Οι Πομάκοι της Πόρπης

            Μια βόλτα στον Μουσουλμανικό οικισμό της Πόρπης, στον «Τουρκικό μαχαλά», όπως τον ξέρουμε οι Πορπιώτες, δείχνει πως κάτι καινούριο συντελείται εδώ. Οι αλλαγές σε σχέση με τον παλιό παραδοσιακό μαχαλά βγάζουν μάτι. Ένας αέρας αλλαγής και ανανέωσης, κόντρα σ’ αυτά που ξέραμε. Κοντά ή και ανάμεσα στα μαντρωμένα και περίκλειστα με ψηλά ντουβάρια παλιά σπίτια των παλιών κατοίκων του μαχαλά ξεφύτρωσαν καινούρια σπίτια. Με μπαλκόνια, με αυλές, με σύγχρονες κατασκευές και χαμηλές περιφράξεις, που κρατούν τα σπίτια ανοιχτά. Αλλά και το Δημοτικό Σχολείο γέμισε σιγά σιγά. Πολλά παιδιά τρέχουν και παίζουν στην αυλή του ενώ κι οι δρόμοι του μαχαλά έχουν κίνηση. Τα νεκροταφεία τους περιποιημένα πλέον. Όλα δείχνουν πως νέοι κάτοικοι, διαφορετικοί από τους παλιούς μένουν εδώ.

Οι καινούριοι Πορπιώτες και συντριπτική πλειοψηφία πλέον του οικισμού είναι Πομάκοι. Λαός εργατικός και φιλήσυχος. Φιλοπρόοδος, πανέξυπνος, ανοιχτός στην επικοινωνία, μαθημένος στη στέρηση και στην υπομονή, ολιγαρκής αλλά κοινωνικός και πρόσχαρος. Από τα 60 σπίτια που κατοικούνται στον οικισμό σήμερα, τα πενήντα ανήκουν σε Πομάκους. Όλοι σχεδόν συγγενείς μεταξύ τους, κυρίως από την Άνω Βυρσίνη και λίγες οικογένειες από το Χαμηλό και τη Μυρτίσκη.

Στην Πόρπη εγκαταστάθηκαν κυρίως τη δεκαετία του ’80. Ήταν η εποχή που οι προοπτικές ανάπτυξης της Πόρπης διαφαίνονταν λαμπρές. Είχε γίνει ο αναδασμός του χωριού, οι γεωτρήσεις παρείχαν άφθονο νερό για άρδευση και  άλλαξαν πλέον οι παραγωγές. Από την παραδοσιακή σιτοκαλλιέργεια άρχισε η καλλιέργεια κυρίως βαμβακιού αλλά και τεύτλων, καλαμποκιού και βιομηχανικής ντομάτας. Η ανάγκη για εργατικά χέρια πολλαπλασιάστηκε και η Πόρπη, όπως κι άλλα γειτονικά χωριά, κυρίως η Γλυφάδα και η Μέση πρόσφερε ευκαιρίες στους ορεσίβιους κατοίκους της Ροδόπης, τους Πομάκους. Οι πρώτοι Πομάκοι δούλεψαν στην αρχή στα βαμβακοχώραφα της Πόρπης, γνώρισαν τον τόπο και μετά εγκαταστάθηκαν.

Οι Πομάκοι, ζώντας για αιώνες στην ορεινή Ροδόπη στήριζαν την επιβίωσή τους στον καπνό και στην κτηνοτροφία. Οι υπόλοιπες παραγωγές τους κάλυπταν ίσα ίσα τις δικές τους ανάγκες: λίγο ψωμί από τα σιτάρια τους, λίγο καλαμπόκι, πατάτες. Οι συνθήκες ζωής ήταν σκληρές. Απομονωμένοι, χωρίς συγκοινωνία, χωρίς δρόμους, χωρίς πολλές εκτάσεις, χωρίς κρατική φροντίδα και βοήθεια, χωρίς μόρφωση, χωρίς ιατρική φροντίδα, χωρίς καμιά προοπτική για καλύτερο μέλλον. Εργατικοί κι ανήσυχοι, οικονόμοι αλλά και ολιγαρκείς, συμπλήρωναν τα προς το ζην δουλεύοντας κατά καιρούς έξω από τα χωριά τους είτε σε θεριζοαλωνιστικές μηχανές είτε σε δουλειές της οικοδομής, κυρίως στην Κομοτηνή αλλά και στην Αθήνα. Πολλοί από αυτούς δούλευαν περιστασιακά σε καράβια. Αργότερα άρχισαν να ξενιτεύονται, κυρίως στην κεντρική Ευρώπη, στη Γερμανία και στην Ολλανδία. Όλες «αντρικές» δουλειές. Πίσω έμειναν οι γυναίκες κι οι κόρες τους. Αυτές στο χωράφι και στα ζώα, αυτές έγιναν οι άντρες του σπιτιού.

Δεν ήταν, όμως, μόνο οικονομικοί οι λόγοι που εγκατέλειψαν τα χωριά τους. Στα χρόνια της Χούντας ο «μαχαλάς» είχε σχεδόν αδειάσει, αφού πολλοί κάτοικοί του έφυγαν στην Τουρκία, στη Σμύρνη, στην Προύσα και στην Κων/πολη, ενώ κάποιοι έμεναν πια στη Γερμανία. Το Δημοτικό είχε σχεδόν κλείσει. Υπήρξε μια οργανωμένη προσπάθεια από το Τουρκικό Προξενείο να ζωντανέψουν οι Μουσουλμανικοί οικισμοί που άδειαζαν. Οι μιναρέδες και η θρησκευτική συνείδηση, που είναι έντονη στους Πομάκους,  τους έκαναν να νιώθουν πιο οικεία με τους ομόδοξους. Η  Ελληνική Πολιτεία όχι μόνο δεν απέτρεψε την προσπάθεια εκτουρκισμού των Πομάκων αλλά -σε πολλές περιπτώσεις- την διευκόλυνε. Τους υποχρέωσε να μάθουν και να μιλούν Τουρκικά στα σχολεία τους. Τους αντιμετώπιζε πάντα με δυσπιστία και κουτοπονηριά, τους απέκλειε από τη δυνατότητα κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης. Ήταν φυσικό να νιώθουν μειονότητα. Συνασπίστηκαν με τους υπάρχοντες Τουρκογενείς με αποτέλεσμα τη σταδιακή αλλοίωσή τους. Οι Πομάκοι σταμάτησαν να μιλούν Πομάκικα, η γλώσσα τους σχεδόν χάνεται. Ξεχάστηκαν ήθη κι έθιμα, άλλαξαν ακόμη και τα ονόματά τους.

Σήμερα, η συμβίωσή τους με τους παλιούς ντόπιους δεν είναι πολύ ομαλή. Η πολιτιστική τους παράδοση, οι γιορτές, η μουσική, τα παραμύθια, οι φορεσιές, η ιστορική συνείδηση, ακόμη και η θρησκευτικές αντιλήψεις σε πολλά πράγματα διαφέρουν. Υπάρχουν αντιθέσεις σε πολλά θέματα κι οι σχέσεις τους δεν είναι καλές. Πολλά παιδιά δεν μιλούν πια τη μητρική τους γλώσσα και η τηλεόρασή τους έχει «πιάτο» που κοιτάζει ανατολικά. Όπως ανατολικά, κοιτάζουν και οι περισσότεροι. Οι Πομάκοι δεν έχουν δικά τους χωράφια, καλλιεργούν κυρίως καπνό που πουλιέται όμως πιο φθηνά από τον ορεινό καπνό. Οι περισσότεροι δουλεύουν σε άλλους μεγαλοκτηματίες της περιοχής για να συμπληρώσουν τα προς το ζην. Πολλοί στέλνουν τα παιδιά τους να σπουδάσουν στην Τουρκία, που τους δίνει κίνητρα. Αγόρια και κορίτσια πηγαίνουν για Θεολογικές σπουδές και δουλεύουν αργότερα ως ιμάμηδες ή ακόμη και σε σχολές μαγειρικής. 

  Αυτή είναι, σε γενικές γραμμές, η κατάσταση των Πομάκων της Πόρπης, φαντάζομαι και των υπόλοιπων χωριών. «Μεγάλωσα, μου είπε συγχωριανός Πομάκος, χωρίς να ξέρω λέξη Τούρκικα. Ο παππούς μου μου έλεγε ιστορίες με Γοργόνες και με Κένταυρους. Τουρκικά έμαθα στο σχολείο». Μια ματιά στην ιστορία τους δείχνει πως αυτή η ταλαιπωρημένη Θρακιώτικη φυλή έμαθε να κρύβεται. Πότε από το Βουλγάρικη βία, που για πολλά χρόνια τη γεύτηκαν, πότε από το φόβο της «μαύρης Λίστας» που σφίγγει ασφυκτικά τη μειονότητα και την αναγκάζει να υπακούει, πότε από την αδιαφορία αλλά και την καχυποψία των Χριστιανών, που τους βλέπουν δύσπιστα ή βλέπουν μόνο τις διαφορές. Ενώ οι ομοιότητες, αν τις καλοκοιτάξεις, είναι πολύ περισσότερες…

Website Powered by WordPress.com.

ΠΑΝΩ ↑

Αρέσει σε %d bloggers: