του Σταύρου Παπαδόπουλου
Μπήκαμε με τον φίλο μου στο καφενείο του λιμανιού στην Μυτιλήνη περιμένοντας το καραβάκι για να ταξιδέψουμε απέναντι στη Τουρκική ακτή. Έβρεχε δυνατά έξω, η βροχή έγλυφε τα παράθυρα! Πάντα μου αρέσει όταν βρέχει να μελαγχολώ και να σκέφτομαι στιγμές από την ζωή μου.
Θυμάμαι όταν πριν λίγα χρόνια γύρισα από την Ιταλία, μια μέρα επισκέφτηκα το κοιμητήριο να ανάψω ένα κεράκι στην αγαπημένη μου γιαγιά. Δεν έβρισκα τον τάφο της, για μια στιγμή μες την ησυχία του νεκροταφείου άκουσα δυνατό θόρυβο από ένα τζάμι που χτυπούσε δυνατά σ’ ένα ντουλαπάκι… Έψαξα και βρέθηκα μπροστά στην χαμογελαστή φωτογραφία της γιαγιάς μου, «εδώ είμαι αγόρι μου«, φώναζε το τζάμι που χτυπούσε δυνατά, ανατρίχιασα! «Αχ γιαγιά μου γιαγιά μου εδώ είσαι!»
Κάθισα στο κρύο μάρμαρο να μιλήσω μαζί της… Θυμήθηκα τα χρόνια που μικρός περνούσα τα καλοκαίρια μου μαζί της στο χωριό.Τα ζεστά ψωμιά που ξεφούρνιζε, έκοβε μια φέτα και μου άλοιφε με βούτυρο και ζάχαρη. Τα βράδια δίπλα στο τζάκι μου μιλούσε για την πατρίδα λάμπανε τα μάτια της, βούρκωναν πολλές φορές!
«Στο Γκιαούρκιοι, «Ελληνοχώρι» μεγάλωσα, σε προάστιο της Σμύρνης», μου έλεγε. «Πρόγονοι μας οι Ίωνες, χιλιάδες χρόνια κατοικούσαν εκεί… Ευλογημένα χώματα νερά και αμπέλια οπωροφόρα δέντρα συκιές, τα φρούτα μας και τα ξερά σύκα μας ξακουστά ταξίδευαν στους Φράγκους…ένας παράδεισος ήταν η γη μας. Κι όταν ο παππούς σου με πήγαινε στην Σμύρνη… αχ η Σμύρνη τι ομορφιά ήταν αυτή, βασίλισσα της ανατολής η Σμύρνη. Περπατούσαμε μέσα στο πλήθος της αγοράς και πίναμε σερμπέτια κόκκινα, πράσινα, μπουζ γκιμπι.
Κι όταν πηγαίναμε βόλτα αμπρατσέτα στους Φράγκο μαχαλάδες τι να σε πω τζιέρι μου, Φράγκοι, Τζενοβεσοι, Βενετσιάνοι τριγύριζαν στα μαγαζιά φορτωμένα με μετάξι διαμάντια και χρυσό οι βιτρίνες τους. Και οι Σαντέζες μοσχοβολούσαν, όταν περνούσαν δίπλα σου με κόκκινα χρυσά πασούμια, στολισμένες με όμορφα φανταχτερά φορέματα και καπέλα με φτερά. Και τα καταστήματα όλα με ξενικά ονόματα, Κοντούαρ… Παραντί… Λουβρ και άλλα που δεν καταλάβαινα τα ονόματα τους… Και σ αυτά τα μαγαζιά πάλι τα μεγάλα αφεντικά σιγά σιγά έγιναν οι Έλληνες!
Κι όλα αυτά τα χάσαμε τζιέρι μου…Έβαλαν το χέρι τους οι Φράγκοι και οι Γερμανοί και αμόλησαν τους αγάδες να κυνηγήσουν τους Ρωμιούς να πάρουν τα πλούτη τους να πάρουν το βίο τους… Φωτιά και αίμα και νεκροί παντού νεκροί. Κι εμείς ζωάκια κυνηγημένα δεν ξέραμε που να κρυφτούμε. Να πας παιδί μου να πας. Τάμα να το κάνεις να πας στην πατρίδα μας, το σπίτι μας διώροφο, είναι απέναντι από την εκκλησία, να μου το τάξεις… εκεί στα σκαλοπάτια έχω κρυμμένο θησαυρό… Δεν προλάβαμε να πάρουμε τίποτα, φωτιά φωτιά και πίσω μας οι Τούρκοι να παίρνουν κεφάλια…»
«Θα πάω γιαγιά μου, θα πάω» έλεγα με περηφάνια κι αυτή μ’ αγκάλιαζε και με φιλούσε… «Να πάρε μπρε ένα λουκούμι«, μου έλεγε…
Κι έτσι σήμερα ξεκίνησα αποφασισμένος με ένα φίλο να πραγματοποιήσω το Τάμα μου… Πέρασε η ώρα φτάσαμε με αγωνία και λαχτάρα, ψάξαμε βρήκαμε το χωριό της γιαγιάς μου…
«Ος γκελντί καρντασιμ...» μας είπε… ο καφετζής.
«Γιουνάν;» ρώτησε. Ρωμιοί; Κι εγώ από την Κρήτη είμαι… κοπέλι έφυγα από την Κρήτη… Κακό πράγμα ο πόλεμος αίμα και κακίες φέρνει. Ο καφετζής ένας καλοκάγαθος Τουρκαλάς μας κέρασε ρακί, πιάσαμε κουβέντα όταν μαλάκωσε η γλώσσα και το μυαλό από το ρακί…
Του μίλησα του είπα την ιστορία της γιαγιάς μου και τον σκοπό που βρεθήκαμε εκεί..
«Φυσικά Γιουσούφ θα πάρεις το μερίδιο σου κι εσύ, αν βρούμε κάτι ..», του είπα. Την άλλη μέρα πήγαμε στο σπίτι έμεινε εκεί μια γρια Τουρκάλα τα είχε κανονίσει όλα ο Γιουσούφ. Η Φατμέ έσφαξε τον μεγαλύτερο πετεινό για να μας φιλέψει. Ένα όμορφο διώροφο σπίτι με μεγάλη αυλή γεμάτη λουλούδια, με ξύλινα παράθυρα και έναν μεγάλο σουντρουμά, όπως έλεγαν οι παππούδες τα ξύλινα μπαλκόνια.
Μπήκα στην αυλή, χτυπούσε δυνατά η καρδιά, μέσα μου η γιαγιά μου κατέλαβε όλο το είναι μου. Δεν ήμουν πλέον εγώ, η γιαγιά Παναγιώτα η Σμυρνιά ήμουνα.
Έσκυψα, αγκάλιασα το χώμα, το φίλησα με δάκρυα στα μάτια, έβγαλα δυο σακουλάκια από την τσέπη μου και τα γέμισα με χώμα… χώμα της πολυπόθητης πατρίδας, ποτισμένο με δάκρυ και αίμα!
Συγκινήθηκε η τουρκάλα, με αγκάλιασε… «ος γκελντιν τσοτζουμ«, μου είπε… μην κλαις παιδί μου!
Δεν φταίμε εμείς το σύστημα και το κράτος φταίει εμείς με τους Ρωμιούς αδέρφια ήμασταν. Μαζί σ’ αυτήν την γη ζούσαμε, με ιδρώτα και γέλια την ποτίσαμε. Μπήκαμε μέσα φάγαμε, ήπιαμε το γενί ρακί, μαλάκωσε ο πόνος και η καρδιά… Μου μίλησε η Φατμε για εκείνα τα χρόνια που Χριστιανοί και μουσουλμάνοι ζούσαν μαζί αγαπημένοι
Κοίταξα τα ξύλινα σκαλοπάτια που πήγαιναν στο επάνω οντά. «Ελάτε«, τους είπα, «ήρθε η ώρα…»
Κατευθύνθηκα στο τρίτο σκαλί η γιαγιά μου μέσα μου εκεί με οδήγησε! Ξήλωσα το τρίτο σκαλί με αγωνία, μια ξύλινη κασέλα ήταν κάτω από το σκαλί μαυρισμένη από τον χρόνο, την άνοιξα. Μέσα της ο θησαυρός της γιαγιάς μου όλοι μείναν έκπληκτοι. Εγώ γλύκανε το μέσα μου γέμισαν δάκρυα τα μάτια μου. Χρόνια περίμενα αυτή την στιγμή, έκανα όνειρα και είχα ελπίδες για ένα γερο κομπόδεμα!!!
Όλοι ένιωσαν ένα αίσθημα απογοήτευσης , περίεργο μόνο εγώ ένιωσα αγαλλίαση στην ψυχή. Μπροστά μου είχα τον θησαυρό της γιαγιάς μου… μια μαυρισμένη εικόνα της Παναγίας… ένα ευαγγέλιο..μια Ελληνική σημαία, ένα χρυσό σταυρουδάκι, αυτός ήταν ο θησαυρός της γιαγιάς μου ο,τι πιο πολύτιμο είχε στο σπίτι της. Θέλησα να τους δώσω χρήματα για την βοήθεια τους στην Φατμε και τον Γιουσούφ. Τα μάτια τους δακρυσμένα, «δεν θέλουμε μπρε μπαξίς, μόνο την αγάπη σου και να μας χαιρετήσεις την γιαγιά σου και να της ζητήσεις συγνώμη για το κακό που τους κάναμε!»
Την άλλη μέρα στο λιμάνι της Σμύρνης περιμέναμε το καΐκι που θα μας πήγαινε απέναντι. Εγώ δεν ήμουν καλά, η ψυχή μου, η ψυχή της γιαγιάς μου μέσα μου έκλαιγε, γέμισαν τα μάτια μου δάκρυα και έκλαιγα με λυγμούς! Με αγκάλιασε ο φίλος μου… Και τότε άκουσα πίσω μου κραυγές και ουρλιαχτά, και ποδοβολητά αλόγων… «οι Τσέτες, οι Τσέτες σφάζουν Χριστιανούς«, κάποιος φώναξε. Γύρισα πίσω μου το βλέμμα μου και τότε τους είδα τρομερούς, γεμάτοι μίσος επάνω στα άλογα τους να σφάζουν Γκιαούρηδες, γυναίκες, μικρά παιδιά… και πίσω η Σμύρνη να καίγεται. Γέμισε το λιμάνι με πτώματα, κόκκινη έγινε η θάλασσα από το αίμα των Χριστιανών.
Όταν γύρισα, πήγα στο νεκροταφείο και την βρήκα… «Αχ γιαγιά μου τι τράβηξες, τι πόνο, τι δάκρυ…» «Σου έφερα γιαγιά μου τον θησαυρό σου, σου έφερα και χώμα από την Πατρίδα να σε σκεπάζει«. Της άφησα στο μνήμα την εικόνα της Παναγιάς και το ευαγγέλιο να τα έχει συντροφιά και σκόρπισα το χώμα της Πατρίδος επάνω στο μνήμα να την σκεπάσει. Αγκάλιασα το κρύο μάρμαρο, την είδα να χαμογελάει κι εγώ ένιωσα μια αγαλλίαση. Χάρηκα επιτέλους μετά από τόσα χρόνια είχα εκπληρώσει το Τάμα μου, αυτό που μικρό παιδί είχα υποσχεθεί στη γιαγιά μου. Ας αναπαύεται εν ειρήνη τώρα η ψυχή της!!!
Σήμερα σε ένα ξεχασμένο συρτάρι βρήκα μια κιτρινισμένη σημαία, ένα χρυσό Σταυρουδάκι και ένα σακουλάκι χώμα ενθύμιο της χαμένης Πατρίδας!!!
Αφιερωμένο στην γιαγιά Γκαράναινα που τόσο αγαπούσα, Σμυρνιά και Μαμή στο χωριό!!!!
Σταύρος «Valentino » 7/1/19 Καληνύχτα!
Σχολιάστε