Το μεγαλύτερο πρόβλημα των πρώτων κατοίκων της Πόρπης ήταν η έλλειψη νερού. Αυτή ήταν και η βασική αιτία που η περιοχή έμεινε ακατοίκητη ως την έλευση των πρώτων προσφύγων, από την άποψη πως δεν υπήρξε ποτέ στο χώρο που κτίστηκε η Πόρπη μόνιμος οικισμός παρά μόνο προσωρινοί καταυλισμοί. Καταυλισμοί κυρίως στρατιωτικών μονάδων1 ή νομάδων, σαρακατσάνων, που έβρισκαν βοσκοτόπια για τα ποίμνιά τους. Πηγές και ποτάμια δεν υπάρχουν στην περιοχή. Περιμετρικά του χωριού υπάρχουν 2-3 ρέματα που έδιναν κάποια λύση, ιδίως για το πότισμα των ζώων. Φυσικά για άρδευση δεν γινόταν λόγος, αφού η λειψυδρία συνόδευε σταθερά τη ζωή των κατοίκων. Έτσι, η γεωργική παραγωγή εξαρτιόταν από τα κέφια του καιρού. Από τον Μάη έως τα μέσα του Σεπτέμβρη σπάνια έβρεχε.
H ειρωνεία είναι πως κάτω από τα ξερά υψώματα υπήρχαν χιλιάδες κυβικά νερού που σήμερα έχουν πρασινίσει την περιοχή και υδροδοτούν όλη την περιοχή, ως το Φανάρι! Το Καλοκαίρι σχεδόν στέγνωναν τα πάντα, υπήρχαν λίγες γκιόλες που κρατούσαν νερό, αλλά ποιος να πρωτοπρολάβει: να πιει για να ξεδιψάσει, να πλυθεί, να πλύνει ρούχα και στρωσίδια, να καθαρίσει αυλές, σπίτια κι αντικείμενα, να μαγειρέψει, να ποτίσει κανένα ζαρζαβατικό, να ξεδιψάσει τα ζωντανά του! Όπως φαίνεται και στο παραπάνω σχεδιάγραμμα περισσότερο νερό υπήρχε στα Ανατολικά του χωριού, εκεί κοντά στη γέφυρα, πριν μπει κάποιος ερχόμενος από τα Παγούρια. Εκεί κοντά ήταν και οι ανάβρες που συνέχιζαν νότια, στο κάτω μέρος των χριστιανικών νεκροταφείων.
Το πρόβλημα, λοιπόν, ήταν πολύ μεγάλο. Στην αρχή οι πρώτοι κάτοικοι, οι οικιστές, βολεύονταν με τα λίγα στάσιμα νερά που υπήρχαν εδώ κι εκεί. Για πόσιμο νερό χρησιμοποιούσαν τα δυο πηγάδια που υπήρχαν στον τουρκικό μαχαλά. Το ένα από αυτά είχε αρκετό νερό και καλής ποιότητας και οι χωριανοί μας έπαιρναν για πολλά χρόνια από εκεί νερό, σχεδόν ως τo 1965, όταν κι έγινε το δίκτυο ύδρευσης. Οι σχέσεις με τους μουσουλμάνους κατοίκους ήταν καλές και δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα στην παροχή νερού από τα πηγάδια τους.

Από τον πρώτο καιρό ακόμη της εγκατάστασής τους φρόντισαν να εξασφαλίσουν το πολυπόθητο νεράκι ανοίγοντας πηγάδια. Αυτός ήταν ο μοναδικός τρόπος εξεύρεσης, αποθήκευσης ή και μεταφοράς νερού στον τόπο διαβίωσής τους. Στο χωριό υπήρχαν συνολικά οκτώ κοινόχρηστα πηγάδια και ένα ιδιωτικό για την κάλυψη των οικιακών αναγκών. Όλα τα πηγάδια είναι στο νότιο τμήμα του χωριού, από το ύψος της πλατείας και κάτω. Δεν είχαν όλα πόσιμο νερό. Τα πλέον αβαθή προσφέρονταν μόνο για οικιακή χρήση και πότισμα των ζώων.
Πίσω από το αγροτικό ιατρείο: Είχε αρκετό νερό και καλής ποιότητας. Ήταν μάλιστα το τελευταίο πηγάδι που σταμάτησε η χρήση του. Εκεί τοποθετήθηκε πομώνα κι από εκεί τροφοδοτούνταν και οι δεξαμενές. Σήμερα σώζονται κάποια ίχνη του.
Μπροστά στην εκκλησία: Ήταν το πρώτο πηγάδι που κατασκευάστηκε και από αυτό έπαιρναν νερό οι περισσότεροι κάτοικοι. Εκεί μάλιστα εγκαταστάθηκε αργότερα η τουλούμπα, μεγάλη εφεύρεση για τη εποχή, γιατί μπορούσαν πιο άκοπα να γεμίζουν τους κουβάδες τους. Το νερό το μετέφεραν οι γυναίκες σε μεγάλους κουβάδες ή σε μεγάλα μπακίρια. Για να μεταφέρονται πιο εύκολα, τα κρεμούσαν στις άκρες ενός λειασμένου καμπύλου στο κέντρο ξύλου, που το προσάρμοζαν στον ώμο. Η τουλούμπα ήταν και ο τόπος συνάντησης των γυναικών. Εκεί περίμεναν πολλή ώρα ώσπου να γεμίσουν και έτσι είχαν το χρόνο να συζητήσουν, να σχολιάσουν τα νέα του χωριού, να αστειευτούν, να γελάσουν. Πολλές φορές όμως κατέληγαν σε μαλώματα και μαλλιοτραβήγματα, αν κάποια τολμούσε να πάρει τη σειρά της άλλης.
Στην πλατειούλα που σήμερα είναι η παιδική χαρά είχε δύο: ένα κοντά στο σπίτι του Φώτη Αργυρακάκη κι ένα πίσω από το σπίτι του Γραμματέα και μπροστά στην αποθήκη του Σταμάτη Δερμανόπουλου. Σε αυτό τα πηγάδι είχαμε κι ένα τραγικό περιστατικό, αρχές δεκαετίας του’ 50, καθώς εκεί μέσα έπεσε (αυτοκτόνησε) μια γιαγιά, η Σουλτάνα Αστράκη. Δεν την είδε κανείς και καταλαβαν ότι επεσε στο πηγάδι από την μαντήλα της που άφησε στο πηγάδι. Την πνιγμένη γιαγιά την έβγαλαν αργότερα με τσιγκέλι σε κατάσταση αποσύνθεσης (σαπωνοποίηση) και το πηγαδι σφραγίστηκε…..
Ένα πηγάδι ανοίχτηκε κοντά στη βιοτεχνία Δερμανόπουλου κι ένα άλλο κοντά στη γέφυρα, δίπλα στο ρέμα. Τα τελευταία προορίζονταν για κτηνοτροφικές ανάγκες. Από τους ιδιώτες πηγάδι στην αυλή του άνοιξε ο Γεώργιος Αντωνακάκης, ο πεθερός του Μακρή δηλαδή, γνωστός με το παρατσούκλι «τσορμπατζής». Κάποιοι παλιοί Πορπιώτες έλεγαν ότι το έκτισε για να μην βλέπουν τη γυναίκα του και τη μοχοκόρη του Χρυσάνα, που ήταν πολύ όμορφη! Ήταν ο πιο πλούσιος Πορπιώτης και μπορούσε να πληρώσει τεχνίτες και εργάτες για την κατασκευή του. Ήταν πολύ μεγάλη πολυτέλεια να έχεις νερό δικό σου και μάλιστα μπροστά στο σπίτι σου!
Πηγάδια μικρότερα υπήρχαν κι άλλα, μέσα στον οικισμό αλλά και σε χωράφια αλλά με πολύ λίγο νερό. Ένα κοντά στη σωλήνα που είχαν βάλει οι Βούλγαροι, προς τα Καβακλιώτικα, στα χωράφια του Αντώνη Ουρλάκη, ενώ οι πρώτοι που έκαναν μια υποτυπώδη γεώτρηση στα χωράφια τους εξασφαλίζοντας λίγο νερό για άρδευση και καλλιέργεια κυρίως τριφυλλιού (γιοντζέ) ήταν ο Διαμαντής Κουμανίδης και ο Παρασκευάς Αντωνακάκης. Τέλος μικρό πηγάδι υπήρχε μπροστά στο σπίτι του Ζήση Παιδαράκη, Ανατολικά. Στο τσιμεντο έγραφε 1958. Αργότερα λίγο μετά το 1980 το σκέπασε ο δρόμος.
Η ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΩΝ ΠΗΓΑΔΙΩΝ
Η διαδικασία ήταν δύσκολη. Έπρεπε να γίνει αρχικά η σωστή επιλογή του μέρους. Δεν ήταν λίγες οι φορές που έσκαβαν αρκετές μέρες χωρίς αποτέλεσμα. Τρία στάδια υπήρχαν στη δημιουργία του πηγαδιού: η εύρεση κατάλληλου για πηγάδι μέρους, το σκάψιμό του και το χτίσιμο εσωτερικά για να μην πέφτουν χώματα και για να μη βουλώνει
ΣΗΜΑΔΙΑ ΓΙΑ ΥΠΑΡΞΗ ΝΕΡΟΥ
Η δουλειά γινόταν υπό τις οδηγίες του πηγαδά, έμπειρου τεχνίτη και γνώστη πολλών μυστικών. Σημάδια για ύπαρξη νερού ήταν μικρές γούβες νερού, ή ύπαρξη χλωρής βλάστησης σε κάποιο σημείο κατά τους καλοκαιρινούς ή η ύπαρξη διάφορων υδρόφιλων φυτών, όπως πλάτανος, ιτιά, λεύκα, βούρλο, νεράγκαθο, πατόφυλλα, καλάμια, κ.λπ.
ΠΩΣ ΚΤΙΖΟΤΑΝ ΤΟ ΠΗΓΑΔΙ
Τα πηγάδια είχαν νερό πολύ και καλό σε δυο περιπτώσεις. Εάν βρισκόταν ο υδροφόρος ορίζοντας ή εάν έβρισκαν υπόγειο ποτάμι. Αλλιώς αρκούνταν στα λίγα νερά που μάζευε το πηγάδι καθώς στράγγιζαν τα νερά της βροχής. Οι παλιοί πηγαδάδες χρησιμοποιούσαν διάφορες μεθόδους για ν’ εντοπίσουν το άβαθο κοίτασμα του νερού. Αν είχαν υπόνοιες ότι υπήρχε υπόγειο ποτάμι, κάρφωναν στο έδαφος ένα μυτερό σίδερο και το χτυπούσαν να μπει βαθιά στη γη. Επάνω στο σίδερο σε με μια ειδική κατασκευή τοποθετούσαν ένα πολύ μεγάλο κογχύλι. Όταν το βράδυ έπεφτε ο αέρας και υπήρχε ηρεμία, ο πηγαδάς πήγαινε στο κογχύλι σ’ αυτό το σημείο και έβαζε το αυτί του στο στόμιο του κογχυλιού. Αν υπήρχε κάποιο υπόγειο ποτάμι, περίπου μέχρι τα δέκα έως δεκαπέντε μέτρα, ακούγονταν καθαρά ο θόρυβος του νερού. Συνήθως οι πηγαδάδες είχαν τις απαιτούμενες για εκείνη την εποχή γνώσεις και όταν αντιλαμβάνονταν ότι είναι σίγουροι για την ανεύρεση του νερού τότε ξεκινούσαν τις εργασίες για το σκάψιμο του πηγαδιού. Εάν ο πηγαδάς δεν εύρισκε νερό, οι κόποι του πήγαιναν πάντοτε χαμένοι, ο ιδιοκτήτης, μάλλον ο εργοδότης δεν είχε υποχρέωση να τον πληρώσει. Όλες οι δαπάνες βάρυναν τον πηγαδά όταν αυτός με δική του ευθύνη αναλάμβανε να εντοπίσει το νερό.
Τα πηγάδια ήταν δουλειά κατά κανόνα του καλοκαιριού, αρχής γενομένης μετά το τέλος του Αυγούστου μέχρι και του Αγίου Δημητρίου, δηλαδή τέλη του Οκτωβρίου, για δυο λόγους: Πρώτον, να είναι χαμηλά ακόμη η στάθμη του νερού, λόγω Καλοκαιριού. Αυτά τα λέγανε «σίγουρα νερά». Και δεύτερον, έπρεπε ο τόπος να μην είναι λασπερός, για να είναι σταθερά και να μην πέφτουν τα τοιχώματα κατά την διάνοιξη και εμποδίζουν τις εργασίες, ή και καταστούν επικίνδυνα για την ασφάλεια των εκσκαφέων του πηγαδιού.
Τα εργαλεία του πηγαδά κατά την διάνοιξη και εξόρυξη των χωμάτων ήταν λίγα. Για την εκσκαφή χρησιμοποιούσαν τον κασμά, το φτυάρι, το μπέλι, την αξίνα, την βαριά, την σφήνα, το ματσακούπι (κορμοστροφέας), τον κοχλία, τον λοστό, την χουλιάρα, πριόνι ή τσεκούρι, η τσεκουροκασμά ή κλαδευτήρι για το κόψιμο τυχόν ρίζες από διάφορα κοντινά δένδρα. Για την εξόρυξη των χωμάτων χρησιμοποιούσαν βασικά το ζεμπίλι, τον κουβά, σχοινί, παλάγκο (μηχανικό ή αυτοσχέδιο), καρούλι, ανέμη, ασκί και ζώα. Ευτυχώς στην Πόρπη δεν είχε βράχους που να χρειάζονται πολύ κόπο να τους σπάσουν ή φουρνέλο.
Άλλο ένα πρόβλημα ήταν τα νερά. Όταν από τα τοιχώματα ή από τον πάτο ανάβλυζαν νερά, χαίρονταν γιατί βρήκαν νερό και οι κόποι και τα έξοδα δεν πήγαιναν χαμένα, όμως ανέκυπτε το πρόβλημα πώς θα συνεχίσουν να σκάβουν με το νερό! Τότε αντλούσαν το νερό με κουβάδες και ο σκαφέας συνέχιζε κάτω από αντίξοες συνθήκες να σκάβει.
Ακόμη στα βαθιά πηγάδια υπήρχε η αδυναμία να βλέπουν κατά την εργασία, διότι υπήρχε σκοτάδι και ήταν αδύνατον να εργασθούν, προπαντός κατά το κτίσιμο του πηγαδιού. Δεν μπορούσαν ν’ ανάψουν λάμπες, διότι η φωτιά στο βάθος προκαλούσε αναπνευστικά προβλήματα και αρκετές φορές που χρησιμοποιήθηκε ανεξέλεγκτα, προκάλεσε τον αργό και γλυκό θάνατο, στους εργαζόμενους στο βάθος των πηγαδιών. Για ν’ αντιμετωπίσουν αυτό το πρόβλημα, χρησιμοποίησαν μεγάλους καθρέπτες, ρίχνοντας στο εσωτερικό του πηγαδιού το φως του ήλιου με την μέθοδο της αντανάκλασης. Επίσης κατά την εκσκαφή απαγορεύονταν αυστηρώς το κάπνισμα, σ’ όσους εργάζονταν μέσα στο πηγάδι.
Όταν μεγάλωνε το βάθος και άρχιζε ο αέρας να χάνει το οξυγόνο και να μην ανανεώνεται, βρήκαν την μέθοδο με το χωνί που κατέβαζε τον αέρα. Ήταν ένα μεγάλο χωνί φτιαγμένο από ύφασμα αερόστατου ή σεντονιού. Αυτό το σήκωναν στον αέρα σαν το πανί των ιστιοφόρων, με ελαφρά κλίση προς το στόμιο του πηγαδιού. Επάνω σε αυτό το πανί, είχαν προσαρμόσει ένα κωνοειδή σωλήνα- αγωγό από σεντόνι, ο οποίος κατέληγε στον πυθμένα του πηγαδιού και τοιουτοτρόπως διοχέτευε καθαρό αέρα.
Τα χώματα κατά την εξόρυξη μεταφέρονταν λίγα μέτρα πέρα από το πηγάδι. Ο πηγαδάς κάθε τόσο τα εξέταζε θέλοντας να γνωρίσει το υπέδαφος και να εντοπίσει το νερό. Συνήθως οι καλοί πηγαδάδες κρατούσαν σημειώσεις για το υπέδαφος για μελλοντικές εργασίες, ή επισκευές.
ΚΤΙΣΙΜΟ ΠΗΓΑΔΙΟΥ
Όταν βρίσκανε το απαιτούμενο στρώμα με το νερό, η νοικοκυρά του σπιτιού, έφερνε βασιλικό και αγιασμό και τα έριχναν μέσα στο νερό προτού πιεί κανείς. Ο βασιλικός ρίχνονταν για να μην μυρίζει το νερό και ο αγιασμός για να είναι αγιασμένο το νερό και να μην στερέψει ποτέ το πηγάδι.
Μετά την εξόρυξη των χωμάτων άρχιζε το χτίσιμο εσωτερικά του πηγαδιού. τα εργαλεία των κτιστών ήταν η βαριά, το σφυρί, το μυστρί, το φτυάρι, η αξίνα, το στεφάνι (ένα σιδερένιο στεφάνι ίσον με το εσωτερικό του χτισμένου πηγαδιού για να χτίζεται ομοιόμορφα) και το ζύγι (σαούλι). Συνήθως η εσωτερική περιφέρεια του πηγαδιού γινόταν πολύ μεγάλη για να είναι πιο εύκολο το κτίσιμο και να φτιάξουν φίλτρα2 νερού. Πέτρες κι άμμο για να φιλτράρεται το νερό της βροχής.
Το κτίσιμο του πηγαδιού ήθελε μια ειδική τεχνική και είχε δυο σκοπούς και έπρεπε να είναι πολύ προσεκτική. Από την μια έπρεπε να επιτρέπει την είσοδο του νερού και από την άλλη να φράσει τα τοιχώματα που παρασύρονταν στον πυθμένα και συγχρόνως να είναι καλαίσθητο. Έτσι το κτίσιμο γινόταν από ειδικούς μαστόρους που για αυτή την εξειδικευμένη εργασία πληρώνονταν αδρά. Στην αρχή έκτιζε μεγάλες πέτρες και στην συνέχεια άλλες πιο μικρές και σε κυκλικό σχήμα για αντιστήριξη. Το κτίσιμο συνεχίζονταν ως την επιφάνεια του εδάφους.
Μετά κτίζονταν ένα προστατευτικό τοίχωμα συνήθως ογδόντα εκατοστά μ’ ένα μέτρο. Αυτό το τοίχωμα φτιάχνονταν και λειτουργούσε σαν προστατευτικό για τους ανθρώπους αλλά και για τα ζώα. Το κτίσιμο του τοιχώματος ήταν καλαίσθητο και εξωτερικά και στο επάνω μέρος τοποθετούσαν μεγάλες ημικυκλικές πέτρες. Επάνω στην τελευταία πέτρα, οι πηγαδάδες χάραζαν συνήθως το όνομά τους και την ημερομηνία κατασκευής του πηγαδιού. Επίσης περιφερειακά από το τοίχωμα, έκτιζαν ένα πεζούλι. Αυτό κτιζόταν με σκοπό ν’ αποφεύγονται οι λάσπες και τα νερά κατά την μετάγγιση του νερού και ιδίως κατά τους χειμερινούς μήνες. Από την στάθμη του νερού και επάνω εσωτερικά τα τοιχώματα καλύπτονταν με κουρασάνι3, για να μην αναπτύσσονται ζωικοί και φυτικοί μικροοργανισμοί.
Επάνω στα πηγάδια τοποθετούσαν μια κάλυψη, συνήθως από σανίδες και αργότερα από μεταλλικά φύλλα, για την προστασία του νερού από σκόνες, φύλλα δένδρων και για προστασία των ανθρώπων και κυρίως για τα παιδιά.
Ακόμη δίπλα από το τοίχωμα τοποθετούσαν μια μεγάλη πέτρα μορφοποιημένη σε σχήμα λεκάνης. Μέσα σε αυτή έριχναν νερό για να πίνουν τα ζώα. Σε αρκετές περιπτώσεις τοποθετούσαν μια μεγάλη λεκάνη νερού, κατασκευασμένη από κορμό δένδρου, διαμορφωμένη άλλοτε να τρώγουν και άλλοτε να πίνουν ταυτόχρονα νερό αρκετά ζώα.
ΑΝΤΛΗΣΗ
Μετά το πέρας του χτισίματος, σειρά είχε ο σιδηρουργός, ή μαγγανάς που κατασκεύαζε το μαγγάνι, ή την ανέμη. Αυτά ήταν ένας κύλινδρος περίπου 8 ιντσών και μήκους ανάλογα με την διάμετρο του πηγαδιού. Στα δύο άκρα του κυλίνδρου ήταν στερεωμένη η μανιβέλα, για βοηθάει τον χειριστή ν’ ανεβάσει το φορτίο πιο εύκολα.
Για να αντλήσουν το νερό από το πηγάδι συνήθως χρησιμοποιούσαν κουβάδες ξύλινους και τελευταία μεταλλικούς. Όμως πιο παλιά χρησιμοποιούσαν και κουβάδες ασκιά4.
Η άντληση γινόταν με την βοήθεια σχοινιού, έδεναν το αγγείο και το έριχναν μέσα στο πηγάδι και με το ίδιο το σχοινί το ανέβαζαν στην επιφάνεια. Συνήθως χρησιμοποιούσαν και καρούλια, παλάγκα, βίντσια, μάγγανα, ή ανέμες για να γίνεται ευκολότερη η ανέλκυση του κουβά. Επίσης σε αρκετές περιπτώσεις ιδίως στα δημόσια πηγάδια, ο καθένας που αντλούσε νερό είχε και το δικό του σχοινί, και δεν χρησιμοποιούσαν καρούλια ή ανέμες.
ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ
Δυο τρεις φορές τον χρόνο μέσα στο πηγάδι έριχναν ακατάσβεστο ασβέστη για να επιτυγχάνεται η σωστή απολύμανση. Συνήθως έριχναν πάρα πολύ ασβέστη και ο πυθμένας του πηγαδιού άσπριζε και το νερό φαινόταν γάργαρο και καθαρό, ενώ από τον ήλιο λαμπίριζε όλο το πηγάδι. Επίσης κάθε δυο χρόνια περίπου γινόταν εργασίες συντήρησης και καθαρισμός του πηγαδιού. Συνήθως αφαιρούσαν διάφορα αντικείμενα που έπεφταν εντός του πηγαδιού, επιτηρούσαν και συντηρούσαν το χτισμένο μέρος μήπως είχε μετακινηθεί κάποιος λίθος, ακόμη το σχοινί το άλλαζαν σε τακτά διαστήματα ανάλογα με την φθορά που είχε. Όταν έπεφτε κάποιο αντικείμενο συνήθως κουβάδες, χρησιμοποιούσαν τον γάντζο ή και τσιγκέλι, για την εξαγωγή από το νερό.
Συνήθως κοντά στα πηγάδια φύτευαν και ένα υδρόφιλο δένδρο για ίσκιο. Τα δένδρα αυτά αναπτύσσονταν γρήγορα, λόγω της ύπαρξης του αρκετού νερού.
1. Σε χωράφια της Πόρπης έχουν βρεθεί νομίσματα βουλγάρικα, της εποχής Βουλγαρο-τουρκικών πολέμων (1878-80 και 1912-13), σημάδι ότι κατασκήνωσαν εκεί Βούλγαροι στρατιώτες. Επίσης, κάποια τοπωνύμια ( Ορτά Κισλά, μεσαίο (κεντρικό) χειμαδιό, άρα έβοσκαν εδώ νομάδες τα ζώα τους. Κιουρτ Οβά: Οβά= κάμπος Κιουρτ= είναι μάλλον μια φυλή ανθρώπων που πιθανώς να έζησαν ή να πέρασαν από αυτόν τον κάμπο, ο οποίος πήρε και το όνομά τους. Είναι πολύ παλιά ονομασία. Έτσι τη βρήκαν και τη θυμούνται οι γεροντότεροι κάτοικοι του χωριού. Κατά το τουρκικό λεξικό Κιουρτ= ο Καρδούχος, ο κούρδος Ντεβέ κασανί: Τοποθεσία βορείως της Πόρπης. Ντεβέ = καμήλα, κασανί = ούρησις Υπήρχε ένας δρόμος που οδηγούσε από το Πόρτο Λάγος στην Κομοτηνή δια μέσου Κουρτ οβά, όπου υπήρχε ένα πηγάδι στο οποίο πότιζαν τις καμήλες με τις οποίες έκαναν τις μεταφορές. Το Ντεβέ κασανί ήταν το μέρος που σταματούσαν να ξεκουραστούν οι καμήλες και οι άνθρωποι και μετά συνέχιζαν το δρόμο τους. Κατίρ αγλί: Κατίρ = μουλάρι, αγλί = μαντρί. Παλιότερα, επί Οθωμανικής αυτοκρατορίας κατέβαιναν Βούλγαροι κι έκαναν μαντριά για τα μουλάρια τους τα οποία βοσκούσαν εδώ.
2. Εξωτερικά από το κτίσιμο της πέτρας και ενδιάμεσα στην πέτρα και στο χωμάτινο τοίχωμα του πηγαδιού έριχναν αρκετές πέτρες πολύ μικρού μεγέθους μέχρι και αμμοχάλικο. Περνώντας το νερό δια μέσω αυτών για να φθάσει από το έδαφος στη λεκάνη, φιλτράρονταν και τοιουτοτρόπως το νερό ήταν καθαρό.
3. Το κουρασάνι ήταν κονίασμα (σοβάς) από τριμμένο κεραμίδι, ψιλή άμμο, ασβέστη, ασπράδι αυγού και ρετσίνι.
4. Οι κουβάδες ασκιά, ήσαν ασκιά με ανοικτό το στόμιο και μέσα τοποθετούσαν κλαδιά τοποθετημένα τοιουτοτρόπως κατά την ρίψη και την άντληση να μην κλείσουν τα τοιχώματα του ασκιού, δηλαδή να το κρατούν ανοικτό και σταθερό.
Ευχαριστώ το φίλο και συμμαθητή Κώστα Μπεγιάζη για την ωραία φωτογραφία που μου έστειλε.
Πληροφορίες άντλησα από τη σελίδα: http://www.antroni.gr/cms/o-topos-mas/aksiotheata/topia/657-ta