Η εποχή του «τάκα- τάκα»

 

    Ένα κορδόνι με  δυο σκληρές συμπαγείς μπαλίτσες στις άκρες. Στη μέση ακριβώς του κορδονιού ένας μικρός χαλκάς, σαν δακτυλίδι. Περνούσες στον παράμεσο το χαλκά και ζυγίζοντας τις δυο μπαλίτσες ώστε να είναι ακριβώς η μια απέναντι στην άλλη αναβοκατέβαζες κάθετα απότομα την παλάμη. Ανάλογα με τη δεξιοτεχνία και την αντοχή, το παιχνίδι μπορούσε να διαρκέσει από δευτερόλεπτα μέχρι ώρες. Αν ήσουν επιδέξιος, καλά προπονημένος, τολμηρός και τυχερός, έκανες τις μπίλιες να αλληλοσυγκρούονται και να εκτοξεύονται με δύναμη προς τα πάνω και προς τα κάτω, παράγοντας έναν πολύ δυνατό θόρυβο. Λες και κροτάλιζε συνέχεια οπλοπολυβόλο ή σαν να χτυπούσαν συγχρόνως δεκάδες λελέκια τα ράμφη τους. Τόσο δυνατά!  Αν δεν το κατόρθωνες, τότε η μπάλα χτυπούσε με δύναμη το χέρι, αρκετά δυνατά, με κίνδυνο τραυματισμού.

    Στην Πόρπη είχαμε το μοναδικό προνόμιο να έρθουμε σε πρώτη επαφή με το παιχνίδι αυτό πολύ νωρίς, μόλις πρωτοβγήκε, πριν καλά καλά φτάσει στην Ελλάδα. Πώς έγινε αυτό; Είχε πάει ταξίδι ο Γιώργος Μπεγιάζης, μαθητής τότε του ελληνοαμερικάνικου κολεγίου ¨Ανατόλια¨ Θεσσαλονίκης, στο οποίο φοιτούσε με υποτροφία ως αριστούχος μαθητής, στο Ισραήλ. Τα κολέγια είχαν μόνο τη δυνατότητα να πηγαίνουν τέτοιες εκπαιδευτικές εκδρομές. Στο Ισραήλ που είχε πρωθυπουργό τότε μια γυναίκα, την Γκόλντα Μέιρ και υπουργό Άμυνας, έναν πολύ γνωστό μονόφθαλμο στρατηγό, τον Μοσέ Νταγιάν, που φορούσε ένα μαύρο «πειρατικό» κάλυμμα στο ένα μάτι. Το Ισραήλ το ακούγαμε τότε μόνο στις ειδήσεις με τους θριάμβους του στον Πόλεμο των Έξι Ημερών. Και μόνο το γεγονός πως κάποιος πήγε τόσο μακριά συνιστούσε τεράστια είδηση!

    Όταν μάθαμε πως ήρθε ο Γιώργος στην Πόρπη για τις καλοκαιρινές διακοπές τρέξαμε όλη η πιτσιρικαρία στο σπίτι του. Να τον δούμε από κοντά, να μάθουμε για πράγματα που δεν ξέραμε και δεν υποπτευόμασταν καν ότι υπάρχουν. Τον ακούγαμε με θαυμασμό αλλά και περηφάνια, που ένας δικός μας πρόκοβε τόσο πολύ στα γράμματα, ίσως και με λίγη ζήλια, να βγάζει από το κουτί των αναμνήσεων αναφορές για το κολλέγιο, το αεροπορικό ταξίδι, για διαβατήρια, για βίζες, για Αγίους Τόπους και Ιεροσόλυμα…  Ανάμεσα στα αντικείμενα των αποσκευών του ήταν και ένα κορδόνι με τις μπαλίτσες στην άκρη και το δακτυλίδι στη μέση. Το «τάκα- τάκα». Έτσι το έλεγαν λόγω του θορύβου που έκανε.

    Πέρασε από τα χέρια όλων μας το παιχνίδι αυτό. Μοιραζόμασταν τότε εύκολα τα λιγοστά μας παιχνίδια. Ήταν σαν κάτι που διάβασα αργότερα σε ένα βιβλίο Ιστορίας για τις πρωτόγονες τροφοσυλλεκτικές κοινωνίες. Γράφει ένας περιηγητής που επισκέφθηκε ένα πρωτόγονο χωριό Ινδιάνων: «Χάρισα ένα πουκάμισο σε έναν ιθαγενή, που έμενε στην άκρη του χωριού. Την άλλη μέρα είδα το πουκάμισο αυτό να το φοράει άλλος ιθαγενής, που έμενε στην άλλη άκρη του χωριού»! Το φερμένο από το Ισραήλ παιχνίδι του Γιώργου κέντρισε την περιέργειά μας. Κι αργότερα, όταν κατέκλυσε όλη την Ελλάδα σαν παιχνίδι της μόδας πια, τα Πορπιωτάκια είμασταν ήδη εκπαιδευμένα σε αυτό.

    Το παιχνίδι είχε μεγάλη επιτυχία. Υπήρξε τόσο δημοφιλές, που έγινε ακόμα και τραγούδι. Τραγουδούσε ο Τέρης Χρυσός, (αυτός ντε, που λένε κάποιοι πως είναι φτυστός με τον Κυριάκο Μητσοτάκη): «τάκα τάκα τάκα τα, καρδιά μου πως χτυπάς…». Το τάκα τάκα κατάκτησε την Ελλάδα. Ακούγονταν παντού και συνεχώς. Πολλά σπασίματα δακτύλων, αμέτρητοι μώλωπες γύρω από τον καρπό, πολλές καταγγελίες στην αστυνομία για διατάραξη της κοινής ησυχίας, άπειρες αφορμές για μαλώματα και καβγάδες, ιδίως στις πόλεις. Έτσι, πολύ σύντομα το δημοφιλές παιχνίδι των 70s, θεωρήθηκε υπεύθυνο για το αδίκημα της διατάραξης κοινής ησυχίας και απαγορεύτηκε ως επικίνδυνο. Ήταν άλλωστε κι εποχή της Χούντας τότε και οι απαγορεύσεις ήταν απαγορεύσεις. Έτσι έμελλε το παιχνίδι αυτό στη σύντομη ζωή του να χαρακτηρίσει την εποχή του ως εποχή του «Τάκα- τάκα».

    Ήταν η εποχή που ο χρόνος φαινόταν να κυλά νωχελικά, σαν μεγάλο ήρεμο ποτάμι, αργά αργά με κάποια υπόγεια ρεύματα, αλλαγές που δεν ήταν ορατές «δια γυμνού οφθαλμού». Δίνονταν η ευκαιρία στους ανθρώπους  να κάνουν παρέες, να κουβεντιάζουν με τις ώρες, να ενδιαφέρεται ο ένας για τον άλλον, να μην προσπερνιούνται τρέχοντας όπως σήμερα. Η εποχή που χωρίς  μέσα κοινωνικής δικτύωσης, υπήρχε πραγματική δικτύωση. Όλο το χωριό ένας ζωντανός οργανισμός. Για πότε μαθαίνονταν και κυκλοφορούσαν τα νέα ήταν απίστευτο. Ειδήσεις βέβαια με έντονο Πορπιώτικο χρώμα, αφού ο μικρόκοσμος των κατοίκων του χωριού σπάνια ξεπερνούσε τα όρια του χωριού. Συνήθως οι ειδήσεις αφορούσαν γεγονότα της καθημερινότητας: γεννήσεις, βαφτίσεις, γάμους, αρραβώνες, αρρώστιες, θανάτους. Αλλά και κουτσομπολιά κι άλλα πολλά ασήμαντα: ποιος πήγε, που πήγε, πότε ήρθε, ποιανού αγελάδα γέννησε, τι βρακί φοράει η γειτόνισσα, ποιος μάλωσε με το γείτονα ή έδειρε τη γυναίκα του. Ελλείψει τηλεόρασης τα θεάματα ήταν ζωντανά, ολοζώντανα. Άκουγες φασαρία από κάποιο σημείο; Εντελώς αδιάκριτα είχες το δικαίωμα να πας και να σταθείς στο φράκτη του συγχωριανού και να παρακολουθήσεις live κάποιον καυγά. Εσύ και καμιά πενηνταριά άλλοι. Μερικές μάλιστα πήγαιναν και με τα σκαμνάκια στο χέρι. Καβγάδες συνήθως ανάμεσα σε γειτόνισσες αλλά και ανάμεσα σε μέλη οικογενειών. Έτσι μάθαινες και λέξεις άγνωστες που ο καθωσπρεπισμός δεν επέτρεπε ως τότε να φτάσουν στ’ αυτιά σου. Θυμάμαι λόγου χάρη, να ρωτάω απορημένος τη μάνα μου, αφού παρακολούθησα πρώτα τον καβγά δυο γιαγιάδων, να μου πει τι θα πει «καθίκ’»!

    Ο κεντρικός δρόμος του χωριού ήταν το μέσο δικτύωσης με τον έξω κόσμο. Από εδώ περνούσαν κι όσοι έφευγαν ή έρχονταν από την ξενιτιά, από εδώ περνούσαν και οι νεοσύλλεκτοι, που έφευγαν για να υπηρετήσουν τη θητεία τους. Η στρατιωτική θητεία ήταν μια πολύμηνη περιπέτεια. Αγράμματα και φτωχά χωριατόπουλα όλοι σχεδόν, για πρώτη φορά αποχωρίζονταν την ασφάλεια και τη θαλπωρή του χωριού τους, πηγαίνοντας  στο άγνωστο. Ο φαντάρος τότε σπάνια ερχόταν με άδεια. Για δυόμιση χρόνια εξαφανιζόταν σχεδόν για μια εμπειρία που άκουγαν τόσα πολλά από όσους είχαν υπηρετήσει. Η πιο συνηθισμένη ανδρική κουβέντα άλλωστε ήταν οι διηγήσεις του στρατού: με ονόματα, τοποθεσίες, διευθύνσεις, λεπτομέρειες που γαργάλιζαν τη φαντασία και δημιουργούσαν ένα σκηνικό λαμπρό, ηρωικό και περιπετειώδες. Ταξίδευαν όλοι οι νεοσύλλεκτοι μαζί και θεωρούσαν ευλογία να υπηρετούν συγχωριανοί στην ίδια μονάδα. Την τελευταία μάλιστα βραδιά, πριν φύγουν για το στρατό, έκαναν ένα τρικούβερτο γλέντι, κάτι σαν Μπάτσελορ ας πούμε. Τότε, στα 21 τους χρόνια, έρχονταν σε επαφή για πρώτη φορά με πρωτόγνωρα πράγματα.

    Στην ακριτική Θράκη δεν υπήρχε Κέντρο νεοσυλλέκτων. Όλα τα κέντρα τότε βρίσκονταν στην Αθήνα και την Πελοπόννησο, αφού εκεί είχαν φροντίσει οι παλαιοελλαδίτες να τα ιδρύσουν, για ευνόητους λόγους. Οι νεοσύλλεκτοι ταξίδευαν πρώτη φορά τόσο μακριά!  Έβλεπαν, ας πούμε, πρώτη φορά την Αθήνα κι έρχονταν σε επαφή με όλο τον πολιτισμό της: αυτοκίνητα, ταξί, ξενοδοχεία, τραίνα, τραμ, τρόλεϊ, κίνηση, πολυκατοικίες. Αλλά και άλλα ενδιαφέροντα: γήπεδα, οίκοι ανοχής, τραβεστί, κέντρα διασκέδασης, φώτα νέον. Διηγούνταν συγχωριανός νεοσύλλεκτος το εξής περιστατικό, δείγμα της αθωότητας και της απειρίας. Ήταν με έναν συγχωριανό, νεοσύλλεκτο επίσης, στην Ομόνοια, όταν πέρασε από κοντά τους μια παρέα κοριτσιών. Άκουσε ο νεαρός Πορπιώτης να φωνάζουν τη μια κοπέλα: Τζένη, Τζένη.. Τότε γύρισε στον διπλανό του και του είπε με θαυμασμό: – Είδες, αυτή είναι η Τζένη Καρέζη!!! Νόμιζε πως μόνο η Καρέζη ήταν Τζένη, αυτήν ήξερε από τις ταινίες του Στραβολέγκα. Άλλωστε και στο χωριό του, κοτζάμ Πόρπη, δεν υπήρχε καμιά Τζένη!

    Τα Καλοκαιριάτικα νέα ήταν πιο συχνά και πιο εντυπωσιακά. Άλλωστε τότε «ζει» πιο έντονα ο άνθρωπος. Τότε έρχονταν ξένοι στο χωριό για δουλειές διάφορες: αλώνια, πατόζες, κομπίνες, έμποροι, γελαδάρηδες. Τότε γίνονταν και οι περισσότερες εξωτερικές εργασίες: κτίσιμο σπιτιών, μερεμετίσματα, περιφράξεις. Τότε έπεφτε χρήμα στους κατοίκους που περίμεναν καρτερικά όλο το χειμώνα να γίνουν τα σπαρτά τους ή να πουλήσουν κανένα μοσχάρι ή αρνί. Και τότε, μόνο τότε δυστυχώς, έρχονταν με άδεια οι ξενιτεμένοι συγχωριανοί μας. Τη δεκαετία του ’70 δεν υπήρχε σχεδόν σπίτι στην Πόρπη χωρίς τον ξενιτεμένο του. Η έλλειψη νερών, η ξηρασία, τα φτωχά εδάφη, οι μονοκαλλιέργειες αλλά κι άλλα μεταφερόμενα απ’ έξω προβλήματα, ο πληθωρισμός, η πετρελαϊκή κρίση, τα φτηνά ή ανύπαρκτα μεροκάματα, η αδυναμία ανάπτυξης άλλων πλουτοπαραγωγικών δραστηριοτήτων «έδιωξαν» πολλούς, πάρα πολλούς συγχωριανούς στη μετανάστευση. Στην «κακούργα μετανάστευση, κακούργα ξενιτιά» που τραγουδούσε με σπαραγμό ο Στελλάρας που «πήρε απ’ τον τόπο μας τα πιο καλά παιδιά».

    Η πλειονότητα των μεταναστών πήρε το δρόμο για τη Γερμανία που κατεστραμμένη απ’ τον πόλεμο και με έλλειψη ανδρικών χεριών στο ξεκίνημα της ανάπτυξής της έδινε πολλές ευκαιρίες για δουλειά και για «καζάντια». Κάποιοι λίγοι εργάζονταν στα ανθρακωρυχεία του Βελγίου, ενώ δυο οικογένειες μετανάστευσαν ακόμη πιο μακριά, στην Αυστραλία. Ο ερχομός των ξενιτεμένων με άδεια στο χωριό ήταν από τις πλέον ευχάριστες στιγμές. Και μόνο του το γεγονός αυτό έφτανε να κάνει το Καλοκαίρι αξιολάτρευτο. Ήταν μάλιστα τόσο ευχάριστο το γεγονός του γυρισμού των ξενιτεμένων, ώστε να είναι και εμπορικά εκμεταλλεύσιμο. Όποιος μετέφερε πρώτος την είδηση επιστροφής του ξενιτεμένου στην οικογένειά του δικαιούνταν κι έπαιρνε καλό φιλοδώρημα, τον λεγόμενο ¨μουζντέ¨. Έχοντας το προνόμιο να μένουμε πάνω στον μοναδικό κεντρικό δρόμο στην είσοδο του χωριού παίρναμε πρώτοι χαμπάρι ποιος ερχόταν. Συνήθως ερχόταν με τα πόδια από την Ν. Καλλίστη αλλά και με ο, τι έβρισκε. Για πότε τον προλαβαίναμε και φτάναμε πριν από τον ξενιτεμένο στο σπίτι του για να αναγγείλουμε το ευχάριστο νέο –και για να πάρουμε τον μουζντέ βεβαίως-, ήταν απίστευτο!

    Στις παρέες και τα πηγαδάκια που δημιουργούνταν το λόγο είχαν οι ξενιτεμένοι. Πού δουλεύουν, πώς ζουν, τι βλέπουν. Τους ξέραμε τους περισσότερους, πριν φύγουν στην ξενιτειά, αδύνατους, ταλαιπωρημένους, μαυροχαρχαλιασμένους. Κι έρχονταν την επόμενη χρονιά με άδεια εντελώς διαφορετικοί: άσπροι, παχουλοί, λαμπεροί, λες και κάποιο μαγικό φίλτρο τους μεταμόρφωνε ξαφνικά. Δεν έλειπαν βέβαια, καθόλου μάλιστα, και οι υπερβολές. Ο ταπεινός γκασταρμπάιτερ του Μονάχου ή της Στουτγκάρδης γίνονταν ξαφνικά πλούσιος Πορπιώτης τουρίστας! Με αυτοκίνητο, με αστραφτερά νάιλον ρούχα, με ακριβά γούστα. Και περιγράφοντας την καινούρια του ζωή πολλές φορές υπερέβαλλε, όπως ήταν φυσικό. Εκεί πρωτοακούσαμε για τηλεόραση, το μαγικό κουτί που δεν ξέραμε τίποτε γι’ αυτό και μας φαίνονταν απίστευτο να υπάρχει, για τηλέφωνο στο σπίτι και για άλλα πολιτιστικά θαύματα που τα ακούγαμε δύσπιστα.

    Έτσι δικτυώνονταν οι άνθρωποι τότε. Έχοντας άπλετο χρόνο να γνωρίσουν τον συνάνθρωπό τους. Αφιερώνοντας πολύ χρόνο σε επισκέψεις, σε νυχτέρια, σε συντροφιές,  σε κουβέντα. Όχι βιαστικά, όπως σήμερα που η πιο συνηθισμένη φράση που ακούς είναι: «τα λέμε». Πού και πώς τα λέμε όμως; Μάλλον αποφυγή κουβέντας και παρέας είναι κι όχι υπόσχεση. Γιατί τελικά δεν «τα λέμε». Πού να βρεις χρόνο να ακούσεις τον άλλο να σου μιλάει με λεπτομέρειες για τα δικά του! Πού να βρεις άνθρωπο με διάθεση να ακούσει –κι όχι να κάνει πως ακούει- τα δικά σου! Τρέχει γρήγορα η ζωή πια, δεν έχουμε χρόνο. Βιαζόμαστε και κοιτάμε να τελειώνουμε στα γρήγορα και στα πεταχτά τα πάντα: και στο φαγητό και στην παρέα και στη διασκέδαση και στον έρωτα. Λες και βιαζόμαστε να πεθάνουμε. Αυτή είναι πράγματι η εποχή του «τάκα-τάκα», όχι των αρχών του’70.

Σχολιάστε

Website Powered by WordPress.com.

ΠΑΝΩ ↑