η Ιστορία των Επιθέτων

 

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΕΠΙΘΕΤΩΝ

   Τα επώνυμα είναι ζώσα Ιστορία, αφού μέσα τους κουβαλούν γλώσσα,  λαογραφία, έθιμα και ήθη. Εκπροσωπούν  τό­πους καταγωγής, επαγγέλματα, συνήθειες, αξιώμα­τα, ακόμη και παρατσούκλια. Έτσι μπορεί κανείς να βγάλει αρκετά συμπεράσματα μελετώντας τα. Από τα πανάρχαια χρόνια το όνομα επιχειρεί να δηλώσει ένα πρόσωπο. Η δύναμη του ονόματος στη Δημιουργία είναι τεράστια και, σε μεγάλο βαθμό, χαρακτηρίζει το πλάσμα που το φέρει. Στην Π. Διαθήκη ο Δημιουργός στην πρώτη φάση της Δημιουργίας του ονομάζει το πρώτο ανθρώπινο πλάσμα.  Η νεότερη Χριστιανική παράδοση ονομάζει τα πλάσματα της Εκκλησίας της στη βάπτιση, ενώ κάθε ιεροπραξία της ξεκινάει «εις το όνομα του Πατρός κ.λ.π.».

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ

  Από την Αρχαία Ελλάδα ακόμη  παρατηρείται ένα είδος επωνύμου σε σχέση με το πατρώνυμο και τον τόπο της καταγωγής (λ.χ. Λάχης Κέκροπος Μεγαρεύς). Λίγους αιώνες αργότερα οι Ρωμαίοι δίπλα στο βαφτιστικό τους (nomen gentis) χρησιμοποίησαν το επώνυμο (praenomen). Στα χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας αρχίζει να καθιερώνεται η επωνυμία δίπλα στο βαφτιστικό χριστιανικό όνομα, που, με κάποιες παραλλαγές, συνεχίζεται μέχρι και σήμερα (Νικηφόρος Φωκάς, Ιωάννης Τσιμισκής, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος κ.λ.π.)· Στην πραγματικότητα από τον 16ο αιώνα περίπου η επωνυμία των οικογενειών στην Ελληνική Ιστορία είναι πλέον φανερή, ενώ στο 19ο αιώνα, όταν οι Τούρκοι έχουν αποχωρήσει οριστικά, καθιερώνεται θεσμικά στο νεοσύστατο Ελληνικό κράτος.

ΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ ΣΤΗ ΘΡΑΚΗ

      Το σύνολο σχεδόν των Θρακιωτών είχαν τα οικογενειακά τους επίθετα – επώνυμα. Επί Τουρκοκρατίας όμως δεν τα χρησιμοποιούσαν επίσημα, γιατί και η Τουρκική Πολιτεία δεν το ήθελε και επέμενε να τα αγνοεί. Η Οθωμανική αυτοκρατορία (Τουρκία έγινε από το 1924 και μετά. Τότε ο Κεμάλ υποχρέωσε τους Τούρκους να αποκτήσουν επίθετο!) δεν είχε επίθετα. Οι Μουσουλμάνοι χρησιμοποιούσαν το μικρό τους όνομα και το όνομα του πατέρα τους. Αλή, ας πούμε, Αχμέτ ή Αχμέτ Ογλου. Μερικές φορές έδιναν κάποιο παρατσούκλι ή κάποιο όνομα που φανέρωνε ένα χαρακτηριστικό τους: τόπο (Δράμαλης), εμφάνιση (Καραλής, Κιοσσέ, Τοπάλ…), επάγγελμα (Τερζή, Μπαρμπέρ….) κ.ά. Στα μητρώα των σχολείων οι μαθητές γράφονταν με τα πατρικά τους ονόματα. λ.χ. Κωνσταντίνος Ιωάννου, Κυριάκος Παρασκευά κ.λ.π. Εν τούτοις τα οικογενειακά επώνυμα διατηρούνταν από γενιά σε γενιά και από στόμα σε στόμα. Σιγά-σιγά άρχισαν να αναγνωρίζονται και να υπογράφουν με αυτά έως ότου η χρήση τους επιβλήθηκε επί ελληνικής διοικήσεως. Τα οικογενειακά  επίθετα σχηματίζονταν από κοινά επίθετα και παντός είδους λέξεις που σήμαιναν επαγγέλματα, τόπο καταγωγής, σωματικά ή ηθικά χαρακτηριστικά  κ.λ.π. Μερικά από την Τουρκική γλώσσα, όπως και από την Σλάβικη γλώσσα, τα περισσότερα όμως είχαν ελληνική ρίζα και κατάληξη.

  Από τα τέλη του 19ου αιώνα, όταν η Οθωμανική αυτοκρατορία καταρρέει και αρχίζει να μαίνεται ο Μακεδονικός και ο Θρακικός αγώνας, γίνεται μια προσπάθεια από την ελληνική πλευρά να τονωθεί ο ελληνισμός της περιοχής, να υπάρξει αντίσταση στην οργανωμένη δράση των Τούρκων αλλά και των Βούλγαρων κομιτατζήδων, που στρέφονταν εναντίον των ηγετών των θρακικών πληθυσμών, κυρίως εναντίον των ιερέων και των δασκάλων τους. Η Θράκη αφυπνίζεται βλέποντας πως είναι κοντά η ένωσή της με την ελεύθερη Ελλάδα.

     Ένα από τα συμπτώματα της αφύπνισης των Ελλήνων ήταν και τα ονόματά τους. Πολλοί Θρακιώτες έδιναν πια στα παιδιά τους, εκτός από τα συνηθισμένα θρακιώτικα ονόματα (Στέργιος, Βάιος-ιανή  Πασχάλης-ιώ, Ζήσης, Καρυοφύλλης-ιά, Ζουμπουλιά, Μηλιά, Ματένια, Μενέξω, Μερτζανή, Γαρυφαλλιά, Άστρος, Δοξάκης, Μαυρουδής, Παρασκευάς-ή, Λουλούδα, Βαρσάμης-ω, Θεοπούλα, Ραλλιώ, Συρματένια, Τριανταφυλλιά, Χρυσοπηγή, Χρυσάνθη) αρχαία ονόματα: Μιλτιάδης, Νεοκλής, Οδυσσέας, Αχιλλέας, Δημοσθένης, κ.ά.

ΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ ΤΗΣ ΠΟΡΠΗΣ

      Τα περισσότερα επίθετα της Πόρπης έχουν κατάληξη –άκης και ανήκουν σε Πορπιώτες Θρακιώτικης καταγωγής (όχι Μικρασιάτες, Πόντιους, Σαρακατσάνους).  Όλα σχεδόν έχουν σαν βάση τους κάποιο όνομα βαφτιστικό (Αντώνης/Αντωνακάκης,  Αργύρης/Αργυρακάκης, Βασίλης/Βασιλακάκης, Ελευθέριος/Ελευθεράκης κλπ.) Συμβαίνει σε πολλά χωριά της Θράκης αυτό (επίθετα σε -ακης) Η πιο διαδεδομένη απλοϊκή εξήγηση είναι πως στον καιρό της καταγραφής των προσφύγων Πρόεδρος της επιτροπής ήταν ένας Κρητικός Συνταγματάρχης. Ήταν η εποχή 1922-23 που η Ελλάδα προσπαθούσε να «καθαρίσει» την περιοχή αλλάζοντας τις τουρκικές ονομασίες πόλεων, χωριών, ποταμιών, λόφων, τοποθεσιών κλπ. Επειδή η τουρκική γλώσσα είχε περάσει και στα ονόματα (πάρα πολλά ελληνικά επίθετα ακόμη και σήμερα έχουν τουρκική ρίζα: Καραμανλής, Σαμαράς, Καράς, Τοπαλίδης, Σαρρής …. ) τα εξελλήνιζαν. Και σαν Κρητικός, γνήσιος λάτρης του τόπου του ο Συνταγματάρχης πρόεδρος, πρόσθετε την κατάληξη – ακης στο όνομα του γενάρχη της οικογένειας.

    Κάποια επίθετα, πάλι, τα μετέφεραν στην ελληνική εκδοχή τους. Η τάση αυτη του εξελληνισμού των επωνύμων υπήρξε σε μεγάλο βαθμό και αποτέλεσμα μιας επιθυμίας για εθνική προβολή και επίδειξη. Έτσι είναι δύσκολο να υποψιαστεί κανείς σήμερα, πως τα ονόματα λ.χ. Λεοντιάδης, Βαφειάδης, Αργυριάδης, Αλεκτορίδης δεν είναι παρά η μετάφραση των αντίστοιχων τουρκικών: Ασλάνογλου, Μπογιατζόγλου, Γκιουμούσογλου και Χορόζογλου. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι όλα τα επίθετα ήταν τουρκογενή. Αλλωστε τα χωριά καταγωγής των Πορπιωτών ήταν όλα αμιγώς χριστιανικά και η ελληνική γλώσσα ήταν η κύρια γλώσσα τους.

Μπορούμε να διακρίνουμε τα επίθετα σύμφωνα με τη σημασία τους σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες:

  1. Βαφτιστικό όνομα
  2. Επάγγελμα
  3. Καταγωγή
  4. Χαρακτηριστικά ή παρατσούκλια

    Στην έρευνα για τα Πορπιώτικα επίθετα εμπεριέχονται επώνυμα οικογενειών που έζησαν ή ζουν στην Πόρπη, χωρίς απαραίτητα να είναι όλοι τους Πορπιώτες. Για κάποια επίθετα η έρευνα δεν στάθηκε ικανή να τα διαλευκάνει πλήρως (Ντιμπαμπής, Πασσαρής, Μυριδιάδης, Δρίνης, Φελάνης). Ακολουθείται αλφαβητική σειρά για μεγαλύτερη ευκολία στην ανάγνωση και στην εύρεσή τους.

Αντωνακάκης: Προέρχεται από το βαπτιστικό κύριο όνομα Αντώνιος + κατάληξη – ακάκης.

Αργυρακάκης: Προέρχεται από το βαπτιστικό κύριο όνομα Αργύριος + κατάληξη – ακάκης. Σε προσφυγικούς καταλόγους συγγενείς της οικογένειας εμφανίζονται και με τα επίθετα: Αργυράκης και Δεληαργυρίου. Κοινό τους χαρακτηριστικό το βαπτιστικό Αργύριος, που πρέπει να προέρχεται από κάποιον πρόγονο της οικογένειας.

Αστράκης:  Προέρχεται από το βαπτιστικό κύριο όνομα Άστρος + κατάληξη – άκης. Το όνομα Άστρος είναι σύνηθες στους Θρακιώτες και προέρχεται από το Αστέριος, απ’  όπου προέκυψε και το όνομα Στέργιος.

Βαϊτσίδης:  Από το Βαΐτσης ( χαϊδευτικό του Θρακιώτικου Βάιος) + κατάληξη –ίδης.

Βαπόρας: Μικρασιάτικο επίθετο. Από τη λέξη βαπόρι + κατ. –ας  

Βασιλακάκης: Προέρχεται από το βαπτιστικό κύριο όνομα Βασίλειος + κατάληξη – ακάκης

Βουλγαράκης Επίθετο που δηλώνει καταγωγή, προέλευση  ( Βουλγαρία) + κατάληξη –άκης. Στη Βουλγαρία, κατοικούσαν πολλοί Έλληνες.

Γεωργούτσος:  Από το βαπτιστικό όνομα Γεώργιος + κατάληξη –ούτσος. Το επίθετο προέρχεται από πρόσφυγα του Ορταξί, που έμειναν στο Μεσοχώρι Κομοτηνής.

Γιαγτζόγλου:  Από τη τουρκική λέξη yiag= λάδι. Γιαγτζής είναι ο λαδάς + κατάληξη –ογλου

Γκαράνης: Από τη Μικρασία. Το ίδιο επίθετο συναντάται και στην Ήπειρο. Πιθανολογώ ότι προέρχεται από το τ. garan = ο σταθμός +  ελλην. Κατάληξη –ης. Πιθανόν κάποιος πρόγονος να ήταν σταθμάρχης!

Γκουντάκος: Επώνυμα από τις καταγεγραμμένες μορφές του βαφτ. Κωνσταντίνος στα βορειοελλαδικά ιδιώματα, Γκούντης-Γκουντίνας. Η διαδρομή που έκαναν μέσα από τη φωνολογία των βορειοελλαδικών ιδιωμάτων (Βελβεντό, Κοζάνη, Σιάτιστα κ.α.) είναι κάπως έτσι Κωσταντής < Κουσταντής < Κουντής (που έχει δώσει επώνυμο) < Γκουντής.

Δεληβασίλης:  Επώνυμο που προέρχεται από την τούρκικη λέξη deli = τρελός, ανόητος, μερικές φορές όμως σημαίνει και παλικαράς + το βαπτιστικό Βασίλης.

Δερμανόπουλος:   Από το τ. derman — θε­ραπεία, δύναμη, φάρμακο + κατ. –όπουλος. Παρόμοια επίθετα: Δερμάνης, Δερμανούτσος.

Δημητριάδης Από το βαπτιστικό Δημήτριος + κατάληξη – άδης.

Δόντσος: παραφθορά του Διονύσιος

Δουλγεράκης: Επώνυμο που δηλώνει επάγγελμα. dulger= ο κτίστης, o τέκτων. Το αρχικό επίθετο της οικογένειας ήταν Δουλγερίδης

Δρακάκης: Από το βαπτιστικό Δράκος + κατάληξη –άκης. Θρακιώτης, σώγαμπρος στην Πόρπη. Οι συγγενείς έμεναν στο Ν. Σερρών.

Ελευθεράκης: Προέρχεται από το βαπτιστικό κύριο όνομα Ελευθέριος + κατάληξη – άκης

Ζεϊμπέκης: zeybek Έλληνας πρόσφυγας από τη Μικρά Ασία, για τους Έλληνες του Αϊδινίου και ιδιαίτερα της Λέσβου, η λέξη Ζεϊμπέκης σήμαινε λεβέντης, παλικάρι. Οι Ζεϊμπέκοι ήταν «πιθανός καρπός επιμειξίας Θρακών μεταναστών και κατοίκων της Φρυγίας. Ανέπτυξαν ληστρική -και συχνά επαναστατική- δράση κι έγιναν γνωστοί ως οι σημαντικότεροι εκφραστές της κοινωνικής ληστείας στην Ανατολία. Ορκισμένοι εχθροί της οθωμανικής εξουσίας, σκοπό τους είχαν την αποκατάσταση της κοινωνικής αδικίας. Επίσης απέκτησαν θρυλική φήμη που οφείλεται στην ντομπροσύνη και τη γοητεία τους. Οι ενδυμασίες, τα τραγούδια και ο χορός τους τροφοδότησαν λογοτεχνία, μουσική, ζωγραφική, κινηματογράφο, θέατρο και τη φωτογραφία.

Κακαράκης: Μάλλον προέρχεται από παρατσούκλι (κακαρίζω) που έχει να κάνει με το λόγο + κατάληξη  –άκης. Επίσης ενδεχομένως να προέρχεται από τη λ. κακάρας – (μεσαιωνική λέξη, σημαίνει αυτόν που έχει μεγάλο κεφάλι-  (μεγεθ., ειρων.). Το ουσιαστικό είναι:  κάκαρον, ιδιωμ. {ΜΣΚ}

Καπάνταης: Λέξη που δηλώνει ιδιότητα, από την τ. kabadayi = ο παλληκαράς.

Καρυοφυλλίδης: Προέρχεται από το βαπτιστικό κύριο όνομα Καρυοφύλλης + κατάληξη –ίδης, που είναι χαρακτηριστικό συχνό Θρακιώτικο κύριο όνομα, προερχόμενο από φυτά (Τσιτσεκίδης, Καρεφίλης, Λαλές, Γκιούλης, Κατηφές)

Καρταλάκης: Το αετόπουλο.  Προέρχεται από το τ. kartal= αετός Πολλά επίθετα έχουν προέλευση πουλιών: Σαχίνης, Καρτάλης, Λελέκης, Καραμπατάκης, Γκαγκαλής, Γιαπαλάκης, Κυρλής, Μπιλμπίλης, Σέρτσος, Ταούκης κ.λ.π.

Καρυώτης:  Επίθετο που δηλώνει καταγωγή, προέλευση. Ο γενάρχης προέρχονταν από τις Καρυές, χωριό κοντά στο Χατζηγύρι.

Κατσίκας : Επίθετο που δηλώνει αυτόν που έχει κοπάδια από κατσίκια. Η οικογένεια προέρχεται από το Χατζηγύρι και το αρχικό επίθετό της ήταν : Ελευθεράκης. Στο Χατζηγύρι ήταν κυρίως κτηνοτρόφοι με κατσίκια. Αξιοσημείωτο της οικογένειας είναι πως συγγενής της οικογένειας Κατσίκα που μένει στα Τρίκαλα ονομάζεται Κατσίκης, ενώ ο Στέργιος Κατσίκας παντρεύτηκε την Περσεφόνη Κατσικέα!

Κέλης:  ο φαλακρός τ. kel–  Χρησιμοποιείται σε πολλά επίθετα ως πρώτο συνθετικό :  Κεληγιώργης, Κεληγιάννης κ.ά.

Κολτσίδης:  Είδος φυτού κολλητσίδα. Kοινή ονομασία διάφορων φυτών, των οποίων οι βλαστοί ή τα σπέρματα περιέχουν κολλητική ουσία. Μεταφ. άνθρωπος φορτικός που προσκολλάται απρόσκλητος.< μσν. κολλητσίδα < *κολλητίδα < κολλητ(ός) -ίς > -ίδα (Λεξ.Τριαντ.).

Κουλουμπής:  (Κουλουμπίνης, Κουλουμπιώτης, Κουλουμπός), τ. kuliibe = η καλύβα

Κουμανίδης:  Προέρχεται από το  τ. kumanya = τα ενθέμια των εμπορικών πλοίων, τα αποθηκευόμενα τρόφιμα. Παρόμοια επίθετα: Κουμάνης, Κουμανιός, Κουμανιώτης, Κουμανούδης.

Κοντονικολάου: Προέρχεται από το βαπτιστικό κύριο όνομα Νικόλαος + το επίθεμα Κοντο (προφανώς κάποιος γενάρχης είχε αυτό το χαρακτηρισμό). Σε βιβλίο για το Γκιαούρκιοι, τόπο καταγωγής των Κοντονικολάου, υπάρχει αναφορά για κάποιον παλληκαρά Νικολάου, που ήταν κοντός!

Κουμπουτζής:  Μάλλον προέρχεται από το τ. kubbe = ο θόλος,  και να σημαίνει αυτόν που κατασκεύαζε θολωτά οικοδομήματα. Μην ξεχνάμε πως οι οικογένειες των Κουμπουτζήδων ήξεραν καλά την τέχνη του οικοδόμου (Παύλος, Μιχάλης, Ξενοφώντας αλλά και Γιώργος Κουμπουτζής). Υπάρχει και η πιθανότητα να ήταν παρατσούκλι και να σήμαινε αυτόν που έχει μεγάλη κοιλιά, τον ευτραφή. Παρόμοια επίθετα: Κουμπές, Κουμπελής, Κουμπόγλου, Κουμπουλής.

Κουρντόγλου:  Προέρχεται από το τ. kurt = ο λύκος + καταλ. –ογλου. Και σημαίνει λυκόπουλο. Παρόμοια επίθετα:  Κούρτης,  Κουρτίδης, Κουρτόγλου, Κουρτόπουλος. Σε πολλά επίθετα που προέρχονται από τουρκική λέξη το αρχικό Κ προφέρεται Γκ. Έτσι το επίθετο Κουρτόγλου αναφέρεται και ως: Γκούρδογλου και Γκουρντόγλου

Κουτσοδημάκης: Προέρχεται από το βαπτιστικό κύριο όνομα Δήμος + το επίθεμα Κουτσο (προφανώς κάποιος γενάρχης είχε αυτό το χαρακτηρισμό)

Κρυονερίδης: Επίθετο Θρακιώτη που ήρθε ως σώγαμπρος στην Πόρπη. Πρόκειται για εξελληνισμένο επίθετο, προφανώς από Σουγιουκτσόγλου (soğuk su= κρύο νερό)

Κωνστανταράκης: Από το μεγενθυντικό Κωνσταντάρας του βαπτιστικού ονόματος Κων/νος + κατάληξη –άκης. Στους προσφυγικούς καταλόγους ο γενάρχης αναφέρεται ως Κωνστανταράκης ή Κωνσταντάρας.

Λαγαμτζής: Δηλώνει επάγγελμα. Προέρχεται από την τ. λέξη lagimci = μεταλλωρύχος, αυτός που κατασκευάζει (ή καθαρίζει) υπονόμους.

Λιάκος:    χαϊδευτικό του Ηλίας < Ηλιάκος, υποκοριστικός τύπος· και Λιάκος, συχνό και ως επώνυμο οικογενειακό. Παρομοίως συναντάται και το Ηλίτσος, υποκοριστικός τύπος, και Λίτσος, συχνό και ως επώνυμο οικογενειακό.

Μακρής:     Επίθετο από κάτοικο της Μέσης που ήρθε ως σώγαμπρος στην Πόρπη. Ανήκει στην κατηγορία των επωνύμων που δηλώνουν χαρακτηρισμό ή ιδιότητα.

Μαλάτος:   Με Κεφαλλονίτικη κατάληξη επίθετο, που όμως είναι πολύ διαδεδομένο στα χωριά Νεοχώρι και Ροδοτόπι Ιωαννίνων. Ίσως από τη λ. μαλάς= μυστρί (μια και οι Ηπειρώτες ήταν περίφημοι τεχνίτες)

Μαντζανίδης:  Επίθετο σώγαμπρου, απο το Ν. Σιδηροχώρι. Από τη λέξη μελιτζάνα < μαντζάνα + –ίδης 

Μαντζουράτος:  Κεφαλλονίτικης προέλευσης μάλλον από τη βενετσιάνικη λ. mazorana

Μανωλακάκης: Άλλο ένα επώνυμο προερχόμενο από υποκοριστικό του βαπτιστικού ονόματος Μανώλης + την κατάληξη –ακάκης.

Μαστοράκης: Επαγγελματικό προερχόμενο από τη λ. μάστορας + άκης

Μήλιογλου:  Προέρχεται από το όνομα Μήλιος, χαϊδευτικό του ονόματος Αιμίλιος ή Μιχαήλ + την κατάληξη –ογλου. Το όνομα Μήλιος βρέθηκε να γιορτάζει 8 Μαΐου. Στους προσφυγικούς καταλόγους οι Γενάρχες αναφέρονται και με το επίθετο Μήλιος και Μηλιόπουλος.

Μίγγος: Ίσως από το βενετ. minga και miga, (κατά Meyer), το ψίχουλο, το λίγο. {ΤΟΖ}

Μπεγιάζης Το επίθετο προέρχεται από το τουρκικό επίθετο beyaz (=λευκός). Ανήκει στην κατηγορία των επιθέτων που δηλώνουν ιδιότητα. Ο γενάρχης της οικογένειας αναφέρεται και ως Ανδρικίου αλλά μάλλον το λευκό του χρώμα ήταν αυτό που υπερίσχυσε στην ονομασία του. Πάντως το επίθετο Μπεγιάζης συναντάται σχετικά συχνά σε χωριά της Μικρασίας. Το επίθετο Μετγιάζης προήλθε από λάθος καταγραφή του επιθέτου Μπεγιάζης και παρέμεινε, με αποτέλεσμα να έχουν διαφορετικό επώνυμο άνθρωποι της ίδιας οικογένειας.

Ξενάκης:   Ανήκει στην κατηγορία των επωνύμων που δηλώνουν καταγωγή ή Ιδιότητα. Από τη λ. ξένος + –άκης, αυτός που προέρχεται από άλλο τόπο.

Ουρλάκης:  Στους προσφυγικούς καταλόγους εμφανίζεται και ως Ουρλιάκης. Δεν είναι ασφαλής η ετυμολόγησή του. Πιθανόν να σχετίζεται με το ρ. ουρλιάζω και το ουρλιαχτό.

Παιδαράκης: Το πιο  συνηθισμένο επίθετο της Πόρπης. Στους προσφυγικούς καταλόγους εμφανίζεται και ως Πιδαράκης, Πεδαράκης και Πεδαρές. Μάλλον σχηματίστηκε από το υποκορ. της λέξης παιδί < παιδάριο + κατάληξη –άκης.

Παννάς:  Ο πωλητής πανιών  (τα πανιά υφάσματα). Η κατάληξη –άς συνήθως δηλώνει επάγγελμα.

Παπαδόπουλος: Γιος ή απόγονος του παπά (παπαδοπαίδι), ίσως το συνηθέστερο όνομα στην Ελλάδα μαζί με την κατάληξη –όπουλος.

Παρασχάκης: Προέρχεται από το βαπτιστικό κύριο όνομα Παράσχος + κατάληξη –άκης

Πασσαρής Μικρασιατικό επίθετο, Αιγαιοπελαγίτικο, που σήμερα συναντάται στα Δωδεκάνησα και στην Αμοργό. Αγνώστου ετυμολογίας. Στα λεξικά η λέξη πάσσος σημαίνει 1. τον πάσσαλο και 2. κρασί που γίνεται από σταφίδα. Ισως με κάποια από τις δυο σημασίες να σχετίζεται το επίθετο Πασσαρής.

Πρασσάς Αυτός που εμπορεύεται ή παράγει πράσα. Πράσο + καταλ. –άς, όπως λαχανάς, ψωμάς, λαδάς κτλ.

Σαββάκης:  Προέρχεται από το βαπτιστικό κύριο όνομα Σάββας + κατάληξη – άκης

Τσονάκης:    τσουνάκια=μικρά πουλιά. Από το προσηγ. τσόνι «ωδικό πτηνό σπίνος», από το βλαχ. čiona «το σπουργίτι»

Φλωροκάπης: Σύνθετο επίθετο, Σαρακατσάνικης προέλευσης. Από το φλώρος < μεσαιωνική λέξη (με επίδραση του λατινικά florus) < αρχαία ελληνική χλωρίων (δηλαδή ο πρασινωπός. Το πουλί φλώρος πήρε το όνομά του λόγω του πράσινου χρώματός του) και τη λέξη κάπα = χοντρό μάλλινο πανωφόρι, με κουκούλα και χωρίς μανίκια, χαρακτηριστικό χειμερινό ένδυμα Σαρακατσάνων βοσκών.

Σημείωση:

Για την ολοκλήρωση της έρευνας χρησιμοποίησα πολλά λεξικά, όπως και υλικό που βρήκα στο διαδίκτυο. Οι κυριότερες πηγές μου ήταν:

  1. ΒΑΣΟΥ Η. ΒΟΓΙΑΤΖΟΓΛΟΥ: ΕΠΩΝΥΜΑ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣΙΑΣ
  2. http://greeksurnames.blogspot.com/2010/12/blog-post_7147.html
  3. http://www.eidisis.gr/apopseis/kyria-onomata-kai-epitheta-tis-thrakis.html
  4. ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ (Τόμ. 11ος καί 12ος, ΕΚ­ΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ)
  5. ΤΟΜΠΑΪΔΗΣ ΔΗΜ,: ‘Ελληνικά έπώνυμα Τουρκικής προέλευσης (ΆΘ. 1990)
  6. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ MAN.: Τα οικογενειακά μας ονόματα (Θεσ/κη, Ινστιτούτο, Νεοελλ. Σπουδών, 1982)

3 σκέψεις σχετικά με το “η Ιστορία των Επιθέτων

Add yours

  1. Οι τουρκικές αναφορές είναι πολύ κακές κ σας το λέει Ελληνίδα. Μια και είστε στη Θράκη κ έχετε πρόσβαση σε τουρκόφωνους θα μπορούσατε να ενημερωθείτε πως γράφονται οι λέξεις. Κατά τα άλλα πολύ ενδιαφέρον κ κατατοπιστικό αρθρο.

    Μου αρέσει!

  2. Πολύ ενδιαφέρον τό άρθρο σας. Αναρωτιέμαι όμως γιατί τά «επώνυμα τής Πόρπης» περιορίζονται μόνο στά χριστιανικά. Στή Πόρπη δέν ζούν μουσλιμάνοι?

    Μου αρέσει!

    1. Γεια σας κι ευχαριστώ για το σχόλιο. Στην Πόρπη ζουν Μουσουλμάνοι. Ίσως ο τίτλος του άρθρου θα έπρεπε ν’ αναφέρεται μόνο στα Χριστιανικά επώνυμα. Δεν αναφέρομαι στα Μουσουλμανικά πρώτον γιατί είναι έξω από τις γνώσεις μου το θέμα (απαιτείται πολύ καλή γνώση ανατολικών γλωσσών, όπως και της σχετικής ιστορίας) Επίσης, τα επίθετα των Μουσουλμάνων, ιδιαίτερα των τουρκογενών, δεν παρουσιάζουν ενδιαφέρον αφού σχεδόν στο σύνολό τους επώνυμο είναι το μικρό όνομα κάποιου παππού.

      Μου αρέσει!

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Website Powered by WordPress.com.

ΠΑΝΩ ↑

Αρέσει σε %d bloggers: