το πήδημα της γριάς

    Μια από τις ομορφότερες και πιο γραφικές ελληνικές παραλίες είναι το «πήδημα της γριάς», στην Άνδρο. Εκεί στέκεται περήφανος, ακίνητος, ποιος ξέρει πόσα χρόνια τώρα, ένας βράχος 21 μέτρων, αποτέλεσμα φοβερών γεωλογικών ανακατατάξεων για να μας θυμίζει πως αυτός ο φαινομενικά ίδιος κόσμος αλλάζει διαρκώς, μεταβάλλεται, φθείρεται. Από μακριά μοιάζει ακίνητος. Στην πραγματικότητα,  υπάρχουν  δυνάμεις της φύσης που τον αλλάζουν. Για το βράχο αυτό και την εξήγηση του ονόματός του έχουν ειπωθεί πολλοί μύθοι που καταλήγουν στο ίδιο αποτέλεσμα: από εδώ πήδηξε κάποια γριά και σκοτώθηκε!

grias

 

    Η ιστορία που θα σας αφηγηθώ οφείλω να σας πω εξαρχής πως δεν έχει καμιά σχέση με την όμορφη Ανδριώτικη παραλία! Δεν έχει σχέση με την Άνδρο αλλά μ’ έναν άνδρα της Πόρπης. Δεν μιλάει για παραλίες αλλά για χωράφια. Το πήδημα πάλι που εξιστορεί δεν έχει σχέση με κάποιο σάλτο ή άλμα αλλά έχει μεταφορική σημασία. Η γριά της ιστορίας, πάλι, δεν είναι και τόσο γριά. Δεν πηδάει η ίδια αλλά «την πηδάνε». Και το κυριότερο: δεν είναι μύθος αλλά πραγματική ιστορία, γνήσια πορπιώτικη ιστορία, από αυτές που συζητιούνται μόνο μεταξύ των ανδρών στα καφενεία και –  κυρίως- μακριά από τους πρωταγωνιστές της, που όλοι τους ξέρουν, αλλά δεν τα λένε μπροστά τους, για να μην παρεξηγηθούν. Για να μην παρεξηγηθώ κι εγώ, λοιπόν, λαμβάνω τα μέτρα μου. Τα ονόματα είναι φανταστικά! Αλλά μόνο τα ονόματα.

    Προχωρημένος Σεπτέμβρης. Έχουμε μπει στην αρχή του Φθινόπωρου αλλά το Καλοκαίρι παρατείνεται, αρνείται να παραδώσει τα σκήπτρα του. Επιμένει να βομβαρδίζει τη γη με τις πυρωμένες ακτίνες του ζεσταίνοντας την πλάση. Όσο να’ ναι, όμως, όσο κι αν επιμένει ο ήλιος να καίει, η διάρκεια κι η έντασή του περιορίζονται. Τα βραδάκια ένα γλυκό δροσερό αεράκι κάνει επιτακτική την ανάγκη μιας κουβερτούλας για το βραδινό ύπνο, ενώ το πρωί μια αύρα έρχεται από τα βουνά της Ροδόπης, δημιουργώντας μια ευχάριστη ατμόσφαιρα.

                Στα βαμβακοχώραφα της Πόρπης υπάρχει οργασμός. Είμαστε στην εποχή που δεν έχουν εφευρεθεί ακόμη οι βαμβακοσυλλεκτικές μηχανές. Η συλλογή του βαμβακιού γίνεται αποκλειστικά με τα χέρια και είναι μια κοπιαστική δουλειά. Ο άσπρος χρυσός καμαρώνει σαν ερεθισμένη νυφούλα πάνω στους κοζάδες περιμένοντας τα δάκτυλα που θα την αγγίξουν τρυφερά, θα την αγκαλιάσουν προσεκτικά και θα την βάλουν στο χαράρι1. Σχεδόν όλος ο κάμπος της Πόρπης, είναι γεμάτος με βαμβάκια. Ασπρίζει ο τόπος από ένα προϊόν που από το 1980 κι έπειτα μονοπωλεί την παραγωγή. Λίγα καλαμπόκια, πολύ λιγότερα σιτάρια, άντε κανένα τεύτλο ή καμιά ντομάτα! Το ‘’μαλλί που βγαίνει από μικρά δέντρα”, που λέει ο Ηρόδοτος πως είδε στις μακρινές Ινδίες και το’ φεραν οι στρατιώτες του Μεγαλέξανδρου στην Ελλάδα κυριαρχεί στις παραγωγές, βοηθώντας τους χωρικούς ν’ αυγατίζουν τα έσοδά τους, προσδοκώντας καλύτερες μέρες.

                Είναι κι ο αναδασμός, όμως, που άλλαξε τα πάντα. Ξαφνικά τα φτωχά μπαΐρια που μόνο σιτάρια έφτιαχναν, άντε και λίγο καπνό, σουσάμι και ρεβίθια με πολύ μικρή απόδοση και με την προϋπόθεση πως το Καλοκαίρι θα’ ριχνε δυο τρεις βροχούλες να δροσίσουν το διψασμένο χώμα, μεταβλήθηκαν σε εύφορα χωράφια. Πρασίνισε ξαφνικά όλη η έκταση. Τα προηγούμενα χρόνια τέτοια εποχή, τέλη Σεπτέμβρη, όλη η περιοχή, από την Παραδημή ως τη θάλασσα, όλη η νότια Ροδόπη δηλαδή, ήταν κατάμαυρη. Έκαιγαν τις καλαμιές των δημητριακών κι η φωτιά, αχόρταγη κι ατίθαση, έτρωγε στο πέρασμά της τα πάντα, αφήνοντας πίσω της μια απαίσια μαυρίλα. Δεν ήταν,  όμως, μόνο το θέαμα οικτρό. Μύριζε καμένο και τα αποκαΐδια αιωρούνταν στην ατμόσφαιρα με το παραμικρό φύσημα κι έφταναν παντού χορεύοντας, λες κι υπάκουαν στο ρυθμό του ανέμου,  σε σπίτια, σε δρόμους, σε αυλές. Μέχρι κι η θάλασσα μαύριζε.

                Τώρα, όμως! Με τον αναδασμό φυτεύτηκαν βαθιά στη γη σωλήνες, μπήκαν αντλίες στα σπλάχνα της και τα ξερά μπαΐρια πλημμύρισαν στο νερό. Γέμισε η έκταση με πομώνες και δίκτυα που μετέφεραν το πολύτιμο αυτό στοιχείο σε κάθε σπιθαμή του πορπιώτικου κάμπου. Πρασίνισε ο τόπος! Τόσο πράσινο που ο πατέρας μου, που υπέφερε, όπως κι όλοι οι  συγχωριανοί του τα προηγούμενα χρόνια λέγοντας “το νερό νεράκι” συχνά μονολογούσε:       – Βρε, βρε, βρε! Αν σηκώνονταν κάποια στιγμή οι πεθαμένοι, δεν θα το γνώριζαν το μέρος! Τέτοια αλλαγή.

    Τέτοια αλλαγή και τόσο πράσινο! Αυτά τα ίδια κυριαρχούσαν, άλλωστε, τότε και στην πολιτική ζωή. Ήταν η Άνοιξη του ΠΑΣΟΚ, που με το σύνθημα “αλλαγή” είχε πάρει τη διακυβέρνηση της χώρας στο πιάτο. Μεγαλεία! Τι δάνεια, τι ΑΤΕΣ, τι χρηματοδοτήσεις από την ΕΟΚ! Η Ελλάδα φαινόταν πως είχε βρει ένα καλό μαστάρι για ν’ αρμέγει συνέχεια. Άρχισαν στην Πόρπη να γεμίζουν οι αυλές των σπιτιών με μηχανήματα. Καινούρια τρακτέρ, πλατφόρμες, άροτρα, καλλιεργητές, ψεκαστικά, σωλήνες, πύραυλοι εδάφους- αέρος, μπεκ. Αλλά και τηλεοράσεις και καινούρια έπιπλα και στρωσίδια και μπιχλιμπίδια και παρεμβάσεις και – κυρίως- αυτοκίνητα. Καινούρια Ι.Χ. κάθε είδους. Αγροτικά, φορτηγά, ημιφορτηγά, επιβατικά… Και το βαμβάκι ήταν σχεδόν μονοκαλλιέργεια!

    Σ’ ένα τέτοιο βαμβακοχώραφο της Πόρπης, λοιπόν, ένα ζευγάρι έχει έρθει από πολύ πρωί, αξημέρωτα σχεδόν κι έχει αρχίσει τη δουλειά. Μεσόκοποι, τα παιδιά στο Γυμνάσιο που έχει αρχίσει πια τα μαθήματα, καλοί νοικοκυραίοι, δεν σπαταλούν το βιος τους σε μεροκάματα. Δουλεύουν όσο μπορούν και τα καταφέρνουν καλά. Ήδη, έντεκα η ώρα, ο ήλιος έχει πάρει την ανηφόρα και στο κεφαλάρι του χωραφιού ένα μεγάλο χαράρι στέκεται παραφουσκωμένο σαν μπάστακας, λες και καμαρώνει κι αυτό για το πολύτιμο προϊόν που περιέχει. Το βαμβάκι τη φετινή χρονιά είχε επιτυχία. Βοήθησαν οι συνθήκες,  σπάρθηκε και φύτρωσε σαν σιρίτι, χωρίς καθόλου κενά, τσαπίστηκε και καθάρισε από τα ζιζάνια, ποτίστηκε αρκετά, το Καλοκαίρι ήταν ζεστό και δροσερό, τα πράσινα και τα ροζ σκουλήκια δεν το επισκέφθηκαν, πρόλαβε να αναπτυχθεί τόσο που ψήλωσε και ντάλωσε γεμίζοντας με πολλούς λαχταριστούς κοζάδες2 τα κλαδιά του, τόσο που τα καρίκια3 του να είναι σκιερά, καθώς τα σκεπάζουν ολόκληρα σχεδόν τα κλαδιά της βαμβακιάς που σμίγουν. Σίγουρα η παραγωγή προμηνύεται πολύ καλή. Ο κυρ Αγησίλαος  βλέποντας τα καρίκια χωρίς κανένα κενό και γεμάτα με καρπό νιώθει μια γλυκιά ανακούφιση. Οι κόποι του δεν πήγαν χαμένοι. Βλέπει ήδη τον εαυτό του στο γκισέ της τράπεζας να εισπράττει ένα σεβαστό ποσό από την πώληση του βαμβακιού του.

    Αυτά σκέφτεται ο κυρ  Αγησίλαος και νιώθει ευχάριστα. Κάποια στιγμή μάλιστα νιώθει μια γλυκιά ανατριχίλα να διαπερνά το κορμί του. Πενηντάρης αλλά αρκετά κοτσονάτος ακόμη, σβέλτος, ενεργητικός, ακούραστος, δεν το βάζει κάτω. Πουθενά! Από τη μια, λοιπόν, το δροσερό αεράκι και η αίσθηση ικανοποίησης από την πλούσια παραγωγή του χωραφιού, από την άλλη τα πλούσια ελέη της κυράς του, που- είναι αλήθεια- έχει καιρό να τα γευτεί,  τον βάζουν σε σκέψεις πονηρές και πόθους ανομολόγητους. Κι αυτή η ευλογημένη η κυρά του σταματημό δεν έχει! Πότε κουρασμένη, πότε άπλυτη, πότε τα παιδιά, πότε τα γελάδια, το πλύσιμο, το σκούπισμα, μνημόσυνα, νηστείες… Πού να μείνει καιρός για τον δυστυχή σύζυγο που καρτερεί στωικά την ευκαιρία να επιτεθεί ως Μεγαλέξανδρος καβάλα στ’ άλογό του…

    Ζωσμένος σε τέτοιες σκέψεις δεν έχει όρεξη να μαζέψει βαμβάκι κι έχει μείνει πέντ’ έξι μέτρα πίσω, ενώ η Χαρίκλειά του προχωρεί ακάθεκτη. Σκυμμένος στο καρίκι του παρατηρεί ξελιγωμένος ανάμεσα στα κλαδιά τον πισινό της Χαρίκλειας να κουνιέται ρυθμικά, υποσχόμενος επανάληψη παλιών, αλλά όχι ξεχασμένων, ωραίων στιγμών. Στην κατάσταση που είναι τον βλέπει όπως είδαν οι στρατιώτες του Ξενοφώντα τη θάλασσα. Το παίρνει απόφαση. Θα χυμήξει και δεν τον νοιάζει τίποτε. Πού θα τον δουν μέσα στα φουντωμένα καρίκια; Είναι και ξαναμμένος άλλωστε. Και πόσο θα κρατήσει στην κατάσταση που είναι;

    Αφήνει λοιπόν τενεκέδες και τσουβάλια και προχωρά αποφασιστικά στο μέρος της Χαρίκλειας. Απλώνει το χέρι του και με κίνηση ματ χουφτώνει τον πισινό της. Ξαφνιασμένη η Χαρίκλεια απ’ την απρόσμενη κίνηση αντιδρά αμέσως:

– Τι κάν’ς ρε σερσέμ’, χαζώθκις; Θα μας δγιει κανένας κι θα μας κριμάσουν κουδούνα στου χουργιό!

– Μη σταναχουργιέσι, πιριστέρα μ’, κανένας δε θα μας δγει ιδώ μες στην ερημιά.

    Έλα, όμως, που είναι κι άτυχος! Ποια ερημιά! Το χωράφι τους είναι πολύ κοντά στο δημόσιο δρόμο. Απέχουν, θα πεις, κάποια μέτρα και οι βαμβακιές είναι αρκετά φουντωτές, ώστε να προσφέρουν σχετική κάλυψη. Η κίνηση είναι συνεχής. Πότε κάποιο αυτοκίνητο, πότε κάποιο τρακτέρ όλο και περνάει. Υπάρχουν, όμως, και γείτονες που επίσης μαζεύουν βαμβάκια σε διπλανά χωράφια και υπάρχει συνεχής οπτική επαφή. Βλέπουν τα φαρδιά καπέλα τους σκυμμένα   πάνω από το πολύτιμο προϊόν να κουνιούνται αργά ανάμεσα στα καρίκια. Δεν θα παραξενευτούν αν τους δουν να εξαφανίζονται; Και τότε; Μήπως ξεμυτίσει κανείς και τους ψάχνει;

βαμβ

    Η απάντηση της Χαρίκλειας δεν απογοήτευσε τον κυρ Αγησίλαο. Τόσα χρόνια παντρεμένοι ήξερε πια να διαβάζει και να αποκωδικοποιεί κάθε της φράση. Δεν του είπε ορθά κοφτά όχι. Πρόβαλε ως μόνο επιχείρημα  την αντίδραση του κόσμου, αν τους δει. Ε, λοιπόν, δεν θα τους δει. Θα βρει τον τρόπο. Εδώ ξεπέρασε τόσα και τόσα προβλήματα στη ζωή του, εκεί θα κώλωνε;

    Τι σκαρφίστηκε λοιπόν: Απ’ τη μέση και κάτω δεν υπήρχε πρόβλημα. Κοντούληδες καθώς ήταν κρυβόταν μια χαρά στις φουντωμένες βαμβακιές τα επίμαχα σημεία τους. Η ασπρίλα του γυμνού δέρματός τους καλύπτονταν επίσης από την ασπρίλα του βαμβακιού. Αυτό που έμενε  να καλύψουν ήταν το πάνω μέρος. Τη λύση την έδωσαν τα καπέλα. Αυτά θα άλλαζαν περιεχόμενο απλώς. Αντί να σκεπάζουν και να προστατεύουν τα κεφάλια τους, μπήκαν πάνω στα δυο σηκωμένα πόδια της Χαρίκλειας, που τελικά πείστηκε να υποχωρήσει μπροστά στην ορμή του συζύγου της, που κατάφερε να ζωντανέψει τις βυθισμένες στη αδράνεια ορμές της.

    Στον αναδασμό της Πόρπης η ζωή συνεχίζεται ασταμάτητη. Από το δρόμο που οδηγεί στη θάλασσα περαστικοί χαιρετούν κορνάροντας δυο καπέλα που εξέχουν και κουνιούνται ρυθμικά κι αρμονικά, χορεύοντας λες στο ρυθμό της ζωής, που τα θέλει όλα: και δουλειά και έρωτα και χαρά και λύπη. Μόνο που είναι στο ίδιο σημείο, δεν προχωρούν. Σαν το βράχο στην Άνδρο που λέγαμε στην αρχή. Το πήδημα της γριάς, ντε!

……………………………………………………………………………………………………………………………………………….

  1. Χαράρι: μεγάλο τσουβάλι μέσα στο οποίο βάζουν το βαμβάκι. Πατημένο καλά παίρνει πάνω από 50 κιλά βαμβακιού.
  2. Κοζάς: το καρύδι του βαμβακιού, ο καρπός του
  3. Καρίκια: το μέρος ανάμεσα στις σειρές των βαμβακιών

 

bamb 2

 

Σχολιάστε

Website Powered by WordPress.com.

ΠΑΝΩ ↑