16. Πώς πέρασα το Καλοκαίρι;

tetradio+kaligrafias

     Σκυμμένος σε μια στοίβα από παλιά βιβλία και τετράδια προσπαθώ να συμμαζέψω τα ασυμμάζευτα: ποια να πετάξω, ποια να κρατήσω, να κάνω μια γερή εκκαθάριση!  Όλα κάτι έχουν να μου πουν. Κάποια στιγμή βρίσκομαι να κρατώ στα χέρια μου ένα πολυκαιρισμένο τετράδιο, «καπλαντισμένο» (κατά τη συνήθεια της εποχής και πριν τη μαζική εισβολή του πλαστικού) με μπλε χαρτί, που έχει πια ξεθωριάσει. Η ετικέτα, που τη σαλιώναμε πρώτα και την κολλούσαμε στο εξώφυλλο, γράφει. «Τετράδιον Εκθέσεων, του μαθητού Ελευθεράκη Στεφάνου, μαθητού της Α΄ Γυμνασίου, Σχολικόν Έτος 1968-69»  Το ανοίγω. Στην πρώτη σελίδα με καλογραμμένα γράμματα γράφει: « Έκθεση 1η: Πώς πέρασα το Καλοκαίρι». Δεν θέλει και πολύ να αρχίσουν να τρέχουν οι αναμνήσεις.

  Στην Α΄ Γυμνασίου, Σεπτέμβριος μήνας, αρχίζουν τα δύσκολα. Πρώτες μέρες στο Γυμνάσιο, πρώτη φορά μακριά από τη στοργική θαλπωρή της οικογένειας αλλά και μακριά από τη γνώριμη, φιλόξενη κι ασφαλή αγκαλιά του χωριού. Όλα τα κακά μαζί. Μένω στο εκκλησιαστικό οικοτροφείο με πολύ αυστηρό πρόγραμμα. Πρέπει να προσαρμοστώ στο καινούριο περιβάλλον. Σχολείο, διαβάσματα, πρόγραμμα, τιμωρίες. Στο οικοτροφείο ο αρχιμανδρίτης τότε Δαμασκηνός, αυστηρότατος, στο Γυμνάσιο κέρβερος ο Γυμνασιάρχης Παπαχριστόπουλος, ο «μαγουλάκιας» (έτσι τον αποκαλούσαμε μεταξύ μας συνωμοτικά οι μαθητές, για ευνόητους λόγους, βγάζοντας έστω κι έτσι το άχτι μας). Ο φιλόλογός μας, πρωτοδιόριστος μεν, πολύ αυστηρός δε. Δεν αφήνει τίποτε στην τύχη. Τυπικός, αγέλαστος, απαιτητικός. Η τάξη μου έχει γύρω στα πενήντα παιδιά. Καθόμαστε ανά τρεις σε κάθε θρανίο. Η φοίτηση τότε στο Γυμνάσιο δεν ήταν υποχρεωτική. Ίσα ίσα, έπρεπε να δώσεις εξετάσεις για να εγγραφείς. Οι περισσότεροι συμμαθητές είναι παιδιά της πόλης. Ξεχωρίζουν με την πρώτη ματιά. Πιο καλοντυμένα, πιο άσπρα, πιο παχουλά! Κυρίως, όμως, ξεχωρίζουν στην ομιλία. Τα ελληνικά τους είναι διαφορετικά από των χωριατόπαιδων.

    Σκυμμένος επάνω στο τετράδιο της έκθεσης αγκομαχώ, προσπαθώντας να ανασυνθέσω στιγμές των προηγούμενων μηνών και να γράψω μια έκθεση της προκοπής, την πρώτη μου έκθεση στο Γυμνάσιο. Αυτή θα ήταν η πρώτη μας γνωριμία με τον καινούριο φιλόλογο. Άντε τώρα να του δώσεις να καταλάβει πώς ήταν το Καλοκαίρι στην Πόρπη! Πώς ν’ απλώσεις στο τετράδιο και πού να χωρέσεις ατέλειωτες ώρες παιχνιδιού, βόλτες με το ποδήλατο, εξορμήσεις (επιδρομές για την ακρίβεια), διάφορες: στη θάλασσα, σε περιβόλια, σε αλάνες, σε αλώνια. Στο νου μου στροβιλίζουν λέξεις όπως: γκιζιρνούσα, αλτσάκια, τσαΐρια, μπουζαλίκια, ντομούζντερε, μπίλιες, κόπτσις, γιλάδια, στάρια, μπαΐρια, μπακίρια, μεράς, χαϊβάν’, μεϊντάν’… Πώς να τις περάσω όμως στο τετράδιο; Έχω υποψιασθεί πως πολλές από τις λέξεις του δικού μου Καλοκαιριού δεν είναι από τις λέξεις που μπορούν να γραφτούν σε μια έκθεση, είναι «αδόκιμες», όπως μου έγραψε αργότερα, όταν διόρθωσε την έκθεσή μου, ο φιλόλογός μας, γεμίζοντάς την με κοκκινάδια.

    Μια από τις μεγαλύτερες δυσκολίες των πρώτων γυμνασιακών μας χρόνων ήταν η έκφραση. Προφορική και γραπτή. Κουβαλούσαμε όλα τα χωριατόπαιδα, λίγο ή περισσότερο κάποιοι, την κληρονομιά της καταγωγής μας και μιλούσαμε το γλωσσικό ιδίωμα του χωριού απ’ το οποίο προερχόμασταν. Κι εντάξει. Στον προφορικό λόγο, «παίζαμε άμυνα», αποφεύγαμε όσο μπορούσαμε να «εκτεθούμε». Στρογγυλεύαμε το λόγο μας βάζοντας καταλήξεις ή δεν μιλούσαμε σχεδόν καθόλου στην αρχή. Κρυβόμασταν στριμωγμένοι στο θρανίο κι αποφεύγαμε να σηκώσουμε χέρι και να απαντήσουμε στην ερώτηση του καθηγητή. Βοηθούσε και η στενότητα χώρου. Κρυβόσουν εύκολα ανάμεσα σε πενήντα παιδιά. Όταν μας σήκωνε, όμως, για εξέταση στον πίνακα ή όταν έπρεπε να γράψουμε, συχνά ορθώνονταν μπροστά μας το δίλημμα: είναι ελληνική αυτή η λέξη; Μπορώ να τη γράψω ή να την πω; Πώς αλήθεια λέγεται επίσημα;

    Για να πούμε την αλήθεια το γλωσσικό ιδίωμα της Πόρπης δεν ήταν ακραίο. Υπήρχαν συμμαθητές από κάποια χωριά που τα πράγματα ήταν χειρότερα. Μαθητές Καραμανλήδες από τους Ασκητές ή Αρβανίτες από την Παραδημή, Γκαγκαβούζηδες από την Καλλίστη, Πόντιοι από Θρυλόριο και Υφαντές, Τρακατρούκηδες από την Καλλιθέα, Ανατολικορωμυλιώτες από Αίγειρο ή Ξυλαγανή αλλά και Θρακιώτες απ’ τη Γρατινή, το Φανάρι ή τους Προσκυνητές, που η προφορά τους ήταν πολύ ξεχωριστή. Τόσο, που πολύ συχνά δέχονταν πολλά πειράγματα για τον τρόπο που μιλούσαν. Συχνά έφτανε ν’ ακούσεις κάποιον να μιλάει για να καταλάβεις και τον τόπο καταγωγής του! Μια μικρή Βαβυλωνία η τάξη έπρεπε να ξεδιπλώσει ενώπιον όλων τις σκέψεις και τις αναμνήσεις της.

    Στην Πόρπη η ντοπιολαλιά ήταν η κλασσική Θρακιώτικη. Πολλές λέξεις προέρχονταν από την τουρκική γλώσσα, πότε αυτούσια, πότε εξελληνισμένη. Άντε να βρεις ή να φανταστείς πώς ο τζισβές λεγόταν μπρίκι, το αρτλίκ’ ήταν φίλος, ο μπαλτάς τσεκούρι, το μπερεκέτι  αφθονία και το καλαμπαλίκι πλήθος. Άντε να βρεις άλλο ρήμα για να πεις γκουντούρντ’σα ή ζάπωσα. Δεν φτάνει που έπρεπε να γράφουμε και σε απλή καθαρεύουσα, μια γλώσσα πλαστή, ψεύτικη που δεν τη μιλούσαν παρά μόνο οι δικηγόροι, οι πολιτικοί και οι παπάδες.  Έπρεπε να μάθουμε και ποιες λέξεις ήταν απαγορευμένες. Κι εντάξει οι καταλήξεις. Αυτό ήταν εύκολο. Ο  Θανάη’ς γινόταν Θανάσης και το πηρόν’ εύκολα γίνονταν πηρούνι. Και τα φωνήεντα ε και ο που στο χωριό τα προφέραμε ι και ου αντίστοιχα άλλαζαν εύκολα. Θα έγραφα  έπεσε κι όχι έπισι, έρχεται κι όχι έρχιτι, ο λόγος κι όχι ου λόγους. Θα συμπληρώναμε και τα φωνήεντα που στη ντοπιολαλιά μας τα αφαιρούσαμε: ψωνίζαμε αντί ψούν’ζαμι, πουλί, σκυλί, βουνό αντί  π’λί, σκ’λί, β’νό.  Αυτά ήταν τα εύκολα!

    Πώς να πιστέψεις όμως το φιλόλογο που επέμενε πως δεν υπάρχουν λέξεις στην ελληνική γλώσσα που δεν τονίζονται πριν την προπαραλήγουσα! Τον  κοιτάζαμε δύσπιστα, αφού στη γλώσσα μας χρησιμοποιούσαμε λέξεις που τονίζονταν στην τέταρτη πριν το τέλος τους συλλαβή: έπαιζαμι, έφαγαμι, έκαναμι. Καμιά φορά βάζαμε και δυο τόνους στην ίδια λέξη: έβγαζάμι. Πολλά φωνήεντα στη μέση των λέξεων αποκόπτονταν ως άχρηστα ή προστίθενταν φωνήεντα αυθαίρετα: αψ’λός ο ψηλός, αδιέ αντί για δες.  Ήταν κι αυτός ο Τζάρτζανος1. Εντελώς αδυσώπητος και αδιάλλακτος, δεν άφηνε κανένα περιθώριο για αυθαιρεσία. Ο κ. Παπαδημητρίου, ο φιλόλογος ντε, τον επικαλούνταν συνέχεια ως αυθεντία. Πού να τον αμφισβητήσεις!

    Αρχέγονη  πατρίδα η Θράκη, τόπος κατοικίας Θεών, σταυροδρόμι και χωνευτήρι λαών και πολιτισμών αποτυπώνει μέσα στη γλώσσα της απομεινάρια από διάφορες ιστορικές περιόδους. Τούρκικες, βουλγάρικες, περσικές, σλάβικες, αραβικές, αλβανικές αλλά και δικές της λέξεις, καθαρά προελληνικές και αρχαίες ελληνικές και βυζαντινές. Πλούσιο, λοιπόν, το λεξιλόγιό της, καθρέφτης της ιστορίας της, δείκτης του πολιτισμικού επιπέδου, πολυστρωματικό, με στοιχεία που προέρχονται από γλωσσικές στρώσεις διαφορετικού βάθους. Σαν τα γεωλογικά στρώματα που δείχνουν τις ιστορικές περιόδους και τις επιρροές τους. Χρειάζεται πολύ «σκάψιμο» για να βρεις τον πλούτο της θρακιώτικης γλώσσας. Κι όμως στο σχολείο πρέπει να καθαριστεί από τα μη αρχαιοπρεπή στοιχεία της και να γίνει η γλώσσα της διοίκησης, των εφημερίδων, των επίσημων ανακοινώσεων.

  Και δεν είναι μόνο οι λέξεις που κάνουν μια γλώσσα. Η γλώσσα μου είναι ο κόσμος μου 2, θα πει κάποτε ένας διάσημος γλωσσολόγος. Πίσω απ’ τη γλώσσα κρύβεται κι ο χαρακτήρας των ανθρώπων της, κρύβεται η παράδοση, οι αρχές, οι αξίες, τα έθιμα. Άντε να περιγράψεις επίσημα τη μάνα που μαλώνει την κόρη:  Του βρακί σ’, μαρή, είνι στου μιιντάν’  ή την έκφραση δυσφορίας για τον καπνό στο δωμάτιο: Τσιγαρίλα λεσ’!  Άντε να πεις αλλιώς το παράπονο για τη νύφη της: – Γλουσσού το’ φαεις του πιδί, μω’ τη μπίστις!  Ή το παράπονο για το άνδρα της στη γειτόνισσα:  Μπιζέρσα όλου μι του θκομ! Πώς να αφηγηθείς τη σκηνή από το θρακιώτικο στριμωξίδι: -Αιιι! Σι πάτ ‘σα; Τι μι πατ ‘σις μα; Μι παρλάντσις!  Ή τις συμβουλές: –Ξινούτσκου τραχανά, να πλαγιάσουμι ανάλαφρ’! Αν πεις: Μην πατάς εδώ, κορίτσι μου, γιατί λερώνεις  αντί για :  Μάσ’ του ξιρό σ΄, μαρή, τώρα του καθάρ’σα, δεν του βλεπ’ς π’ τσακτάει;  δεν αλλάζει εντελώς ο λόγος;  Ή αν πεις πως ο νεαρός στη βόλτα εθώπευσε τη νεαρά είναι το ίδιο με το: Ρε σερσιέμ’, μι τσιούμσεις; Και γιατί να πεις: επαναλαμβάνετε, παρακαλώ, γιατί δεν σας κατάλαβα αφού το ίδιο λες με ένα μακρόσυρτο απορημένο : Άααααα;

  Ένα μεγάλο μέρος της εκπαίδευσης στο σχολείο αφορούσε στον «καθαρισμό» των ελληνικών μας. Με τα χρόνια η θρακιώτικη ντοπιολαλιά απομακρύνθηκε, όπως κι οι άλλες ντοπιολαλιές. Για πολλούς λόγους τα ελληνικά «καθάρισαν» και «καθαρίζουν» από ιδιωματισμούς και τείνουν να γίνουν ίδια με την κοινή ελληνική γλώσσα που μιλιέται σε όλη την Ελλάδα. Η κοινή εκπαίδευση, τα ίδια βιβλία, το ανεβασμένο μορφωτικό επίπεδο, η αστική ζωή και η τηλεόραση έπαιξαν σημαντικό ρόλο σε αυτό. Αλλά και η απομάκρυνση από την παράδοση, που σε κάποιες μάλιστα, περασμένες ευτυχώς, εποχές θεωρήθηκε μειονέκτημα, έπαιξε το ρόλο της. Μαζί με τις αγαπημένες μας γιαγιάδες, τα μασάλια τους και τις ντοπιολαλιές χάθηκε φοβάμαι κι ο ιδιαίτερος χαρακτήρας των ανθρώπων που τις μιλούσαν. Χάθηκε ο ανέμελος, παιχνιδιάρικος και δηκτικός τόνος της θρακιώτικης γλώσσας.

   Ξαναδιαβάζοντας την πρώτη μου γυμνασιακή έκθεση κατάλαβα αλλά και θυμήθηκα την αγωνία μου να περιγράψω ικανοποιητικά πώς πέρασα το Καλοκαίρι. Δεν τα κατάφερα όμως. Το γραπτό μου ήταν φανερά ψεύτικο, φτιασιδωμένο. Γιατί κι η γλώσσα του ήταν ψεύτικη. Το δικό μου Καλοκαίρι, φωτεινό και χρυσό, ήταν γεμάτο ήλιο και παιχνίδι. Ενώ το Καλοκαίρι του τετραδίου κατακόκκινο από τα διορθωμένα λάθη. Ας πάει, λοιπόν, το τετράδιο στον κάδο ανακύκλωσης!

    Αρχές του ’80, την πρώτη χρονιά που άρχισα να εργάζομαι ως καθηγητής, μαζί με συναδέλφους φίλους που υπηρετούσαμε στο ίδιο σχολείο, παιχνιδίζοντας, όντας νέοι κι ελεύθεροι ακόμη, είχαμε τη συνήθεια να προσφωνούμε ο ένας τον άλλο βάζοντας στο όνομα Ρωμαϊκή κατάληξη: Λάζαρους, Θεόδωρους, Χαρίδημους κλπ. Περνούν κάποιο απογευματάκι από το σπίτι μας στην Πόρπη, όπου έμενα τότε, και ο «Χαρίδημους» φωνάζει από την εξώπορτα δυνατά: Στέφανους,  Στέφανους… Τότε βγαίνει η μάνα μου και φυσικότατα τους απαντά: Τώρα έρχιτι ου Στέφανους, πιδάκι μ’.  Όταν βγήκα μου λέει ο, Κρητικής καταγωγής, Χάρης γελώντας: Δεν ξέραμε ότι η μάνα σου μιλάει λατινικά, ρε!

εκδρομές

 

  1. Τζάρτζανος: Ο Αχιλλέας Τζάρτζανος ήταν Έλληνας φιλόλογος και γλωσσολόγος.Η Γραμματική και το Συντακτικό του ήταν για πάρα πολλά χρόνια το Ευαγγέλιο των Φιλολόγων
  2. Φράση του Αυστριακού φιλόσοφου Λούντβιχ Βιτγκενστάιν (Ludwig Josef Johann Wittgenstein, 26 Απριλίου 1889 – 29 Απριλίου 1951)

Σχολιάστε

Website Powered by WordPress.com.

ΠΑΝΩ ↑