανάρι. Θυμάμαι να χορεύεις το «ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας» που ήταν το σουξέ της εποχής τότε. Ήταν τα πρώτα σου  δειλά βηματάκια και τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα έκαναν αισθητή την ύπαρξή τους, αφού πρόσεχες πολύ την εμφάνισή σου, ήθελες να είσαι πάντα καλοντυμένος και καλοχτενισμένος.

     1.35΄, 13 Ιουνίου, μέρα Πέμπτη. Επιστρέφω με το Ζασταβάκι μου στην Πόρπη, μέσω Παγουρίων, έχοντας πίσω την κόρη μου, ενός έτους τότε. Κοντεύω να φτάσω. Είμαι στις λεγόμενες Δευτέρες, ακριβώς στο σωλήνα που είχαν βάλει οι Βούλγαροι για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο. Βλέπω ξαφνικά στα 100-150 μέτρα κάποιοι να τρέχουν αλαφιασμένοι. Η διαίσθησή μου με κάνει να είμαι σίγουρος πως κάτι κακό συμβαίνει. Ήξερα ότι η γέφυρα εκεί μπροστά ήταν επικίνδυνη. Πολύ στενή και πάνω σε στροφή. Κατεβαίνω και τρέχω να δω τι συμβαίνει. Μετά τη γέφυρα ένα τρακτέρ με μια πλατφόρμα κι ακριβώς στην άκρη της γέφυρας ένα μηχανάκι, δίπλα σε μια πινακίδα στην άκρη της γέφυρας. Ξαπλωμένος ανάσκελα εσύ. Με το κράνος δίπλα. Είναι εποχή της τσάπας και στα χωράφια υπάρχει κόσμος. Αυτοί έτρεξαν πρώτοι, Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι, με την ίδια αγωνία. Η κατάστασή σου, κρίναμε τότε, ότι θα ήταν θεραπεύσιμη. Το πρόσωπό σου ήρεμο και καθαρό, σαν να κοιμόσουν. Καμία άλλη πληγή, κανένα τραύμα, παρά μόνο λίγο αίμα εκεί δίπλα στο κεφάλι σου. Μόνο όταν σε σηκώσαμε για να σε βάλουμε στο κλειστό φορτηγάκι για να σε πάει ο Αϊντίν στο Νοσοκομείο καταλάβαμε. Μια κραυγή απόγνωσης ξεπήδησε από μέσα μας, ένα ισχυρό σοκ παρέλυσε τα πόδια μας κι έφερε δάκρυα στα μάτια. Η σκιά του θανάτου τότε άρχισε να σκιάζει τα πάντα.

    Μια σκιά που καταπλάκωσε τα πάντα. Πρώτα απ’ όλους τη μάνα τη χαροκαμένη που δεν άντεξε τον πρόωρο φευγιό σου και ήρθε γρήγορα να σε βρει. Τη θυμάμαι, λίγες μέρες μετά το θάνατό σου, στο Νοσοκομείο Κομοτηνής, στην Καρδιολογική. Έμαθε ότι ήμουν αυτόπτης μάρτυρας και έστειλε ειδοποίηση πως ήθελε να με δει, να με ρωτήσει. Την έτρωγε ο καημός, ήθελε να ξέρει πώς, γιατί; Μ’ αυτό το αναπάντητο «γιατί» έφυγε σύντομα κι αυτή. Δεν είχα το κουράγιο να πάω μόνος, δεν είχα δύναμη να την δω στα μάτια. Ούτε καν στην κηδεία σου, Γιώργο, τόλμησα να σε δω από κοντά. Μόλις σε πλησίαζα έτρεμαν τα πόδια μου και λιποψυχούσα. Δεν μπορούσα, όμως, και να μην εκτελέσω την επιθυμία της. Πήρα συνοδό τον πατέρα μου, που η πείρα της ζωής, τα πολλά θανατικά που βίωσε και η σοφία που έφερε η ωριμότητά του τον έκαναν μπαρουτοκαπνισμένο. Ήθελε η κυρα- Βαγγελιώ να μάθει κάθε λεπτομέρεια, που αδυνατούσα να φωτίσω, γιατί δεν ήμουν παρών τη στιγμή του δυστυχήματος αλλά λίγο μετά. Με αγκάλιασε και κλάψαμε μαζί σπαρακτικά, ώσπου με απομάκρυναν έντρομοι οι γιατροί.

     Και να σου πω και τα ευχάριστα νέα, Γιώργο. Η γέφυρα η παλιά καταργήθηκε  πολύ γρήγορα. Σε ένα χρόνο μετατοπίστηκε ο δρόμος και έγινε καινούρια γέφυρα σε ισιάδα πια, όχι πάνω σε στροφή και στενή. Κι από τότε δεν ξαναέγινε άλλο δυστύχημα εκεί!

Γεωργούτσος 1

Σχολιάστε

Website Powered by WordPress.com.

ΠΑΝΩ ↑