33. Δυο απόκρυφες ιστορίες

Πριν προχωρήσω στην εξιστόρηση δυο ιστοριών, μια από την «Πατρίδα» και η άλλη αργότερα, που αφορούν στη Θρακιώτικη παράδοση γενικά και ειδικά το ρουχισμό τους κι ακόμα πιο ειδικά τα εσώρουχά τους, είναι ανάγκη να κάνω τις παρακάτω διευκρινίσεις.

Στα ταραγμένα χρόνια της Οθωμανοκρατίας οι κάτοικοι των χωριών, τσοπάνηδες  και  γεωργοί κατά κύριο λόγο,  δεν  φορούσαν εσώρουχο, σε αντίθεση με τους αστούς, που φορούσαν. Τα εσώρουχα είναι συνήθεια που αποκτήθηκε μετά την προσφυγιά και την εγκατάσταση στην Ελλάδα, σχεδόν μέχρι το ‘50. Ρόλο σ’ αυτό μπορεί να έπαιξαν οι Μικρασιάτες, ειδικά οι προερχόμενοι απ’ τη Σμύρνη, που φορούσαν εσώρουχα. Οι άντρες φορούσαν τα ποτούρια που είχαν μπροστά σταυρωτό άνοιγμα, κάτι σαν βαθιά τσέπη. Οι γυναίκες πάλι, το μοναδικό εσώρουχο που έβαζαν ήταν ένα μεσοφόρι (το γνωστό σήμερα κομπινεζόν) κάτω από τα φορέματά τους, που συχνά ήταν και κεντημένο. Σκοπός του ήταν να απορροφά τον ιδρώτα και να μην λερώνονται τα ρούχα. Αυτό το είδος εσωρούχου το φορούσαν συχνά και οι άνδρες, σαν σκελέα, με άνοιγμα σταυρωτό κι αυτό. Τα γεννητικά όργανα χρειάζονταν αέρα που θα επέτρεπε στην υγρασία να εξατμιστεί και θα έδιωχνε μακριά όλες τις δυσάρεστες οσμές.  

Βόλευε, πάντως, για την εξυπηρέτηση των ατομικών τους αναγκών, αφού, ειδικά οι άνδρες, μπορούσαν πολύ εύκολα να βρουν κάποιο ήσυχο μέρος και να βάλουν το χέρι τους μέσα στο άνοιγμα του ποτουριού τους, να βγάλουν τη «λεγάμενη» και να κάνουν την ανάγκη τους. Αλλά κι αν η σωματική ανάγκη ήταν πιο «μεγάλη» και δεν γινόταν στα όρθια ήταν πιο εύκολο αυτό να γίνει χωρίς βρακί. Το ίδιο αλλά με μεγαλύτερη προφύλαξη γινόταν κι από τις γυναίκες.

Ιστορία 1η

  Οι Χατζηγυριώτες, κάτοικοι ενός καθαρά χριστιανικού χωριού της Κεσσάνης ήταν άνθρωποι με πολύ βαθιά θρησκευτική πίστη, όπως κι οι περισσότεροι Θρακιώτες και αυτό που λέμε «αυστηρών αρχών». Σεβασμός στα θεία αλλά και σεβασμός στους μεγαλύτερους, σεβασμός στις αξίες και στις παραδόσεις τους, δεν ξέφευγαν ποτέ από τα καθιερωμένα. Ο λόγος τους συμβόλαιο. Εκκλησιάζονταν, νήστευαν και κοινωνούσαν τακτικότατα. Μια Κυριακή, λοιπόν, ο Καζάκ’ς, γνήσιος Χατζηγυριώτης εκκλησιάζεται και πάει να πάρει αντίδωρο από το χέρι του παπά, κάνοντας μια βαθιά υπόκλιση. Έλα, όμως, που δεν υπολόγισε καλά ούτε τον βαθμό σκυψίματος ούτε και το νόμο της Φυσικής που λέγεται βαρύτητα. Όπως έσκυψε δίπλωσε το άνοιγμα του ποτουριού του και, εν αγνοία του, βρίσκοντας ανοιχτή διέξοδο πρόβαλε δειλά μια άλλη κεφαλή. Σοκαρισμένος ο διπλανός του που είδε το «θάμα», τον σκούντησε και του είπε όσο γινόταν διακριτικά, μην τον πάρουν χαμπάρι και οι άλλοι και ιδίως οι γυναίκες

– Κόμα, ρε Καζάκ’, σύμμασι τουν λόου σ’!!! (Λόγο, προφανώς έλεγαν αυτό που πρόβαλε, ήταν η τιμή και η υπόληψη ενός καθώς πρέπει άντρα).

Τότε σοκαρισμένος ο Καζάκης απάντησε στο διπλανό του: – Μα τ’ν Παναΐά, φάν’κι ούλ’;  

Σύμφωνα με τον Καζάκη, λοιπόν, το μέγεθος αποκάλυψης πήγαινε  αντάμα με το μέγεθος της αμαρτίας!

Ιστορία 2η

Κατακαλόκαιρο στο χωριό, κάπου εκεί στο ’60, αφόρητη ζέστη. Η Θρακιώτισσα προγιαγιά μου η Μαμάνη, κάθεται κατάχαμα στο κατώφλι, στον σουντουρμά του προσφυγικού μας σπιτιού. Όλοι στο χωριό έτσι τη φώναζαν, Μαμάνη. Το όνομά της, Παρασκευή, το έμαθα όταν βάλαμε σταυρό στο μνήμα της. Μαμάνη έλεγαν οι Θρακιώτες την γιαγιά. Στα κουρασμένα της μάτια κρύβεται όλη η ταλαιπώρια της 90χρονης ζωής της. Εκτοπισμοί, εξορίες, φτώχεια, προσφυγιά…  Έθαψε τον άντρα και τα έξι της παιδιά κι απόμεινε μόνη, με έναν εγγονό της, τον πατέρα μου. Δυναμική παρόλα αυτά δεν το βάζει κάτω, Κάπου εκεί κοντά τριγυρίζει το γατί μας. Ένα γκρίζο ζωηρό γατί, του αρέσει να τρίβει τη ράχη του στα πόδια μας. Εγώ, τεσσάρων – πέντε χρονών παιδάκι παίζω με το γατί, που κάποια φορά ενοχλείται και το χάνω. Έτσι είναι τα γατιά, παίζουν μόνο όσο κι εφόσον θέλουν τα ίδια, χατίρια δεν κάνουν.

Κάποια στιγμή, ψάχνοντας το χαμένο γατί διακρίνω στο βάθος των ποδιών της προγιαγιάς που κάθεται, κάτω από τα φουστάνια της κάτι γκρίζες τρίχες. Αγνοώντας όσα έγραψα στην αρχή για τα εσώρουχα των Θρακιωτών αλλά και τη φυσιολογία και την όψη ώριμων γεννητικών οργάνων, πέφτω κάτω από τα φουστάνια νομίζοντας πως βρήκα το γατί μου και καλώντας το επίμονα: ψιτ, ψιτ, ψψιτ…    

Ααα, π’ να φας τουν πατσιά σ’, τσίριξε η Μαμάνη.

Περιττό να σας περιγράψω τι επακολούθησε… Με πήρε και με σήκωσε, κυριολεκτικά. Κι έμεινα με τις απορίες: Γιατί τέτοια αντίδραση απ’ τη γιαγιά και πού να πήγε το γατί!

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Website Powered by WordPress.com.

ΠΑΝΩ ↑

Αρέσει σε %d bloggers: