Η γέννηση και η βάπτιση

Η γέννηση

    Όταν πιάνανε οι πόνοι την ετοιμόγεννη, πήγαινε η πεθερά ή η μάνα της και φώναζε τη μαμή, η οποία ήταν μια από τις ηλικιωμένες του χωριού. Αρκετές ήξεραν την τέχνη της μαμής, όμως αυτές που ξεχώριζαν σ’ αυτόν τον τομέα ήταν οι μικρασιάτισσες, θαυμαστές στο κέντημα, στο πλέξιμο, στη μαγειρική και στη μαιευτική τέχνη. Η πιο καλή ήταν η κυρά- Παναγιώτα Γκαράνη. Πολλά πορπιωτάκια που γεννήθηκαν μετά τη δεκαετία του ’30 οφείλουν την ύπαρξή τους στη γιαγιά- Γκαράναινα.

 

Παναγ. Γκαράνη
η κυρα- Παναγιώτα Γκαράνη, μαμή και πρακτική γιατρός της Πόρπης

    Από το ’60 και μετά υπηρετούσε μαμή με έδρα τη Μέση, η κ. Πόπη (Πατσιαβούδη, νομίζω.  Ζει ακόμη και θυμάται πολλά παιδιά που ξεγέννησε). Η επίτοκος ήταν ξαπλωμένη στο ξύλινο κρεβάτι ή κάτω στο στρώμα και σπάραζε από τους πόνους. Η μαμή, πήγαινε και ετοίμαζε νερό χλιαρό, αλάτι, σαπούνι, ψαλίδι και κλωστή. Όταν η μαμή ξεγεννούσε τη νέα μάνα, έκοβε τον ομφάλιο λώρο με το ψαλίδι, τον έδενε γερά με μια κλωστή και στη συνέχεια έπλενε το μωρό. Στη συνέχεια έριχνε λίγο αλάτι «για να μη μυρίζει» και το τύλιγε στα σπάργανα. Στο μωρό έβαζαν κι ένα σκουφάκι άσπρο με μια κορδελίτσα κόκκινη και στη μάνα ένα χρυσαφικό, ενώ τύλιγαν την κοιλιά της με ένα ύφασμα και κρεμούσαν στο νυχτικό της μια κόκκινη κορδέλα. Η μαμή, έδινε το δώρο της στη μάνα, συνήθως ένα ζευγάρι παντούφλες και κάλσες, και της έλεγε τις ευχές της, ενώ ξαναπήγαινε σε τρεις μέρες, για να κάνει μπάνιο χρυσαφικό, ενώ τύλιγαν την κοιλιά της με ένα ύφασμα και κρεμούσαν στο νυχτικό της στο μωρό. Η πεθερά ή η μαμά της λεχώνας, πήγαινε κάθε μέρα μετά στην εκκλησία και έπαιρνε από τον παπά, ευχές και αγιασμό που τον άφηνε κοντά στο μωρό. Στη λεχώνα απαγορευόταν για σαράντα μέρες να βγει έξω. Επισκέψεις δεχόταν μόνο μέχρι να βασιλέψει ο ήλιος. Όλο το χωριό, όταν γεννούσε κάποια, πήγαινε και την έβλεπε, έχοντας για δώρα ρυζόγαλο, νεσεστέ ή χαλβά. Όταν γινόταν σαράντα μέρες, η μαμά με το μωρό και τη γιαγιά, πήγαιναν στην εκκλησία και έπαιρνε τον Σαραντισμό από τον παπά. Όταν έφευγε από την εκκλησία, έπρεπε να περάσει από τρία σπίτια για να της δώσουν ένα αυγό, αλεύρι και κρεμμύδι. Το αυγό «για να ‘ναι άσπρο το μωρό», το αλεύρι «για να γεράσει με το καλό και να ασπρίσουν τα μαλλιά του»

 

Η βάπτιση

Όταν ερχόταν η ώρα να βαπτιστεί το παιδί, πρώτα γινόταν συνεννόηση με το νουνό, και συνήθως ήταν αυτός που στεφάνωσε το ζευγάρι.  Ψώνιζαν στον νουνό πουκάμισο και κάλτσες και στη νουνά σατέν  κομπινεζόν,  άσπρο ή ροζ. Οι νουνοί, ψώνιζαν για το παιδί το σταυρό  και τα βαπτιστικά του ρούχα.

Την Κυριακή που θα γινόταν η βάπτιση μετά τον εκκλησιασμό, η μαμή ή  η γιαγιά, έπαιρναν το μωρό από το σπίτι και το πήγαιναν στην εκκλησία,  ενώ οι γονείς  δεν πήγαιναν, αλλά περίμεναν στο σπίτι.

βάφτιση

Στην εκκλησία, μόλις ο νουνός έλεγε το όνομα, άρχισαν να φεύγουν τρέχοντας όλα τα παιδάκια, για να πάνε να πουν το όνομα    στον πατέρα «μωρού. Αυτός τότε τα έδινε χρήματα και σε αυτό που θα έφτανε πρώτο, έδινε τα πιο πολλά. Ήταν ο λεγόμενος μουζντές. Πετούσε και άλλα λεφτά στο χώμα και χαρούμενα τα μάζευαν τα παιδιά. Έτσι οι γονείς μάθαιναν το όνομα του παιδιού τους. Δεν ήταν λίγες οι φορές που για το όνομα αποφάσιζε μόνος ο νουνός, παρά τη συνεννόηση με τους γονείς.

Μετά το μυστήριο, οι νουνοί και οι συγγενείς, πήγαιναν το νεοφώτιστο στο σπίτι, οι γονείς κάνανε μετάνοιες, φιλούσαν το χέρι των νουνών και ακολουθούσε γλέντι.

Website Powered by WordPress.com.

ΠΑΝΩ ↑