Οι παραγωγές ως τον αναδασμό (1980)

Η αποκατάσταση – Παραγωγές

   Στην Πόρπη, την καινούργια πατρίδα, η έκταση ήταν μεγάλη, αλλά άγονη και φτωχή σε απόδοση. Η Πόρπη είναι στο μέσον μιας σειράς χωριών της νοτιοδυτικής Ροδόπης που απέχουν αρκετά μεταξύ τους, είναι ένας σύνδεσμος, μια «πόρπη» μεταξύ τους κι έτσι υπήρχαν πολλές ακαλλιέργητες χέρσες εκτάσεις. Εξάλλου επι­κρατούσε η άποψη ότι η επιστροφή στην «Πατρίδα» ήταν ζήτημα χρόνου. Έτσι στην αρχή δεν ξεκίνησαν προσπάθειες μόνιμης διαμονής. Αυτή ήταν η αιτία που τα δύο πρώτα χρόνια οι πρόσφυγες δεν ασχολήθηκαν με τη γη. Άλλος σημαντικός παρά­γοντας απραξίας ήταν ο χαρακτήρας της διανομής της γης. Ορισμέ­νοι πρόσφυγες καλλιέργησαν τα χωράφια, άλλοι όμως δεν εργάζο­νταν πριν αποκτήσουν τίτλους ιδιοκτησίας.

    Είναι χαρακτηριστική η περιγραφή του Ν.Κ. Λάιου, υπαλλήλου του εποικισμού, ο οποίος στα 1927 έγραφε για το θέμα των Θρακών προσφύγων: »Ο χωρικός Θραξ, ποιμήν ή γεωργός, είναι άνθρωπος ήρεμος και λογικός, βραδύς και σοβαρός με συνήθειας απλάς και κανονικάς. Δίδει την εντύπωσιν ανθρώπου μετρημένου και σταθε­ρού, πράγμα όπερ είναι ίδιον ανθρώπων αφοσιωμένων εις την γην. Κρίνει τα πράγματα ησύχως και ψυχρώς, σκέπτεται πολύ, είναι εργα­τικός και ανεκτικός αλλά και πείσμων, ζη συντηρητικά».

 Η επαναστατική κυβέρνηση του Πλαστήρα το 1923 με απόφασή της (3473/14-2-1923) απαλλοτρίωσε όλα τα μεγάλα κτήματα (τσιφλίκια), δημόσια, ιδιωτικά, εκκλησιαστικά, για την αποκατάσταση των προσφύγων, ενώ οι υπηρεσίες εποικισμού είχαν στη διάθεσή τους και τα βουλγαρικά αγροκτήματα τα οποία περιήλθαν στο ελληνικό κράτος με τη συνθήκη του Neuilly (Νεϋγί- 1919) και με τη συμφωνία Καφαντάρη-Μολόφ το 1924. Έτσι, όπως γράφει ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, «το μεγαλύτερον κοινωνικοοικονομικόν ζήτημα που αντιμετώπισε το κράτος από της συστάσεώς του είναι αναμφισβητήτως το της εγκαταστάσεως των προσφύγων μετά την Μικρασιατικήν Καταστροφήν».

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΩΝ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΩΝ

Η Τουρκία σε όλη την περίοδο μετά την υπογραφή της συνθήκης ειρήνης της Λοζάνης, παρόλο που αποδέχθηκε τους όρους της Σύμβασης σχετικά με τα οικονομικά ζητήματα, αρνούνταν να πλη­ρώσει το ποσό αποζημίωσης για την περιουσία των προσφύγων, με την αιτιολογία ότι η Ελλάδα έπρεπε ως ηττημένη χώρα να της πλη­ρώσει 200 εκατομμύρια χρυσές λίρες Τουρκίας ως πολεμική αποζη­μίωση για τις καταστροφές που προξένησε στη διάρκεια του πολέ­μου. Από την άλλη πλευρά μόνιμο μέλημα των ελληνικών κυβερνή­σεων μετά την υπογραφή της συνθήκης ειρήνης της Λοζάνης υπήρ­ξε η εφαρμογή της σχετικής σύμβασης «περί ανταλλαγής πληθυ­σμών» (30/1/1923), ενώ οι σχετικές ελληνοτουρκικές συμφωνίες που είχαν υπογραφεί μεταξύ 1924-1926 δεν είχαν καμιά πρακτική εφαρμογή. Το Δεκέμβριο του 1926 οι δύο χώρες υπέγραψαν τη συμφωνία των Αθηνών με την οποία τα μουσουλμανικά κτήματα στη Ελλάδα και τα ελληνικά στην Τουρκία συμψηφίζονταν, με εξαίρεση μόνο τα κτήματα των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης και των μου­σουλμάνων της ελληνικής Θράκης, συμφωνία όμως η οποία δεν ε­φαρμόσθηκε.

ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ

Από τα πρώτα μελήματα των προσφύγων αμέσως μετά την εγκατάστασή τους στη νέα πατρίδα, εκτός από τις διαδικασίες για την αποζημίωση που εδικαιούντο να λάβουν έναντι περιουσιών που άφησαν πίσω στους πατρογονικούς οικισμούς τους, ήταν οι ενέργειες για ν’ αποκτήσουν κατοικία και παράλληλα και μεταξύ των πρώτων, η απόκτηση, μέσω δανείων από την ΕΑΠ, των πρώτων γεωργικών εργαλείων (κάρων, αλετριών, κ.ά), σπόρων προς καλλιέργεια, ζώων που θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν στις αγροτικές καλλιέργειες, – όσοι δεν είχαν, γιατί αρκετοί πρόσφυγες είχαν έρθει με τα κοπάδια τους – ή ζώων για οικιακή εκμετάλλευση. Τον πρώτο καιρό τα σιδερένια άροτρα τα έδινε ο Μπάσμπας, Δ/ντής της Γεωργικής Υπηρεσίας. Σε πολλές περιπτώσεις δύο οικογένειες έπαιρναν ένα άροτρο. Τη μη εκχερσωμένη γη δεν μπορούσαν να τους δώσουν ως γεωργικό κλήρο. Έπρεπε οι ίδιοι να εκχερσώσουν κάποιο χώρο, με ό,τι μέσο έβρισκαν. Χρησιμοποιούσαν ακόμη και το ξύλινο άροτρο. Μετά έρχονταν τα συνεργεία διανομής και τους παραχωρούσαν την εκχερσωμένη έκταση ως κλήρο. Συνέβαινε όμως το εξής: γόνιμα μέρη είχαν συστάδες δέντρων, θάμνων, βατομουριών κ.τ.λ. Έτσι, αναγκάζονταν να πηγαίνουν στα καθαρά μέρη, που δουλεύονταν εύκολα, και όπου συναντούσαν τις συστάδες, τις «ζίγρες», τις παρέκαμπταν και ο γεωργικός κλήρος έπαιρνε παράξενα σχήματα.

    Στην πρώτη περίοδο, από το 1923 ως το 1980, οι κύριες ασχολίες των κατοίκων της Πόρπης ήταν δύο, παράλληλα τις πιο πολλές φορές: η γεωργία και η κτηνοτροφία και, εν μέρει, η αμπελουργία. Καλλιεργούσαν κυρίως σιτάρι, βρόμη, κριθάρι, ντόπιο καλαμπόκι, σουσάμι, ρεβίθια, λίγη σίκαλη και κεχρί, κουκιά, τριφύλλι, ηλιόσπορο, φασόλια και αργότερα βαμβάκι και καπνά.

Το σιτάρι

Καλλιεργούσαν ποικιλίες σκληρού σιταριού. Τον σπόρο τον έφεραν από «την πατρίδα» τον γνώρισαν και στους μουσουλμάνους. Τον Οκτώβριο οι γεωργοί όργωναν το χωράφι για την καλλιέργεια των σιτηρών, τα πρώτα χρόνια με ξύλινο αλέτρι (πλούκι ), που είχε σιδερένιο υνί μπροστά και το έσερνε ένα ζευγάρι βόδια. Αργότερα χρησιμοποίησαν το σιδερένιο αλέτρι, ενώ μερικοί κράτησαν και το ξυλάλετρο, για να ανοίγουν αυλάκια (καρίκια) σε οργωμένο χωράφι και να σπέρνουν βαμβάκι ή καλαμπόκι. Μετά το όργωμα ίσιαζαν το χώμα με τη σβάρνα, έριχναν το σπόρο και πάλι με τη σβάρνα τον σκέπαζαν.

Στο τέλος Ιουνίου άρχιζε ο θερισμός, που τα πρώτα χρόνια γινόταν με τα χέρια και διαρκούσε πολλές μέρες. Το χωριό ερήμωνε. Όλοι ήταν στα χωράφια από το πρωί ως το βράδυ, άνδρες και γυναίκες. Μερικές φορές, όταν τα χωράφια ήταν μακριά, κοιμούνταν και τα βράδια εκεί. Κρατώντας με το δεξί χέρι το δρεπάνι θέριζαν τα στάχυα που έπιαναν με το αριστερό, στο οποίο φορούσαν την παλαμαριά (είδος ξύλινου γυρτού γαντιού, που άφηνε ελεύθερο τον αντίχειρα). Τα στάχυα αυτά αποτελούσαν τη χεριά. Πολλές χεριές σχημάτιζαν το δεμάτι. Τα δεμάτια, για να στεγνώσουν, τα τοποθετούσαν σταυρωτά το ένα πάνω στο άλλο και σχημάτιζαν μικρές θημωνιές στα χωράφια, τα «ντικουρτζούμια». Όσο διάστημα αλώνιζαν με τις δοκάνες, το αλώνισμα γινόταν συνήθως στις αυλές τους. Όταν στέγνωναν, τα μετέφεραν με τα αμαξόκαρα στα αλώνια, (μεγάλος χέρσος χώρος) που βρίσκονταν στο σημερινό γήπεδο και κοντά στη δεξαμενή το άλλο. Εκεί έκαναν τις μεγάλες θημωνιές σε σχήμα πυραμίδας και, όταν στέγνωναν καλά, άρχιζε ο αλωνισμός. Ανά δύο τρεις οικογένειες είχαν το δικό τους μέ­ρος, το οποίο ξεχορτάριαζαν, το σκούπιζαν και το έβρεχαν για να πατηθεί καλά. Εκεί έλυναν τα δεμάτια και άπλωναν σε σχήμα κύκλου τα στάχυα.

θέρος

Τα αλώνιζαν με τη ντουκάνα, (στενόμακρη βαριά ξύλινη πλάκα με κο­φτερές πέτρες από πυριτόλιθο μπηγμένες στο κάτω μέρος η μία δίπλα στην άλλη). Πάνω στην ντουκάνα, που την έσερνε ένα ζευγάρι βόδια ή άλογο στεκόταν ο αλωνιστής και κατηύθυνε τα ζώα, που έκαναν πολλούς κύκλους πάνω στα στάχυα. Τα στάχυα συνθλίβονταν και ξεχώριζε το σιτάρι.

   Το απόγευμα που φυσούσε το αεράκι, το λίχνιζαν πολλές φορές με το δικράνι και ξεχώριζε το άχυρο από τον καρπό. Στη συνέχεια κοσκίνιζαν το σιτάρι με μεγάλα κόσκινα, τα «δριμόνια», το μάζευαν σε σακιά και το μετέ­φεραν στις αποθήκες. Το άχυρο το φόρτωναν στο αμάξι και το στοίβαζαν στον αχυρώνα ή το έδεναν με μηχανές σε μπάλες. Μετά το 1950 ο θερισμός γινόταν με τις θεριστικές μηχανές και ο αλωνισμός με τις πατόζες. Τα κουβαλούσαν με ειδικά διασκευασμένα αμάξια, τα σουρούκια, στ’ αλώνια. Αλωνιστικό συγκρότημα είχε ο μπαρμπα Κώστας από το Καλοχώρι Θεσ/νίκης που ερχόταν κάθε χρόνο στο χωριό.

μπατόζα

    Τις πατόζες και τις θημωνιές τις φύλαγαν, μέχρι να τελειώσει ο αλωνισμός. Τη φύλαξη οργάνωναν οι αρχές, που έδιναν και τον οπλισμό. Αργότερα το θερισμό και το αλώνισμα τα ανέλαβαν οι θεριζο- αλωνιστικές μηχανές, οι κομπίνες. Έτσι οι αγροτικές δουλειές γίνονταν ευκολότερα και πιο ξεκούραστα για τους γεωργούς.

    Πλήρωναν φόρο στην Κοινότητα για την παραγωγή των προϊόντων σε προϊόν στην αρχή και αργότερα σε χρήματα. Η Κοινότητα υπολόγιζε κάθε χρόνο, το ποσό που έπρεπε να εισπράξει και δημοπρατούσε «τα δέκατα». Στη δημοπρασία μπορούσαν να πάρουν μέρος και κάτοικοι άλλων περιοχών. Ο δεκατιστής πήγαινε στο αλώνι, το σημάδευε, και ύστερα επέτρεπε να μπουν οι δοκάνες. Επανερχόταν και το με­τρούσαν μαζί με το σ(ι)νίκ. Αυτός ο φόρος υπήρχε και στην πατρίδα. Φόρο πλήρωναν και όταν ήθελαν τα γεωργικά προϊόντα ή τα κτηνοτροφικά, να τα πάνε στην Κομοτηνή. Στην είσοδο υπήρχε φοροεισπράκτορας. Μετρούσε το παραμικρό είδος και έπαιρνε ό,τι αναλογούσε.

     Αν είχαν αρκετή παραγωγή πατάτας στο χωράφι ή τον κήπο, για να την συντηρήσουν, έσκαβαν ένα λάκκο, έστρωναν κάτω άχυρο, τοποθετούσαν τις πατάτες, τις σκέπαζαν με ψαθί και μετά με χώμα. Άφηναν ένα μόνο άνοιγμα, για να μπορούν να τις παίρνουν.

Το καλαμπόκι

Μετά το αλώνισμα του σιταριού άρχιζε η σοδειά του καλαμποκιού. Έκοβαν τα κοτσάνια και τα στοίβαζαν στην αυλή του σπιτιού.

Εκεί πρώτα τα ξεφλούδιζαν και μετά από λίγες μέρες, αφού στέγνωναν, με μικρό σκεπάρνι τα ξεσπύριζαν. Η νοικοκυρά καλούσε τα βράδια με τη δροσιά κοπέλες και παλικάρια να βοηθήσουν και στο ξεφλούδισμα και στο ξεσπύρισμα. Ετοίμαζε φαγητά, πίτες και γλυκά και οι νέοι με χαρά δέχονταν την πρόσκληση. Θα πήγαιναν στη μιντζιά, όπως ονόμαζαν την ομαδι­κή εργασία. Εκεί αναπτύσσονταν τα ειδύλλια, καθώς εύρισκαν την ευκαιρία ν’ ανταμώσουν και να ανταλλάξουν καμιά κουβέντα οι ερωτευμένοι. Τρα­γουδούσαν, έλεγαν ανέκδοτα, παραμύθια, πείραζε ο ένας τον άλλον. Έτσι η ώρα περνούσε ευχάριστα και η δουλειά γινόταν εύκολη.

Το χειμώνα, που οι νύχτες ήταν μεγάλες, μαζεύονταν οι κοπέλες στα σπί­τια πότε της μιας και πότε της άλλης και μέχρι τα ξημερώματα κάτω από το φως της γκαζόλαμπας έγνεθαν, έπλεκαν ή κεντούσαν τα προικιά τους. Πολ­λές φορές καλούσε η νοικοκυρά τα κορίτσια να τη βοηθήσουν, κυρίως, όταν είχε πολύ μαλλί για γνέσιμο ή όταν είχε ετοιμασίες για γάμο. Αυτά ήταν τα «νυχτέρια» ή τα «γνεσίματα».

Τα παλικάρια, που μάθαιναν σε ποιο σπίτι ήταν το νυχτέρι, πήγαιναν κάτω από τα παράθυρα και τραγουδούσαν. Οι νέες έβγαιναν στα παράθυρα να δουν τον αγαπημένο τους και ακολουθούσαν γέλια και πειράγματα. Η νοικοκυρά φίλευε και κερνούσε τα κορίτσια και κυλούσε όμορφα η βραδιά.

Το σιτάρι το άλεθαν στην αρχή σε δυο μύλους, που βρίσκονταν εκτός  χωριού. O ένας στη Μέση (του Καραϊσκάκη, κοντά στου «Χαϊρουλά το ρέμα») κι ο άλλος στο Μικρό Κρανοβούνιο. Οι πιο πολλοί Πορπιώτες, ωστόσο, άλεθαν στον χερόμυλο, μια ιδιαίτερα κοπιαστική δουλειά.

Οι αμπελώνες

Τα παλιά αμπέλια, έκταση που παραχωρήθηκε γι’ αυτό το σκοπό, ήταν στην έξοδο του χωριού προς τη Μέση, αριστερά, στα λεγόμενα αρπαλίκια. Αργότερα δόθηκε έκταση λίγο πιο πέρα, στα δεξιά του δρόμου προς τη Μέση, μετά τη μεγάλη ανηφόρα, περιοχή όπου βρίσκονται σήμερα τα φωτοβολταϊκά. Η καλλιέργεια των αμπελιών απαιτούσε δουλειά και φροντίδα, σκάψιμο, κλάδεμα και ράντισμα.

Οι ποικιλίες που φύτευαν ήταν τα παμίτια, πολύ γλυκό μαύρο σταφύλι και οι καραλαχανάδες για κρασί. Σωστό πανηγύρι ήταν ο τρύγος των σταφυλιών τον Οκτώβρη. Ζωντάνευαν τα αμπελοτόπια και τα μπαΐρια από τα τραγούδια και τα γέλια των τρυγητών. Γέμιζαν τα κοφίνια με τον ευλογημένο καρπό και τον άδειαζαν στα αμάξια. Σε τσιμεντένιες στέρνες, που είχαν αρκετοί στην αυλή, ή σε μεγάλα ξύλινα πατητήρια στοίβαζαν τα σταφύλια. Στην αρχή τα πατούσαν οι νέοι με τα πόδια, αργότερα τα συνέθλιβαν με μηχανήματα. Μετά από λίγες μέρες, τραβούσαν το μούστο από την κάνουλα και το διατηρούσαν σε δρύινα βαρέλια ανοιχτά περίπου 40 μέρες, για να γίνει η ζύμωση. Στη συνέχεια τα σφράγιζαν και μετά από λίγο χρονικό διάστημα ήταν έτοιμο το κρασί για κατανάλωση.  Όταν έπαιρναν το μούστο, μετά μέσα στο καζάνι έριχναν ασπρόχωμα, ή το έβαζαν μέσα σε σακούλι και το άφηναν στο μούστο. Έτσι γλύκιζε το πετιμέζι, το συμπυκνωμένο γλεύκος. Την άλλη μέρα, πριν το βράσουν για να κάνουν το πετιμέζι, το μούστο τον στράγγιζαν καλά με πυκνό πανί και όσο έμενε στον πυθμένα, το πετούσαν. Για να κάνουν τα ρετσέλια, τα κομματιασμένα κυδώνια και κολοκύθια, τα έβαζαν σε ασβεστόνερο για να σκληρύνουν. Μετά το 1950 ορισμένες οικογέ­νειες που καλλιεργούσαν ζαχαροκάλαμο, έβγαζαν απ’ αυτό το πετιμέζι.

Το καλοκαίρι, όταν άρχιζαν να ωριμάζουν τα σταφύλια και μέχρι τον τρύγο. οι κάτοικοι του χωριού πλήρωναν φύλακες να φυλάγουν τα αμπέλια, τους ονομαζόμενους «μπεχτσήδες». Στο χωριό μας ήταν ο Ανδρέας Γκαράνης κι ο Σωτήρης Κρυονερίδης.

Το σουσαμόλαδο

Για να αντιμετωπίσουν την έλλειψη λαδιού, κύρια «επί Βουλγαρίας», καβούρντιζαν μεγάλη ποσότητα σουσαμιού από την παραγωγή τους, το στουμπούσαν και τον πολτό τον έβαζαν σε πολύ καθαρό τσουβάλι και τον πατούσαν με πέτρες. Έβγαινε κίτρινο φλουρί. Συνήθως τον πολτό τον έριχναν μέσα σε καυτό νερό σε καζάνι. Το λάδι ξεχώριζε και το μάζευαν, ενώ τα υπολείμματα, που συσσωρεύονταν στον πυθμένα, τα τάιζαν στα ζώα. Με το νερό, που φυσικό ήταν να περιέχει λίγο λάδι, παρασκεύαζαν την ταγή των ζώων (βρώμη, κριθάρι).

Με το σουσαμόλαδο έφτιαχναν μόνοι τους σαπούνι. Τα πρώτα χρόνια, όμως, της προσφυγιάς που δεν υπήρχε, εύρισκαν καθαρό πηλό, όσο μπορούσαν, στον ίδιο χώρο, και τον χρησιμοποιούσαν για σαπούνι, ως υποκατάστατο, επειδή άφριζε πολύ. Παρασκεύαζαν γλυκό από τα πέταλα μιας ποικιλίας τριανταφυλλιάς. Όταν άνθιζαν οι τριανταφυλλιές, αφού έκαναν ένα δύο βάζα, ξέραιναν πολλά πέταλα και είχαν για να κάνουν γλυκό τον χειμώνα. Για την ξάνση του μαλλιού, το λανάρισμα ή ξάγκλισμα, χρησιμοποιούσαν τη λανάρα, που πολλά χτένια. Το λανάρι είχε δύο ή τρεις σειρές βελόνες. Το μαλλί το έβγαζαν τλούπα για τη ρόκα και το αδράχτι, τραβώντας το πολλές φορές.

Το βαμβάκι

Με το δοξάρι επεξεργάζονταν το βαμβάκι. Ήταν ένα ξύλο 2,5 μ. περίπου με μια κόρδα (χορδή). Χτυπούσαν την κόρδα με την εγκοπή ενός ξύλου και το βαμβάκι γινόταν αφράτο. Η εργασία γινόταν από τις γυναίκες σε άδειο δωμάτιο, γιατί γέμιζε ο χώρος ίνες:

Τι θα κάνεις σήμερα;

– Θα στοιβάξω βαμβάκι.

Το γνέσιμο σε στημόνι και υφάδι ήταν πολύ δύσκολο. Το ύφαιναν και έραβαν πουκάμισα, φουστάνια, παντελόνια, κάλτσες. Όταν ύφαιναν άσπρα είδη μετά έπρεπε να τα πλύνουν για να ασπρίσουν πάρα πολύ καλά. Χρησιμοποιούσαν την εξής μέθοδο: Όταν οι αγελάδες βγαίνουν την άνοιξη στη βοσκή, από το πολύ πράσινο χόρτο που τρώνε, η κοπριά τους περιέχει πολλή χλωροφύλλη και είναι και αρκετά ρευστή. Τη μάζευαν και μ’ αυτή εμπότιζαν τα υφαντά, αφήνοντάς τα έτσι τυλιγμένα για δυο μέρες. Μετά τα έπλεναν πάρα πολλές φορές και με άφθονο νερό. Γίνονταν κάτασπρα.

Καπνά

    Καπνά έσπερναν οι Μικρασιάτες και οι Μουσουλμάνοι της Πόρπης. Στις δεκαετίες του ’50 και ’60 κάποιοι γεωργοί ασχολήθηκαν με την καπνοκαλλιέργεια. Η σπορά γινόταν την άνοιξη σε σπορεία, ακολουθούσε η μεταφύτευση των φυτών στο χωράφι και το καλοκαίρι το μάζεμα των φύλλων. Βαθιά χαράματα ξεκινούσαν με το κάρο και επέστρεφαν στο σπίτι με την ανατολή. Επιστρατευόταν όλη η οικογένεια, μικροί και μεγάλοι. Έπρεπε να μαζέψουν τα φύλλα με τη δροσιά, προτού να βγει ο ήλιος και τα ξεράνει. Στο σπίτι τα βελόνιαζαν σε μεγάλες βελόνες και τα περνούσαν σε χοντρές κλωστές, που τις στερέωναν σε ξύλινα τελάρα για να στεγνώσουν. Τα φύλαγαν σε αποθήκες ή σε υπόστεγα και το χειμώνα τα παστάλιαζαν (αράδιαζαν τα φύλλα το ένα πάνω στο άλλο) και τα έδεναν σε δέματα.

μπασμάς

Καύσιμη ύλη

Στην κοντινή περιοχή δεν υπάρχει δάσος και τα ξύλα ήταν δυσεύρετα. Η έλλειψη ξύλων αντιμετωπιζόταν κάπως δύ­σκολα περισσότερο απ’ αυτούς που δεν είχαν βοϊδάμαξα για να πάνε στις απομακρυσμένες δασικές περιοχές.

Ως καύσιμη ύλη για το φούρνο ή το καζάνι για πλύσιμο ρούχων ή ατομική υγιεινή είχαν τα ξερά στελέχη των ασφόδελων, τα λεγόμενα “καμτσίκια” ή “τσιμπούκια”, τα κοτσάνια των καλαμποκιών, τις ρόκες, ρίζες καλαμποκιών ή καλαμιών και τσαλιά, που αφθονούσαν στην περιοχή. Από την καλλιέργεια του σουσαμιού συγκέντρωναν τα στελέχη σε δεμάτια, σουσαμιές, για τον φούρνο σχηματίζοντας θημωνιά την αυλή του σπιτιού. Πολλοί χρησιμοποιούσαν στον φούρνο και τα υπολείμματα των στελεχών των ρεβιθιών μετά το κυλίνδρι. Τα έκαιγαν στο φούρνο για το ψήσιμο του ψωμιού και ζέσταιναν το νερό για το πλύσιμο των ρούχων. Επίσης, πολλές γυναίκες συγκέντρωναν τις σβουνιές των ζώων, τις έδιναν το  σχήμα της μικρής μπάλας και τις χτυπούσαν να κολλήσουν στους τοίχους του στάβλου και του αχυρώνα για να στεγνώσουν.

Ξύλα για τη θερμάστρα και πουρνάρια για τον φούρνο έφερναν με βοϊδάμαξα, τον Σεπτέμβριο, αφού τελείωναν οι δουλειές του καλοκαιριού, και πάντα με αλληλοβοήθεια, από το Κοτζά Ορμάν, από τους πρόποδες της Ροδόπης τον Ίασμο,  τον Πολύανθο και τους Αμαξάδες.  Έβγαιναν στο Τρίκορφο και για να μεταφέρουν ξύλα από το βουνό ήθελαν δυο μέρες. Όταν άρχισε να βελτιώνετεαι οικονομικά η κατάστασή τους, αγόραζαν ξύλα κι έτσι σταμάτησε η μεταφορά αλλά και η παράνομη υλοτομία.

Κτηνοτροφία

Η κτηνοτροφία ήταν πολύ αναπτυγμένη. Υπήρχαν πολλές αγελάδες, δαμάλια, βουβάλια, βόδια και πρόβατα, που τύχαιναν ιδιαίτερης φροντίδας. Τα ζώα έπαιζαν πολλαπλό ρόλο: έδιναν κρέας και γαλακτοκομικά προϊόντα αλλά συνάμα ήταν το μεταφορικό μέσον και ήταν απαραίτητα στις γεωργικές εργασίες (όργωμα). Οι καλοί νοικοκυραίοι είχαν καλά ζευγάρια, που ήταν ο καλύτερος βοηθός. Τους έδιναν ονόματα από το χρώμα των ματιών, του τριχώματος και κύρια του κεφαλιού, το σχήμα των κεράτων, τη μορφή της κοιλιάς. Πολλές φορές δίνονταν στα ζώα το όνομα του εμπόρου, που τους τα πούλησε. Μερικά από αυτά τα ονόματα ήταν: Ζαρίφου, Καραγκιόζης, Καμπάκης, Καράς, Μπάλιος, Μπεάζης, Μπρας, Σακάρης, Σαρής, Τόσκας, Τσακίρης, Τσελέκου.

Τις αρρώστιες των ζώων τις αντιμετώπιζαν και εδώ όπως και «στην πατρίδα». Το “νταλάκι”, ο άνθρακας, προερχόταν από τα χόρτα. Εκεί που έβοσκαν τα πρόβατα, ξαφνικά άρχιζαν να φουσκώνουν και να βγάζουν σάλια. Η προσβολή γινόταν στο πεπτικό σύστημα. Η πρόοδος της αρρώστιας ήταν πολύ γρήγορη. Το μικρόβιο πρέπει να βρισκόταν σε κάποιο χόρτο. Αυτό το ήξεραν οι βοσκοί και απέφευγαν αυτές τις περιοχές. Μόλις γινόταν αντιληπτή η προσβολή, τρομοκρατημένοι, κυνηγούσαν το κοπάδι και το οδηγούσαν σε κάποια γκιόλα. Στη διαδρομή όποια εξαντλούνταν από την αρρώστια, έπεφταν και ψοφούσαν, οπότε το κοπάδι έφτανε γερό. Τα έριχναν μέσα στο νερό και όταν έβγαιναν απέναντι, ηρεμούσαν. Για τον αφθώδη πυρετό έβαζαν γαλαζόπετρα στις πληγές των ποδιών και στύψη στο στόμα. Τα τάιζαν υγρές τροφές, σούπες, όπως έλεγαν, και πολύ τρυφερά χόρτα. Άντεχαν στη δοκιμασία και σε 15 μέρες περίπου γίνονταν καλά.

     Όσοι είχαν λίγα πρόβατα, έφτιαχναν πρόχειρα μαντριά στις αυλές των σπιτιών και τα έβγαζαν στη βοσκή οι ίδιοι. Τις αγελάδες, που όλοι σχεδόν είχαν μία ή και περισσότερες στα σπίτια τους, κάθε πρωί τις πήγαιναν στον αγελαδάρη. Πολλοί τις βοσκούσαν οι ίδιοι ή είχαν τσοπάνο ή τα παιδιά τους. Πολλά νεαρά αγόρια έβοσκαν τα ζώα. Μαντριά είχαν αρκετές οικογένειες (Κατσίκας, Δημητρός Παιδαράκης, Κοντονικολάου, οι Σαρακατσάνοι κ.α.) Χώρος συγκέντρωσης ήταν απέναντι από τη σημερινή αποθήκη συνεταιρισμού, εκεί όπου αργότερα για το πότισμα των ζώων κατασκευάστηκαν τα «γυαλάκια»,  όπου ο αγελαδάρης τις συγκέ­ντρωνε και τις πήγαινε στα βοσκοτόπια. Τις έφερνε πίσω στο ίδιο μέρος με τη δύση του ήλιου. Πολλά χρόνια αγελαδάρης του χωριού ήταν ο Στάθης Δεληκωνσταντίνου από τη Ν. Καλλίστη, ο Σταθάκης, που ήταν και γκαϊτατζής. Μονάδες οργανωμένες με αγελάδες έκαναν στα πέριξ του χωριού ο Γ. Γκαράνης κι ο Χρ. Φλωροκάπης.

    Την άνοιξη, που οι κτηνοτρόφοι κούρευαν τα πρόβατα, όλες οι οικογέ­νειες αγόραζαν μαλλί για τις ανάγκες του σπιτιού τους. Οι νοικοκυρές το ζεμάτιζαν, το έπλεναν καλά, το στέγνωναν, το ανάγραιναν και το λανάριζαν στο λανάρι. Το λαναρισμένο μαλλί το έκαναν τουλούπες (τούπες) και το έγνεθαν στη ρόκα με το αδράχτι φτιάχνοντας την κλωστή, άλλοτε χοντρή και άλλοτε λεπτή, ανάλογα με τις ανάγκες τους. Έβαφαν τα χοντρά γνέματα με ωραία φυτικά χρώματα και ύφαιναν στον αργαλειό τις όμορφες με πολλά σχέδια κουβέρτες (τις μαλλίσιες), τα πολύχρωμα στρωσίδια, τα λεπτά σεντόνια. Το μαλλί από πρόβατα που είχαν χρώμα ανοιχτό καφέ το χρησιμοποιούσαν για να υφάνουν την ανδρική φορεσιά, τα πουτούρια και τα γιλέκα. Με τα λεπτά νήματα έπλεκαν μπλούζες, μισοφόρια, ζακέτες, φανέλες, κάλτσες.

γνέσιμο

Γουρούνια

Γουρούνια είχαν όλα τα σπίτια. Το έπαιρναν μικρό στο σακί τον Ιούνιο και το έθρεφαν ως τα Χριστούγεννα στον τσάρκο. Τις παραμονές Χριστουγέννων ομάδες σφαχτών περιφέρονταν βοηθώντας με τη σειρά στο σφάξιμο του γουρουνιού, που δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Έπρεπε να γίνει σωστά η δουλειά ώστε να αξιοποιηθούν όλα τα μέρη του γουρουνιού (κρέας, λουκάνικα, λίπος, δέρματα, έντερα). Σχεδόν τίποτε δεν πετιόταν. Το θυμιάτιζαν πρώτα,( παγανιστικό έθιμο συγγνώμης για την αφαίρεση της ζωής τους), έβαζαν μια βούλα αίμα στο μέτωπο των παιδιών και τους χάριζαν τη φούσκα (ουροδόχο κύστη) για να την κάνουν μπάλα. Επειδή ήταν ανάρπαστη και τη διεκδικούσαν πολλά παιδιά την κέρδιζε ο πιο τολμηρός:  αυτός που θα φιλούσε τον πισινό του γουρουνιού. Όλα αυτά μέσα σε γέλια και πειράγματα.

     Από τα βασιλικάδια (στην κοιλιά) έφτιαχναν την αγνή λίγδα, για την παρασκευή κουλουριών και κουραμπιέδων. Η πηχτή, ο πατσάς, τρωγόταν συνήθως παγωμένη, «θα φάμε πηχτή», έλεγαν. Έφτιαχναν επίσης καβουρμά, λουκάνικα και αλευρά. Η αλευρά, η ένη, το άλειμμα, γινόταν και γίνεται ακόμη από πολλές οικογένειες, παρασκευάζεται από καθαρό χοιρινό λίπος. Το λίπος το έλιωναν, το καθάριζαν από τα εναπομείναντα κρέατα και το άφηναν να κρυώσει. Έριχναν κόκκινο πιπέρι και μαύρο, ρίγανη, ψιλοκομμένο και καβουρντισμένο πράσο και το ζύμωναν. Την αλευρά τη διατηρούσαν σε πήλινα τσουκάλια ή ξύλινα βαρελάκια μέχρι το Πάσχα. Την έτρωγαν αλειμμένη σε ψωμί, καψαλισμένο στη θερμάστρα, περισσότερο το πρωί με το τσάι.

    Όταν έψηναν το ψωμί στο φούρνο, μόλις ξεφούρνιζαν, έπαιρναν ένα ζεστό ψωμί και το έκοβαν σε μικρά κομμάτια. Μετά έριχναν λίγδα πάνω τους και, όπως ήταν ζεστό πότιζαν, ρουφούσαν το λίπος τα κομμάτια του ψωμιού και το έτρωγαν αμέσως. Αυτή ήταν η μαμαλίγκα.

    Ιδιαίτερα θερμές ευχαριστίες στους  Παπουλιά Δημ. και  Ισπυρίδου Μαρ.  για τις πολύτιμες πληροφορίες. Μεγάλο μέρος του κειμένου έχει ως βάση τα βιβλία τους: «Από τα Ψαθιά, τη Βερώνη και το Εύανδρο της Ανατ. Θράκης στη Μέση Ροδόπης» και « Αίγειρος: Μια νέα πατρίδα προσφύγων από την Αν. Ρωμυλία, την Αν. Θράκη και τον Πόντο»

Website Powered by WordPress.com.

ΠΑΝΩ ↑