Οι σχέσεις των προσφυγικών κοινοτήτων της Πόρπης

 

     Οι σχέσεις μεταξύ των Μασταναριωτών, Χατζηγυριωτών, Μικρασιατών, Σαρανταεκκλησσιωτών, Σαρακατσάνων  και των Ποντίων προσφύγων της Πόρπης, δεν ήταν αρχικά και οι καλύτερες. Για την ακρίβεια θα μπορούσαν να παρομοιαστούν με εκείνες μεταξύ αλλοεθνών. Παρόλο που αντιμετώπιζαν τα ίδια τραγικά προβλήματα επιβίωσης και είχαν περάσει την ίδια τραγωδία συνήθιζαν να αλληλο-υποτιμούνται. Ακόμη και η διανομή οικοπέδων και το κτίσιμο των σπιτιών έγινε με βάση την καταγωγή τους. Και η διαμονή των προσφύγων σε διαφορετικές γειτονιές, σύμφωνα με τον τόπο καταγωγής και το χρόνο εγκατάστασης, συνετέλεσε στην απομόνωσή τους από τις άλλες ομάδες. Προτιμούσαν να γειτονεύουν με συγγενικά πρόσωπα κι όχι με ξενόφερτους, σε κάποια σπίτια μάλιστα έκτιζαν και τον ψηλό μαντρότοιχο, αυτόν που έχουν και πολλά μουσουλμανικά σπίτια, το λεγόμενο κολ-ντουβάρ, για να μην βλέπουν, οι περαστικοί κυρίως, τις γυναίκες του σπιτιού. Είναι εντυπωσιακό ότι μέσα στη φτώχια, την ανέχεια και τα αμέτρητά τους προβλήματα, συχνά μάλωναν και με το παραμικρό. Χωριζόταν σε στρατόπεδα, χωρίς να εξετάσουν όλες τις διαστάσεις του όποιου περιστατικού και να επιπλήξουν τον τυχόν φταίχτη. Χαρακτηριστικά τα παιδιά έπαιζαν πετροπόλεμο χωρισμένα σε παρατάξεις, παρόλο που αυτά συναναστρέφονταν περισσότερο μεταξύ τους στο σχολείο και έπαιζαν παρέα. Δεν ήταν σπάνιες οι φορές που υπήρχαν καβγάδες ή και ξυλοδαρμοί ανάμεσά τους, ενώ συνήθιζαν να κάθονται σε ξεχωριστά μέρη στο καφενείο. Χρειάστηκαν να περάσουν σχεδόν 20 χρόνια κοινής συνύπαρξης, ώστε να πραγματοποιηθεί ο πρώτος μικτός γάμος.

     Δεν θα αναφερθώ σε τέτοιες, υπαρκτές περιπτώσεις φιλονικιών, αν και είναι γνωστές, για να μην αναμοχλεύσω τα πάθη. Η αντιπαλότητα που υπήρχε στην αρχή είναι φυσιολογική. Ειδικά σε περιοχές που υπήρχαν ντόπιοι η κατάσταση ξέφευγε. Σε κάποιες περιοχές μάλιστα, όπως στη Νιγρίτα ή στην Πρώτη Σερρών υπήρξαν μέχρι και φόνοι. Μιλάμε για τέτοια ένταση. Δεν  ήταν εύκολο να συμβιώνει κανείς με άλλους και να μοιράζεται τις πλουτοπαραγωγικές πηγές: τα νερά, τα βοσκοτόπια, την ξυλεία, τα χωράφια. Δεν είναι περίεργο αυτό. Οι κοινωνίες τότε ήταν κλειστές. Ο κόσμος αγράμματος, περιορισμένος στο στενό μικρόκοσμό του ήξερε μόνο τους δικούς του κι αυτούς εμπιστευόταν. Τον άλλο, τον διαφορετικό  δεν τον γνώριζε και τον υποπτευόταν. Συχνά τον υποτιμούσε, δεν τον θεωρούσε ισότιμό του. Και είχαν και πολλές διαφορές: στην ομιλία, στις συνήθειες, στα έθιμα. Έπειτα, η εγκατάσταση στον καινούριο τόπο ήταν δύσκολη. Για να επιβιώσεις έπρεπε να είσαι σκληρός. Αλλά και οι ιστορικές καταβολές τους, ο τρόπος ζωής ήταν διαφορετικός. Οι Θρακιώτες (Μασταναριώτες, Χατζηγυριώτες, Σαρανταεκκλησσιώτες) λίγο πολύ έμοιαζαν: κοινό παρελθόν, κοινή διάλεκτος και έθιμα. Ήρθαν από την «πατρίδα» κουβαλώντας τουλάχιστον κάποια λίγα υπάρχοντα και μπόρεσαν να μετακινηθούν σε περιβάλλον σχετικής ηρεμίας. Ξερριζώθηκαν αλλά όχι όπως οι Μικρασιάτες, που απέδρασαν από τη φωτιά και τη σφαγή, αφήνοντας πίσω αγαπημένα πρόσωπα. Ούτε όπως οι Πόντιοι που ζώντας πολύ μακριά από τη μητροπολιτική Ελλάδα, χρόνια ταλαιπωρήθηκαν με διώξεις, κατέφυγαν στη Ρωσία κι από εκεί με καράβι, χωρίς τη δυνατότητα να κουβαλήσουν μέρος της περιουσίας τους, στοιβάζονταν στα λοιμοκαθαρτήρια στη Θεσσαλονίκη, πριν πάρουν το δρόμο για τα χωριά της Μακεδονίας, κυρίως, και της Θράκης. Άλλες οι παραγωγές στη Μικρασία, άλλες οι παραγωγές και δραστηριότητες στον Πόντο, άλλες στην Ανατολ. Θράκη.

     Άλλοι και οι χαρακτήρες τους. Το περιβάλλον κι ο τρόπος ζωής επηρεάζουν το χαρακτήρα. Όσο κι αν είναι επικίνδυνο να γενικεύει κανείς, μπορεί να βρει βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα των προσφύγων. Οι Θρακιώτες ήταν εργατικοί, ήρεμοι, υπομονετικοί, συντηρητικοί οι περισσότεροι, προσγειωμένοι, πιστοί στις αρχές τους, σταθεροί στις αξίες τους. Νοικοκύρηδες καλοί αλλά δεν παίρνουν πολλά ρίσκα, οικονόμοι μέχρι τσιγγούνηδες. Οι Μικρασιάτες πάλι, εξωστρεφείς, άνθρωποι της χαράς, της δράσης, του γέλιου, της έντασης. Γελούν αλλά και θυμώνουν εύκολα. Αγαπούν αλλά και μισούν γρήγορα. Ονειροπόλοι, τολμηροί και γι’ αυτό ανυπόμονοι και βιαστικοί. Λάτρεις της ζωής, του κυνηγιού, του ψαρέματος, των συντροφιών. Εραστές της ζωής, γλεντζέδες, χουβαρντάδες, παίρνουν εύκολα ρίσκο. Αν ο γάμος είναι ταξίδι, τολμώντας μια γενίκευση θα έλεγα πως, ο Μικρασιάτης θα σου προσφέρει ένα συναρπαστικό αλλά αβέβαιο ταξίδι. Του Θρακιώτη μπορεί να είναι μονότονο αλλά πιο ασφαλές. Μια παροιμία λέει: «Κάνε γαμπρό Θρακιώτη και πόντια νύφη». Οι Πόντιοι –της Πόρπης τουλάχιστον- άλλη κατηγορία. Άλλη διάλεκτος, άλλη ενδυμασία, άλλες συνήθειες. Μαθημένοι στη θάλασσα, στο εμπόριο και στα καπνά έπρεπε να προσαρμοστούν στα μπαΐρια της Πόρπης και να γίνουν γεωργοί σε παραγωγές που δεν πολυήξεραν. Οι Σαρακατσάνοι, τέλος, οι τελευταίοι έποικοι του χωριού ήταν νομάδες, κτηνοτρόφοι. Μαθημένοι στις μετακινήσεις, στις αλλαγές, στα κονάκια και στα τσελιγκάτα, δεμένοι πολύ στενά με παραδόσεις αιώνων έπρεπε να εγκαταλείψουν τα καλύβια και τη νομαδική ζωή και να συμβιώσουν με ανθρώπους ξένους σ’ αυτούς. Μια Βαβυλωνία ήταν η πρώτη κοινωνία του χωριού!

 

Σχολιάστε

Website Powered by WordPress.com.

ΠΑΝΩ ↑