μια μικρή αφήγηση
Με την οικογένεια Θανάση Κωνστανταράκη είμαστε κουμπάροι. Μια κουμπαριά που στηρίχθηκε στην αμοιβαία εκτίμηση και στο σεβασμό που έτρεφαν ο ένας για τον άλλο. Δεν ξέρω πώς προέκυψε η κουμπαριά. Δεν υπήρχε προηγούμενη κουμπαριά, οικογενειακή, ούτε συγγένεια ούτε καν κοινή καταγωγή. Χατζηγυριώτης ο ένας, Μασταναριώτης ο άλλος. Η κοινή εκτίμηση ήταν η αιτία. Στις 22 Σεπτεμβρίου 1956 ο πατέρας μου στεφάνωσε τον Θανάση Κωνστανταράκη και την Αθηνά Βουλγαράκη. 24 χρόνων ο γαμπρός 19 μόλις η νύφη. Αργότερα αξιώθηκαν οι γονείς μου και να βαφτίσουν τους καρπούς αυτού του γάμου, την Πασχαλιώ και το Δημήτρη.
Το μόνο που θυμάμαι για το γάμο αυτόν, από τις σχετικές διηγήσεις, ήταν τα παράπονα της νύφης που ποδοπατήθηκε λίγο βάναυσα την ώρα της στέψης στην εκκλησία αλλά τι μπορούσε να πει εκείνη την ώρα! Σύμφωνα με το έθιμο, στο τέλος του Απόστολου, όταν ο ψάλτης λέει: «η δε γυνή ίνα φοβήται τον άνδρα«, ο γαμπρός πατούσε, κρυφά υποτίθεται και διακριτικά, το πόδι της μέλλουσας συζύγου, ως ένδειξη του ποιος θα έχει το «πάνω χέρι» στην καινούργια ζωή του ανδρόγυνου. Έλα, όμως, που ο γαμπρός, δυνατός αλλά λιγάκι άτσαλος, στην αγωνιώδη του προσπάθεια να βρει το ποδαράκι της μικρόσωμης νύφης την τσαλαπάτησε! Οπότε τηρήθηκε το έθιμο αλλά καθόλου διακριτικά.
Φτωχοί άνθρωποι όλοι, βασανισμένοι, βομβαρδισμένοι από την ορφάνια. Ο Θανάσης, ορφανός από μητέρα από τα οκτώ του χρόνια, σχεδόν δεν γνώρισε μάνα και μεγάλωσε σε μια οικογένεια με άλλα δύο αδέρφια -το τέταρτο αγόρι της οικογένειας δόθηκε για υιοθεσία ενώ η μοναδική αδερφή πέθανε μικρή- με τον πατέρα του, χωρίς γυναικεία παρουσία στο σπίτι! Πατέρας και τρία αγόρια τα κατάφεραν σε μια εποχή που η έλλειψη γυναικείων χεριών ήταν αδιανόητη, γιατί όλα όσα αφορούν τη διατροφή και το ντύσιμο γινόταν από τη γυναίκα. Αυτή έγνεθε, έπλεκε, κεντούσε, ζύμωνε, μαγείρευε, έπλενε, μπάλωνε… Για να μην αναφέρω και τον σπουδαίο της ρόλο στην ανατροφή και διαπαιδαγώγηση. Κι όμως, κατάφεραν να βγουν όλοι τους, καλοί νοικοκύρηδες, πολιτισμένοι κι αξιοπρεπείς! Φαίνεται πως ο παππούς Μαυρουδής έπαιξε και το ρόλο της μάνας, που έλειπε, πληρέστατα!
Η Αθηνά Βουλγαράκη έμεινε ορφανή από πατέρα μωράκι, τριάμισυ μόλις χρονών! Ο πατέρας της Δημήτρης έπεσε μαχόμενος ηρωικά στα αλβανικά βουνά, στις αρχές του 1941. Ήταν γεννημένος το 1919. Όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος, θα απολυόταν σε 2 μέρες, ως προστάτης οικογένειας. Ήταν ορφανός, παντρεμένος με τη Σουλτάνα, γένος Χρ. Αργυρακάκη και μητέρα τη Ζαχαρένια Ξενάκη, συζ. Πασχάλη Βουλγαράκη και άφησε ορφανές δυο κόρες, την 3 περίπου χρονών Αθηνά και τη Βασιλική, 1 έτους (Βασιλακάκη σήμερα). Σε μια εποχή που μετά τον αλβανικό πόλεμο όχι μόνο δεν υπήρχε κράτος πρόνοιας ούτε κάποια κρατική βοήθεια αλλά ακολούθησε μια σκληρή κι απάνθρωπη Κατοχή και η επιβίωση ήθελε μπράτσα, δύναμη, χέρια. Η οικογένεια Βουλγαράκη δεν ειδοποιήθηκε καν για το θάνατο του Δημήτρη Βουλγαράκη. Αυτό έγινε πολύ αργότερα.
Κι ο κουμπάρος που τους στεφάνωσε, ο πατέρας μου, είχε την ίδια και χειρότερη από αυτούς μοίρα. Έχασε και πατέρα (στα 5 χρόνια του) και μητέρα (στα 9 του). Πεντάρφανος, με μια γιαγιά μόνο που τον περιμάζεψε παιδάκι. Κι επιπλέον με μια σοβαρή αναπηρία που τον τυράννησε μια ζωή, κυρίως όμως μέχρι τα 26 του, όταν επιτέλους κατάφερε να κάνει μια δύσκολη εγχείρηση, που δεν θεράπευσε την αναπηρία αλλά τουλάχιστον σταμάτησε τον πόνο κι έκανε πιο ανθρώπινη τη ζωή του.
Ο πατέρας μου Σταύρος κι ο κουμπάρος Θανάσης ήταν δυο φαινομενικά διαφορετικοί άνθρωποι: αδύναμος κι ασθενικός ο πατέρας μου, ανάπηρος και λιπόσαρκος. Ταύρος ο κουμπάρος, θηρίο με υπερφυσικές δυνάμεις και στιβαρή σωματική κατατομή. Άνθρωπος του πνεύματος ο πατέρας μου, λεπτός στους τρόπους του και προσεκτικός στα λόγια του. Άγαρμπος και σχεδόν αγράμματος ο κουμπάρος, δεν δίσταζε να τα πει «χύμα και τσουβαλάτα», όπως τα ένιωθε. Με ιώβεια υπομονή ο πατέρας μου. Δεν τον άκουσα ποτέ, κι όταν λέω ποτέ, ΠΟΤΕ- να θυμώσει και πολύ περισσότερο να βλασφημήσει ή να βρίσει. Ο κουμπάρος θύμωνε εύκολα, ήταν ανυπόμονος. Κι όταν θύμωνε πετούσε εύκολα κάτι ξεγυρισμένα «γαλλικά»!
Κάποτε, αρχές του ’80, μόλις είχε γίνει ο αναδασμός και οι γεωτρήσεις, είμαστε στο χωράφι και εγκαθιστούσαμε τους κεντρικούς σωλήνες που μετέφεραν το νερό από την πομώνα στο χωράφι. Ο κουμπάρος, δυνατός αλλά και καλύτερος γεωργός, είχε τον πρώτο λόγο. Κουβαλούσαμε και ενώναμε τους βαριούς σωλήνες, αφήνοντας όπου χρειαζόταν αναμονές για να ποτίζεται το χωράφι και βάζοντας τάπες. Κάποια στιγμή, προσπαθώντας ο κουμπάρος να κουμπώσει το σωλήνα με μια τάπα ολοφάνερα μεγαλύτερου μεγέθους- με τα τεχνικά θέματα δεν το πολυείχε- άρχισε τα βρισίδια, άσχημα μάλιστα, νομίζοντας πως είναι μόνος και δεν τον ακούει κανείς. Την ώρα λοιπόν που «κατέβαζε ΧριστοΠαναγίες» βλέπει κοντά του τον πατέρα μου. Ντράπηκε αμέσως και θέλοντας να διορθώσει τη βρισιά που ήδη είχε βγει από το στόμα του συμπλήρωσε πονηρά: που λεν κι οι Καβακλιώτες. Λες και μόνο αυτοί έβριζαν!
Μια άλλη φορά ο κουμπάρος, όταν πρωτοήρθαν τα καρούλια, γύρω στο ’90 λίγο έλειψε να πάθει κάτι τραγικό. Πότιζε σε ένα απόμερο μέρος το χωράφι του κι επειδή τα καλαμπόκια ήταν ήδη ψηλά και δεν μπορούσε να δει σε ποιο σημείο ποτίζονταν το χωράφι, ανέβηκε πάνω στο καρούλι που πότιζε για να δει από ψηλά. Έλα όμως που δεν είχε μπλοκάρει το καρούλι. Ανεβαίνοντας γλίστρησε και τα πόδια του, καθώς κρέμονταν ανάποδα εγκλωβίστηκαν στις ακτίνες του μηχανήματος που γύριζε αργά και βασανιστικά. Ήταν θέμα χρόνου να συνεχίσει τη δουλειά του το καρούλι και να συνθλίψει κυριολεκτικά τον άμοιρο κουμπάρο που φώναζε όσο είχε δυνάμεις, αλλά φωνή βοώντος εν τη ερήμω. Ποιος να περάσει από ένα τόσο απόμερο σημείο, να ακούσει ή να δει μες στα καλαμπόκια! Έλα όμως που ο καλός Θεούλης αλλιώς όριζε τη μοίρα του! Βρέθηκε άνθρωπος που πέρασε, άκουσε, είδε κι απελευθέρωσε τον εγκλωβισμένο κουμπάρο. Όταν έμαθα το περιστατικό τον επισκέφτηκα. Λες και είχε γεράσει σε μια μέρα κατά είκοσι χρόνια. Ταλαιπωρημένος, μελανιασμένος, με πολύ έντονους μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια του μου διηγήθηκε το συμβάν, γνωματεύοντας στο τέλος: «είπε ο Θεός: καλός άνθρωπος είναι ο Θανάσης, ας μην του πάρω τη ζωή. Αλλά έχει ένα ελάττωμα: βρίζει. Σφίξτον λοιπόν να βάλει μυαλό!«
Κάτω, όμως, από τις φαινομενικές διαφορές τους έκρυβαν το ίδιο υπόβαθρο. Η φτώχεια και η ορφάνια τους είχε μπολιάσει με σταθερές αξίες: τιμιότητα, ειλικρίνεια, μπέσα, εργατικότητα, καρτερικότητα. Καθαρό βλέμμα κι ακόμα πιο καθαρή ψυχή. Πραγματικοί μαχητές της ζωής, με αξιοθαύμαστη αντοχή σε δυσκολίες δεν το έβαζαν ποτέ κάτω. Συμπορεύτηκαν πολλά χρόνια στη ζωή τους, συνεργάστηκαν, αλληλοεξυπηρετήθηκαν, ο καθένας με τον τρόπο του. ΠΟΤΈ δεν υπήρξε σκιά στη σχέση τους. Ποτέ το συμφέρον ή κι η κακοκεφιά, ή η κακή διάθεση που όλοι δικαιούμαστε κάποτε να έχουμε δεν βάρυναν με κάτι αρνητικό την κουμπαριά μας. Έτσι η λέξη «κουμπάρος» έγινε για μας λέξη σεβάσμια, σχεδόν ιερή.
Θυμάμαι με νοσταλγία τις κοινές συντροφιές: και στο σπίτι στις γιορτές και στο χωράφι. Στις γιορτές «πλημμύριζε» η ατμόσφαιρα με όμορφες διηγήσεις από το κοινό τους παρελθόν. Αφηγούνταν περιστατικά, όπως π.χ. την περιπετειώδη μετάβασή τους στη Μέση για να πάρουν την ενίσχυση που έδινε τότε η ΟΥΝΡΑ (με πείνα, ταλαιπωρία και πολύωρη αναμονή πήραν δυο άχρηστα δώρα, ένα αμερικάνικο φουστάνι υπερπαραγωγή ο κουμπάρος κι ένα ζευγάρι αρβύλες πολύ μεγάλες ο πατέρας μου). Ή τις περιπέτειες του κουμπάρου στη Γερμανία με το σκύλο του αφεντικού του, τον Ρίκο. (Ο Ρίκο απολάμβανε καλύτερη ζωή από τους Gastarbeiter μετανάστες, πράγμα που οδήγησε το -μη ζωόφιλο- κουμπάρο στην τιμωρία του Ρίκο, όταν έμειναν μόνοι σε μια αποθήκη. Έλα όμως που οι σκύλοι θυμούνται! Έτσι φανερώθηκε στο Γερμανό το κρυφό συμβάν). Μέσα από τις αφηγήσεις αυτές γνωρίσαμε τον κόσμο τους, τον εξωτερικό, τις συνθήκες που μεγάλωσαν κι ανατράφηκαν, αλλά και τον εσωτερικό, τα συναισθήματά τους, τον τρόπο σκέψης τους, τις αξίες τους.
Έναν κόσμο που, δυστυχώς, χάνεται σήμερα. Ίσως και γι’ αυτό μας λείπουν ακόμη περισσότερο τέτοιοι άνθρωποι!