6. Η διασκέδαση

  Ποτέ μου δεν κατάλαβα ακριβώς το νόημα της φράσης που έλεγαν με κάποια δόση περηφάνιας αλλά και αυτοσαρκασμού οι παππούδες, πρόσφυγες Μασταναριώτες στο χωριό. «Τα νταούλια στου Ντερβέν’ι , ο χορός στο Μαστανάρ’ι», έλεγαν. Κι εντάξει το Δερβένι ήταν γειτονικό χωριό τους στην «Πατρίδα». Υπονοούσαν άραγε ότι χόρευαν, διασκέδαζαν δηλαδή, τζάμπα, χωρίς να πληρώνουν καθόλου τα όργανα, που πλήρωναν τα «Παλληκάρια τα Ντερβενιώτικα», όντας ομολογουμένως «σφιχτοί» (για να μην πω τσιγκούνηδες) οι περισσότεροι Μασταναριώτες; Ή εννοούσαν πως ήταν τόσο πολύ γλεντζέδες και χορευταράδες που δεν άφηναν καμιά ευκαιρία ανεκμετάλλευτη; Ασφαλή απάντηση αδυνατώ να σας δώσω. Η αλήθεια πάντως είναι πως παρά την τσιγκουνιά τους οι πρώτοι Πορπιώτες πρόσφυγες, τον αγαπούσαν το χορό. Παρ’ όλες τις δυσκολίες και τις αντιξοότητες ξέδιναν όποτε έβρισκαν ευκαιρία.

    Και πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά! Ο τόπος τους, η Θράκη, ήταν η πατρίδα της Μουσικής και οι ίδιοι ήταν εγγόνια του Ορφέα. Η μουσική υπάρχει στο DNA του Θρακιώτη. Ο Όμηρος αναφέρει ότι η λατρεία των Μουσών ξεκίνησε από τη Θράκη, ενώ ο θεός της μουσικής Απόλλωνας λατρευόταν ιδιαιτέρως στον τόπο αυτό, γεγονός που αποδεικνύουν και τα μαντεία και τα ιερά του που έχουν έρθει στο φως από έδαφος της Θράκης. Σ’ αυτά τα χώματα λάτρευαν και τον άλλο δεινό μουσικό και ανταγωνιστή του Απόλλωνα, τον Πάνα, αλλά και το Διόνυσο. Ο Ορφέας υπήρξε ο πρώτος και ο μεγαλύτερος σε ικανότητα και τέχνη μουσικός. Με το παίξιμο και τη φωνή του μάγευε ανθρώπους και ζώα, ημέρευε ακόμα και τους «θυμούς» της φύσης και μετακινούσε μέχρι και τα βουνά και τα δέντρα. Σύμφωνα με τον Στράβωνα, οι Θράκες μετέφεραν τη μουσική παντού: «Μέχρι της Ινδικής εκείθεν και την πολλήν μουσικήν μεταφέρουσιν«. Τα όργανα δε που χρησιμοποιούσαν, οι υπόλοιποι Έλληνες τα δανείστηκαν από τους Θράκες. Η γκάιντα, ο άσκαυλος, αντηχούσε στα θρακιώτικα ρουμάνια από τότε. Αλλά και στα νεότερα χρόνια οι θράκες αγαπούσαν τη μουσική. Εδώ δημιουργήθηκε η Βυζαντινή μουσική, που πάνω της στηρίχθηκε όχι μόνο το δημοτικό τραγούδι αλλά η Βαλκανική και η Τουρκική μουσική.

    Τα νταούλια απ’ το Δερβένι, λοιπόν, έφταναν εύκολα στο Μαστανάρι, 2-3 χιλιόμετρα μακριά. Σιγά τη χιλιομετρική απόσταση Δερβένι- Μαστανάρι! Εδώ λένε τα χαρτιά πως η Μουσική κάνει θαύματα. Η λύρα του Ορφέα κάποτε ακινητοποίησε τις συμπληγάδες πέτρες, νάρκωσε τον δράκοντα της Κολχίδας, που φυλούσε το «χρυσόμαλλο δέρας», ακόμη και τον Άδη νίκησε. Ο φύλακας Κέρβερος χαλάρωσε στους θελκτικούς ήχους των χορδών και της φωνής του Ορφέα, ο Τάνταλος ξέχασε τη δίψα του, οι Ερινύες δάκρυσαν κι ο Πλούτωνας με την Περσεφόνη συγκινήθηκαν τόσο που έδωσαν την άδειά τους να πάρει μαζί του την Ευρυδίκη και να γυρίσουν οι δυο τους στον πάνω κόσμο, στη ζωή. Άλλο που δεν τα κατάφερε ο δύστυχος Ορφέας! Δεν φταίει η μουσική γι΄ αυτό αλλά ο έρωτάς του για την Ευρυδικούλα του1.  Δεν θα μπορούσε η γκάιντα να ξεσηκώσει τον στερημένο από πολλές χαρές Μασταναριώτη και να τον παρασύρει με τα λυρικά της γυρίσματα και τον πεταχτό της ρυθμό σε ένα ντούζικο ή ζωναράδικο;

      Η διασκέδαση είναι το αλατοπίπερο της ζωής. Χωρίς αυτήν η ζωή μοιάζει άνοστη και ανούσια. Μια επίπεδη γραμμή που δεν σ’ αφήνει να ξεχωρίσεις τη ρουτίνα απ’ την εξαίρεση. Απαραίτητο συμπλήρωμά της είναι δυο τέχνες: η Μουσική κι ο Χορός. Χωρίς αυτές η διασκέδαση υστερεί, πάσχει. Πηγαίνουν μαζί αγκαλιασμένες, λοιπόν, διασκέδαση, μουσική και χορός. Χέρι – χέρι, παίρνει η μία την άλλη κι απογειώνονται. Μαζί τους απογειώνουν κι αυτούς που διασκεδάζουν. Χαλαρώνουν, εκτονώνουν, δίνουν δύναμη, ενισχύουν ή και ξυπνούν έντονα συναισθήματα, είναι απαραίτητο συμπλήρωμα για κάθε κοινωνική εκδήλωση. Φανταστείτε γάμο χωρίς Μουσική ή πανηγύρι χωρίς ορχήστρα. Ακόμη ακόμη και σε άλλες εκδηλώσεις δεν γίνεται να λείπει η Μουσική. Άντε να προσευχηθείς στην εκκλησία χωρίς ύμνους και ψαλμωδίες! Άντε να κηδέψεις χωρίς μοιρολόι, να γιορτάσεις εθνική γιορτή χωρίς εμβατήριο! Άντε να κάνει επίθεση ο στρατός χωρίς σάλπιγγα ή να δει ο θεατής ταινία ή θέατρο χωρίς τραγούδι. Δείτε αγώνα του ΠΑΟΚ χωρίς ν’ ακούγονται οι φίλαθλοί του με τα τραγούδια τους και θα δείτε πόσο άνοστος είναι ο αγώνας!

    Όσο κι αν η δύσκολη αγροτοποιμενική ζωή των Μασταναριωτών δεν προσφέρονταν για συχνές διασκεδάσεις, η Μουσική ασκούσε πάνω τους μια γοητεία. Ειδικοί συμφωνούν στο ότι η Μουσική είναι καλύτερη κι από φάρμακο. Μπορεί να οδηγήσει στον ενθουσιασμό, στη συγκίνηση στη γαλήνη, στην ανακούφιση. Και τούτο διότι οι ήχοι επιδρούν άμεσα στον υποθάλαμο του εγκεφάλου, ο οποίος επηρεάζει, λέει, το νευρικό σύστημα, τους μυς και τους αδένες του σώματος που ρυθμίζουν την κυκλοφορία του αίματος στον οργανισμό. Επίσης, η μουσική καταπραΰνει τον καρδιακό ρυθμό και την πίεση, μειώνει το άγχος, ανακουφίζει από τον πόνο, με αποτέλεσμα να φουντώνει τη σπίθα της αισιοδοξίας. Εν κατακλείδι, ασκεί τέτοια δύναμη στον άνθρωπο, που δημιουργεί ισχυρά συναισθήματα ή τα εναλλάσσει έτσι, ώστε να «συγκινεί» και τον πιο ψυχρό άνθρωπο και να ευαισθητοποιεί τον σκληρό. Τον Μασταναριώτη θα άφηνε ασυγκίνητο;

κοινωνικά 01

    Η θρακιώτικη μουσική είναι ίδια με τους ανθρώπους της και με τη γη που τη γέννησε. Παιχνιδιάρικη, εύθυμη, ζωηρή. Τα θρακιώτικα τραγούδια έχουν ρυθμό, έχουν μελωδία, είναι ανάλαφρα, ανοιχτά σαν τις θρακιώτικες πεδιάδες και σαν τις θρακιώτικες φιλόξενες καρδιές τους. Έχουν ζεστασιά, έχουν συντροφικότητα. Είναι χοροί κυκλωτικοί. Σε καλούν και σε πείθουν εύκολα να βάλεις με εμπιστοσύνη το χέρι σου στο ζωνάρι του διπλανού σου στον ζωναράδικο. Να χτυπήσεις γερά το ποδάρι σου και να νιώσεις να αναριγούν τα σπλάχνα της θρακιώτικης γης, στον ντούζικο, βγάζοντας ταυτόχρονα μια κραυγή δυνατή: ιιιιιιιιιιιιιι- χααααα! Ή να στηριχτείς στους γεροδεμένους ώμους των παληκαριών της ή να στροβιλίζεσαι ρυθμικά κρατώντας και κουνώντας το μαντήλι στον μαντηλάτο, σαν τα ξαφνικά μπουρίνια του θρακικού πελάγους. Ή να ορμάς στον κουλουριαστό σαν το θρακιώτη βοριά που κατεβαίνει από την οροσειρά της Ροδόπης ή να καλπάζεις στον τσέστο σαν τ’ άγρια, ατίθασα άλογα των βουνών του Ιάσμου. Να λικνίζεσαι κυματιστά στη μπαϊντούσκα, σαν τα μαγιάτικα στάχυα των θρακιώτικων χωραφιών. Ή, αν δεν χορεύεις, να παρασύρεσαι στη χαρμόσυνη ατμόσφαιρα που δημιουργούν τα παθήματα του Στέργιου και τα κατορθώματα του Γιάννη του Δήμαρχου.

    Τα γλέντια στα πρώτα χρόνια ήταν σε μεγάλα γεγονότα: σε γάμους, σε πανηγύρια, σε μεγάλες γιορτές, σε διασκεδάσεις, σε αρραβώνες, σε βαπτίσεις, ακόμη και σε κάποια ονομαστική γιορτή κάποιου τσορμπατζή ή μερακλή Πορπιώτη. Μέσα μετάδοσης της μουσικής δεν υπήρχαν παρά ελάχιστα. Κάποιοι, πλανόδιοι κυρίως, οργανοπαίχτες, κανένα γραμμόφωνο ή κανένας καλλίφωνος της παρέας. Οι γυναίκες πολλές φορές χόρευαν τραγουδώντας οι ίδιες. Πολλές φορές τα τραγούδια, ακολουθώντας τη μοίρα των λαών τους μπλέκονταν και ήταν ακαθόριστης εθνικότητας. Ήταν ελληνικά, ήταν τούρκικα, ποιος ξέρει και μπορεί να πει με βεβαιότητα!2 Κρασί παρήγαγαν οι ίδιοι οι κάτοικοι. Πάντα είχαν αμπέλια και η αμπελουργία ήταν μια τέχνη που κουβάλησαν απ’ την «πατρίδα». Λίγοι μεζέδες, κόκκινο, συνήθως, κρασί, καλή διάθεση και κάποιο λαρύγγι που μπορούσε να κάνει γυρίσματα και το γλέντι στήνονταν.

    Περνώντας τα χρόνια τα μέσα πολλαπλασιάστηκαν. Όπως και οι ευκαιρίες για διασκέδαση. Τα θρακιώτικα όργανα που υπερίσχυαν και ήταν ιδιαίτερα δημοφιλή ήταν η γκάιντα, ο ζουρνάς με το νταούλι, το ούτι, το βιολί, το ακορντεόν,το κλαρίνο. Αργότερα μπήκε το μπουζούκι, η κιθάρα, το ντραμς, το αρμόνιο.

    Από τα πιο παρεξηγημένα επαγγέλματα ήταν αυτό του οργανοπαίκτη. Αν και δεν ήταν ακριβώς επάγγελμα, γιατί ο μουσικός έπρεπε να κάνει κι άλλη δουλειά για να επιβιώσει. Τους έλεγαν για ένα μεγάλο διάστημα τσαλκιτζήδες (στα τουρκικά galkigi= οργανοπαίχτης) και η μουσική τέχνη ένα χαρτζιλίκι τους έδινε, ένα συμπληρωματικό εισόδημα που προσετίθετο  στο εισόδημά τους.  Τα γλέντια ήταν πολύ λιτά. Ένα, το πολύ δυο όργανα συνήθως και πολύ κέφι. Εκεί, στην πίστα ξεδιπλώνονταν μεράκια και καημοί. Ανομολόγητοι έρωτες, κρυφές επιθυμίες, ντέρτια αλλά και χαρά κι ενθουσιασμός ανακατεύονταν σ’ ένα κράμα, μαζί με το ούζο ή το κρασί και γίνονταν ζεμπέκικο ή ζωναράδικο. Τα γλέντια οργανώνονταν στα ταπεινά καφενεία του χωριού ή στην αυλή των σπιτιών.

    Εκεί ξεδίπλωνε το ταλέντο του ο αόμματος Χρήστος Ελευθεράκης με το ακορντεόν του. Φορούσε τους ιμάντες, αγκάλιαζε το ακορντεόν και πότε όρθιος, πότε καθιστός άρχιζε αόματοςνα ξεδιπλώνει τη μουσική του. Με το δεξί του χέρι έπαιζε τη μελωδία και με το αριστερό του χέρι τη συνοδεία καθώς ανοιγόκλεινε τη φυσούνα.  «Σινανάι γιαβρούμ, σινανάι…»  Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο, που το ακορντεόν αγαπήθηκε και ενσωματώθηκε στη λαϊκή και παραδοσιακή μουσική πολλών λαών.

     Εδώ σαγήνευε με τις δοξαριές του τους ακροατές του ο Κοτάς, κατά κόσμον Κώστας Πάλλας. Κοντούλης,  πολύ μελαχρινός (για να το πω κομψά) κι αλλήθωρος, αλλά μάγευε πραγματικά με τις δοξαριές του! Το βιολί έχει 4 χορδές διαφορετικού τονικού ύψους και θεωρείται ο βασιλιάς των οργάνων. Το βιολί έχει ταστιέρα χωρίς τάστα, γεγονός που κάνει δύσκολη την εκμάθησή του. Ερχόταν με τα πόδια από την Καλλίστη, γυρνούσε όλη την περιοχή.  Έπαιζε σε γάμους με τον αδερφό του τον Αλεξανδρή, που έπαιζε θρακιώτικο ούτι (ούτ’ το έλεγαν).

Εκεί ενθουσίαζε με τη γκάιντα του ο Σταθάκης Δεληκωνσταντίνου, από την Καλλίστη κι αυτός, παίζοντας το κατεξοχήν θρακιώτικο όργανο. Πολλά χρόνια ως τα βαθιά του γεράματα διασκέδαζε τον κόσμο και ήταν ιδιαίτερα γνωστός και αγαπητός στο χωριό μας, στο οποίο ήταν και αγελαδάρης.

     Εκεί έπαιζε όρθιος με το ένα πόδι πάνω στην καρέκλα και το μάτι να γυροφέρνει πονηρά ο κυρ Μήτσος Μαστοράκης την κρητική λύρα του. Η λύρα ήταν έξω από τα σουξέ τα θρακιώτικα αλλά στο καφενείο πολλές βραδιές έπαιζε ο κυρ Μήτσος. Αυτοδίδακτος, με βαθιά αγάπη για την κρητική λύρα, μετέφερε κι έκανε αγαπητό στην Πόρπη το παιχνιδιάρικο παίξιμό της : «Μια παντρεμένη αγαπώ…«.

     Υπήρχαν κι άλλοι οργανοπαίχτες, ξένοι, που ερχόταν περιστασιακά ή μετά από συνεννόηση. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς ήταν τσιγγάνοι.  Όλοι οι λαϊκοί οργανοπαίχτες ήταν πρακτικοί και αυτοδίδακτοι ή μαθήτευαν κοντά σε άλλους μουσικούς. Αρκετοί οργανοπαίχτες έπαιζαν περισσότερα από ένα όργανα. Έπαιζαν άλλα όργανα σε κλειστούς και άλλα σε ανοιχτούς χώρους. Άνθρωποι αγνοί με το ρυθμό στο αίμα και την ψυχή τους, βγαλμένο μέσα από την επαφή τους με τη φύση, απ’ τα θροΐσματα των φύλλων ή τους κοασμούς των βατραχιών. Αυτοί διέσωσαν την παράδοση μεταλαμπαδεύοντας ο ένας στον επόμενο την παραδοσιακή μας μουσική, για την οποία καμαρώνουμε σήμερα.

    Σήμερα οι ιδιοκτήτες των κέντρων προσκαλούν τους οργανοπαίχτες και τους προσφέρουν σεβαστή χρηματική αμοιβή. Τα παλιά όμως χρόνια οι μουσικοί του τόπου πρότειναν στους καφετζήδες να παίζουν στο καφενείο τους χωρίς καμιά αποζημίωση. Ο καφετζής δεν χρειαζόταν να το πολυσκεφτεί, γιατί δεν απαιτούνταν ιδιαίτερες προετοιμασίες για να οργανωθεί το γλέντι. Ο κόσμος συνήθως τους αντάμειβε με την λεγόμενη «χαρτούρα», δηλαδή τα κεράσματα και σε ελάχιστες περιπτώσεις συμφωνούσαν με τον διοργανωτή του γλεντιού να παίρνουν κάποια αμοιβή. Χαρακτηριστική ήταν η σκηνή του μερακλωμένου χορευτή όταν έβγαζε από την τσέπη του το χαρτονόμισμα, το σάλιωνε και το κολλούσε στο μέτωπο του οργανοπαίχτη. Στους γάμους συνήθως τοποθετούσαν μπροστά στους οργανοπαίχτες και σε περίοπτη θέση ένα ταψί όπου μέσα εκεί έριχναν τα κεράσματα για τα όργανα. Κάθε χορευτής που έσερνε το χορό κερνούσε τα όργανα, αλλά και για κάθε χορευτή κερνούσαν οι συγγενείς και φίλοι του, φωνάζοντας ο μουσικός : «Σάμπα από τον πατέρα, τη μητέρα, τον πεθερό, την πεθερά, τον παππού, τη γιαγιά…». Αν  η «χαρτούρα» δεν ήταν η πρέπουσα, η ορχήστρα είτε «έκοβε» τα τραγούδια, είτε έπαιζε άτονα ώσπου το χαρτονόμισμα να ζεστάνει τον οργανοπαίχτη3. Αλλά κι χορευτής που έδινε χρήματα απαιτούσε από τον οργανοπαίκτη.

τσακίρ κέφι

    Το βασικό στοιχείο του χορευτή ήταν η λεβεντιά και της χορεύτριας η χάρη και η σεμνότητα. Τα λαϊκά γλέντια είχαν τους κανόνες τους. Ήταν σεβαστή η ιεραρχία στο ποιος θα σύρει το χορό και πότε θ’ αλλάξει ο πρώτος. Σ’ αυτά τα γλέντια, σε χαρές και γάμους στα οποία έρχονταν νέοι κι από άλλα χωριά γίνονταν η ουσιαστική γνωριμία κοριτσιών- αγοριών. Εδώ ανταλλάσσονταν φλογερές ματιές και υπαινιγμοί. Εδώ, όμως, γίνονταν και η μύηση των νέων στο γλέντι και στη σημειολογία του. Μάθαιναν οι νέοι από τους παλιούς τα του γλεντιού. Χόρευαν οικογενειακά ή ανά παρέα, δίνονταν οι λεγόμενες «παραγγελιές», που έπρεπε να τις σέβονται όλοι, υπήρχε τέλος πάντων ένα τυπικό. Μερικές φορές τα αίματα άναβαν, κυρίως με επισκέπτες από άλλα χωριά που μεθούσαν ή ήθελαν να κάνουν τους μάγκες. Κι εδώ υπήρχε μια συλλογική τιμή, η τιμή του χωριού που έπρεπε να την υπερασπιστούν οι πιο αντρειωμένοι, δέρνοντας όποιον προκαλούσε!

35026237_973612182819413_6992539012263051264_n
Στιγμιότυπο από γλέντι. Στη φωτο οι αδερφές Ευαγγελία και Πασχαλίτσα Σαββάκη, το ζεύγος Δημήτρη και Βασιλοπούλας Ξενάκη και τα πιτσιρίκια Γιαννούλα και Ξανθούλα Μήλιογλου και Βασίλης Δερμανόπουλος. Διακριτικά πίσω τους ο απαραίτητος για τέτοιες στιγμές οργανοπαίχτης.
  1.  Ο Ορφέας μπορούσε να πάρει την Ευρυδίκη από τον Άδη αλλά με έναν όρο. Μέχρι να φτάσουν στον πάνω κόσμο,  δεν έπρεπε να γυρίσει να την αντικρίσει. Οι πύλες του Άδη άνοιξαν, μα πριν ακόμα προλάβουν να τις διαβούν, ο Ορφέας, απ’ τη μεγάλη του επιθυμία να αντικρίσει την αγαπημένη του, παραβίασε τον όρο, με αποτέλεσμα η Ευρυδίκη να μείνει για πάντα πλέον στον κόσμο των νεκρών.
  2.  Πολλά αγαπημένα τραγούδια των προσφύγων ήταν και τουρκικά. Μεγάλη επιτυχία είχε π.χ. ο Τσακιτζής. Θυμάμαι σε τραπέζια τη μητέρα μου που ήταν καλλίφωνη και ήξερε καλά Τουρκικά ως Γκαγκαβούζα να τραγουδά μετά από παραγγελία του παππού Μαυρουδή Κωνστανταράκη ένα παραδοσιακό τουρκικό ηρωικό τραγούδι, το «Τσανάκαλε»
  3.  Ο Κοτάς, π.χ., αν αργούσε να πάρει φιλοδώρημα ή αν ήταν μικρό έπαιζε χωρίς κέφι, ξεψυχισμένα, λέγοντας: «πίσσα, σκοτάδι…». Μόλις του κολλούσαν στο μέτωπο κάποιο χάρτινο νόμισμα, το δοξάρι έπαιρνε φωτιά.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Website Powered by WordPress.com.

ΠΑΝΩ ↑

Αρέσει σε %d bloggers: