οι Σαρακατσάνοι της περιοχής μας

Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΩΝ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΩΝ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΑΣ

   Οι Σαρακατσάνοι της περιοχής μας είναι κυρίως εγκαταστημένοι στη Γλυφάδα, όπου κατοικούν μαζί με τους μουσουλμάνους του χωριού. Στο χωριό διαμένουν και λίγοι μουσουλμάνοι με καταγωγή από την Βουλγαρία. Όλες οι άλλες οικογένειες είναι οικογένειες Σαρακατσάνων που εγκαταστάθηκαν εδώ σταδιακά από το 1923 έως το 1928 σε Τσιφλίκια και το 1954 σε σπίτια.

Σποραδικά επίσης, και κατά οικογένειες, έχουν εγκατασταθεί στην Πόρπη, στη Σάλπη και στο Γλυκονέρι. Οι Σαρακατσάνοι  άφησαν τη νομαδική ζωή κι εγκατα­στάθηκαν στα χωριά μας περί το 1950. Σύμφωνα με την προφορική παράδοσή τους, οι Σαρακατσάνοι κατάγονται α­πό την Ήπειρο και μετακινήθηκαν από εκεί λόγω πιέσεων που δέχθηκαν από τους Τούρκους. Επίσης, οι εγκαταλειμμένοι σήμερα οικισμοί Λούρα και Θερινή της περιοχής θεωρείται ότι προήλθαν από σαρακατσανέϊκες εγκαταστάσεις, κα­θώς στήθηκαν εκεί οι πρώτες καλύβες όσων ήρθαν. Έστησαν λοιπόν καλύβες σε διάφορα σημεία, κατά φάρες, ανάλογα με τα βοσκοτόπια που υπήρχαν στην περιοχή. Σύμφωνα με τον Δημ. Παπουλιά οι Ζαρραίοι και οι Μπανιωταίοι έστησαν τις καλύβες τους προς την Αρωγή και τη διασταύρωση του Φαναριού, ενώ οι κοινότητες προέλευσής τους ήταν η Ζαρκαδιά Καβάλας, ο Άβαντας Έ­βρου, τα Άβδηρα Ξάνθης, το Χρυσοχώρι Καβάλας, τα Λουτρά Έβρου, το Μι­κρό Δέρειο Έβρου και το Σιδηρονέρι Δράμας.

Ο Δημ. Παπουλιάς επίσης έχει καταγράψει σημαντικά στοιχεία για την προέλευση και τη συγκρότηση των κυριότερων οικογενειών Σαρακατσάνων του οικισμού, για τις οικογένειες δηλαδή Ζάρρα, Κουρκούτα, Μπουρδούνη, Ρό­ιδου, Χατζόπουλου και Μπάτζιου. Αξίζει ίσως να παρατεθούν τα στοιχεία αυ­τά, που δείχνουν την ιστορική προέλευση των Σαρακατσάνων του οικισμού:

Στη Γλυφάδα και στη Σάλπη εγκαταστάθηκε η οικογένεια Ζάρρα: Ήρθαν το 1927 από την Αλβανία. Έζησαν στην περιο­χή του Κιλκίς, γι’ αυτό τους αποκαλούσαν και “Μακεδόνες”. Ντύνονταν όπως οι Ηπειρώτες, άσπρα τσακσίρια οι άντρες και οι γυναίκες μακριές μακεδονικές φούστες.

Κουρκούτα: Ζούσαν στην περιοχή της Άρτας. Στη Θράκη βρέ­θηκαν το 1870 και ζούσαν στην Αίνο και στη Ραιδεστό, ( Ροδοστό για τους ίδιους), και την άνοιξη, το καλοκαίρι και το φθινόπωρο στα Μελενίκια, τον Αη – Γιάννη και το Σαμάκοβο. Περισσότερο κινούνταν μεταξύ Φιλιππουπόλεως, (Φιλιμπέ για τους ίδιους), και Ραιδεστού. Την παραγωγή τους την πουλούσαν στην Κωνσταντι­νούπολη, από όπου έκαναν και τις προμήθειές τους. Ήρθαν το 1922 από τις Σαράντα Εκκλησιές και πέρασαν τον Έβρο από το Σουφλί.

Μπουρδούνη: Ζούσαν στην Ανατολική Θράκη και ήρθαν το 1922 έχοντας κοινή πορεία με τις οικογένειες Κουρκούτα.

Ρόιδου: Στη διάρκεια των βαλκανικών πολέμων έφυγαν από την περιοχή των Ιωαννίνων και βρέθηκαν στο Νομό Θεσσαλονί­κης. Το 1918 ήρθαν στη Ροδόπη και έμεναν στην Απολλωνιάδα για ένα χρόνο. Η Απολλωνιάδα ήταν προσφυγικό χωριό από κα­τοίκους της Απολλωνίας Προύσας. Βρισκόταν δυτικά του Γλυκο- νερίου, στις όχθες της Βιστονίδας. Ζούσαν από τη λίμνη. Τους σκόρπισε η ελονοσία. Πριν καταλήξουν στη Γλυφάδα, έζησαν στο Παρανέστι Δράμας με Πόντιους.

Χατζόπουλου και Μπάτζιου: Ζούσαν και κινούνταν το χειμώ­να στην Αίνο και το καλοκαίρι στα βουνά της Νότιας Βουλγαρίας. Ήρθαν το 1922 όπως όλοι Θρακιώτες. Προχώρησαν προς τις Σα­ράντα Εκκλησιές και πέρασαν με τα κοπάδια από το Σουφλί στη Δυτική Θράκη, από γέφυρα που είχε τοποθετήσει ο στρατός για τη διέλευση των προσφύγων. Ένα χρόνο έμειναν στην Κίρκη, και με­τά ήρθαν στην περιοχή των τσιφλικιών. Κατάγονται από τα Τζου­μέρκα.

Οι Χατζοπουλαίοι παλαιότερα είχαν το επίθετο Κρυστάλλης, και τόπο καταγωγής θεωρούν τη Δωδώνη Ηπείρου. Ο Γιάννης Χατζόπουλος, λέει, ότι κατάγονταν από τον περίφημο κλέφτη γέρο – Δήμο και το επίθετο Χατζόπουλος βγήκε από την προσκύνηση των αγίων τόπων.

Γκουντάκου:  Με καταγωγή από το Σαράκοβο Ηπείρου, μετακινήθηκαν από εκεί λόγω πιέσεων που δέχθηκαν από τους Τούρκους. Μέχρι το 1918, ζούσαν και κινούνταν το Χειμώ­να στη νότια Βουλγαρία (Χάσκοβο) και 40 Εκκλησιές (Κιρκ Κιλισέ) και το καλοκαίρι στα βουνά της Ροδόπης. Από το 1918, που η Θράκη τελούσε υπό συμμαχική διοίκηση, μετακινήθηκαν προς τις Σα­ράντα Εκκλησιές και το 1922 πέρασαν με τα κοπάδια από το Σουφλί στη Δυτική Θράκη, από γέφυρα που είχε τοποθετήσει ο στρατός για τη διέλευση των προσφύγων. Έμειναν αρχικά στη Συκορράχη. Εκεί υπήρχαν πάμπολλες τότε σαρακατσάνικες καλύβες. Το Καλοκαίρι έβοσκαν τα κοπάδια τους στη Ροδόπη και το χειμώνα στην περιοχή των τσιφλικιών (τσιφλίκια του Λαλάκου), στο Μητρικό, τομ οποίο μάλιστα ήταν οικισμός αργότερα της ΖΚοινότητας Παγουρίων, κοντά στη Μολυβωτή. Στην Πόρπη εγκαταστάθηκαν  το 1956 4 οικογένειες Γκουντάκου ( Ιωάννης, Κώστας, Ευάγγελος και Γιώργος) και η οικογένεια Φλωροκάπη Κων/νου με τα  παιδιά τους. Οι οικογένειες αυτές έχουν συγγενικές σχέσεις. Γενάρχες τους θεωρούνται τα αδέρφια Κίτσος (Χρήστος) και Πέτρος Γκουντάκος. Ο Χρήστος είχε γυιο τον Κώστα και με τη δεύτερη σύζυγό του, που από τον πρώτο της γάμο είχε γυιο τον Κώστα Φλωροκάπη) απέκτησε τον Γιάννη και δύο κορίτσια. Στην αρχή διέμεναν σε πρόχειρες καλύβες, μέχρι να κτίσουν τα σπίτια τους.

Οι Σαρακατσάνοι της Πόρπης θεωρούνται με βάση τον γεωγραφικό τους προσδιορισμό, ανάλογα δηλαδή με το που ξεχειμώνιαζαν ή μετακινούνταν, Πολίτες, από την περιοχή των 40 Εκκλησιών. Συνολικά αρχικά εγκαταστάθηκαν στην Πόρπη 5 οικογένειες: η οικογένεια Ιω. Γκουντάκου αγόρασε το οικόπεδο του Τζιμόπουλου, κοντά στην πλατεία και η οικογένεια Κων/νου Γκουντάκου το οικόπεδο του Κέλλη, ενώ στις οικογένειες Ευάγγελου και Γιώργου Γκουντάκου παραχωρήθηκαν οικόπεδα, όπως και στην οικογένεια Φλωροκάπη. Οι γενάρχες των οικογενειών αυτών Χρήστος, Πέτρος και Κώστας φορούσαν ακόμη την παραδοσιακή σαρακατσάνικη στολή, την οποία οι νεότεροι έπαψαν να φορούν.

sara4

   Το 1963 στους Σαρακατσάνους της Πόρπης προστέθηκαν οι αδερφοί Μίγγου, Δήμος και Χρήστος. Ήρθαν από το Χαλκερό Καβάλας. Στην Πόρπη είχαν συγγενείς τους Γκουντακαίους (αδερφή των αδερφών Μίγγου ήταν η Αναστασία, σύζυγος του Κώστα Γκουντάκου). Αργότερα, πήραν οικόπεδα στην περιοχή που μένουν  και τώρα. Βέβαια, η οικογένεια του Δήμου Μίγγου πούλησε το οικόπεδο και τα υπάρχοντα κτίρια στον Χαράλαμπο Αστράκη, αφού πια δεν ζει στο χωριό κανένα από τα πέντε του κορίτσια.

       ∑το γάμο κάναμε μεγάλο γλέντι. Τραγούδια όλα με το στόμα, ούτε όργανα ούτε τίποτα. Δύο παρέες, μισοί από δω μισοί από κει. Στο χορό όποιος έμπαινε μπροστά έλεγε μόνος του το δικό του τραγούδι και ακολουθούσαν οι άλλοι. Το φθινόπωρο του 1954 ήλθαμε εδώ στην Πυλαία και νοικιάσαμε σπίτι και σιγά-σιγά φτιάξαμε και το δικό μας. Στο χωριό όταν ήλθαμε δεν μας ήθελαν και είχαμε προβλήματα. Τι να κάνουμε, μπήκαμε μεσ΄ στον κόσμο – ανακατέφκαμαν. Είχαμε και πρόβατα εδώ και τα πηγαίναμε πάλι στην ίδια περιοχή, στη Δαδιά. Τα πρόβατα τα κρατήσαμε μέχρι το 1973.

     αφήγηση του μπαρμπα Σπύρου Νάστου στο http://sarakatsanoi.blogspot.gr

Μετά τη δεκαετία του ’60 και τη μόνιμη εγκατάστασή τους οι Σαρακατσάνοι ε­γκατάλειψαν τις ποιμενικές ενασχολήσεις τους κι εντάχθηκαν στη θρακιώτικη κοινωνία. Σπούδασαν τα παιδιά τους, επιδόθηκαν κυρίως στη γεωργία αλλά και σε άλλες δραστηριότητες, έσμιξαν με τους θρακιώτες και τα νεότερα μέλη των οικογενειών τους παντρεύτηκαν με συντρόφους διαφορετικής καταγωγής. Η αλλαγή αυ­τή των επαγγελματικών και κοινωνικών συνθηκών τους έφερε μια ανάλογη τροποποίηση στον παραδοσιακό τους πολιτισμό. Όπως συμβαίνει και σε άλλες περιπτώσεις, εγκατέλειψαν πολλά από τα στοιχεία του υλικού βίου, διατήρησαν όμως δεδομένα της κοινωνικής δομής τους, των ηθών και των εθίμων τους.

   Σήμερα, η μνήμη αποτελεί τον κυριότερο παράγοντα αντίστασης των Σαρακατσά­νων, απέναντι στη λήθη της νέας καθημερινότητάς τους. Αντιστέκονται με το να θυμούνται, να διατηρούν τους παραδοσιακούς χορούς και τα τραγούδια τους και να αναβιώνουν έθιμα όπως τα “καλογιάννια ”, την πανελληνίως γνωστή ε­ορτή του κλήδονα (24 Ιουνίου), με τα πυρολατρικά έθιμα και τα παραδοσιακά μαντεύματα του κλήδονα. Μάλιστα, στη διασταύρωση του δρόμου του Φα­ναρίου με την οδό Κομοτηνής – Ξάνθης έχει αναπαρασταθεί ένας παραδοσια­κός σαρακατσάνικος οικισμός με τις καλύβες του, όπου γίνεται και η αναπαρά­σταση του εθίμου που προαναφέρθηκε.

Website Powered by WordPress.com.

ΠΑΝΩ ↑

Αρέσει σε %d bloggers: