του Στέφανου Ελευθεράκη
- Η βουλγαρική Κατοχή
Τον Απρίλιο του 1941 η Ελλάδα κατακτιέται από τους Γερμανούς και αρχίζει μια μακρά και δύσκολη 4χρονη σκοτεινή περίοδος, η Κατοχή. Αρχικά υπήρχε η εντύπωση πως η Κατοχή που ξεκινούσε θα ήταν Γερμανική. Όμως, οι Γερμανοί είχαν υπογράψει πρωτόκολλο με τη Βουλγαρία στη Βιέννη, με το οποίο η Γερμανία παραχωρούσε στους Βουλγάρους την Αν. Μακεδονία και Θράκη, σαν αντάλλαγμα της προσχώρησής τους στον Άξονα. Τριπλή, μάλιστα: Γερμανική, Ιταλική και Βουλγαρική. Οι Γερμανοί διατήρησαν υπό τον έλεγχό τους τις σημαντικότερες στρατηγικά περιοχές της Ελλάδας, μεταξύ των οποίων την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, ενώ η υπόλοιπη χώρα μοιράστηκε σε ζώνες ελέγχου των συμμαχικών προς τη Γερμανία χωρών, της Ιταλίας και της Βουλγαρίας. Παράλληλα τοποθετήθηκε στην Ελλάδα κατοχική κυβέρνηση, που συγκροτήθηκε από Έλληνες συνεργάτες των Γερμανών.
Η Θράκη, από το Στρυμόνα ποταμό, μέχρι την Αλεξανδρούπολη παραδίδεται στους Βουλγάρους, που εκπλήρωναν έτσι τον ομολογημένο πόθο τους να κατεβούν νότια και να έχουν διέξοδο στο Αιγαίο πέλαγος. Το σχέδιο για τη δημιουργία της Μεγάλης Βουλγαρίας που είχε αρχίσει από το 1878 ακόμη, φαίνεται να παίρνει σάρκα και οστά. Έτσι, ενώ η Γερμανία και η Ιταλία κατείχαν μόνο στρατιωτικά, μοιραζόμενοι όλη την υπόλοιπη Ελλάδα, η Βουλγαρία στέλνει εποίκους. Βουλγάρικες οικογένειες έρχονται και επιτάσσονται ελληνικά σπίτια, διώχνονται οι κάτοικοί τους ή υποχρεώνονται να συστεγαστούν 2-3 ελληνικές οικογένειες για να πάρουν τα σπίτια τους Βούλγαροι έποικοι. Μερικοί από αυτούς ήρθαν σχεδόν με το ζόρι ή με ψεύτικες αναφορές ότι θα εγκατασταθούν σε ακατοίκητες περιοχές. Υπόψη, ότι λίγα χρόνια πριν, το 1922, με την ανταλλαγή πληθυσμών και την ενσωμάτωση της Θράκης, Βουλγαρικοί πληθυσμοί είχαν φύγει από τη Θράκη και είχαν εγκατασταθεί στη Βουλγαρία.
Έτσι, ένα μήνα μετά την συνθηκολόγηση της Ελλάδας με τους Γερμανούς άρχισαν οι Βούλγαροι να καταλαμβάνουν την περιοχή από το Στρυμόνα ως την Αλεξ/πολη. Στην Κομοτηνή οι Βούλγαροι αρχίζουν να εγκαθίστανται από τις 20 Απριλίου 1941. Από τις 10 Μαιου εγκαθίσταται στην Κομοτηνή Βουλγαρική Χωροφυλακή και Πολιτική Διοίκηση, που παρέμεινε ως τις 17 Οκτωβρίου 1944, οπότε και αποχώρησε οριστικά. Μόνο ο Αν. Έβρος παρέμεινε υπό Γερμανική Κατοχή. Εκτός από τη Βουλγαρική διοίκηση στη Θράκη εγκαταστάθηκε Βουλγαρικός πληθυσμός, κυρίως από όσους είχαν μετακινηθεί πριν το 1922.
«Κομβόι ολόκληρα κατέβαιναν από τη Βουλγαρία με βοϊδάμαξα ή με τα πόδια, γυναίκες, άνδρες, κόσμος και πλημμύριζαν τα χωριά μας. Μόλις ήρθαν οι πρώτες τους ενέργειες ήταν να κλείσουν τα σχολεία. Άλλαξαν όλες τις πινακίδες και τα ονόματα σε βουλγαρικά. Όσοι ήθελαν να πάνε στο σχολείο μπορούσαν μόνο σε βουλγαρικό. Φυσικά οι Έλληνες δεν πήγαιναν». (Μπούζγας Στέργιος- Χαμηλό)
«Απαγορευόταν να μιλάμε δημόσια ελληνικά. Δεν υπήρχε σχολείο, ακόμα κι εκκλησίες, φέρανε Βουλγάρους ιερείς, Μητροπολίτης από τη Φιλιππούπολη ο Κύριλλος, νομίζω και μετέπειτα ήταν και Πατριάρχης των Βουλγάρων». (Νεστωράκης Γεώργιος- Ροδίτης)
Από την αρχή ακόμη δείχνουν τις προθέσεις τους. Ξεκινά μια ανελέητη επιχείρηση Βουλγαροποίησης κι εξόντωσης του πληθυσμού της περιοχής. Τα σχολεία κλείνουν κι επιβάλλεται η βουλγαρική γλώσσα. Ακολουθούν δημεύσεις ελληνικών περιουσιών αλλά και η επιβολή άγριας κι εξοντωτικής πείνας. Επιτάσσουν σχεδόν τα πάντα: σπίτια, χωράφια, άλογα, αγελάδες, κάρα. Τον Ιούνιο- Ιούλιο θέρισαν και πήραν το προϊόν από χωράφια Πορπιωτών, μην αφήνοντάς τους τίποτε. Ο Χειμώνας 1941-42 ήταν μαρτυρικός. Κρύο και πείνα ανελέητη.
Στο μικρό, δίχωρο, πατρικό μου σπίτι έμενε τότε ο πατέρας μου, 15 χρονών, ορφανός από γονείς και ανάπηρος, με τη γιαγιά του, τη Μαμάνη –κατά κόσμον Παρασκευή- και έναν πρωτοξάδερφο, συνομήλικο σχεδόν, ορφανό κι αυτό που σήμερα ζει στο Εράσμιο Ξάνθης. Αναγκάζονται να φύγουν και να συγκατοικήσουν με άλλους σε άλλο σπίτι. Βρίσκουν φιλόξενη στέγη στο δίχωρο επίσης σπίτι του Ηλία Μήλιογλου, ο οποίος είχε 5 παιδιά, αγόρια όλα. Σε ένα μικρό σπιτάκι στοιβάζονται συνολικά 7 παιδιά – όλα αγόρια- , από 3 διαφορετικές οικογένειες, (Σταύρος και Μιχάλης Ελευθεράκης, Γιώργος, Κυριάκος, Σταμάτης, Πασχάλης και –βρέφος- Κώστας Μήλιογλου). Η ηλικία τους κυμαίνεται από 15 ετών ο μεγαλύτερος έως 2-3 μηνών βρέφος ο μικρότερος. Παρόλα αυτά η συγκατοίκηση ήταν τόσο αρμονική που μόνο καλά λόγια είχε να πει ο συγχωρεμένος μου πατέρας για την περίοδο αυτή. Σημειωτέον ότι αυτή η συγκατοίκηση στάθηκε αφορμή και εξελίχθηκε αργότερα σε συγγένεια, φιλία παντοτινή και κουμπαριό με τον Γιώργο Μήλιογλου.
Οι Βούλγαροι εκτός από τις επιτάξεις και τη ληστρική συμπεριφορά τους προχώρησαν και σε οργανωμένο σχέδιο εκβουλγαρισμού των κατοίκων της Πόρπης. Πολλοί από τους παλιούς Πορπιώτες είχαν υποστεί στις πατρίδες τους τα προηγούμενα ταραγμένα χρόνια, από το 1906-1918 διώξεις από τους Βουλγάρους. Διώχτηκαν ο παπάς και ο δάσκαλος του χωριού κι ανέλαβε Βούλγαρος παπάς και δάσκαλος. Ιερέας του χωριού ήταν τότε ο Καλλίνικος Καλλέργης, που υπέφερε τά πάνδεινα, όπως αναφέρεται και στη σελίδα της Αποστολικής Διακονίας (http://www.apostoliki-diakonia.gr/gr_main/catehism/theologia_zoi/themata.asp?cat=afier&NF=1contents=contents_Katoxi.asp&)main=katoxi_2&)file IMMARONEIAS-KOMOTINIS.htm. Όλοι οι παλιοελλαδίτες απελαύνονται και τα σχολεία από την πρώτη στιγμή αποκτούν μόνο Βούλγαρους δασκάλους, οι οποίοι θα βοηθήσουν τα παιδιά «να ξαναθυμηθούν τη μητρική τους γλώσσα». Το ίδιο γίνεται στις εκκλησίες με βούλγαρους παπάδες, οι οποίοι θα λειτουργούν στη βουλγαρική γλώσσα και θα μνημονεύουν όχι τον Έλληνα Πατριάρχη, αλλά το Βούλγαρο. Όλες οι επιγραφές αντικαθίστανται με καινούριες γραμμένες στα βουλγαρικά, όπως επίσης οι ταυτότητες των κατοίκων και τα ονόματά τους.
Δόθηκε διαταγή, όσοι έχουν όπλα, να τα παραδώσουν, αλλιώς θα ξυλοκοπηθούν. Όσοι έχουν φύγει από τα χωριά τους ή ακόμη κι όσοι φύγουν για πάνω από 5 μέρες θα χάσουν τις περιουσίες τους, οι οποίες θα διανεμηθούν στους Βούλγαρους εποίκους. Επίσης απαγορευόταν η οποιαδήποτε μετακίνηση στην περιοχή χωρίς την άδεια του κατοχικού στρατού. Η κυκλοφορία στους δρόμους επιτρέπεται μέχρι τις 10 το βράδυ και το χειμώνα μέχρι τις 9 το βράδυ. Επιπλέον όσοι Έλληνες έχουν μια οποιαδήποτε επιχείρηση υποχρεώνονται να πάρουν έναν Βούλγαρο συνέταιρο, με τον οποίο θα μοιράζονται τα κέρδη! Τα ζώα που σφάζονται, το γάλα και η αγροτική παραγωγή θα τα παραδίδουν στο βουλγαρικό στρατό για τις ανάγκες του, εκτός από το κριθάρι, τη βρώμη και τη σίκαλη, που θα μπορούσαν οι Έλληνες να τα κρατήσουν για τα ζώα τους. Ακόμη και ψωμί απαγορευόταν να ζυμώνεται και το βασικό αυτό φαγώσιμο θα μοιράζεται με δελτίο. Όμως όποιοι Έλληνες αναγνωρίσουν τη βουλγαρική κατοχή και πάρουν τη βουλγαρική υπηκοότητα θα απαλλαγούν από τα παραπάνω δυσβάσταχτα μέτρα. Επιβλήθηκε η χρησιμοποίηση της βουλγαρικής γλώσσας σε όλες τις επιγραφές. Καθορίστηκε ως μοναδική γλώσσα συνεννοήσεως με τις αρχές η βουλγαρική. Δόθηκε διαταγή να εφοδιαστούν όλα τα καταστήματα και τα σπίτια με βουλγαρικές σημαίες και σβήστηκαν οι ελληνικές επιγραφές.
Οι νέοι, γίνονται ντουρντουβάκια και δουλεύουν για την κατασκευή δημόσιων έργων σε συνθήκες εργασιακού μεσαίωνα. Οι υπόλοιποι υποβάλλονται σε ξυλοδαρμούς και βία. Εγκαθίσταται ο σταθμός χωροφυλακής τους στο σπίτι του Κέλλη (σήμερα Γκουντάκου), ο οποίος ήταν αξιωματικός του ελληνικού στρατού κι αναγκάστηκε να φύγει στη υπόλοιπη Ελλάδα, όπως έκαναν κι άλλοι Θρακιώτες, αφού η Γερμανική ή και η Ιταλική Κατοχή που υπήρχε στην υπόλοιπη Ελλάδα ήταν μόνο στρατιωτική και πολύ ασφαλέστερη της Βουλγαρικής. Αρχηγός των Βουλγάρων στην Πόρπη ήταν ο διαβόητος στρατοφύλακας (αγροφύλακας και χωροφύλακας ταυτόχρονα) Σέβος. Η δράση του Σέβου ήταν τόσο άγρια που οι, φιλήσυχοι και ειρηνικοί κατά τ’ άλλα, Πορπιώτες τον εκδικήθηκαν, όταν ανχωρούσαν από το χωριό, δολοφονώντας τον σε μια ρεματιά. Σε κάποια χωριά υπήρξαν σφαγιασμοί κι εκτελέσεις (Κρωβύλη, Αρσάκειο, Ξυλαγανή, Θρυλώριο), στην Πόρπη υπήρξαν πολλοί θάνατοι την περίοδο αυτοί από τη σωματική και ψυχική ταλαιπωρία των κατοίκων ενώ κάποιοι σακατεύτηκαν στο ξύλο.
Ένας τέτοιος θάνατος ήταν του Θοδωρή Αντωνακάκη. Το 1944 οι Βούλγαροι τον αγγάρεψαν. Ο Θόδωρος είχε βουβάλια και οι Βούλγαροι του επέβαλαν ως αγγαρία να μεταφέρει προιόντα στην Βουλγαρία με το κάρο. Κάποια φορά, Άνοιξη του 1944, ερχόμενος στο χωριό, στην περιοχή Κιούρτοβα, έξω από την Πόρπη στο δρόμο για Αίγειρο, επεχείρησε με τα βουβάλια του να περάσει μια ρεματιά. Είχε βρέξει πολύ, όμως, και το νερό ήταν πολύ. Το κάρο αναποδογύρισε μέσα στην ρεματιά κι όπως τα βουβάλια ήταν δεμένα στον ζυγό εγκλωβίστηκαν. Μάταια προσπάθησε ο Θόδωρος να τα ξεζέψει για να γλυτώσουν τα δύστυχα ζώα. Παρόλο που προσπάθησε απεγνωσμένα να τα ελευθερώσει δεν τα κατάφερε. Τα βουβάλια πνίγηκαν, πράγμα όχι πολύ συνηθισμένο, αφού το νερό είναι ο φυσικός τους χώρος και μπορούν να κολυμπούν. Όταν έμαθαν το συμβάν, προσέτρεξαν διάφοροι συγχωριανοί (Στεργιάνης Κουτσοδημάκης κ.ά). Τα ζώα ήταν πνιγμένα και το μόνο που έκαναν ήταν να γδάρουν τα βουβάλια για να πάρουν το δέρμα τους. Για τη μεγάλη ζημιά που έπαθε ο Θόδωρος δεν πήρε ποτέ καμιά αποζημίωση. Ήταν μάλιστα τόσο μεγάλη η στενοχώρια του που την ίδια χρονιά πέθανε κι ο ίδιος, όπως και η γυναίκα του Καμάρω, που πέθανε από αρρώστια δυο μήνες μετά τον σύζυγό της, αφήνοντας πεντάρφανα τα τρία κορίτσια τους.
Αποτέλεσμα των παραπάνω ήταν πείνα, φόβος, ξυλοδαρμοί και εξευτελισμός της προσωπικότητας. Όμως είχαμε και εκτελέσεις π.χ. στις 29 Σεπτεμβρίου 1941 189 άντρες εκτελέστηκαν στο Δοξάτο Δράμας ή 18 άτομα στο Ν. Σκοπό Σερρών ή 29 άτομα στην Ξυλαγανή στις 9 Απριλίου του 1944. Μάλιστα πήραν χρήματα από τις οικογένειες των εκτελεσθέντων για τις σφαίρες που ξόδεψαν να τους σκοτώσουν. Η κατοχή κράτησε από τέλη Απριλίου 1941 έως τις 14 Σεπτεμβρίου 1944, 3 χρόνια και 5 μήνες δηλαδή.
Την πρώτη χρονιά μάλιστα, το Χειμώνα 1941-42, πριν αναπτύξουν οι πορπιώτες μηχανισμούς άμυνας και να μάθουν να κρύβουν, υπάκουσαν κατά γράμμα τις εντολές του κατακτητή και πέρασαν έναν μαρτυρικό χειμώνα. Και, λες κι ο Θεός να ήθελε να τους δοκιμάσει κι άλλο, οι στατιστικές καταγράφουν το Χειμώνα 1941-42 ως έναν από τους πιο παγερούς χειμώνες!