ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΘΡΑΚΗ: ΧΑΤΖΗΓΎΡΙ ΚΕΣΣΑΝΗΣ…
Το Χατζηγύρι είναι ένα χωριό της περιοχής Κεσσάνης, της Ανατολικής Θράκης. Απέχει από τα σύνορα (τελωνείο Κήπων) περίπου 30 χιλιόμετρα και 15 χιλιόμετρα από την Κεσσάνη. Ήταν μεγάλο χωριό, καθαρά Χριστιανικό, με δύο χιλιάδες (2000) κατοίκους.
Το 1920, όταν η Αν. Θράκη ενσωματώθηκε στην Ελλάδα, το Χατζηγύρι μετονομάστηκε σε Γύριννα.
ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΧΑΤΖΗΓΥΡΙΩΤΩΝ
Σύμφωνα με προφορικές αλλά και λίγες γραπτές μαρτυρίες οι πρώτοι κάτοικοι κατάγονταν από τη Βόρεια Ήπειρο. Χρόνος εγκατάστασης θεωρείται το 1450 ή το 1555. Σύμφωνα με τον επίσκοπο Ιωακείμ (Μαρτινιανό) στην περιοχή Κεσσάνης ιδρύθηκαν συνολικά επτά ελληνικά χωριά από τη Β. Ήπειρο, ενώ αργότερα δημιουργήθηκαν πέντε αρβανίτικα. Ένας Ιερομόναχος επίσης του Αγίου Όρους που σπούδασε στη Χάλκη, ανάφερε ότι στα Αρχεία της εκεί βιβλιοθήκης υπάρχουν γραπτά στοιχεία που αναφέρουν ότι το Χατζηγύρι και άλλα χωριά ιδρύθηκαν πριν την άλωση της Πόλης.
Πριν και μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης οι Οθωμανοί Τούρκοι, συναντώντας ερειπωμένες και εγκαταλειμμένες περιοχές, προχωρούν σε εποικισμούς. Στη Θράκη ο εποικισμός αρχίζει αμέσως μετά την απόβασή τους στην Καλλίπολη (1354), νότια της Κεσσάνης, παράλληλα γίνονται για λόγους ασφάλειας των στρατιωτικών στόχων βίαιες μετοικίσεις Ελλήνων από την περιοχή αυτή στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Οι εύφορες πεδιάδες της περιοχής Έβρου εποικίζονται, για να εξασφαλιστούν πολλά εργατικά χέρια στα τουρκικά τιμάρια, που δημιουργούνται ταυτόχρονα με την κατάληψη της περιοχής. Έτσι, ο Μεχμέτ Β’, 3-4 χρόνια μετά την Άλωση, εγκαθιστά σε διάφορα μέρη της Θράκης Αλβανούς, Σέρβους, Βουλγάρους και Ούγγρους αιχμαλώτους, ενώ και οι μετέπειτα Σουλτάνοι, ιδίως ο Σελίμ Β’ (1566-1574), μετακινούν στην περιοχή πληθυσμούς. Έχουμε Βορειοηπειρώτες ή Δυτικομακεδόνες κτίστες που εγκαθίστανται στην περιοχή Μακράς Γέφυρας, Κεσσάνης, Καλλίπολης, Μαδύτου. Συνεπώς, οι προφορικές παραδόσεις για την καταγωγή των κατοίκων του χωριού Χατζηγύρι, φαίνεται ότι επιβεβαιώνονται.
Κατά προφορική παράδοση, που διασώζεται μέχρι σήμερα, οι πρώτοι άποικοι του χωριού ήρθαν στη Θράκη από την Βόρεια Ήπειρο ως οικοδόμοι κατά διαταγήν του Σουλτάνου Σελήμ Β΄ (1566-1574), για να κτίσουν το τζαμί Σελιμιέ της Αδριανουπόλεως. Το τζαμί τούτο κτίσθηκε, ως γνωστόν, μεταξύ των ετών 1567 – 1574 από τον περίφημο και ελληνικής καταγωγής αρνησίθρησκο αρχιτέκτονα Σινάν. Άρα εάν πιστεύψουμε στην παράδοση, οι κάτοικοι του ήρθαν από την Αλβανία και εγκαταστάθησαν στη Θράκη κατά τα τέλη του 16ου αιώνα.
Μ. Μαραβελάκη – Α. Βακαλοπούλου, Aι προσφυγικαί εγκαταστάσεις
Η περιοχή του χωριού, όπως διηγούνται οι παλιοί, είχε λόφους και κάμπο. Υπήρχαν πολλά νερά. Στο χωριό κατοικούσαν μόνο Έλληνες, 500 οικογένειες, 2000 κάτοικοι. Άλλα ελληνικά χωριά εκεί κοντά ήταν η Καριά, το Μάλτεπε, το Λαλάκιο, το Χατήρκιοϊ. Ενώ αρβανίτικα ήταν τα Σουλτάνκιοϊ, Ιμπρίκτεπε, Παζάρδερε.
ΤΑ ΣΠΙΤΙΑ: Τα παλαιό σπίτια ήταν από πλίνθους, τα θεμέλια πέτρινα, στη συνέχεια είχαν τούβλα. Η στέγη ήταν ξύλινη. Τα επιχρίσματα ήταν από χώμα, δεν είχαν πατώματα. Συνήθως τα σπίτια είχαν δύο δωμάτια και ένα χαγιάτι. Ήταν χτισμένα αραιά και κάθε σπίτι είχε οικόπεδο 2-3 στρέμματα.
Το Σχολείο χτίστηκε από τους κατοίκους, πριν από πολλά χρόνια, γύρω στα 1800. Είχε μια αίθουσα διδασκαλίας και δύο δωμάτια για τους δασκάλους. Στο ίδιο οικόπεδο ήταν χτισμένος και ο ναός του χωριού. Κατά διάφορες εποχές στο σχολείο υπηρέτησαν οι: Ρήγας, Παπα-Συμεών, Αλέξης Καλυβιώτης, Δημήτριος Κυπριώτης, Μιχαλάκης Ραιδεστηνός, Γεώργιος Πολυτάκης, Περικλής Αχέλου, Μιχαήλ Κωνσταντινίδης, Παναγιώτης Δελαγαμπάς, Νικόλαος Σπυριδάκης και ο Βαρσάμης Παπαχριστοδουλίδης που μετά την προσφυγιά πήγε στο Εράσμιο Ξάνθης.
ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΖΩΗ: Η εκκλησία του χωριού ήταν στο όνομα της Αγίας Παρασκευής. Έξω από το χωριό υπήρχαν μοναστήρια – εξωκκλήσια: Κοίμησης Θεοτόκου, Προφήτη Ηλία, Αγίου Αθανασίου και Δώδεκα Αποστόλων. Η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, χτίστηκε στα 1878, είχε διαστάσεις 40 επί 18 μέτρα και ήταν Βασιλικού ρυθμού. Η καμπάνα της εκκλησίας ήταν χτισμένη στην πρόσοψη του Σχολείου. Οι κάτοικοι έφεραν από το Χατζηγύρι μια εικόνα της Κοίμησης της Θεοτόκου του 1850.

Όπως θυμούνται ορισμένοι γέροντες, βρισκόταν θαμμένη σε μια πλαγιά και φανερώθηκε στον ύπνο μιας γυναίκας τρεις φορές η Παναγία, υποδεικνύοντας το μέρος που έπρεπε να σκάψει. Ο άντρας της όμως δεν την άφηνε, ώοπου του παρουσιάστηκε η Παναγία και τον μάλωσε στον ύπνο του. Η γυναίκα λοιπόν βρήκε την εικόνα και εκεί χτίστηκε μοναστήρι, μέσα στο οποίο υπήρχε ένα πηγάδι με αγιάσμα. Στο προαύλιο υπήρχε ένα άλλο πηγάδι για να πίνουν νερό. Εκείνη η γυναίκα έγινε καλογριά στο μοναστήρι, που αργότερα μεγάλωσε.
Στις 15 Αυγούστου γινόταν μεγάλο πανηγύρι και μαζευόταν κόσμος πολύς. Το μοναστήρι πρόσφερε φιλοξενία και τροφή σε ντόπιους και ξένους επισκέπτες. Οι κάτοικοι επίσης, πρόσφεραν πρόβατα ως δωρεές, ενώ το μοναστήρι είχε δικά του ζώα, τετρακόσια πρόβατα και μελίσσια. Είχε βοσκούς για τη φύλαξή τους. Το μοναστήρι διέθετε χωράφια που τα νοίκιαζε. Το χωριό είχε τέσσερεις παπάδες: Σταυράκης, Πρόδρομος, Νικόλας, Χρήστος, καθώς και ο καλόγερος Γεώργιος που διέσωσε την εικόνα της Παναγίας και πέθανε στα Πηγάδια. Οι γεροντότεροι διηγούνται πολλές θύμησες για την εικόνα αυτή. Όταν δεν είχε ακόμη τζάμι, πάνω της κολλούσαν οι πιστοί τάματα και αν ο άνθρωπος ήταν αμαρτωλός η εικόνα δεν τα δεχόταν και έπεφταν. Δίπλα στο μοναστήρι υπήρχε δάσος, απ’ όπου οι Χριστιανοί έκοβαν ξύλα μόνο για το κουρμπάνι. Κάποτε, λένε, Τούρκοι προσπάθησαν να κόψουν ξύλα, αλλά η Παναγία χτυπώντας τους εμπόδισε. Το νερό του πηγαδιού που ήταν μέσα στο μοναστήρι είχε θεραπευτικές ιδιότητες. Αναφέρουν και τον αδελφό της αιωνόβιας Καρκαλιάνη που έπασχε από ασθένεια και ο πυρετός του έπεσε πίνοντας αγίασμα.
Πολλές φορές οι Τούρκοι προσπάθησαν να κάνουν κακό στο χωριό, αλλά δεν το κατάφεραν. Κοντά στο Χατζηγύρι ήταν τα αρβανίτικα χωριά Παζάρδερε και Ιμπρίκτεπε, όπου μιλούσαν τη γλώσσα τους, αρβανίτικα, αλλά καμιά φορά έπαιρναν νύφες. (Η γιαγιά μου Νεραντζιά, ήταν αρβανίτισσα από το Ιμπρίκτεπε). Τα δύο χωριά τα χώριζε δάσος, αλλά σιγά, σιγά, κόψε ο ένας κόψε ο άλλος, το τελείωσαν. Προς τα κει ήταν το μοναστήρι του Αγίου Αθανασίου, με μεγάλο δάσος. Λένε πως, όταν οι Τούρκοι έχαναν τα ζώα τους και πήγαιναν να τα βρούνε εκεί, πάθαιναν συγκοπή.
Η ΚΕΣΣΑΝΗ: Εκκλησιαστικά το Χατζηγύρι υπαγόταν στη Μητρόποη Ηρακλείας, διοικητικά ανήκε στην κοντινή (8 χιλ.) Κεσσάνη. Ορισμένα στοιχεία για την ιστορία, οικονομία, ζωή της περιοχής Κεσσάνης είναι χρήσιμα. Μετά το 1878 ο Καζάς Κεσσάνης ανήκει στο Σαντζάκι Καλλιπόλεως του Βιλαετιού Αδριανουπόλεως. Στην Κεσσάνη γινόταν ετήσια ζωοπανήγυρη, όπου εκτός από ζώα πουλιούνταν γεωργικά μηχανήματα και άλλα προϊόντα, ενώ κάθε Παρασκευή γινόταν η εβδομαδιαία αγορά. Στην Κεσσάνη από το 1880 υπάρχει Δημοτικό με δύο δασκάλους και 220 μαθητές και Παρθεναγωγείο με 220 μαθήτριες. Επίσης, αργότερα υπάρχει η γυναικεία αδελφότητα «Μέριμνα». Γενικά, η θέση της γυναίκας σ’ όλη την Ανατολική Θράκη ήταν πολύ καλύτερη από άλλες περιοχές.
Η περιοχή Κεσσάνης είναι γνωστή για παραγωγή και εξαγωγή Παστουρμά από βοδινό κρέας. Άκμαζε η κτηνοτροφία και καλλιεργούσαν κυρίως σιτηρά, καλαμπόκι, βαμβάκι και σουσάμι. Το 18ο αιώνα λειτουργεί στην περιοχή λινελαιοτριβείο (το μπεζίρι χρησιμοποιούνταν για φωτισμό, πριν τη χρήση πετρελαίου), όπως και Γιαχανάδες (βιοτεχνίες παρασκευής χαλβάδων, σε γιαχανά στην Κεσσάνη δούλευε ο παππούς μου Δημητρός). Καπνός της περιοχής Κεσσάνης εξαγόταν από το λιμάνι της Αίνου, ενώ χρησιμοποιούνταν και τα λιμάνια της Ραιδεστού και του Ιμπριτζέ για εξαγωγή εμπορευμάτων. Πάντως στα 1863 έχουμε σημαντική εξαγωγή βαμβακιού και μεγάλων ποσοτήτων δερμάτων στα νησιά του Αιγαίου και στην Τεργέστη. Για λόγους όμως ασφάλειας κατά τη μεταφορά και επειδή ήταν φτηνότερα τα προϊόντα, η Καλλίπολη αναπτύχθηκε εμπορικά περισσότερο σε σχέση με την Κεσσάνη.
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ: Ληστεία και κακοκαιρία το χειμώνα έπαιζαν βασικό ρόλο. Οι Τούρκοι γενικά απωθούσαν τους Έλληνες στο εσωτερικό, προσπαθώντας έτσι να διασπάσουν τη συνοχή του ελληνικού στοιχείου. Στην πλούσια περιοχή υπήρχαν Τούρκοι, ενώ οι Έλληνες αποκόπτονταν από τη θάλασσα και κατοικούσαν στα ορεινά. Μετά το 1821 και την επανάσταση των Ελλήνων, η τρομοκρατία και οι φόνοι πληθαίνουν. Επαναστατικές κινήσεις γίνονται σε πολλές περιοχές, ενώ οι αντάρτες είχαν ορμητήριο τα βουνά. Αναφέρεται από τους παλιούς ότι οι Χατζηγυριώτες έκρυβαν και τροφοδοτούσαν τους Έλληνες αντάρτες και οι ίδιοι γλίτωσαν από του χάρου τα δόντια. Λένε ότι ένας παπα- Τριαντάφυλλος πρόδινε τους αντάρτες στους Τούρκους και δύο χωριανοί τον σκότωσαν με τσεκούρι μέσα στην πλατεία και από το κεφάλι του βγήκε μια λάμψη σ’ όλη την πλατεία
Το 19ο αιώνα υπάρχει ανάπτυξη οικονομική των Ελλήνων της περιοχής Κεσσάνης. Οι Τούρκοι απαντούν με βαριά φορολογία και εξισλαμισμούς. Στα 1868 η περιοχή βοηθά την Κρήτη στον αγώνα της, ενώ οι Τούρκοι απειλούν με απελάσεις Ελλήνων. Η Ουνία του Πάπα και η Βουλγαρική εξαρχεία προχωρούν σε προσηλυτισμό, με υποσχέσεις και δοσίματα.
0 Ιωσήφ Βαρότσης (στα 1834 είχε διοριστεί Υποπρόξενος της Ελλάδας στην Αδριανούπολη, συνήθως μη πληρωνόμενος από το Ελληνικό Κράτος) μέσα από αναφορές του μιλά για την Κεσσάνη, την οποία επισκέπτεται στα 1854 για να σώσει τη θρησκεία των Ελληνοπαίδων, ενώ το 1844 ήδη αναφέρονται περιπτώσεις βίαιου εξισλαμισμού ανηλίκων. 0 ίδιος εξάλλου στα 1852 αναφέρει σε έγγραφό του και για την περιοχή Κεσσάνης ότι οι πλούσιοι σιτοφόροι αγροί είναι σε ελληνικά χέρια.
Η περιοχή, εκτός από τους Τούρκους ληστές που κατά καιρούς αντιμετωπίζει, βρίσκεται στο κέντρο πολιτικών βλέψεων των μεγάλων δυνάμεων, στα πλαίσια του Ανατολικού Ζητήματος.
Στο Ρωσοτουρκικό πόλεμο ρωσικά στρατεύματα καταλαμβάνουν την περιοχή, ενώ οι Έλληνες όταν φεύγουν οι Ρώσοι (1878) αντιμετωπίζουν την αντεκδίκηση και των Τούρκων και των Βουλγάρων. Κατά καιρούς σεισμοί, τύφος, πανώλης, αποδεκατίζουν την επαρχία.
Οι παλαιότεροι κάτοικοι αναφέρουν ότι ενέσκηψε φοβερή ασθένεια – χολέρα και όλοι από το Χατζηγύρι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το χωριό και να παραμείνουν στην κοινοτική βοσκή 15 χιλιόμετρα από το χωριό. Ύστερα, από τρεις μήνες ξαναγύρισαν στο Χατζηγύρι. Αυτό το γεγονός τοποθετείται μετά το 1893-95. Γνωρίζουμε πάντως ότι το 1835 πανώλης αποδεκάτιζε όλη την επαρχία. Στις αρχές του αιώνα μας, στα χρόνια του Μακεδονικού και Θρακικού αγώνα τοποθετούνται σε διάφορες περιοχές της Θράκης Έλληνες αξιωματικοί για να οργανώσουν και να καθοδηγήσουν το λαό. Στην Κεσσάνη τοποθετείται ο Π. Γαρδίκας (Π. Πάνου).
Μετά την επανάσταση του 1908 και το κίνημα των Νεότουρκων που επικρατεί, οι χριστιανικοί πληθυσμοί της Ανατολικής Θράκης αντιμετωπίζουν περισσότερα προβλήματα. Αναφέρεται, ότι το 1908 οι Νεότουρκοι πήραν στρατιώτες από ελληνικά χωριά και από το Χατζηγύρι 40 άτομα.
Ακολουθούν τα δύσκολα χρόνια των Βαλκανικών Πολέμων και του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου: η αρχή του τέλους. Οι Τούρκοι επιδιώκουν να αλλοιώσουν την εθνολογική σύσταση της περιοχής. Εκδιώκονται οι Έλληνες από το εσωτερικό της χώρας, της Ανατολικής Θράκης, στα παράλια, για να αναγκαστούν να φύγουν. Πολλοί εξορίζονται στην Ανατολία. Αναφέρεται συνολικά εξορία 150.000 ατόμων από την Ανατολική Θράκη.
Α΄ Βαλκανικός πόλεμος: Τον Οκτώβρη του ’12 ήρθαν οι Βούλγαροι για έξι μήνες και τους έβαλαν αγγαρείες. Τέσσερις μέρες ζητούσαν δρόμο για την Ελλάδα. Ένας Βελής τους γύρισε πίσω στα χωριά τους, που ήταν όλα λεηλατημένα. Στο Β΄Βαλκανικό πόλεμο, οι Βούλγαροι νικιούνται. Τους χριστιανούς της Θρακικής Χερσονήσου και της περιοχής Καλλίπολης τους είχε καταλάβει φόβος και τρόμος, γιατί διαδιδόταν έντονα ότι θα γίνονταν σφαγές από τον τουρκικό στρατό και τους Τούρκους πρόσφυγες (Βοσνίας -Ερζεγοβίνης) που κατέβαιναν ομάδες – ομάδες από το εσωτερικό της Θράκης. Ο τουρκικός στρατός που βρισκόταν στο Πλαγιάρι και στο Εξαμίλι έγινε πολύ απειλητικός, ύστερα από τη δυσμενή τροπή που πήρε ο πόλεμος με την ήττα των Τούρκων. Ορδές άτακτου στρατού από Λαζούς που περνούσαν και περιφέρονταν στην Καλλίπολη ενέσπειραν μεγάλο φόβο. Όταν τους ρωτούσαν σε ποιό τάγμα ανήκουν έλεγαν: Μπιζ κασάπ ταμπουρουΐζ μπιρ χαφτά ζαφινδά γκιαουρλαρί έψιν κεσετζέϊζ = (εμείς ανήκουμε στο τάγμα των σφαγέων. Μέσα σε μια βδομάδα όλους τους γκιαούρηδες θα τους σφάξουμε).

Η Κεσσάνη έχει πολλά ανθρώπινα θύματα. Ήδη, στον αγώνα του 1821 αναφέρεται ο Νεομάρτυρας Τιμόθεος ο Μοναχός εκ Κεσσάνης.
Η κατάσταση μέρα με τη μέρα χειροτέρευε. Οι χριστιανοί όλες τις νύχτες έμεναν ξάγρυπνοι από το φόβο σφαγών. Την επιδείνωση της κατάστασης την περιγράφουν οι εκθέσεις που έστελναν οι Μητροπολίτες στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Σε μια απ’ αυτές (αριθ. 403/7-11-1912) ο Μητροπολίτης Καλλίπολης και Μαδύτου Κωνσταντίνος μεταξύ πολλών άλλων γράφει: «… Το φάσμα των σφαγών προκύπτει απειλητικώτερον και απελπιστικώτερον… Οι χριστιανοί εκ του φόβου και του τρόμου διέρχονται τας νύκτας άγρυπνοι, διότι από ώρας εις ώραν αναμένουν απαίσια και φρικτά. Ο στρατός ολονέν εξαγριώνεται και προβαίνει εις βιαιοπραγίας προκαλών αφορμάς… Καθ’ εκάστην προβαίνει εις ξυλοκοπήματα ανηλεή και άσπλαχνα και καταλήγει εις την αφαίρεσιν των χρημάτων τα οποία φέρουσιν επάνω των οι δερόμενοι και βασανιζόμενοι χριστιανοί», και συνεχίζει« …Κρούουσι τας θύρας των οικιών των χωρικών εν νυκτί και ημέρα και αρπάζουσι το ψωμί των χριστιανών. Αρπάζουσι διά της βίας τα πρόβατα και δεν ανέχονται ουδεμίαν παρατήρησιν… Είκοσιν εξ αυτών στρατιώται εισήλθον εις το Εξαμίλιον και εβίασαν τους χριστιανούς κατοίκους, όπως μετρήσωσιν αυτοίς 300 λίρας Τουρκίας, διότι άλλως θα πυρπολήσωσι το χωρίον. Ωσεί δε μη ήρκουν ταύτα προβαίνουσιν ατυχώς και εις φόνους, διότι εφόνευσαν τέσσερες ποιμένας των οποίων τα πτώματα δεν επιτρέπουν ίνα τα παραλάβουν οι οικείοι των προς ενταφιασμόν.,. Τον ιερέα του Εξαμιλίου παπα-Γεώργιον έσυραν από τα γένεια και έδειραν ανηλεώς, αφού προηγουμένως κατ’ απαίτησίν των τοις ετοίμασε φαγητά, έφαγον και έπιον». Και καταλήγει η έκθεση «…Η Καλλίπολις κατεπλημμύρισεν από Τούρκους και στρατοκρατείται…».
Ο τουρκικός στρατός που νικήθηκε στον Α΄ Βαλκανικό πόλεμο (1912), μετά την ήττα του βουλγαρικού στρατού στο Βαλκανικό πόλεμο (Ιούνιος 1913), έκανε προέλαση χωρίς μάχη μέσα στη Θράκη με το σύνθημα «Γιάγμα, γιάκιν, κέσιν» (αρπάξτε, κάψτε, σφάξτε). Έτσι επιδόθηκε στην εξόντωση του ελληνικού στοιχείου. Χωριά αποτεφρώθηκαν, ιερείς και γυναικόπαιδα ατιμάσθηκαν και κατακρεουργήθηκαν και πληθυσμοί ολόκληροι σώθηκαν μόνο με τη φυγή. Είναι επίσημα αποδειγμένο ότι οι αξιωματικοί του τουρκικού στρατού με σαλπίσματα διέταζαν τους στρατιώτες να λεηλατούν, να καίνε και να σφάζουν τους χριστιανικούς πληθυσμούς. Αυτό ήταν το πρόγραμμα του Νεοτουρκικού Κομιτάτου, που άρχισε να εκτελείται ευθύς με την επιδρομή των βαζιβουζούκων (άτακτου τουρκικού στρατού) και τη συγκρότηση σωμάτων ελεύθερων σκοπευτών από Τούρκους χωρικούς, ιδιαίτερα από τους πρόσφυγες μουσουλμάνους από τη Βοσνία και Ερζεγοβίνη που εγκαταστάθηκαν σε κτήματα ελληνικών χωριών.
Οι Έλληνες κάτοικοι των χωριών που βρίσκονταν έξω από τον Iσθμό της Θρακικής Χερσονήσου και υπάγονταν εκκλησιαστικά στη μητρόπολη Ηράκλειας και πολιτικά στη διοίκηση της Καλλίπολης, εξαναγκάστηκαν με διάφορες πιέσεις να εκπατρισθούν. Τουρκικές συμμορίες από τα γύρω χωριά περικύκλωναν τη νύχτα τα χριστιανικά χωριά και πυροβολούσαν αδιάκριτα. Έρριχναν προκηρύξεις στα σπίτια που έγραφαν: « Ή σηκώνεστε και φεύγετε απ’ εδώ, ή όλους σας σφάζουμε. Αν σε μια βδομάδα δεν φύγετε, θα πάθετε μεγάλο κακό».
Προκηρύξεις διάφορες απευθυνόμενες στους Τούρκους και φυλλάδια συνταγμένα στην τουρκική εξήγειραν το μίσος τους εναντίον του ελληνικού στοιχείου. Τους Έλληνες εμπόρους τους αποκαλούσαν κακούργους και προδότες, γιατί βοήθησαν την Ελλάδα στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο εναντίον της Τουρκίας. Η επίδραση των κηρυγμάτων αυτών δεν άργησε να φανεί. Ο φανατισμός τους μεγάλωσε και η απειλή κατά των Ελλήνων ήταν έκδηλη. Οι δυστυχισμένοι χωρικοί ζητούσαν από τη διοίκηση διευκολύνσεις να εκπατρισθούν και η διοίκηση πρόθυμα έφερε ατμόπλοιο από την Πόλη στην Καλλίπολη, στο οποίο επιβιβάστηκαν κι έφυγαν. Και οι Αρχές τους παρουσίασαν δήλωση, που υπόγραφαν ότι φεύγουν «οικειοθελώς».
Δεν έφταναν όμως αυτά και σε λίγο τουρκικός στρατός εθελοντικός από την περιφέρια της Προύσας εγκαταστάθηκε σ’ όλα σχεδόν τα χωριά της Θρακικής Χερσονήσου. Τότε με την έκρηξη του Α΄ Παγκόσμιου πολέμου (20 lουλίου 1914) τα δεινά των Ελλήνων πλήθαιναν, γιατί ο πόλεμος διευκόλυνε τους Τούρκους στην εφαρμογή του προγράμματός τους για την εξόντωση των Ελλήνων.
Ένα από τα μέσα που χρησιμοποίησαν οι Τούρκοι ήταν και η υποχρεωτική στρατολογία των χριστιανών από το 18 έως το 45 έτος της ηλικίας, που τους κατέτασαν στα λεγόμενα εργατικά τάγματα (αμελέ ταμπουρού) και τους έστελναν σε βαριές αγγαρείες, στην κατασκευή στρατιωτικών δρόμων και στρατώνων, σε λατομεία και ανθρακωρυχεία επί 14 ώρες την ημέρα, με το μαστίγιο, με ελάχιστη τροφή, χωρίς ιατρική φροντίδα, ώστε οι πιο πολλοί πέθαναν από τις στερήσεις, τις κακουχίες και τις αρρώστιες και μόνο το 20% απ’ αυτούς επέζησε. Ο πόλεμος υπήρξε η αφορμή για τον εκτοπισμό του ελληνικού πληθυσμού της Θρακικής Χερσονήσου, ενώ ο πραγματικός λόγος ήταν η προγραμματισμένη εξόντωσή του.
Η Μαύρη βίβλος του Οικουμ. Πατριαρχείου (1919) που αναφέρεται στους διωγμούς και τα μαρτύρια του ελληνικού πληθυσμού της Θράκης, περιλαμβάνει τα παρακάτω στοιχεία για την επαρχία Ηράκλειας -Ραιδεστού: «Η επαρχία Ηράκλειας αριθμούσα 82 κοινότητας και 74.038 κατοίκους πληθυσμόν κατεστράφη κατά το ήμισυ συνεπεία του απαισίου εξοντωτικού προγράμματος των Νεοτούρκων. Στους Βαλκανικούς πολέμους έχουμε σφαγές στα χωριά Μαύρες, Βαϊραμίτσιο, Καρατσάλι, την κατακρεούργηση του Ιερέα της Κεσσάνης Αναστασίου Σακελλαρίου, ενώ καταστρέφεται ο Ιερός Ναός Αγίας Παρασκευής στο χωριό Χατζηγύριον (όπως λένε οι πηγές). Κι έτσι οι επαρχίες Ηράκλειας, Ραιδεστού, Τυρολόης, Μαλγάρων, Χαριούπολης κλπ. άδειασαν.
Ο Αθηναϊκός Τύπος στα 1914 καταγγέλλει την Τουρκία, γιατί θέλει να εκδιώξει τους Έλληνες από την Ανατολική Θράκη και να φέρει Μουσουλμάνους από τη Βοσνία και τη Μικρά Ασία. Τα ίδια χρόνια επίσης, οι Τούρκοι προχωρούν σε μποϊκοτάζ των Χριστιανών εμπόρων της περιοχής. Οι παλιοί κάτοικοι λένε ότι στους Βαλκανικούς πολέμους ’12, ’13 πήραν από το Χατζηγύρι πολλούς για τα τάγματα καταναγκαστικής εργασίας. Οι Χατζηγυριώτες σκόρπισαν. Πολλοί πήγαν στο Πασαρτ.
Στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο 14-18 έγιναν καινούριες εκτοπίσεις, σκόρπισαν στα χωριά. Το ’19 έγιναν επίσης πολλές λεηλασίες, διώξεις, αρπαγές των περιουσιών των Ελλήνων, εκτοπίσεις χωρίς προηγούμενο. Οι κάτοικοι δεν είχαν περιουσία και έγιναν εργάτες στους μπέηδες, όπως δηλώνουν οι παλιότεροι. Το Μάιο του 1920 και μέρα Κυριακή έφτασαν οι Τσέτες στο χωριό. Ζητούσαν πέντε αντάρτες Έλληνες που τους έκρυβαν, κατά τα λεγόμενό τους, οι χωρικοί. Περικύκλωσαν το χωριό και μάζεψαν όλους τους άντρες άνω των δεκαπέντε χρόνων στην πλατεία. Ο Παπα – Σταυράκης ο Σίσκος ζήτησε να περάσουν μπροστά από την εκκλησία. Τους οδήγησαν έξω από το χωριό σε μια χαράδρα, όπου χώρισαν τους ιερείς για να τους σκοτώσουν, ενώ τους άλλους θα τους πήγαιναν σε μια άλλη χαράδρα επίσης για εκτέλεση. Σ’ όλη τη διάρκεια της πορείας προχωρούσαν κατά τετράδες. Η εκτέλεση ματαιώθηκε τελευταία στιγμή από έναν αξιωματικό, γιο μπέη διπλανού χωριού, που έστειλε δύο αγγελιοφόρους με χαρτί για να σωθούν, ενώ τα γυναικόπαιδα έκλαιγαν για τους ανθρώπους τους. Κατά τη διάρκεια των βασανιστηρίων μέσα στη χαράδρα, ο Τούρκος αξιωματικός έλεγε «Φωνάξτε το Βενιζέλο να σας γλιτώσει».
Επίσης, ο Ουνίτης ιερέας Άνθιμος Σαργολόγος απέστειλε προς το Δήμαρχο Ραιδεστού μακροσκελή έκθεση, όπου εκθέτει ανατριχιαστικές σκηνές βαρβαρότητας και βανδαλισμών των Τούρκων σε βάρος αθώων χριστιανών. Χαρακτηριστικά τονίζει ότι:«Tα χωριά Καλύβια, Χάσκιοϊ, Θυμήτσκιοϊ, Αηλά –Γκιουνού, Λάσγρι, Καδήκιοϊ, Μαστανάρ, Δογάνκιοϊ κλπ. εντός ολίγων ωρών κατέπεσαν εις σωρούς τέφρας» (Θρακικά, τ. ΚΔ σ. 230, στιχ. 32-35).
Στο διάστημα 1918-1920 η Θράκη τελούσε υπό διασυμμαχική κατοχή, που διατηρήθηκε ως τον Μάϊο του 1920. Με τη συνθήκη των Σεβρών, που υπογράφηκε στις 10 Αυγούστου 1920 η ανατολική Θράκη παραχωρήθηκε στην Ελλάδα, ενώ η Κωνσταντινούπολη και τα στενά του Ελλήσποντου κηρύχτηκαν ουδέτερη ζώνη ελεγχόμενη από συμμαχική Επιτροπή. Το ελληνικό κράτος με πρώτο ύπατο Αρμοστή του στη Θράκη τον Αντ. Σαχτούρη, υποσχέθηκε προς όλους ανεξαιρέτως και αδιακρίτως φυλής και θρησκεύματος «πολιτεία φιλελεύθερη, διοίκηση πατρική και φιλόστοργη, προστασία ζωής, τιμής και περιουσίας, ισοπολιτεία και δικαιοσύνη, συμμετοχή στη διοίκηση της χώρας, σεβασμό των ηθών και εθίμων των μουσουλμάνων και ελευθερία θρησκευτική και εκπαιδευτική». Κάλεσε τους χριστιανούς και μουσουλμάνους, «να τείνουν αδελφικά το χέρι μεταξύ τους και με νομοταγή και ειλικρινή τους συνεργασία, να συντελέσουν στην πρόοδο της κοινής τους πατρίδας».
Και η Ελλάδα τήρησε το συμβόλαιο αυτό και η διοίκησή της από το 1920 έως τον Αύγουστο 1922 ήταν υποδειγματική. Σ’ όλη τη Θράκη οργανώθηκε η ελληνική διοίκηση με βάση τις αρχές της δικαιοσύνης, της ισοπολιτείας και της συναδέλφωσης των διαφόρων εθνικών στοιχείων. Στα έτη 1918-1920 συντελέστηκε η παλινόστηση των προσφύγων στις γενέτειρές τους πατρίδες. Στο διάστημα αυτό 69.721 εκτοπισμένοι στην Ανατολή και 82.874 πρόσφυγες από την Ελλάδα γύρισαν στις πατρίδες τους. Οι Έλληνες της Ανατολικής Θράκης, -Βιλαέτια Αδριανούπολης και Κων/πολης-, έφτασαν τις 730.822 ψυχές.
Τότε συντελέστηκε η απελευθέρωση της Δυτικής Θράκης και στη συνέχεια (Ιούλιος 1920) της Ανατολικής Θράκης και η επιστροφή των προσφύγων στις γενέτειρές τους πατρίδες. Η Θράκη κάτω από την ελληνική διοίκηση άρχισε τη συστηματική της αναδιοργάνωση. Δημιουργήθηκαν αμέσως υπηρεσίες εσωτερικής διοίκησης, εκπαίδευσης, δημοσ. έργων, γεωργίας, δικαιοσύνης, περίθαλψης προσφύγων, Υγειον. περίθαλψης, συγκοινωνίας και Εθν. Οικονομίας.
Πόλεις και χωριά πήραν ξανά τις ελληνικές τους ονομασίες. Το Χατζηγύρι ονομάστηκε Γύριννα, η Γκιουμουλτζίνα ονομάστηκε Κομοτηνή. Η Γενική Διοίκηση Θράκης με έδρα την Αδριανούπολη διαιρέθηκε σε (6) έξη νομούς Αδριανούπολης -Καλλίπολης -Ραιδεστού -Σαράντα Εκκλησιών -Έβρου και Ροδόπης. Και η τελευταία σκηνή το δράματος αρχίζει: 0 ελληνικός στρατός έρχεται στη Θράκη το 1920, 12 Ιουλίου καταλαμβάνεται η Αδριανούπολη, σε λίγες μέρες όλη η Ανατολική Θράκη είναι ελληνική. Το Μάη του 1920 είχε γίνει ήδη η ένωση της Δυτικής Θράκης με την Ελλάδα. Με τη συνθήκη των Σεβρών (10 Αυγούστου 1920) η Ελλάδα εκτός από τη Δυτική Θράκη αποκτά και την Ανατολική μέχρι τη γραμμή της Τσατάλτζας (60 χιλιόμετρα από την Κωνσταντινούπολη).
Ντόπιοι πολλοί κατατάχτηκαν τον ελληνικό στρατό. Όλοι οι Έλληνες αγωνίζονταν για να εφαρμοστεί η συνθήκη των Σεβρών, ενώ παράλληλα εξελίσσονταν το σκηνικό στο μικρασιατικό μέτωπο και οι προστάτιδες δυνάμεις φρόντιζαν να ικανοποιήσουν τα συμφέροντά τους στην περιοχή.
Τον Αύγουστο του 1922 καταρρέει το Μικρασιατικό μέτωπο, και αρχίζει και η εκκένωση της Ανατολικής Θράκης.

Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΑΡΧΙΖΕΙ…. Με κλάματα και οδυρμούς οι Έλληνες της Ανατ. Θράκης εγκατέλειπαν τα άγια χώματα της γης των προγόνων και των πατέρων τους κι έπαιρναν το δρόμο της εξορίας τους, γιατί εξορία σήμαινε γι’ αυτούς ο ξερριζωμός τους από την πατρική τους γη, ο δρόμος της προσφυγιάς. Οι Έλληνες της Θρακικής Χερσονήσου έφυγαν ένα μήνα αργότερα, γιατί είχε διαδοθεί ότι θα γινόταν διεθνοποίησή της.
Πρόσφυγες και πάλι οι Έλληνες της Ανατ. Θράκης έφταναν στην Ελλάδα, σαν κυνηγημένα αγρίμια, και διασκορπίζονταν σε διάφορα σημεία της. Άλλοι, όσοι ήταν κοντά σε παράλια της Θράκης μέρη, έφευγαν ατμοπλοϊκώς συναποκομίζοντας ό,τι ήταν δυνατό από την οικοσκευή τους. Άλλοι οδοιπορικώς με τ’ αμάξια φορτωμένα κατευθύνονταν προς τα περάσματα του Έβρου, στην Αδριανούπολη προς Διδυμότειχο, Σουφλί, άλλοι στα Ύψαλα προς Φέρρες, Αλεξανδρούπολη, για να φτάσουν στη Δυτική Θράκη, όπου άλλοι παρέμεναν κι άλλοι συνέχιζαν το δρόμο προς την Κομοτηνή, τη Δράμα, τις Σέρρες και τη Θεσ/νίκη. Οι Χατζηγυριώτες έφυγαν πρόσφυγες από το χωριό τους κι αφού πέρασαν τον ποταμό Έβρο εγκαταστάθηκαν οι περισσότεροι στις Φέρρες. Πίστευαν ότι θα γυρίσουν πίσω στην Πατρίδα. Εκεί, παρέμειναν δύο χρόνια περίπου. Έβγαλαν μια επιτροπή για να μεταβεί στην περιφέρεια Ξάνθης και να βρει τον πιο κατάλληλο χώρο για την εγκατάσταση των προσφύγων. Ήρθε στο τσιφλίκι Αγά Ογλού Μεμέτ Μπέη, που λεγόταν Κοζλάρ. Στην αρχή εγκαταστάθηκαν κοντά στα Κιμμέρια, αλλά μετά από αντίδραση των εκεί κατοίκων, κατέβηκαν πιο κάτω, όπου σήμερα βρίσκεται το χωριό Πηγάδια. Στο μέρος αυτό έφεραν εξήντα οικογένειες. Άλλοι πήγαν στο Εράσμιο Ξάνθης, στο Ερατεινό Καβάλας, στον Άγιο Αθανάσιο Δράμας, στο Δοξάτο Δράμας, στην Παραλίμνη Σερρών και λίγοι αργότερα λόγω της ελονοσίας στην Πόρπη Κομοτηνής. Στο Κοζλάρ εγκαταστάθηκαν οικογένειες από την Αμυγδαλιά Ανατολικής Θράκης, ενώ άλλοι Αμυγδαλιώτες έμειναν στους Κήπους, Πέπλο, Μαΐστρο του Έβρου. Έμειναν στην αρχή σε αντίσκηνα για ένα χρόνο περίπου.
Τα ατμόπλοια πάλι άλλους αποβίβαζαν στην Καβάλα, άλλους στη Θεσ/νίκη κι άλλους νοτιότερα στο Βόλο ή και στον Πειραιά.
Στις 30 Ιανουάριου 1923 υπογράφηκε στη Λωζάνη, δύο περίπου μήνες μετά την έναρξη της ομώνυμης Συνδιάσκεψης, η Σύμβαση για την «ανταλλαγή των ελληνοτουρκικών πληθυσμών». «Μετά τη συμφορά της Μικρός Ασίας, Έλληνες, Αρμένιοι, Κιρκάσιοι πρόσφυγες κατέφθαναν με καράβια κυρίως στη Ραιδεστό, γυμνοί, πεινασμένοι, διψασμένοι, τρομαγμένοι. Πλημμύρισαν την πόλη απαρηγόρητοι που ξεριζώθηκαν από τη γη των προγόνων τους. Η Ραιδεστός αναστατώθηκε. Οι πρόσφυγες έφτασαν τους 80.000. Το νερό και το ψωμί δεν επαρκούσαν. Οργανώθηκε υπηρεσία που φρόντισε να μεταφέρεται νερό με κάρα. Από την Αδριανούπολη έστελναν ψωμί… Γρήγορα οι γηγενείς Έλληνες της Θράκης άρχισαν να αγωνιούν και για τη δική τους τύχη… Οι Έλληνες της Ανατολικής ιδίως Θράκης αγωνιούσαν. Είχαν κακή πείρα από πρόσφατες «σφαγές Ελλήνων που είχαν οργανωθεί από Τούρκους και Γερμανούς, οι οποίες, όπως και οι σφαγές των Αρμενίων, είχαν σκοπό την εξάλειψη της φυλής τους» όπως έγραψε η Morning Post στις 11.12.1919… Στους σταθμούς επικρατούσε πανικός. Οι συρμοί καταλαμβάνονταν «εξ εφόδου» (14.09.1922). Οι οπλισμένες ληστοσυμμορίες των Τούρκων πολλαπλασιάστηκαν… Στις 22.09.1922 ο στρατηγός Νίδερ τηλεγραφεί ότι η Διοίκηση Στρατιάς αναχώρησε στις 9 Σεπτεμβρίου από τη Ραιδεστό με το ατμόπλοιο «Ερμούπολις» για την Αλεξανδρούπολη. 0 Βενιζέλος ζήτησε όπως οι κάτοικοι της Ανατολικής Θράκης εγκατασταθούν προσωρινά στη Δυτική Θράκη.
Το πρόβλημα της μεταφοράς όμως ήταν μεγάλο ήδη πριν υπογράφει η ανακωχή. 0 συρμοί ήταν λιγοστοί. Οι Έλληνες πλήρωναν υπέρογκα ποσά σε Μουσουλμάνους αραμπατζήδες για να τους οδηγήσουν στη Δυτική Θράκη… Χαρακτηριστική είναι η έκκληση των γυναικών της Θράκης.
Η Διοίκηση Θράκης αντιμετώπιζε το οξύ πρόβλημα της εκκένωσης… Γενικά ήταν τραγική η έξοδος των Ελλήνων από τις εστίες τους… Την Τρίτη 8 Νοεμβρίου παραδόθηκε στη Διασυμμαχική Επιτροπή η Διοίκηση της Αδριανουπόλεως… 0 Κ. Γεραγάς εξομολογείται: «Όλοι οι παριστάμενοι εκλαίομεν ως μικρά παιδία».
Ο ενιαίος χώρος της Θράκης των 74.823 τετρ. χλμ., που αποτελεί την πιο ολοκληρωμένη γεωγραφική ενότητα διαμελίστηκε με τις διάφορες διεθνείς λεγόμενες συνθήκες (που σκηνοθετήθηκαν από ανθρώπους με ύποπτα συμφέροντα και ξένους προς τον χώρο της Θράκης) και διαμοιράστηκαν σε τρία τεχνητά οριοθετημένα διαμερίσματα.
Η Βουλγαρία πήρε το μεγαλύτερο τμήμα, τη Βόρεια Θράκη, έκτασης 42.259 τετρ. χλμ. Η Τουρκία την Ανατ. Θράκη, έκτασης 23.921 τετρ. χλμ. και στην Ελλάδα παραχωρήθηκε το μικρότερο τμήμα της, η Δυτική Θράκη, έκτασης μόλις 8.559 τ.χλμ..
Λίγα λόγια για το χώρο στον οποίο ήρθαν πρόσφυγες
Τα Πηγάδια, λοιπόν, που έρχονται οι πρόσφυγες να κατοικήσουν ήταν ένα τσιφλίκι, που λεγόταν Κοζλάρ. Ζούσαν στην αρχή σε αντίσκηνα, ενώ αργότερα κατασκευάστηκαν είκοσι σπίτια, όπου κατοικούσαν όλοι οι κάτοικοι του χωριού, εξήντα οικογένειες. Ένα δωμάτιο το είχαν για εκκλησία. Όταν ήρθαν οι προσφυγές πίστευαν ότι θα γυρίσουν στην Πατρίδα, γι’ αυτό και δεν αγόραζαν τούρκικα κτήματα, αν και τα πουλούσαν σε εξευτελιστική τιμή. Το 1931, έγινε η διανομή κλήρου, από τα δέκα χιλιάδες στρέμματα του αγά, όπου ήταν το τσιφλίκι.
Το χωριό ονομάστηκε Πηγάδια, από τα πολλά νερά που υπήρχαν. Όταν για πρώτη φορά ήρθαν εδώ, τους μάστιζε η ελονοσία και πέθαιναν πολλοί. Η περιφέρεια ήταν δασώδης και υπήρχαν αρκετά άγρια ζώα, λύκοι, αλεπούδες, αγριόχοιροι. Για τα νερά της περιοχής έχουμε αρκετά στοιχεία, που σκιαγραφούν την κατάσταση, στη δεκαετία του ’30. Η τότε κατάσταση: Ο χείμαρρος Ξάνθης διασπάται Ν.Α των Πηγαδίων και χύνεται στη Βιστωνίδα. 0 χείμαρρος Κιμμερίων περνά λίγο έξω από τα Πηγάδια, διχάζεται και το ένα σκέλος ενώνεται στο Ζυγό με το χείμαρρο Ξάνθης, ενώ το άλλο σκέλος φέρνει βόλτα τα λειβάδια των Πηγαδίων, κοντά τη Φελώνη ενώνεται με το χείμαρρο Ξάνθης.
0 χείμαρρος Πουλτσίτσρας Κιμμερίων διέρχεται από τα χωριά των Πηγαδίων ανατολικά, καταλήγει στο έλος Κοζλάρ. Το έλος Κοζλάρ ή Τιρπάν Γκιόλ, σχηματίζεται από νερά χειμάρρων των Κιμμερίων και τις πηγές του χωριού. Μια πηγή στα Πηγάδια, 300 μέτρα από το χωριό, πολύ σημαντική, είχε το Σεπτέμβρη του 1933 παροχή 40 λίτρα το δευτερόλεπτο. Καταλαβαίνουμε λοιπόν, ότι τα Πηγάδια ήταν «πνιγμένα» σε ρέοντα και στάσιμα νερά, εξ ου η ελονοσία που σιγά σιγά καταπολεμήθηκε.
Να σημειώσουμε ότι οι χείμαρροι, που δεν είχαν σταθερή κοίτη, συχνά πλημμύριζαν. Πλημμύρες είχαμε κάθε χρόνο σχεδόν, κάθε πέντε χρόνια όμως η κατάσταση ήταν τρομακτική. Οι χειμερινές καλλιέργειες καταστρέφονταν, αντίθετα, όταν αποσύρονταν τα χειμερινά νερά, οι εαρινές καλλιέργειες πήγαιναν πολύ καλύτερα. Όμως τους συντρόφευε η αβεβαιότητα, το καρδιοχτύπι για τις χειμερινές καλλιέργειες. Ο Φ. Αλτσιτζόγλου στο βιβλίο του «Οι Γιακάδες και ο Κάμπος της Ξάνθης», 1941 (στοιχεία του για τη δεκαετία 1930 – 40 χρησιμοποιήσαμε παραπάνω), γράφει χαρακτηριστικά:
«Την απογοήτευσή του επιτείνει και το γεγονός ότι οι καταστροφές αφορούν κατά 95% περίπου τις καλλιέργειες του σιταριού. Είναι γνωστή η ψύχωση των προσφύγων από την Ανατολική Θράκη για το σιτάρι. Πρόσφυγες Ανατολικοθρακιώτες κατά πλειονότητα οι παραγωγοί της παραπάνω περιοχής που πλημμυρίζει, δεν ικανοποιούνται. Η χαρά της καλής εσοδείας δεν τους ανακουφίζει, αν δεν πετύχει η σιτοκαλλιέργειά τους, έστω και αν οι άλλες χειμερινές ή και εαρινές καλλιέργειες πετύχουν πολλαπλάσια. Ο Θρακιώτης είναι ήσυχος μόνο όταν γνωρίζει ότι η αποθήκη του είναι γεμάτη σιτάρι. Όποια σημασία έχει για τον άλλο κόσμο το ρευστό χρήμα, τέτοια έχει γι’ αυτόν το σιτάρι».
Στην περιοχή Πηγαδίων παράγουν τότε και πουλούν επίσης καρπούζια και (λιγότερο) πεπόνια, ενώ υπάρχει ένας από τους 10 οπωρώνες του κάμπου της Ξάνθης. Η καπνοκαλλιέργεια είχε απαγορευτεί στην περιοχή αυτή.
Στο χωριό χτίζεται σχολείο στα 1928 αρχικά, αργότερα συμπληρώνεται στα 1957. Να προσθέσουμε ότι, σύμφωνα με την απογραφή του 1991 οι κάτοικοι του χωριού είναι 634, η έκτασή του είναι 12.000 στρέμματα. Η κύρια ασχολία είναι η γεωργία και η κτηνοτροφία. Τη δεκαετία του ’70 είχαμε μετανάστευση στη Γερμανία κυρίως, αλλά και στα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας. Στο χωριό λειτουργεί διθέσιο δημοτικό σχολείο, νηπιαγωγείο, ΚΑΠΗ, αγροτικό εξεταστήριο, πολιτιστικός και αθλητικός σύλλογος.
ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΣΤΟ ΧΑΤΖΗΓΥΡΙ
Πρωτοχρονιά
- Όποιος ερχόταν επισκέπτης ανήμερα την πρωτοχρονιά πρώτος στο σπίτι, τον βάζανε πίσω από την πόρτα, καθόταν πάνω στη σκούπα, τον κερνούσαν και, αν ήταν μικρός του έδιναν χρήματα. Αυτό γινόταν για να πάει καλά η χρονιά και για να έχουν πολλές κλώσες με πουλιά.
- Φτιάχνουν βασιλόπιτα, βάζοντας μέσα διάφορους σπόρους που τους ονοματίζουν- άλλος τυχαίνει τα χωράφια, άλλος τα ζώα, άλλος το σπίτι….
- Για να δούνε αν θα γίνουν τα σπαρτά, φτιάχνουνε ζυμάρι και το ρίχνουν σε μια πυρακτωμένη πέτρα, για κάθε είδος καλλιέργειας, και την πηγαίνουν το πρωί στη βρύση. Την άφηναν εκεί και έπαιρναν νερό, χωρίς να μιλήσουν. Με το νερό τούτο ζυμώνανε τη βασιλόπιτα.
- Για να κάνουν πολλές κότες, έβγαζαν πριν βγει ο ήλιος και τις τάϊζαν με το κόσκινο και έλεγαν «όσες τρύπες έχει το δρομόνι, τόσα πουλάκια να βγούνε».
Θεοφάνεια
- Έριχναν έναν άνθρωπο στα νερά, επειδή ο Χριστός βαπτίστηκε. Έβαζαν στοιχήματα: «Έχεις από μένα τόσο κρασί, αν τον ρίξεις αυτόν που περνά στο νερό», κι ο άλλος έδινε πιο πολλά, και τον έριχναν. (Πέρασε από τα Πηγάδια ένας μπέης, ο Ραχήμ του Πολυσίτου, με τον υπάλληλό του, και τον υπάλληλο τον έριξαν στο νερό. 0 μπέης κατάφυγε στη δικαιοσύνη, και τιμωρήθηκαν με ελαφριά ποινή).
- Για να διατηρήσουν το θρησκευτικό συναίσθημα στην πατρί-, δα και να θαυμάζουν οι Τούρκοι, περιέφεραν τις εικόνες και το σταυρό στο χωριό και έλεγαν «Κύριε ελέησον» τα μικρά παιδιά.
- Επίσης, το σταυρό (έναν μικρό από την πατρίδα) τη μέρα των Θεοφανείων τον έβαζαν μέσα σε κουλούρια ή άρτους και τα μοίραζαν στην εκκλησία- όποιος τύχαινε το σταυρό, πρόσφερε γεύμα στους συγχωριανούς τους και για ένα χρόνο άναβε καθημερινά το καντήλι στο εικόνισμα.
Κυριακή της Τυροφάγου
- Το βράδυ οι συγγενείς πήγαιναν στο πατρικό τους σπίτι και έτρωγαν όλοι μαζί. Οι μικρότεροι ζητούσαν συγχώρεση από τους μεγαλύτερους με ασπασμό του χεριού.
Αποκριά
- Η γυναίκα πήγαινε στο σπίτι του Κουμπάρου, έκανε τρεις μετάνοιες και του έπλενε τα χέρια.
Καθαρή Δευτέρα
- Μαζεύονταν όλοι στην πλατεία και κρεμούσαν τα σκυλιά ή τις γάτες ώστε να εκσφενδονίζονται ψηλά.
Αγίου Θεοδώρου
- Κλέβανε διάφορα πράγματα από τις αυλές των κοριτσιών που αγαπούσαν και τα έβγαζαν στην πλατεία.
- Έβαζαν κουλούρα στα κέρατα των ζώων, για να γίνουν τα εισοδήματα.
- Πήγαιναν σιτάρι στην εκκλησία. Τα κορίτσια έπαιρναν κρυφά από το διαβασμένο αυτό σιτάρι και το έσπερναν κάτω από ένα γεφυράκι που έφτιαχναν οι ίδιες με δύο πέτρες σε σταυροδρόμι, για να περάσει από πάνω ο νέος που αγαπούσαν και όταν θα γινόταν το θέρισμα, να το θερίζουν παντρεμένοι.
Άγιος Ιωάννης
- Έβαζαν φύλλα συκιάς στις στέγες των σπιτιών από το βράδυ και όποιου φύλλο μαραίνονταν το πρωί, αυτός θα πέθαινε γρήγορα.
Άγιος Μόδεστος (Προστάτης ζώων)
- Πήγαιναν στην εκκλησία έξω και έβαζαν να καίγεται ένα γουρούνι. Από πάνω περνούσαν τα ζώα.
Ασθένειες
- Για προστασία, όλο το χρόνο, και για να μην μπει η αρρώστια, έβαζαν τα Χριστούγεννα ένα δρομόνι στην καπνοδόχο και μέχρι να μετρήσουν τις τρύπες, λαλούσαν τα κοκόρια και έφευγαν οι αρρώστιες.
Αρραβώνας
- Έδιναν χρήματα για να πάρουν τη νύφη (μπαμπά χακί, τράχωμα).
- Τα πίματα: πίνανε όλο το βράδυ οι συμπέθεροι και το πρωί πήγαιναν με τα όργανα στο γαμπρό.
Γάμος
- Μετά το γάμο, την τέταρτη μέρα, η νύφη ντυνόταν πάλι, πήγαινε με την κανάτα νερό στο γαμπρό, προσκυνούσε και του έπλενε τα χέρια. Ύστερα,, γέμιζε τις στάμνες και έριχνε χρήματα για τα παιδιά. Το ύφασμα που έβαζαν στην πλάτη για τις στάμνες ήτανε το λαϊνοπάνι.
Παιδιά
- Την τρίτη μέρα, μετά τη βάφτιση, τα έλουζαν και τα νερά, επειδή είχαν το αγνό μύρο, τα έριχναν μέσα στο παχνί, επειδή και ο Χριστός είχε γεννηθεί σε φάτνη. Το νερό το έριχναν ένα αγόρι και ένα κορίτσι.
- Αν δε ζούσαν τα παιδιά που γεννούσε μια μάνα, μάζευε από σαράντα πρωτοστεφάνωτες παλιά νομίσματα, τα έλιωνε και έκανε έναν χαλκά, που τον περνούσε στο παιδί μόλις γεννιόταν· το έβαζε το ταψί που ήταν αγάνωτο για να ζήσει. Το ταψί έμενε αμεταχείριστο.
Βιβλιογραφία
Θαν. Μουσόπουλου: «Τα Πηγάδια Ξάνθης: Μια Οδύσσεια από την Ανατ. στη Δυτ. Θράκη»