το ραφείο μας

1991 01
το ραφείο μας -το 1991- αριστερά, χωρίς ταμπέλα, χωριστά από το παλιό προσφυγικό μας σπίτι. Ο νεαρός είναι ο Σταύρος, ο γιος μου.

 

     Δεν ξέρω αν συμβαίνει και σε σας -φαντάζομαι πως ναι-,  να σας έχει μείνει κάποια μακρινή ανάμνηση έντονα χαραγμένη στη μνήμη σας, χάρη στη μυρωδιά της. Κανονικά η όσφρηση λειτουργεί για να προστατεύει. Χωρίς αυτήν θα τρώγαμε αλλοιωμένα τρόφιμα, θα δηλητηριαζόμασταν από επικίνδυνα αέρια, δεν θα μας πείραζε να είμαστε άπλυτοι και κακορίζηδες, δεν θα καταλαβαίναμε την Άνοιξη και τη βροχή, θα είμαστε φτωχοί σε συναισθήματα και εντυπώσεις. Χωρίς όσφρηση το άγγιγμα ενός μωρού ή ενός αγαπημένου προσώπου θα ήταν πιο αδιάφορο. Δεν θα «παίρναμε μυρωδιά» από τη ζωή. Το κυριότερο όμως είναι πως, καθώς τα οσφρητικά νεύρα συνδέονται με τον εγκέφαλο, δημιουργεί μνήμες. Και μάλιστα οι μνήμες αυτές είναι οι πιο έντονες. Χαράσσονται βαθιά μέσα μας κι όταν τις ξανασυναντάμε εμφανίζονται ολοζώντανες. Λες και ήταν χτες! Τη γεύση δεν τη θυμόμαστε τόσο, όσο τη μυρωδιά.

      Κάτι τέτοιο μου συνέβη όταν πρόσφατα μπήκα σε κάποιο παλιό ραφείο της πόλης. Επειδή η παραπάνω από τη μισή ζωή μου σχετίζεται με το παραδοσιακό ραφείο του πατέρα μου, μόλις μπήκα στο ραφείο η μυρωδιά του με βομβάρδισε με πλήθος εικόνες και συναισθήματα. Σαν να έμπαινα στο ραφείο μας. Απέναντι ο πάγκος και πίσω του ο πατέρας μου. Εκεί άπλωνε τα υφάσματα, έκοβε και σχεδίαζε. Πατώντας σε ένα μακρύ ξύλο, μια παλιά δοκάνη1, για να προστατεύεται από την υγρασία του χωματένιου δαπέδου. Και κάτω από τον πάγκο διάφορα κουρελάκια, απομεινάρια και περισσεύματα των κομμένων υφασμάτων. Αυτά έχουν μια ιδιαίτερη μυρωδιά που απλώνεται σε όλο το εσωτερικό του ραφείου και το κάνει ξεχωριστό. Είμαι σίγουρος πως αν μου κλείσουν τα μάτια και με βάλουν σε χίλιους διαφορετικούς χώρους θα αναγνωρίσω πολύ εύκολα το ραφείο.

      Στην μπροστινή πλευρά του ραφείου μας, αριστερά μόλις έμπαινες από την είσοδο ήταν η ραπτομηχανή. Για όλους μας οικογενειακώς η ραπτομηχανή ήταν το μαγικό τοτέμ, ο, τι πιο πολύτιμο και ακριβό είχαμε ως περιουσιακό στοιχείο. Singer, παρακαλώ, μεταχειρισμένη από τρίτο χέρι, βαριά γερμανική κατασκευή, ποδοκίνητη. Ήταν των αρχών του προηγούμενου αιώνα, μπορεί και του προ-προηγούμενου. Σ΄ αυτήν έμαθε ραπτική ο πατέρας, αυτήν χρησιμοποιούσε ως το 1966. Τότε επένδυσε σε μια καινούρια πάλι Singer, αφού έβαλε δόσεις για την πληρωμή της, ποδοκίνητη κι αυτή, που σε αντίθεση με την παλιά δεν έσπαζε τακτικά τη βελόνα της, ούτε μασούσε το ύφασμα και είχε και κάποια αξεσουάρ που τότε μας φαίνονταν τεχνολογικά θαύματα. Μπορούσες να τυλίξεις πολύ γρήγορα το μασούρι, στη μηχανή κι όχι στο χέρι, να γαζώσεις ζικ  ζακ  ή κουμπότρυπες, να ρυθμίσεις τις βελονιές! Μέχρι και μπρος πίσω διέθετε, για τα τελειώματα των γαζιών!

      Σ’ αυτές τις δυο μηχανές πέρασε ο πατέρας μου όλη του τη ζωή. Όντας ορφανός και ανάπηρος στο ένα του πόδι από πολύ μικρή ηλικία αποφασίστηκε από τη γιαγιά του, το μοναδικό στήριγμα που του είχε απομείνει, να μάθει μια τέχνη που μπορεί να εξασκηθεί χωρίς να χρειάζεται περπάτημα, ορθοστασία ή τρέξιμο. Πολλοί ραφτάδες επέλεγαν το επάγγελμά τους λόγω κάποιας αναπηρίας ή άλλου ανατομικού προβλήματος. Το επάγγελμα είχε τα θετικά του: δεν ήθελε πολλές σωματικές δυνάμεις αλλά υπομονή και δεξιότητα. Στην Κομοτηνή, λ.χ. ο πιο διάσημος ράφτης ήταν ο «καμπούρης», δίπλα στον κινηματογράφο «Αστέρια». Μόνο οι δικοί του τον ήξεραν με το όνομά του.  Αποκλείστηκαν λοιπόν τα συνήθη επαγγέλματα. Γεωργός, κτηνοτρόφος κλπ. Για να μάθει την τέχνη του ράφτη στάλθηκε σε ράφτη στο Καβακλή, στον Χατζηγιώργη, ονομαστό ράφτη, καλό στη δουλειά του αλλά αυστηρό. Αυτός είχε ραφείο στο κεφαλοχώρι κι εκπαίδευε ραφτόπουλα. Τον είχε δίπλα του σαν βοηθό για ψιλοδουλειές και κοντά του παράλληλα μάθαινε. Δεν πλήρωνε δίδακτρα αλλά δεν πληρώνονταν και για τη δουλειά του. Κοιμόταν στο ραφείο κι έτρωγε από το καλάθι που κάθε βδομάδα του έστελνε η γιαγιά του από την Πόρπη με το λεωφορείο. Ήταν την περίοδο του Εμφυλίου με πολλή μεγάλη φτώχεια και το καλάθι αυτό με τις βδομαδιάτικες προμήθειες σπανίως έφτανε στον προορισμό του ολάκερο. Εκεί έμεινε τέσσερα χρόνια μέχρι που έμαθε την τέχνη και άνοιξε δικό του ραφείο στην Πόρπη, στα 1950.

      Αυτή ήταν η βασική υποδομή του ραφείου: ο πάγκος και η ραπτομηχανή. Εκτός απ’ αυτά και κάποια εργαλεία: ένα μεγάλο ψαλίδι με το οποίο έκοβε τα υφάσματα, ο πήχυς, ξύλινος χάρακας με τον οποίο έπαιρνε τα μέτρα στα υφάσματα, το ταυ, η μεζούρα, ένα υφασμάτινο μέτρο με το οποίο έπαιρνε τα μέτρα στους πελάτες. Διάφορα χρωματιστά σαπούνια, με τα οποία σημάδευε τα υφάσματα, βελόνες που χρησιμοποιούνταν για το ράψιμο, η δαχτυλήθρα, που του προστάτευε το δάχτυλο με το οποίο έραβε, η πελότα, ένα μαξιλαράκι, την οποία έβαζε με λάστιχο στο χέρι του και πάνω τοποθετούσε τις καρφίτσες, ένα ειδικό πάνινο μαξιλάρι, το οποίο έβαζε μέσα στο ρούχο που έραβε και σιδέρωνε για να του δώσει τη φόρμα και λειτουργούσε σαν καλούπι και το σίδερο, με το οποίο σιδέρωνε τα ρούχα. Για να σιδερωθούν καλύτερα τα χοντρά ρούχα τα έβρεχε βουτώντας σε ένα κουβαδάκι έναν σπόγγο.

Singer Sewing Machine

                                                                                    ….

      Οι πιο ασύλληπτες ιδέες αλλά και οι πιο μεγαλοφυείς εφευρέσεις πάντα έρχονται απρόσμενα, σε στιγμές ανύποπτες. Το πρωί στην τουαλέτα, ας πούμε, ή εκεί που κάθεσαι μέσα στη σπαρίλα και βαριέσαι ακόμα και να σκεφτείς. Κάπως έτσι μας καρφώθηκε η ιδέα, εμένα και του αδερφού μου, να προσφέρουμε κάτι που κατά τη γνώμη μας έλειπε από το ραφείο του πατέρα μας. Μια ταμπέλα. Το ραφείο μας δεν είχε ταμπέλα. Ήταν χωρίς όνομα, χωρίς ταυτότητα, απρόσωπο. Καλοκαίρι, 1969, στην αρχή της δικτατορίας, 15 και 13 χρονών αντίστοιχα, παραδομένοι στην αποχαύνωση του καυτού μεσημεριάτικου ήλιου και στην ανία που φέρνει η έλλειψη κάποιας δημιουργικής απασχόλησης, το πήραμε απόφαση. Θα κατασκευάζαμε μόνοι μας μια ταμπέλα και θα την αναρτούσαμε στην είσοδο του ραφείου. Έτσι είχαμε δει πως γινόταν στα μαγαζιά της Κομοτηνής. Όλα τα καταστήματα είχαν την ταμπέλα τους. Να βλέπει ο κόσμος πως εδώ, στην Πόρπη υπάρχει ραφείο και ν’ αυξηθεί έτσι και η πελατεία του!

      Προχωρήσαμε αμέσως στην κατασκευή της. Βρήκαμε ένα κομμάτι φελιζόλ, άσπρο, που τότε είχε αρχίσει να κάνει την εμφάνισή του ως μονωτικό σε κάποια σπίτια. Βρήκαμε και γαλάζια λαδομπογιά κι ένα πινέλο και βάζοντας σε ενέργεια όλη τη μαεστρία μας σχεδιάσαμε πάνω του με ωραία κεφαλαία γράμματα: «ΡΑΦΕΙΟΝ Η ΝΕΑ ΕΛΛΑΣ» Γύρω γύρω σαν μπορντούρα ζωγραφίσαμε έναν μεγαλοπρεπή μαίανδρο. Κάνοντας σκαμνάκι ο ένας, κάρφωσε ο άλλος με μια καρφούκλα την αυτοσχέδια ταμπέλα στην πρόσοψη, πάνω από την πόρτα του ραφείου στον πλίνθινο τοίχο. Η αλήθεια είναι πως η απόφαση για το όνομα ήταν του αδερφού μου, που ήταν πιο προχωρημένος, αλλά ήταν –σκέφτομαι τώρα- αποτυχημένο, δεν έλεγε την αλήθεια. Και οι τρεις λέξεις του απείχαν λίγο πολύ απ’ την πραγματικότητα. «Ραφείον» ήταν έτσι κι έτσι (θα καταλάβετε γιατί στη συνέχεια). Ούτε με το «Νέα» είχε σχέση. Ήταν παλιό, κερπιτσένιο, παλιομοδίτικο. Όσο για την τρίτη λέξη «Ελλάς» κι αυτό είναι συζητήσιμο, γιατί αυτό που σήμερα λέμε παγκοσμιοποίηση και συνύπαρξη των λαών ουσιαστικά από το ραφείο μας ξεκίνησε, μιας κι η πελατεία του ήταν η ανθρωπογεωγραφία της Θράκης. Έλα όμως που ήταν εποχή της Χούντας και οι διακηρύξεις για την Νέα Ελλάδα μονοπωλούσαν όλα τα δελτία ειδήσεων, που ήταν κρατική υπόθεση! Το σύνθημα «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» και άλλα τέτοια βαρύγδουπα συνθήματα έδιναν κι έπαιρναν στο ραδιόφωνο. Επόμενο ήταν να περάσουν και σε μας. Εγώ, βέβαια, αργότερα κατανόησα το νόημα της φράσης «Νέα Ελλάς». Όταν κάναμε την ταμπέλα απλώς μου φάνηκε όμορφος τίτλος, χωρίς να το πολυαναλύσω.

      Το πιο μεγάλο κακό όμως δεν ήταν το όνομα. Σιγά μην ανέλυε ο πελάτης το όνομα! Πού να ξέρουμε ότι η ταμπέλα αυτή θα γινόταν η αφορμή να μείνει το ραφείο μας χωρίς ρεύμα! Παιδική αφέλεια! Ανίδεοι από έννοιες, που μάθαμε αργότερα όταν εκπολιτιστήκαμε, όπως εφορία, ένσημα, ΤΕΒΕ, ΦΠΑ, εισφορές κλπ. είδαμε σε δυο τρεις μήνες να αποκαθηλώνεται βίαια το δημιούργημά μας. Γιατί, όταν μετά από λίγο καιρό χτύπησε ο ηλεκτρισμός την πόρτα μας και κάναμε στο σπίτι ηλεκτρική εγκατάσταση, ο ηλεκτρολόγος κ. Λεπτίδης, αρνήθηκε πεισματικά να βάλει έστω μια λάμπα στο ραφείο. «Απαγορεύεται, γιατί έχει ταμπέλα», μας είπε. Κι έπρεπε να γίνει χωριστή εγκατάσταση για το «κατάστημα», να μπει δεύτερο ρολόι και, τέλος πάντων, ήθελε άδεια, και άλλα γραφειοκρατικά που ματαίωναν κάθε σκέψη για ηλεκτροδότηση του ραφείου, αφού τα έξοδα ήταν πάρα πολλά. Άσε που η ύπαρξή της εγκυμονούσε κινδύνους, αν την έβλεπε κανένας Εφοριακός! Έτσι ο κ. Έντισον δεν μπήκε ποτέ στο ταπεινό ραφείο, που παρέμεινε παραδοσιακό, σχεδόν πρωτόγονο, όλα τα χρόνια του. Από το 1950 ως τα 2004, που πέθανε ο πατέρας, σχεδόν μες το ραφείο.

      Η απουσία ρεύματος έφερε πολλές δυσκολίες. Η ραπτομηχανή του έμεινε πάντα ποδοκίνητη, αργή και κουραστική, αφού κινούνταν με τα πόδια κι ο πατέρας μας ένα πόδι είχε μόνο γερό. Το σίδερο πάλι, για το τελικό σιδέρωμα και στρώσιμο των ρούχων πριν την παράδοσή τους,  τεράστιο και πολύ βαρύ, ήταν χρήσιμο μόνο αν του έβαζες αναμμένα κάρβουνα μέσα. Ο φωτισμός φτωχός. Ο, τι έδινε ο ήλιος και επέτρεπε η συννεφιά μαζί με τη βοήθεια μιας γκαζόλαμπας το Χειμώνα ή όταν έπεφτε πολλή δουλειά. Τώρα πώς περνούσε δεκάδες φορές τη μέρα μέσα από την τρύπα της βελόνας την κλωστή και πού έβλεπε για να γαζώνει με ακρίβεια ο πατέρας μου, έμεινε αίνιγμα ανεξακρίβωτο. Έτσι, το φτωχό ραφείο μας παρέμεινε όπως ήταν όλα τα χρόνια. Φτωχό και χωρίς πολλές δυνατότητες ανάπτυξης.

      Δεν θα μπορούσε να γίνει κι αλλιώς όμως. Δεν το είχε το «επιχειρείν» ο πατέρας. Περιοριζόταν στα τίμια αγαθά της αγνής παράδοσης. Πολλή δουλειά, χαμηλές αμοιβές, πολλά βερεσέδια, γερές κλωστές. Τόσο που μπορεί να σχιζόταν ένα ρούχο ραμμένο απ’ τα χέρια του ή να φθείρονταν αλλά δεν ξηλώνονταν.  Ποτέ! Χώρια που δεν το είχε και με τα μοντέρνα σχέδια. Ενώ, ας πούμε, τη δεκαετία του ’70 η μόδα επέτασσε πολύ στενά ρούχα, ο πατέρας μου επέμενε να τα κάνει φαρδιά, μπας και δεν τον χωράνε τον πελάτη, αν βάλει κανένα κιλό. Κι ενώ δεν έλεγε ποτέ όχι, πάντα άφηνε πιο μακριά τη φούστα και πιο ψηλά το ντεκολτέ της κοκέτας γειτόνισσάς μας που ζητούσε επίμονα να δείχνει τα κάλλη της. Οπότε δούλευε πολύ και σχεδόν αποκλειστικά με πελατεία τους αγαθούς χωρικούς όλης της περιοχής, από τριάντα χρονών και πάνω, ράβοντας τις περίφημες μάλτες, τα ελληνικά μπλου τζην της εποχής. Πιο παλιά έραβε τα λεγόμενα «σαάκια2» για όσους επέμεναν στη γνήσια θρακιώτικη φορεσιά. Τα ρούχα αυτά ράβονταν δυο φορές. Μια φορά για το γάμο και μια για το θάνατο του κατόχου τους. Τα ίδια ήταν τόσο χοντρά και γερά που παρέμεναν αθάνατα. Κι από το 1965 και μετά, όταν έμαθαν κάποιοι αγροφύλακες πόσο κοστίζει το ράψιμο της στολής τους σε ραφεία της Κομοτηνής, όλη η Ελληνική Αγροφυλακή του νομού Ροδόπης, μην πω και Αν. Ξάνθης, έραβε τις στολές της στο ραφείον, «πρώην Νέα Ελλάς».

      Έτσι το ραφείο μας πρόσφερε για πολλά χρόνια γερά και φθηνά ρούχα. Αυτή όμως, η επαγγελματική, ήταν μόνο η μια πλευρά του. Ταυτόχρονα είχε κι άλλους σύνθετους ρόλους. Κοινωνικο-πολιτικο-εκπαιδευτικούς. Τα απογεύματα το ραφείο μετατρέπονταν σε φροντιστήριο. Εδώ λύναμε τα προβλήματα που μας έβαζε ο δάσκαλος. Έρχονταν κι άλλα παιδάκια, απ’ όλο το χωριό με τα τετραδιάκια τους. Ο ράφτης τότε μετατρέπονταν σε δάσκαλο. Απόφοιτος Δημοτικού μόνο αλλά λάτρης της Αριθμητικής, της Ιστορίας, της Γεωγραφίας και των γραμμάτων γενικά, παρατούσε όποια δουλειά είχε για να βοηθήσει να λύσει όλο το Δημοτικό της Πόρπης τις ασκήσεις. Τότε έβλεπα μια λάμψη χαράς στο βλέμμα του (παρ’  όλο που η μάνα μου τον μάλωνε πως ξόδευε πολύ χρόνο και παρατούσε τη δουλειά του και καθόταν για να την τελειώσει όλη νύχτα). Γινόταν δάσκαλος, όπως στα πιο τολμηρά παιδικά του όνειρα!

      Εδώ, και συγκεκριμένα κάτω απ’ τον τεράστιο πάγκο του ραφείου βρισκόταν το κρυφό, παιδικό μας βασίλειο! Ιδανική κρυψώνα αλλά και επιτελείο για λήψη αποφάσεων. Καθώς καλύπτονταν απ’ όλες τις πλευρές με τοίχο ή με χοντρό πορτοκαλί χαρτόνι, πρόσφερε κάλυψη από τα μάτια των πελατών. Για να έχουμε επαφή με το εσωτερικό του ραφείου φροντίσαμε να ανοίξουμε δυο τρεις τρυπούλες στο χαρτόνι κι έτσι κρυβόμασταν κάτω από τον πάγκο αλλά είχαμε, αν θέλαμε, και οπτική επαφή με το χώρο. Ο κρυψώνας για τα παιδιά είναι η λεγόμενη σήμερα εικονική πραγματικότητα. Εν ανάγκη σκεπαζόμασταν με το πλήθος των κουρελιών που υπήρχαν από κάτω. Και κρυβόμασταν όχι μόνο όταν παίζαμε κρυφτό αλλά κι όταν δεν θέλαμε να μας δουν: πότε για να μας στείλουν σε διάφορες δουλειές, πότε για να μας κάνουν μπάνιο, πότε για να μας μαλώσουν για μια σκανδαλιά, πότε για να φάμε ντοματόριζο ή πράσα ή κάποιο από τα φαγητά που απορούσαμε γιατί να εφευρεθούν! Τα κουρέλια εκτός από κρυψώνας ήταν και άριστο υλικό για δημιουργίες και μάλιστα τις πιο δημοφιλείς: κούκλες τα κορίτσια, μπάλες τα αγόρια. Και από δω κλέβαμε και τις περίφημες «κόπτσες», τα κουμπιά με τα οποία παίζαμε το αγαπημένο μας ομαδικό παιχνίδι. Είχαμε μάλιστα το προνόμιο να διαλέγουμε και μεγάλα παράξενα κουμπιά από στολές αγροφυλάκων που ήταν μεταλλικά και άξιζαν δεκαπλάσια σε σύγκριση με άλλα ταπεινά κουμπιά στο άτυπο ισοζύγιο συναλλαγών μας.

      Εδώ έβρισκαν ζεστασιά και ευκαιρία για συζήτηση πελάτες αλλά και τακτικοί θαμώνες και περαστικοί. Εδώ μαθαίνονταν και αναλύονταν οι ειδήσεις. Πολλοί γείτονες αλλά και άλλοι, έρχονταν να μάθουν τα νέα. Το ραδιόφωνο που αποκτήθηκε το 1962 ήταν σε περίοπτη θέση και ήταν αδύνατο να χαθούν οι ειδήσεις. «Άντε, θα ρθεις για φαγητό; Πόσες φορές θα σε φωνάξω!», φώναζε η μάννα μου. «Περίμενε λίγο. Έχει ειδήσεις» της απαντούσε ο πατέρας. Οι ψάθινες καρέκλες του και το ταπεινό ντιβανάκι που τοποθετήθηκε κατ’ ανάγκην σπάνια έμεναν χωρίς αναβάτη. Κι εκεί ξετυλίγονταν κουβέντες πολλές. Εμείς τα παιδιά, του σπιτιού αλλά και φίλοι και γειτονάκια, μπαινοβγαίναμε ακούγοντας ή κάνοντας θελήματα πολλές φορές, κουβαλώντας νερό ή τσιγάρα. Εδώ ακούγαμε θαυμαστές διηγήσεις από τους παππούδες, πρόσφυγες απ’ την «πατρίδα» και με το νου μας αναπλάθαμε εικόνες της λατρεμένης χαμένης γης, γεμάτης με καταπράσινα λιβάδια, ποταμάκια και κοπάδια. Μια Γη της επαγγελίας! Εδώ ξεδιπλώνονταν οι καημοί και φανερώνονταν ανησυχίες για τις πολιτικές εξελίξεις, για τις ελληνο-τουρκικές σχέσεις, για τη σοδειά, για την τιμή του σταριού, για τα πάντα.

      Το ραφείο μας είχε δυο παράθυρα. Ένα κοιτούσε δίπλα στην πόρτα της εισόδου, μπροστά στη ραπτομηχανή κι ένα που έβλεπε στον κεντρικό δρόμο που ένωνε την Πόρπη με τον υπόλοιπο κόσμο. Από εδώ μπορούσες να ελέγξεις  άνετα ο, τι έμπαινε ή έβγαινε από το χωριό. Ανάμεσα στα δυο παράθυρα του ραφείου, όμως, βρισκόταν ένα άλλο, πραγματικό παράθυρο: ένας μεγάλος Παγκόσμιος χάρτης. Παλιός, τσαλακωμένος, ξεθωριασμένος, με όλα τα σημάδια της φθοράς του χρόνου και της παιδικής μας περιέργειας πάνω του. Αλλά ζωντανός! Με όλες τις Ηπείρους, με τους μεσημβρινούς, τον Ισημερινό, τις παραλλήλους, τους Ωκεανούς, νησιά, πορθμούς, διώρυγες, ακρωτήρια! Πόσα αμέτρητα ταξίδια νοερά κάναμε πάνω του! Πόσες πρωτεύουσες επισκεφτήκαμε, πόσα ποτάμια διαβήκαμε, πόσα σύνορα μελετήσαμε, πόσα αδιάβατα βουνά ψηλαφίσαμε. Αυτός ο χάρτης στάθηκε η πυξίδα των παιδικών μας χρόνων. Ήταν αδιανόητα τότε τα ταξίδια. Έφθαναν ως την Κομοτηνή και την Ξάνθη, άντε και τη Θεσσαλονίκη, αν ήσουν τυχερός. Εδώ η επίσκεψη στο γειτονικό Πορτολάγος, δέκα χιλιόμετρα απόσταση, για να πουλήσουμε το σιτάρι μας ή για να κόψουμε «σάζια3» από τη Βιστωνίδα θεωρούνταν ταξίδι!

      Με το χάρτη, με τη φαντασία, με τις διηγήσεις και με καπετάνιο τον Σταυρή τον ράφτη ταξιδέψαμε σε χώρες μακρινές, σε μέρη εξωτικά. Εδώ χαράζαμε την πορεία του κοπαδιού του παππού τσομπαν- Χρηστου στις πεδιάδες της Μολδοβλαχίας, όπου έφτανε βοσκώντας το κοπάδι κάποιου Αγά. Ακολουθούσαμε νοερά τον παππού Μαυρουδή στην εκστρατεία του στρατού μας στο Σαγγάριο. Ή ακολουθούσαμε τον παππού Μπαρμπαλιά να κόβει ξύλα στα όρη της Στράντζας στις Σαραντακλησσιές. Ή τον παππού Κατσίκα που μιλούσε για τα ταξίδια του στη Ροδοστό και στο Κεσσάνι4 και για ένα μεγάλο σεισμό που έκανε τα κάρα να κουνιούνται μόνα τους! Εκεί χαράζαμε την «πορεία προς το μέτωπο» που μας αφηγούνταν ζώντας την κάθε φορά πολεμιστές του ‘40, ο παππούς Στεργιάνης, ο Αγγελούδης, ο παππού Παύλος κι ο Κωνσταντής ο Κανονικός. Από εδώ αγναντεύαμε την ανατολή που έβλεπαν οι Μικρασιάτες από τη Σμύρνη κι ανακαλύπταμε τον κόλπο των χοίρων στη μακρινή Κούβα, όπου κόντευε να γίνει παγκόσμιος πόλεμος ή το Βιετνάμ και την Κορέα, που θα έστελναν για να πολεμήσει παραλίγο το νονό μου Γιώργο Μήλιογλου! Τον γλύτωσε ο αρραβώνας του τότε.

      Όλος ο κόσμος στρωμένος στο πιάτο μας. Κι ένιωθα κάπως σαν το μικρό ραφτόπουλο του συμπατριώτη μας, του Βιζυηνού5. Εκεί ο μικρός Γιωργής άκουγε με ανοιχτό στόμα τον παππού του να του διηγείται απίστευτα πράγματα που είδε: για τη χώρα που ψήνει ο ήλιος το ψωμί, για δράκους, για μαρμαρωμένους ανθρώπους. Τον θεωρούσε πολυταξιδεμένο και τον θαύμαζε τον παππού του για τις γνώσεις και τις εμπειρίες του. Όταν μεγαλώνει και ταξιδεύει το μικρό ραφτόπουλο συναντά στον γυρισμό τον παππού του και θέλει να του πει πόσα σπουδαία πράγματα είδε στην Πόλη όπου έζησε. Τότε ανακαλύπτει πως ο παππούς δεν είχε ταξιδέψει. Το μόνο ταξίδι που του επέτρεψε να κάνει η φτώχεια του (και η γιαγιά Χρουσή) ήταν ο θάνατός του. Όπως κι ο δικός μου πατέρας δεν είχε πολυταξιδέψει, σωματικά τουλάχιστον. Γιατί νοερά….

      Από τότε μου έμεινε η μανία με τους χάρτες. Και στο κομοδίνο του πατέρα, που δεν ζει εδώ και χρόνια, υπάρχει ακόμα, σαν ιερό κειμήλιο, ένα λαμπατέρ με την υδρόγειο σφαίρα. Το γυρνάς και βρίσκεις το ψηλότερο βουνό, τη βαθύτερη θάλασσα. Ή, σε ένα δευτερόλεπτο, την Αυστραλία που πήγε ο φίλος Ξενοφώντας. Το ανάβεις και φωτίζεται ο κόσμος. Όπως φωτίστηκαν και τα μάτια του όταν του το δωρίσαμε, λίγα χρόνια πριν πεθάνει, στη γιορτή του, του Σταυρού. «Σας ευχαριστώ, πολύ» μας είπε. Κι, ως γνήσιος Θρακιώτης, έλεγε πολύ σπάνια ευχαριστώ.

1991 01

16657

  1. δοκάνη: μακρύ ξύλο που στο κάτω μέρος του είχε σφηνωμένες πέτρες χαλαζία, πολύ σκληρές. Την έσερναν τα ζώα στα αλώνια για να ξεχωρίσουν το σιτάρι από τα στάχυα. Στο ραφείο έπαιζε άλλο ρόλο γιατί δεν χρειάζονταν για τα αλώνια.
  2. σαάκια ή σαγάκια: πολύ χοντρά μάλλινα υφάσματα με τα οποία έκαναν τα ποτούρια τους ή τα σακάκια τους οι Θρακιώτες.
  3. σάζια: υδροχαρή φυτά που φυτρώνουν στις λίμνες. Μ’ αυτά έδεναν αφού τα έβρεχαν πρώτα τις σουσαμιές, γιατί ήταν εύκαμπτα.
  4. Οι πόλεις Ραιδεστός και Κεσσάνη της Ανατ. Θράκης σύμφωνα με τη ντοπιολαλιά μας.
  5. Πρόκειται για το διήγημα του Βιζυηνού «το μόνον της ζωής του ταξίδιον»

Σχολιάστε

Website Powered by WordPress.com.

ΠΑΝΩ ↑