«Aylak bakkal tasaklarini tartar» λέει μια σοφή τούρκικη παροιμία. (Ο μπακάλης που δεν έχει δουλειά, ζυγίζει τα απαυτά του). «Αργία μήτηρ πάσης κακίας», έλεγαν οι πρόγονοί μας. Επειδή, όμως, «ουδέν κακόν αμιγές καλού», η αργία έχει και τα θετικά της. Πολλά από τα επιτεύγματα του πολιτισμού μας, για τα οποία καμαρώνουμε σήμερα, είναι συλλήψεις αργόσχολων, των «αϊλιάκηδων», όπως τους έλεγαν στο χωριό. Μπορώ να βρω πολλά παραδείγματα για να τεκμηριώσω τη θέση μου. Από το Σωκράτη και πολλούς σοφούς προγόνους που, έχοντας στο σπίτι δούλους και γυναίκες, γυρόφερναν όλη μέρα στην αγορά φιλοσοφώντας έως το Νεύτωνα που καθόταν κάτω από τη μηλιά, όταν του ήρθε κατακέφαλα το μήλο. Η σύλληψη μιας μεγάλης ιδέας θέλει την άνεσή της, τον χρόνο της, την άπλα της. Και σε μια ανύποπτη στιγμή φανερώνεται. Μέσα στην παρέα, ανάμεσα σε γέλια και ξεφωνητά καρφώνεται απροειδοποίητα και μπορεί να σου αλλάξει τη ζωή και να αποδειχτεί πολύ σωστή.
Κάπως έτσι δημιουργήθηκε και ο ΑΡΗΣ ΠΟΡΠΗΣ. Στο καφενείο του Γιώργου Κοντονικολάου η συνηθισμένη ατμόσφαιρα: Άλλοι παίζουν χαρτιά, άλλοι βλέπουν τηλεόραση, άλλοι πίνουν το καφεδάκι τους, άλλοι πίνουν το ουζάκι τους και μερακλωμένοι βάζουν κανένα δίφραγκο στο αστραφτερό ηλεκτρόφωνο και ρίχνουν και καμιά στροφή. Όλοι αυτοί, όμως, είναι παραδόξως μια παρέα, μικροί – μεγάλοι. Μπορεί κάποιος να πίνει ας πούμε ούζο και να κάνει παρατήρηση σ’ αυτόν που παίζει χαρτιά πως δεν έπαιξε σωστά. Ή να βλέπει τηλεόραση και να τραγουδάει ταυτόχρονα, συνοδεύοντας το ηλεκτρόφωνο. Η κοινωνία του μικρού χωριού τα επιτρέπει αυτά, γιατί όλοι γνωρίζονται πολύ καλά μεταξύ τους. Κάποια στιγμή, προχωρημένο απόγευμα πια, το καφενείο αδειάζει από τους «μεγάλους», που πάνε στα σπίτια τους. Μένει η νεολαία που, «αϊλιάκηδες», όπως είναι, δεν σκοτίζονται αν πέρασε η ώρα. Αρχίζει η συζήτηση. Μια από τις πολλές ατέλειωτες συζητήσεις. Εκεί, ανάμεσα σε καπνούς, ποτά και διασταυρωνόμενες «ιδέες», κάποιος την πέταξε. Δεν μπορώ να σας πω με σιγουριά ποιος και πότε ακριβώς την κατέθεσε. Δεν ξέρω αν έχει και σημασία αυτό πια! Σημασία έχει ότι η ιδέα υλοποιήθηκε. Έτσι στο καφενείο του Γιώργη, τέλη δεκαετίας του ’70 άρχισε η – σύντομη είναι αλήθεια – ιστορία του Άρη Πόρπης.
Ήταν η εποχή που στην επαρχία φυσούσε ένας άνεμος δημιουργίας, θα έλεγα. Όλα έβαιναν καλώς και οι προοπτικές για αργότερα ακόμη καλύτερες. Ήταν τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης. Η Ελλάδα μετά την περιπέτεια με τη Χούντα και την τουρκική εισβολή στην Κύπρο αρχίζει να συνέρχεται. Ετοιμάζεται να μπει στην ΕΟΚ και να πορευτεί με τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 έχουμε στο χωριό μια καινούρια εξαιρετική φουρνιά νέων παιδιών, με εξαιρετικές αθλητικές επιδόσεις και ικανότητες. Και καθώς η εποχή προσφέρονταν για αλλαγή, (με σημαία και σύνθημα την Αλλαγή έγινε πρωθυπουργός ο Ανδρέας Παπανδρέου το ’81), θελήσαμε ν’ αλλάξουμε και την ομάδα. Άλλωστε το ποδόσφαιρο ήταν πρωταγωνιστής τότε κι έπαιζε κυρίαρχο ρόλο στη ζωή όλων των ανδρών και των νέων ιδιαίτερα.
Δεν αποκάλεσαν έτσι τυχαία το ποδόσφαιρο «βασιλιά των σπορ»! Καθήλωνε και καθηλώνει εκατομμύρια θεατών στον κόσμο, όντας από τις μεγαλύτερες βιομηχανίες στον κόσμο των σπορ και του θεάματος. Πολλές φορές υπερβάλλοντας γίνεται λόγος για «ποδοσφαιρική μάχη» ή για «αγώνα- πόλεμο» ανάμεσα σε δύο ομάδες. Το 1969, ωστόσο, αυτή η υπερβολή μετατράπηκε σε πραγματικότητα! Ήταν η μοναδική ίσως φορά στην παγκόσμια ιστορία που ένας ποδοσφαιρικός αγώνας οδήγησε σε μια ένοπλη σύρραξη και από την μπάλα στα… τανκς! Εξ αιτίας ενός ποδοσφαιρικού αγώνα, λοιπόν, η Ονδούρα με το Σαλβαντόρ, με αφορμή τη συνάντηση των δυο ομάδων της κεντρικής Αμερικής για τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1970 οδηγήθηκαν σε αιματηρό πόλεμο. Αποτέλεσμα; Στον πόλεμο των τεσσάρων ημερών έχασαν τη ζωή τους 900 στρατιώτες και πολίτες από το Ελ Σαλβαδόρ καθώς και 100 στρατιώτες και 2000 πολίτες από την Ονδούρα. Τουλάχιστον 300.000 κάτοικοι του Ελ Σαλβαδόρ αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους.
Αλλά κι άλλες ακραίες αντιδράσεις μπορεί εύκολα να βρει κανείς με αφορμή το ποδόσφαιρο: δολοφονίες, αυτοκτονίες, δωροδοκίες, συμπλοκές, επεισόδια, ομαδικό πανζουρλισμό … Ξέρετε, το ποδόσφαιρο μοιάζει με τον πόλεμο. Με τον παλιό παραδοσιακό πόλεμο που γίνεται σώμα με σώμα. Εκεί που μετράει η δύναμη, η ταχύτητα, η εξυπνάδα, η επιδεξιότητα, η αποφασιστικότητα. Γι’ αυτό είναι ανδρικό σπορ. Το γυναικείο ποδόσφαιρο παρόλες τις προσπάθειες ποτέ δεν συνάρπασε. Αντίθετα το ανδρικό μάγεψε και μαγεύει. Οι παίχτες είναι πολεμιστές την ώρα του αγώνα και στόχος τους είναι να νικήσουν. Ακόμη κι αν χρειαστεί να χρησιμοποιήσουν αθέμιτα μέσα. Να ξεγελάσουν το διαιτητή, να υποκριθούν τον τραυματία, να φθείρουν με κάθε μέσο τον αντίπαλο, να καταστρέψουν το θέαμα χάριν της σκοπιμότητας. Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα.
Το όνομα του θεού του πολέμου, λοιπόν, πήρε η ομάδα της Πόρπης. Μέχρι τότε ονομάζονταν ΑΤΡΟΜΗΤΟΣ. Δεν συμμετείχε σταθερά στα περιφερειακά πρωταθλήματα και το ποδόσφαιρο ήταν ερασιτεχνικό, ακόμη και στο μεγαλύτερο επίπεδό του. Μόλις το 1979 έγινε επαγγελματική η Α΄ Εθνική! Η ομάδα ονομάστηκε ΑΡΗΣ ΠΟΡΠΗΣ για δυο λόγους. Κατά πρώτον μεγαλουργούσε τότε ο Άρης Θεσ/νίκης σε ποδόσφαιρο και μπάσκετ. Κατά δεύτερον επιλέχθηκε ένα όνομα που ήταν μεσοβέζικο: ούτε Ολυμπιακός Πόρπης ούτε ΠΑΟ ούτε ΑΕΚ ή ΠΑΟΚ. Για να μη γίνει το χατίρι ορισμένων σύμφωνα με τις οπαδικές τους προτιμήσεις επιλέχτηκε όνομα ομάδας ουδέτερης, ο ΑΡΗΣ (όλοι σχεδόν ήταν Ολυμπιακοί, Παναθηναϊκοί ή Αεκτζήδες).
Έτσι αρχίζει η ιστορία του Άρη Πόρπης. Βρέθηκε Πρόεδρος, ο Θανάσης Φλωροκάπης, πρόθυμος κι ακούραστος βοηθός σε κάθε προσπάθεια. Βρέθηκε «Γιατρός» (ο Δημήτρης Κακαράκης, με το φαρμακείο ανά χείρας στον πάγκο), φτιάχτηκε το γήπεδο που έγερνε στη μια του άκρη, βρέθηκαν παίχτες, μέχρι και μεταγραφές έγιναν, βρέθηκαν ακόμη και χορηγοί, βγήκαν δελτία, αγοράστηκαν στολές και μπάλες. Βρέθηκαν και οπαδοί που σιγά σιγά πείστηκαν για την αξία της νεανικής ομάδας και ακολουθούσαν. Έτσι ο Άρης, ανεβαίνοντας τα σκαλιά των τοπικών κατηγοριών συμμετείχε για πολλά χρόνια στην Α΄ ερασιτεχνική κατηγορία της ΕΠΣ Θράκης με αξιοπρόσεκτες επιδόσεις.
Τις περισσότερες Κυριακές η ποδοσφαιρική ομάδα της Πόρπης συμμετέχοντας στο τοπικό Πρωτάθλημα έδινε αγώνες ή στο γήπεδό της ή είχε ως έδρα της κάποιες εποχές την Καλλίστη ή την Μέση ή την έδρα του αντιπάλου. Αν δεν υπήρχε πρωτάθλημα κανονιζόταν φιλικά ματς με άλλο χωριό. Τότε τα πράγματα σοβάρευαν. Μαζεύονταν οι παίχτες, οι παράγοντες και όσοι άλλοι ενδιαφέρονταν στο καφενείο. Και τι δεν έχει ακούσει το καφενείο αυτό! Τακτικές, σχέδια, οργάνωση, δηλώσεις, καβγάδες, διαφωνίες, συνθέσεις της ομάδας … Ένα επιτελείο στήνονταν εκεί πριν αλλά και μετά τη «μάχη». Γιατί και μετά το τέλος των αγώνων εκεί γινόταν ο απολογισμός: θριαμβολογίες ή παράπονα για τη διαιτησία, κριτική των παικτών, παρατηρήσεις. Και πειράγματα, πολλά πειράγματα. Πλάκες όμορφες αλλά κι άγαρμπες… Η μετακίνηση ήταν στην αρχή δύσκολη. Δεν υπήρχαν πολλές δυνατότητες για επιλογή μέσου μετακίνησης, οπότε χρησιμοποιούνταν ο, τι υπήρχε διαθέσιμο. Πόδια, κάρα, ποδήλατα, μηχανάκια, τρακτέρ, αυτοκίνητα, φορτηγάκια…
Στο τερέν δίνονταν ομηρικές μάχες. Ο δυναμισμός και ο τσαμπουκάς επικρατούσαν, ενώ η τεχνική παρακολουθούσε –μάλλον- από το βάθος. Γύρω από το στάδιο οι φίλαθλοι όρθιοι, συμμετείχαν κι αυτοί με φωνές επιδοκιμασίας ή αποδοκιμασίας, με πειράγματα ή με παροτρύνσεις για ενίσχυση του ηθικού. Και οι παίχτες ένα κίνητρο είχαν μόνο αλλά αρκετό για τα δώσουν όλα, ακόμα και τη σωματική τους ακεραιότητα! Τη συλλογική τους τιμή. Αυτήν στην ουσία υπερασπίζονταν. Την τιμή του χωριού για το οποίο αγωνίζονταν. Ακόμη ηχεί στ’ αυτιά μου η υποτιμητική κραυγή απ’ την κερκίδα «άντε, βρε άχρηστε» όταν δέχτηκα ως τερματοφύλακας του Άρη αδικαιολόγητο γκολ. Ν’ ανοίξει η γη να με καταπιεί, εκείνη την ώρα. Όπως, αντίστροφα, νιώθαμε άφατη χαρά σε στιγμές επιτυχιών. Δεν συγκρίνεται η έξαψη της ώρας επίτευξης του γκολ με καμιά άλλη χαρά!
Πολύ συχνά γίνονταν επεισόδια. Σε κάποια χωριά μάλιστα τα επεισόδια ήταν μόνιμα, όπως και οι απειλές. Στην Παραδημή λ.χ. τα πνεύματα ήταν πάντα οξυμμένα, όπως και στο Φανάρι. Υπήρξαν αρκετές φορές που το ματς διακόπηκε λόγω επεισοδίων ή λόγω κινδύνου επεισοδίων. Βέβαια, η Πόρπη ήταν μια πολιτισμένη ομάδα και οι παίκτες και φίλαθλοί της κατά κανόνα διαπνέονταν από το πνεύμα του «ευ αγωνίζεσθαι» και δεν προκαλούσαν επεισόδια. Αν, παρ’ όλα αυτά γίνονταν, υπήρχαν συμπλοκές, πραγματικές συμπλοκές. Όχι να μαλώνεις ξέροντας πως κάποιος θα ‘ρθει να σε χωρίσει!
Ο Άρης Πόρπης «μεγαλούργησε», τηρουμένων των αναλογιών, στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Έπαιξε για χρόνια στην Α΄ Ερασιτεχνική του τοπικού πρωταθλήματος, απέκτησε μόνιμους οπαδούς αλλά και φίλους από άλλες περιοχές, ανέδειξε ταλέντα, μερικά από τα οποία έπαιξαν σε ομάδες μεγαλύτερων συλλόγων. Η μεγαλύτερη διάκρισή του ήταν η συμμετοχή του ως φιναλίστ στο τελικό Κυπέλλου ερασιτεχνικών ομάδων Ν. Ροδόπης, το 1982. Ο τελικός έγινε στο Δημοτικό στάδιο Κομοτηνής, ανάμεσα στον Άρη και στον Ορφέα Κομοτηνής, μια ιστορική ομάδα της πρωτεύουσας. Ήταν σύγκρουση άνιση στα χαρτιά. Ο Δαβίδ με τον Γολιάθ. Στις κερκίδες του σταδίου της Κομοτηνής κάθισε όλη η Πόρπη σχεδόν. Έχασε 2-0, παίζοντας με εννιά παίχτες και με σφαγιαστική διαιτησία. Φανταστείτε από τότε ο διαιτητής του αγώνα έγινε ανεπιθύμητο πρόσωπο για τους Πορπιώτες, που παρά την μεγαλοψυχία τους ποτέ δεν του συγχώρεσαν την αδικία που τους έκανε. Διακρίσεις επίσης, υπήρξαν σε τουρνουά επετειακά που διοργανώνονταν σε επίπεδο νομού ή Δήμου. Υπόψη ότι τότε τα χωριά, όλα σχεδόν, είχαν δυναμική, είχαν κόσμο, παραγωγές, κίνηση και νεολαία.
Η ομάδα του Άρη Πόρπης απαρτίζονταν κατά συντριπτική πλειοψηφία από Πορπιωτάκια. Χριστιανούς αλλά και Μουσουλμάνους. Αρκετά παιδιά του «μαχαλά» έπαιξαν στον Άρη Πόρπης. Θυμάμαι παλιά τον Λατήφ, το Νασμί και τον Ραήφ. Στον Άρη διακρίθηκαν ιδιαίτερα τα αδέρφια Μπουρχάν και Μπιρτζάν Ραμίς. Μάλιστα ο ένας από τους δυο πήρε μεταγραφή αργότερα κι έπαιξε σε μεγαλύτερο σύλλογο, πριν ξενιτευτεί στη Γερμανία. Επίσης έπαιξαν κάποιοι με μεταγραφή. Ο Λάκης (Αχιλλέας) Αποστολίδης από τα Παγούρια, ο Κυριάκος Γκάζος από την Ν. Καλλίστη, ο Χάρης Σταματάκης, Κρητικός που υπηρετούσε ως καθηγητής στην Κομοτηνή κι άλλα παιδιά από Κομοτηνή, Παγούρια και Μέση. Προπονητής δεν υπήρχε πάντα. Στην πιο μεγάλη του ακμή, πάντως, τον Άρη προπονούσε αμισθί ένα λαμπρό της τέκνο, ο Χρήστος Δουλγεράκης, Πορπιώτης εξαίρετος ποδοσφαιριστής του Πανθρακικού κι αργότερα και επαγγελματίας προπονητής.
Ήταν η εποχή που ακόμη ακούγαμε κάθε Κυριακή απόγευμα τις μεταδόσεις ποδοσφαιρικών αγώνων από το τρανζίστορ, τότε που νιώθαμε «να μας ενώνει και να μας δονεί του Διακογιάννη η φωνή». Και μέσα στον νεανικό ενθουσιασμό γνωστοί ποδοσφαιριστές γίνονταν ινδάλματα. Κάποιες φορές δάνειζαν το όνομά τους σε παίχτες. Ο Νίκος Κουρντόγλου, ομορφούλης και με μαλλί φράντζα έγινε Τζωρτζ Μπεστ, ο Κώστας Μπεγιάζης, φοιτητής στα Γιάννενα τότε και με μακριά χαίτη, πήρε το όνομα του μακρυμάλλη Αργεντίνου Αλβαρέζ, που διέπρεπε τότε με τον λεγόμενο Άγιαξ της Ηπείρου. Στον υποφαινόμενο, τερματοφύλακα της ομάδας, σε κάποια στιγμή ενθουσιασμού που οδηγεί σε υπερβολές κόλλησε το όνομα ενός σπουδαίου Ρώσου τερματοφύλακα της εποχής, του Λεβ Γιασίν. Αλλά και παλιότερα θυμάμαι να αποκαλούν τον Χρήστο Δουλγεράκη Χολέβα (διεθνής παίχτης του Παναθηναϊκού) και τον γιατρό Καριοφύλλη Αντωνακάκη Καμάρα (επίσης διεθνής παίχτης του Παναθηναϊκού). Και δεν έλειπαν βέβαια κι άλλες προσφωνήσεις επαινετικές (γίγαντα, παιχταρά, λιοντάρι, ατσάλι …) αλλά και αποδοκιμαστικές (κοιμισμένε, άχρηστε, βόδι, τσαλπά …).
Η ιστορία του Άρη σβήνει μαζί με την αποδυνάμωση της επαρχίας, το φευγιό των νέων και το κλείσιμο του Δημοτικού σχολείου, στις αρχές του 1990. Τα τελευταία χρόνια ήταν πολύ δύσκολα, λόγω λειψανδρίας κι αδυναμίας συγκρότησης ενδεκάδας και έλλειψης οικονομικών πόρων. Από τον Άρη δυστυχώς δεν έμεινε κάτι. Ούτε κάποιο αρχείο, ούτε στολές, ούτε δελτία, ούτε καν αναφορές σε εφημερίδες της Κομοτηνής που μετέδιδαν τότε τους αγώνες της. Μόνο κάποιες φωτογραφίες από τα όμορφα εκείνα χρόνια που θυμίζουν ευχάριστες στιγμές που ζήσαμε εντός κι εκτός τερέν και μας έκαναν ΟΜΑΔΑ. Α ναι, και κάποια σημάδια στα γόνατά μας και κάποιοι πόνοι από παλιά τραύματα, που δεν ξεχνάνε και βγαίνουν τώρα, μαζί με τις αναμνήσεις!
Σχολιάστε