Τέτοιες μέρες, Αύγουστος του 1974. Ο Αττίλας σαν αρπακτικό όρνιο έχωσε τα νύχια του στη σάρκα της αιματοβαμμένης Μεγαλονήσου, της Κύπρου. Η αρχή έγινε στην Κυρήνεια, στις 20 Ιουλίου κι ολοκληρώθηκε με τον Αττίλα ΙΙ τον Δεκαπενταύγουστο. Όλη η Βόρεια Κύπρος, το 37% του νησιού κατακτήθηκε. Ο εισβολέας σκότωσε, καταπάτησε, λεηλάτησε, κατέστρεψε, βίασε, αφήνοντας πίσω νεκρούς, τραυματίες, αγνοούμενους, αιχμαλώτους, πρόσφυγες. Σε πρόσφυγες θα αναφερθώ, βλέποντας από την ανθρώπινη πλευρά μια μικρή μόνο πτυχή του Κυπριακού δράματος. Δεν θα αναφερθώ τόσο σε ιστορικά γεγονότα. Για αυτά έχουν γραφτεί τόσα και τόσα. Τη σκοτεινή πλευρά θέλω λιγάκι να φωτίσω.
Πριν από τον Αύγουστο του 1974 μια από τις πιο κοσμοπολίτικες πόλεις της Κύπρου, με τεράστιες ομορφιές, ιστορία και φυσικό πλούτο ήταν η Αμμόχωστος. Ένας επίγειος παράδεισος στην καρδιά της Κύπρου και ένα από τα «πολυτελέστερα και μεγαλύτερα τουριστικά θέρετρα στη Μεσόγειο». Το λιμάνι της πόλης ήταν ένα από τα καλύτερα φυσικά λιμάνια που διαθέτει η Κύπρος και το μοναδικό που είναι κλειστό μέχρι και σήμερα. Ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της Κύπρου στην Αμμόχωστο είναι και ο «πύργος του Οθέλλου» και τα μεσαιωνικά τείχη της πόλης. 16 Αυγούστου 1974 μετά την κατάληψη της από τις κατοχικές δυνάμεις, η πόλη της Αμμοχώστου λεηλατήθηκε, σφραγίστηκε και από τότε κανείς δεν μπορεί να πάει. Χιλιάδες Αμμοχωστιανοί πήραν το δρόμο της προσφυγιάς.
Ανάμεσά τους τέσσερις αδερφούλες από τα κατεχόμενα, από 12 ως 20 χρονών. Η Φωτούλα, η Σαββούλα, η Άντρυ και το «μιτσί», η Γιαννούλα. Μετά από περιπετειώδη περιπλάνηση βρίσκουν προσωρινό λιμάνι ηρεμίας πάνω ψηλά, στη βόρεια άκρη της Ελλάδας, στην Κομοτηνή κι από κει για λίγο στην παντελώς άγνωστή τους Πόρπη. Καταφύγιό τους αρχικά, με πρωτοβουλία του τότε Μητροπολίτη Τιμόθεου Ματθαιάκη, ενός εμπνευσμένου και αγίου Ιεράρχη που έφερε στην Κομοτηνή προσφυγόπουλα κατατρεγμένα, ορφανά, ανήμπορα για να φιλοξενηθούν από οικογένειες εθελοντικά, ήταν εγκαταστάσεις της Μητρόπολης και συγκεκριμένα το μοναστήρι του Αγίου Χριστόφορου, στη δυτική είσοδο της Κομοτηνής. Για το Καλοκαίρι τόπος κατοικίας έγινε η φιλόξενη αγκαλιά της οικογένειας του Γιώργου Μήλιογλου. Εκεί έζησαν το Καλοκαίρι του ’75 γνωρίζοντας, εκτός από τη θαλπωρή, τη στοργή και την αγάπη της οικογένειας που τους φιλοξενούσε, και τη ζεστή υποδοχή της κοινότητας του ακριτικού χωριού μας, που ξέρει καλά από προσφυγιά κι ανοίγει την αγκαλιά του, προσπαθώντας όσο είναι μπορετό να γιάνει κάπως τις πληγές των κατατρεγμένων κοριτσιών.
Ο Γιώργος Μήλιογλου δεν το σκέφτηκε καθόλου. Το πιθανότερο είναι να μην ρώτησε καν τη σύζυγό του. Το αποφάσισε αμέσως κι έφερε από την Κομοτηνή τις τρεις από τις τέσσερεις αδερφούλες (κι αργότερα για κάποιο διάστημα και την μεγαλύτερη, τη Φωτούλα), από μια παρόρμηση που του δημιουργούσε όχι μόνο η αποφασιστικότητά του και η αγάπη του για την πατρίδα αλλά και η βαθιά ανθρωπιά του. Παλιός λοκατζής ο ίδιος, με τις στρατιωτικές ενθυμήσεις να τον συντροφεύουν εφ’ όρου ζωής. Θυμάμαι τις στρατιωτικές του διηγήσεις. Η στρατιωτική θητεία του είχε σταθεί γι’ αυτόν ένα μεγάλο σχολείο. Με πόση λεπτομέρεια είχαν χαραχτεί στη μνήμη αλλά και στην ψυχή του ονόματα, τοποθεσίες, ημερομηνίες, γεγονότα! Και πόσο σεβασμό κι εκτίμηση εξακολουθούσε να έχει σε αξιωματικούς, στη σημαία, στην Πατρίδα! Και μην νομίσετε πως αποφάσισε να φιλοξενήσει τις αδερφές, γιατί είχε άπλα μεγάλη κι ανέσεις στο σπίτι. Αυτά είναι δευτερεύοντα, ίσως και περιττά. Προηγείται πάντα η θέληση, όλα τα άλλα έπονται. « Άιντε, όλαν. Χίλιοι καλοί χωράνε…»
Έτσι το σπιτικό του μετατράπηκε σε μια ζεστή φωλιά που μέσα του κούρνιαζαν συνολικά πεντέξι παιδάκια κι άλλα τόσα και περισσότερα της γειτονιάς. Μιας γειτονιάς που δρούσε ανθρωπιστικά, βοηθητικά, αλτρουιστικά, εν είδει ΜΗΚΥΟ. Ο καθένας είχε τον ρόλο του. Άλλος μαγείρευε, άλλος έφερνε πίτα, άλλος έφτιαχνε ρυζόγαλο, άλλος έπλενε, άλλος ξεψείριζε. Εμείς, τα παιδιά αναλάβαμε το ρόλο του εμψυχωτή. Ένα είδος ανιματέρ που μέσα από τα παιχνίδια, τα πειράγματα και τις σκανδαλιές φροντίζαμε να φέρουμε χαμόγελο στα θλιμμένα προσωπάκια των κοριτσιών.
Δεν είναι καθόλου εύκολο αυτό βέβαια. Πώς ν’ αντικαταστήσεις το χάδι της μάνας! Πώς να γλυκάνεις τις νύχτες που τις αγριεύει η απουσία αγαπημένων προσώπων, που το όνειρο γίνεται εφιάλτης! Πώς να σβήσεις από τα αυτιά τους τον κρότο των βομβαρδιστικών και το κροτάλισμα των πυροβόλων, πώς να διώξεις από τα μάτια εικόνες σοκαριστικές που πετρώνουν τον άνθρωπο, πώς να νικήσεις το φόβο που σκόρπισε ο Αττίλας, να κλείσεις την πόρτα στην αγωνία για το αύριο! Σκληρή κι αδυσώπητη η μνήμη θυμίζει συνεχώς την άδικη μοίρα και το κακό ριζικό του Αυγούστου του ’74. Κι αν καμιά φορά ξεγελιούνταν οι παιδούλες και ήθελαν να παίξουν, ένιωθες πως κάτι στο τέλος τις συγκρατούσε, ένας κόμπος στο λαιμό, ένα δάκρυ στα μάτια που δεν συγκρατιούνταν, μια εικόνα από ένα χαρούμενο οικογενειακό παρελθόν …
Μικρόσωμες κι αδύναμες οι τρεις φιλοξενούμενες αδερφούλες, καλομεγαλωμένες, χαριτωμένες αλλά τρομαγμένες, σοκαρισμένες καλύτερα, κυνηγημένα πουλάκια που βρήκαν τόπο να ξεχειμωνιάσουν, προσπάθησαν να προσαρμοστούν στο καινούριο τους περιβάλλον. Δεν ήταν εύκολο. Θυμάμαι την «λαλιά» τους. Κυματιστή και πρόσχαρη, σεργιάνιζε σαν τον κορυδαλλό στα χωμάτινα δρομάκια, περιέχοντας άγνωστες σε μας τους Πορπιώτες λέξεις κι εκφράσεις. Κλειστοί οι κόσμοι τότε, πρώτη φορά ερχόμασταν σε επαφή με ανθρώπους από τόσο μακριά. Γελούσαμε θυμάμαι ακούγοντας φράσεις: «λαλώ σου», «ίντα λαλείς μου κόρη», «χαλούμιν, δαμέ, τζαμέ, ποτζεί, ποδά», «αρέσκει μου πολλά …». Εμάς τους Ελλαδίτες μας αποκαλούσαν «καλαμαράδες» λέξη που τότε πρωτάκουσα και δεν ήξερα τη σημασία της. Η γλώσσα πάντως σε καμιά περίπτωση δεν στάθηκε εμπόδιο για την επικοινωνία μας.
Η μεγαλύτερη από τις τρεις, η Σαββούλα, δεν πρέπει να ήταν πάνω από τριανταπέντε κιλά. Νιώθοντας πως έπρεπε η ίδια να προστατέψει τα δυο μικρά της αδερφάκια μεγάλωσε λες απότομα. Μικρή το δέμας, λιπόσαρκη αλλά νευρώδης, άστραφτε στα μάτια της το κυπραίικο πείσμα. Κι ενώ ήταν μικρή κι αδύναμη γινόταν λιοντάρι, όταν διεκδικούσε κάτι. Είναι αυτό το ένστικτο της αυτοσυντήρησης που χαλυβδώνει τον άνθρωπο και τον θεριεύει. Θυμάμαι ένα χαρακτηριστικό περιστατικό. Μπήκαμε παίζοντας και γελώντας με τη Σαββούλα σ’ ένα από τα δύο όλα κι όλα δωμάτια του σπιτιού μας (στο παιδικό μας θα έλεγα με σύγχρονους όρους). Ξαφνικά τη βλέπω να κόβει απότομα το γέλιο της, να κοκκινίζει, να αγριεύει. Προσπαθώντας να καταλάβω τι της συμβαίνει την βλέπω να ορμάει σε μια αφισούλα που είχαμε καρφωμένη στον τοίχο. Στο εφηβικό μας δωμάτιο είχαμε κολλήσει διάφορα πόστερ, κυρίως ποδοσφαιριστών του Ολυμπιακού. Κάπου, όμως, κοντά στον Δεληκάρη και τον Υβ Τριαντάφυλλο υπήρχε η αφίσα του Γρίβα Διγενή. Την αφισούλα την είχε φέρει ο αδερφός μου, δευτεροετής στη σχολή Ευελπίδων τότε, και την κολλήσαμε στον τοίχο, γνωρίζοντας το Γρίβα ως έναν αγνό αγωνιστή πατριώτη και πολεμιστή της ΕΟΚΑ. Δεν γνώριζα καθόλου τον ρόλο του στην Κυπριακή τραγωδία, την αντιπαλότητά του με τον Μακάριο και την έχθρα που του είχαν πολλοί Κύπριοι, θεωρώντας τον ως έναν από τους βασικούς υπαιτίους της συμφοράς τους.
Κοντούλα καθώς ήταν δεν έφθανε την αφίσα. Έπαιρνε φόρα και πηδούσε με μανία για να την σχίσει. Βρέθηκα σε αμηχανία. Δεν ήθελα να την χαλάσει. Όταν την είδα να πατάει πάνω στο κρεβάτι για να την φτάσει, έδρασα αστραπιαία. Την κατέβασα γρήγορα και τρέχοντας έξω στην αυλή την τύλιγα για να τη σώσω. Μην έχοντας πολυκαταλάβει το μένος της μικρής Κύπριας, χαζογελούσα κι ένιωθα άβολα, καθώς το παιχνίδι αγρίευε. Ντρεπόμουν κιόλας να με κυνηγάει, κοτζάμ παλληκάρι, ένα μικρό κι αδύναμο κορίτσι. Φέραμε έτσι δυο τρεις βόλτες την αυλή αλλά στάθηκε αδύνατο να ηρεμήσει η Σαββούλα! Έτσι, ο Γρίβας σφαγιάστηκε μπροστά στα μάτια μου τελικά, θύμα της εθνικής μας κατάρας, της διχόνοιας. Μόνο τότε ηρέμησε η Σαββούλα!
Το Καλοκαίρι του ’75 κύλησε όσο γινόταν πιο φιλικά. Τα κοριτσάκια έφυγαν, γύρισαν στην Κύπρο κι εγκαταστάθηκαν στη Λεμεσό, προσμένοντας πως κάποια στιγμή θα γυρίσουν στην πατρώα γη, στην Αμμόχωστο, στην πόλη του Ευαγόρα, που σαράντα πέντε χρόνια μετά στέκει βουβή, ακίνητη και περιμένει τα παιδιά της να επιστρέψουν. Αν κι έχουν εκδοθεί πλείστα ψηφίσματα από τα Ηνωμένα Έθνη που απαιτούν τον σεβασμό της ανεξαρτησίας, της ενότητας και εδαφικής ακεραιότητας της Κύπρου, που απαιτούν την επιστροφή των προσφύγων και την αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων, η Τουρκία και η τουρκοκυπριακή ηγεσία τα αγνοεί συστηματικά και προκλητικά, αρνείται να συμμορφωθεί με τις αποφάσεις των Ηνωμένων Εθνών, παραβιάζοντας κάθε έννοια δικαίου, κάθε κανόνα της διεθνούς νομιμότητας.
Εκεί στη Λεμεσό ζουν πια οι τέσσερις αδερφές. Μεγάλωσαν, τακτοποιήθηκαν, εργάζονται και δραστηριοποιούνται εκεί. Μέσα τους, είμαι σίγουρος, πως έχει παραμείνει η γλυκιά ανάμνηση του μικρού χωριού μας. Γλυκαίνει ο χρόνος την πίκρα, γιατρεύει κι επουλώνει πληγές. Πρόσφατα πέρασε με ταξιδιωτικό λεωφορείο η Άντρυ. Παρόλο που δεν ήταν στα σχέδια να σταματήσουν στην Κομοτηνή επέμεινε και πέτυχε να κάνουν μια μικρή στάση στην πόλη που την νιώθει ακόμη μικρή πατρίδα. Σίγουρα θα άκουσαν οι συνταξιδιώτες της το καρδιοχτύπι της και όλοι μαζί έπεισαν τον οδηγό να φύγει από την Εγνατία και να κάνει μια στάση στο πάρκο. Εκεί συνάντησε τη «Λευτερίτσα» της, αφού -παρ’ ότι το ήθελε πολύ- δεν ήταν δυνατόν να αγκαλιάσει τους γονείς της, τον Γιώργο και τη Ματένια, που «έφυγαν» νωρίς. Κι αυτή τη φορά, όπως είδα στο σχετικό βιντεάκι της συνάντησης που τράβηξαν οι συνταξιδιώτες της που κρέμονταν στο παράθυρο του λεωφορείου ζώντας τη στιγμή της συνάντησης μετά από σαράντα πέντε χρόνια, άλλαξαν οι ρόλοι. Η Άντρυ, τώρα, προσπαθεί να παρηγορήσει «Μην κλαις, Λευτερίτσα μου…»
Σχολιάστε