ΘΡΑΚΙΩΤΙΚΟ ΓΛΩΣΣΑΡΙ
- Αβδέλλα = βδέλλα
- αβραμπλιά = κορομηλιά,
- αβτζής = κυνηγός, καλός σκοπευτής
- αγάλι(α) αγάλι(α) = σιγά σιγά, λίγο λίγο, ήρεμα, αργά, βαθμιαία
- άγανα = τα μουστάκια του σταχιού
- αγάνωτος = όχι γανωμένος, ακασσιτέρωτος
- Αγάς = αφέντης, προεστός, πρόκριτος, Τούρκος αξιωματούχος
- αγάτς = δένδρο
- αγγειό = αγγείο νερού, κανάτι, καθίκι
- αγγίσια = παραπέτια του κάρου, τα πλαϊνά της κάσας
- αγελάρης = ο βοσκός της αγέλης
- αγελαριά = τόπος πρωινής συγκέντρωσης της αγέλης
- αγιάζι = διαπεραστικό κρύο με υγρασία,
- αγκίδα = ακίδα, μικρό και μυτερό κομμάτι ξύλου
- αγλείφ(τ)ω = γλείφω
- αγριάδα =το αγριόχορτο θυμός, τραχύτητα,
- αγριίλα = η άγρια όψη
- αγρικώ = καταλαβαίνω, κα λαμβάνομαι,
- αγώ(γ)ι = μεταφορά φορτίο’,
- αδεξιμιός = ο βαφτισιμιός, το βαφτιστήρι
- αδράχτι = λεπτή βέργα για γνέσιμο
- αζάπωτο = αχαλίνωτο, που δε τιθασεύεται
- αθέρας = πρώτη ποιότητα, ό, τι πιο εκλεκτό, ο «αφρός»
- άιντε μπακαλούμ = άντε να δούμε
- ακράνο = κράνο, ο καρπός της κρανιάς
- ακρανιά = κρανιά
- άκσε, άκσα = άκ(ου)σε
- αλαργινός = μακρινός
- αλατζάδικο = πολύχρωμο, παρδαλό
- αλατζάς = φτηνό πολύχρωμο βαμβακερό ύφασμα, πολύχρωμος, παρδαλός
- αλατούρκα = με τούρκικο τρόπο
- άλειμμα = λίπος, γράσο
- αλισβερίσι = αλισβερίσι, το πάρε δώσε, εμπορική συναλλαγή, σχέση
- αλίχνιστο = στάρι πριν το λίχνισμα ανακατεμένο με άχυρο
- αλλαξιά = ανταλλαγή, σύνολο από καθαρά εσώρουχα
- αλλάχ μπελάχ βερσίν = ο Θεός να σε καταστρέψει
- αλμπάνης = πεταλωτής, άπειρος και αδέξιος
- άλμπενι = γοητεία, ελκυστικότητα, θεωρία, παρουσία,
- αλόγατα = άλογα
- αλυχτάω = γαβγίζω
- δοκάνη = ξύλινο φαρδύ εργαλείο αλωνισμού με φυτεμένες, από κάτω, μικρές κοφτερές πέτρες
- Αλωνάρης = ο Ιούλιος
- αμά! = πω, πω! Αμά χορός, ε! = πω, πω, χορός, ε!
- αμάδες ή ομάδες = παιχνίδι με κεραμίδι
- αμάκατζης = ο μακρυχέρης, αυτός που σουφρώνει τα ξένα
- αμάν αμάν ~ έλεος έλεος, ωχ ωχ, επιφώνημα παράκλησης, στεναχώριας, απόγνωσης.
- αμασχάλη = μασχάλη
- αμμά = αλλά, όμως, αλλά όμως, μολαταύτα
- απτάλης = απεριποίητος αλλά και κουτός, ανόητος, βλάκας
- αναγαλιάζω = ευφραίνομαι, ανακατώνω = τα κάνω ανω λόγια
- ανάρια = αραιά, σποραδικά
- αναριεύω = αραιώνω
- ανασόνι = το γλυκάνισο (πρ ρακί)
- άναυλα = δίχως ναύλα, ξαφνικά, βιαστικά, βίαια, αναγκαστικά
- ανεβατό ψωμί ~ ψωμί με προζύμι
- ανέμη = η φτερωτή του ανεμόμυλου, εξάρτημα του ροδανιού για το μασούριασμα του νήματος
- ανήμερα = την ίδια μέρα
- ανήμερος = άγριος, σκληρά
- ανήμπορος = αδύνατος, εξαι ασθενικός
- ανηπρόκοπος = ανεπρόκοπος, χωρίς προκοπή
- ανηχόρταγος = ανεχόρταγος άπληστος
- ανθογυάλι = ανθοδοχείο
- ανταλλαγή = η ανταλλαγή των πληθυσμών το 1924 σε εφαρμογή της συνθήκης περί ανταλλαγής της 30.1.1923
- ανταλλάξιμος = πρόσφυγας στα πλαίσια ανταλλαγής πληθυσμών
- αντάρα = καταχνιά, ομίχλη
- αντάσης = φίλος αδερφικός, συνονόματος
- αντερί = ο μακρύς χιτώνας που φορούν οι παπάδες κάτω απ’ το ράσο
- άντερο = έντερο
- αντέτ(ι) = έθιμο, συνήθειο
- αντιπροχτές = η προ-προ- προηγούμενη μέρα, πριν από προχθές
- Αντριάς = ο Νοέμβριος
- ανωκάτια = άνω κάτω, ακαταστασία, αταξία
- αξάμ = η βραδινή προσευχή των μουσουλμάνων
- απ’ τα πολλά= εντέλει, επιτέλους, ύστερα από ώρα, κάποιαν ώρα
- απιθώνω = τοποθετώ, αποθέτω, ακουμπώ, αφήνω
- απόδετος = χωρίς υποδήματα
- αποδιαλοόδια= αυτά που μένουν μετά τη διαλογή, δεύτερης διαλογής, άχρηστα
- αποκόβω, αποκόφτω = παύω να θηλάζω, απογαλακτίζω, χωρίζω απ’ τη μάνα
- απολειφάδι – μικρό υπόλειμμα που χρησιμοποιήθηκε, απομεινάρι σαπουνιού
- απολνώ = ελευθερώνω, χαλαρώνω, απολύω, τελειώνω, σχολνώ.
- απομνήσκω & απομίσκω= απομένω
- απορρίχνω= αποβάλλω, γεννώ νεκρό
- αποσώνω = ολοκληρώνω
- αποφαίνομαι = φανερώνομαι, δείχνω τα αισθήματά μου
- απτάλης – απτάλα/απταλού = ατσούμπαλος, απρόσεχτος
- αποχύνω = χύνω το νερό απ’ το πρώτο ζεμάτισμα
- αραδιαστά = στην αράδα, ο έν απ’ τον άλλο
- αράθυμα = τεμπέλικα
- αραλίκα = χαραμάδα, σχισμή
- αραλίκι = ξεκούραση, καθισιό
- αραμπάς = άμαξα, κάρο
- αραμπατζής = καροποιός
- αργιάνι = υγρό υποπροϊόν μετά την αφαίρεση του βουτύρου από το γάλα, αραιωμένο γιαούρτι με νερό αργιλές – καπνοσύριγγα, ναργιλέ
- αρέζο(υ)μαι = βολεύομαι, νιώθω καλά, ευχαριστιέμαι
- αράζω, αρέθω, αρέζομαι = μ’ κάτι, μ’ ευχαριστεί, εγκρίνω
- αρίσ’ = το ξύλο που ενώνει το ζυγό με το βοδόκαρο.
- αρκαντάς, αρκαντάσης = σύντροφος, φίλος, αδερφός
- αρκαντασλίκι = συντροφιά, συντροφικότητα, παρέα
- αρμαθιά. = περασμένα σε σύρμα, σχοινί ή πλεγμένα όμοια πράγματα (κρεμμύδια, σκόρδα, πιπέρια κλπ)’
- αρμέω, αρμέγω & αλμέγω = βγάζω με μαλάξεις το γάλα απ’ το μαστό του ζώου
- άρμη = άλμη, σαλαμούρα
- αρμύρα = αλατούχο έδαφος
- αρμυρή = αλμυρή, ακριβή
- αρνα(β)ούτης = αρβανίτης
- αρπαλίκι = κριθαρότοπος (αρπά = κριθάρι)
- αρπατζίκι = κοκάρι, μικρό κρεμμυδάκι από κοκάρι
- αρσίζης, αρσίζικος = ζωηρός, ανήσυχος
- αρταίνομαι & αρτύνομαι = τρώω κρέατα και γαλακτερά
- αρύς = αραιός
- αρχινώ, αρχινεύω & αρχεύω = αρχίζω αρχύτερα = νωρίτερα, πρωτύτερα
- ασήτε – αφήστε
- ασίκης = ωραίος, παλικαράς, λεβέντης
- ασκαμιά = μουριά
- ασκέρι = πλήθος στρατού, ανθρώπων
- άσκολσουν = μπράβο, εύγε
- ασλάνι = λιοντάρι, ανδρείος, γενναίος
- ασλί = φυσικά, αλήθεια, κυρίως,
- μαθές, εξάλλου
- αστοχώ & αστοχίζω = δεν βρίσκω το στόχο, λησμονώ, ξεχνώ
- ασυλλό(γ)ιστα = απερίσκεπτα
- ατζαμής= πρωτάρης, αδέξιος
- άτζεπα = άραγες
- ατλάζι = γυαλιστερό ολο
- άφεριμ = μπράβο
- αφιγκριέμαι & αφιγκρίζομαι =αφουγκράζομαι, ακούω με προσοχή
- αφιόνι = όπιο
- άφκα, άφκανε = άφ(η)κα,
- αφκυάριστο = που δεν καθαρίστηκε με το φτυάρι
- αφού = πολλές φορές οι σι σύνδεσμοι «αφού» και «γιατί» μπαίνουν της πρότασης
- αχαΐρευτος = ανηπρόκοπος
- αχελώνα = χελώνα
- άχερο = άχυρο, η πολυτεμαχισ λαμιά των σιτηρών ύστερα απ’ νισμό
- αχερώνα η = ο αχυρώνας
- αχμάκης = χαζός, κουτός, μπουνταλάς
- αχνός = ατμός, τα χνώτα αχούρι = στάβλος
- αχούρι= στάβλος
- αχτάρης = μπακάλης
- αχταρμάς – μείγμα, συνοθύλευμα, κάτωμα
- αψήφιστα = επιπόλαια, χωρίς τη δέουσα σημασία
- αψίδες = τα ξύλινα τόξα που σχηματίζουν τον τροχό
Β
- βάγια = κλαδιά ιτιάς που μοιράζονται απ’ τον παπά των Βαΐων
- Βαγιού του = των Βαΐων
- βάι βάι = αχ αχ, αλίμονο, έκφραση πόνου, λύπης
- Βακούφι = φέουδο που παραχωρήθηκε απ’ το σουλτάνο για ιερό σκοπό
- βαλάνι = βελανίδι
- βαλαντωμένος = στεναχωρεμένος, σακατεμένος, καταπονημένος, αποκαμωμένος
- βαλαντώνω = εξαντλούμαι, αποκάμνω, ξανάβω
- Βαρβάρα = γλυκιά σούπα της Αγίας Βαρβάρας με σιτάρι, σταφίδες, κανέλα και καρύδια
- βαριά = μεγάλο σφυρί
- βαρώ = χτυπώ, δέρνω βαρύ χωράφι με πολλή υγρασία που δουλεύεται δύσκολα
- βαστώ = κρατώ, αντέχω
- βατσινιά = βατομουριά,
- βέργα = λεπτό καθαρισμένο κλωνί δέντρου, ραβδί
- βερεσές ο, βερεσιές ο, βερεσέ το, βερεσιέ το — η πίστωση, με δόσεις
- βιος = περιουσία
- βίτσα = λεπτή και κοντή βέργα από κρανιά
- βλαμμένος = πειραγμένος, < ανήμπορος, ανισόρροπος βλογιά ευλογιά
- βοδάμαξο = βοδόκαρο, κάρο για αγελάδες
- βόθειο το = βοήθεια
- βουζούνι = εξόγκωμα στο σώμα, σπυρί με πύον
- βούκα = βουκιά, μπουκιά
- βούλωμα = τάπα, πώμα
- βραθακός = βάτραχος
- βρακοζώνα = ζώνη, το λάστιχο που κρατάει τη βράκα
- βραχεία = κοντό χοντρό ανδρικό επανωφόρι
Γ
- γαλέτσια = ξύλινα τσόκαρα
- γαλιφιά = γλυκόλογο, καλόπιασμα, κολακεία
- γανάδα = σκοτούρα, στεναχώρια
- γανιάζω = αγανακτώ, στεναχωρσύμαι
- γανώνω = επικασσιτερώνω
- γανωτσής = γανωματής
- γελέκι = γιλέκο
- γελώ = ξεγελώ, εξαπατώ, παραπλανώ, περιγελώ
- γεμεκλίκι = (από το γεμέκ = τροφή) το στάρι που προορίζεται για ψωμί
- γεμενετζής = αυτός που κατασκευάζει γεμενιά
- γεμενιά = υποδήματα χωρίς τακούνια, πατημένα στη φτέρνα
- γενεά, γενιά, σόι
- γένκανε = γέν(η)κανε, έγιναν, ωρίμασαν (π.χ. τα φρούτα)
- γέννημα = ο καρπός του σταριού
- γένουμαι & γίνουμαι = ωριμάζω, ψήνομαι, ολοκληρώνομαι (γένηκε το ψωμί, γένηκε τα φαΐ, γένηκαν τα σταφύλια)
- γεντέκια = χαλινά
- γερλεστίζω/ γερλεστάω = τοποθετώ τον εαυτό μου, τακτοποιούμαι, βολεύομαι, παίρνω κατάλληλη θέση
- γητεύω = ξεματιάζω
- για = επιβεβαιωτικό επιφώνημα (τέλειωσες τις δουλειές σου; Ναι, για)
- για = ή διαζευκτικό
- γιαβάς γιαβάς = αργά αργά
- γιαβάσικος = ελαφρύς, σιγανός (γιαβάσικος ντερές = σιγανό ποτάσα)
- γιαβουκλούς=ο αγαπητικός, ο ερωμένος, και γιαβουκλού=η ερωμένη
- γιαβρί = νεογνό ζώου ή ανθρώπους χαϊδευτικά: αγαπητό
- γιάβρουμ = μωρό μου,
- γιαγίκ= ξύλινο σκεύος μέσα στο οποίο χτυπιέται το γάλα για να βγει το βούτυρο.
- γιαγκίν(ι) = φωτιά, πυρκαγιά
- γιάγμα = αρπαγή, λεηλασία
- γιαγνίς = λάθος
- γιαζίκ = κρίμα
- γιαλάκι = γούρνα με νερό
- γιαλαντζής=ο ψεύτης
- γιαλοπάγι = παγωμένα νερά της βροχής
- γιαμάτσι = πλαγιά, πρανές
- γιάμπα – μεγάλο ξύλινο δεκράνι με πολλά δόντια
- γιανίσκω = θεραπεύω, -ομαι
- γιάντες = λέξη τούρκικη θυμάμαι, παιχνίδι μνήμης
- γιάνω, γιαίνω = θεραπεύω, -ομαι, γιατρεύω, -ομαι, γίνομαι καλά
- γιαπί = κτίσμα υπό κατασκευή, οικοδομή
- γιάρι = το πλαϊνό της χαράδρας, ο γκρε¬μός
- γιαρμάς = χονδροαλεσμένοι καρποί δημητριακών για ζωοτροφή
- γιασά = να ζήσεις,γειά σου
- γιασμάκι = κάλυμμα του προσώπου, που αφήνει έξω μόνο μάτια και μύτη
- γιατάκι = φωλιά, κρεβάτι, στρώμα
- γιατί = πολλές φορές οι σύνδεσμοι «αφού» και «γιατί”, στη ζωντανή γλώσσα, μπαίνουν στο τέλος της πρότα¬σης
- γιαχανάς= σαμολαδάδικο
- γιαχουντής – ο Εβραίος περιφρονητικά
- γίδρος = ίδρος, ιδρώτας
- γίζμπα= υπόγειο, κελάρι
- γινάτι = πείσμα
- γινατσής ο = πεισματάρης, -α, -ικο
- γιοκ = όχι, δεν υπάρχει, δεν υπάρχουν.
- γιοντζές = καλλιεργούμενο τριφύλλι
- γιοργάνι= πάπλωμα
- γιουκιά = στοίβα ρούχων
- γιουρού = προχωράτε
- γιουρούκος = Τούρκος νομάς της οθωμανικής αυτοκρατορίας, άξεστος
- γιουρούσι = επίθεση
- γιοφκάδες= οι χυλοπίτες
- γκάγκα = το ράμφος του πουλιού, αλλά και υποτιμητικά η μεγάλη μύτη
- γκάζι = πετρέλαιο
- γκάιντατζης = αυτός που παίζει γκάιντα γκαστρωμένα = γονιμοποιημένα, φου-σκωμένα (γεννήματα) γκαστρωμένη = έγκυος, γονιμοποιημένη, φουσκωμένη
- γκατζιόλι = γαϊδούρι
- γκερένι = άγονο χωράφι, αρμύρα
- γκερντάνι = προγούλι
- γκζάνι = κορίτσι
- γκιόλα = λιμνούλα με νερό
- γκιορντάνι & γιορντάνι = περιδέραιο με χρυσά και ασημένια νομίσματα
- γκιουζέλ, γκιουζελίμ = ωραίο, όμορφο, μια χαρά, ό,τι πρέπει
- γκιοοζλεμές = τηγανητή πίτα
- γκιουλ = τριαντάφυλλο
- γκιουλ μπαχτσές = τριανταφυλλώνας, ροδώνας, μεγάλη καρδιά, καρδιά μπαχτσές
- γκιουλέ γκιουλέ = στο καλό γκιουλέκας = νταής, ψευτοπαλικαράς
- γκιούμι = υψηλό μεταλλικό δοχείο με καπάκι για μεταφορά του γάλακτος.
- Γκιουμουλτζίνα= η Κομοτηνή
- γκιουναϊντίν = καλημέρα
- γκουρλώνω = γουρλώνω
Δ
- δαγκασιά = δαγκωματιά
- δείχνω = αναδεικνύω, προβάλλω
- δεμάτι = δέσμη από πολλά στάχυα
- δεματικό = δέσμη από λίγα στάχυα με την οποία έδεναν το δεμάτι
- δεμίρης / δεμερτζής= ο σιδεράς
- δενδρόγιες = βιολέτες
- διπλάρι – δίδυμο
- διπλαρώνω = προσεγγίζω κάποιον, πάω δίπλα του
- δοκάνη = ξύλινο φαρδύ εργαλείο αλωνισμού με φυτεμένες, από κάτω, μικρές κοφτερές πέτρες
- δουλγέρης & ντουλγκέρης = κτίστης
- δραγουμάνος = διερμηνέας, αλλά και επιστάτης στα τσιφλίκια (ντραγουμάνος)
- δράμι — μονάδα βάρους ίση με 1/400 της οκάς
- δρεμόνι= μεγάλο κόσκινο
Ε
- ε, το έρμο = ε, το άτιμο, κοίτα να δεις, να πάρει η ευχή
- ε, χόλαν! = ε, επιτέλους!
- έβετ = ναι
- εγγιάζω & γκιάζω = αγγίζω, αγγίζω, ακουμπώ με τα δάχτυλα
- εγρέκι =ο χώρος που πλαγιάζουν τα ζώα στη βοσκή
- εδεκεί = εκεί μπροστά, εκεί δίπλα
- εδωγιά = εδώ μπροστά, εδώ δίπλα
- είδια = είδα
- ειδών ειδών – διάφορα
- εκμέκ = ψωμί
- έλμπετ = φυσικά, ναι βέβαια, όλο και
- εμέν =αμέσως, γρήγορα εμέν εμέν = γρήγορα γρήγορα, στα γρήγορα, απάνω κάτω,
- έμπυο & όμπιο= πύον
- ενάντια = απέναντι, αντίκρυ, εναντίον, αντίθετα
- εντέριμ = πολύ
- εντεψίζης = αψύς, οξύθυμος, κακοήθης
- Εντιρνέ = Αδριανούπολη
- εξόν = εκτός
- εξωχώραφα – τα δεύτερης κατηγορίας χωράφια, έξω απ’ τον κάμπο
- επανωτίζω = βάζω απανωτά, το ένα απάνω στο άλλο
- Εργκενέ ντερέ = ο Εργίνης ποταμός
- έρμος = έρημος, ακατοίκητος, αδέσποτος, άθλιος, άτιμος
- εσέκ = γαϊδούρι. Εσέκογλου & εσόγλου εσέκ = γαϊδούρας γιος, βαριά βρισιά
- εσνάφι και συνάφι =συντεχνία
- εύκαιρος = άδειος, ελεύθερος, με ελεύθερο χρόνο
Ζ
- ζαβλακωμένος = ζαλισμένος, αποβλακωμένος
- ζαβός = χαζός, βλάκας, ανάποδος
- ζαλώνομαι — φορτώνομαι, παίρνω στην πλάτη μου
- ζαμακώνω = ξυλοφορτώνω, χτυπάω
- ζαμάνι = καιρός, χρόνος. Ζαμάνια = πολύς καιρός
- ζαμπάκι = υάκινθος, κρίνος
- ζαμπίτης = αξιωματικός, αστυνομικός
- ζαπτιές – χωροφύλακας του οθωμανικού κράτους
- ζαπώνω = καταλαμβάνω αυθαίρετα, πιάνω, κάνω δικό μου, κλέβω, αρπάζω
- ζαρζαβατζής = μπαξεβάνης, πωλητής λαχανικών
- ζαρζαβάτια = λαχανικά
- ζάφτι, ζάπι (κάνω) = δαμάζω, υποτάσσω στη δύναμή μου
- ζεβζέκης = από το οθωμανικό zevzek ο ελαφρόμυαλος
- ζεμπίλι = μικρή ψάθινη τσάντα, πετσέτα με προσφάι δεμένη σταυρωτά
- ζερβός, -ή, -ί= αριστερός, -ή, -ό
- ζέρντελο = βερίκοκο
- ζευγάρι = δύο ζώα (άλογα, αγελάδες, βουβάλες) που ζεύει ο γεωργός στο κάρο, στο αλέτρι, στο αλώνι
- ζιανεύω = χαραμίζω, ξοδεύω ανώφελα
- ζιπούνι = είδος λεπτού εσώρουχου για βρέφη
- ζνίχια τα = τράχηλος, αυχένας, σβέρκος
- ζόρ’ – κολάι= δυσκολία, ευκολία μέ τό ζόρ’ μέ τό κολάϊ
- ζορμπαλής = νταής, τυραννικός, άγριος, βίαιος
- ζορμπαλίκι = νταηλίκι, βία, επίδειξη δύναμης
- ζουμπάς = μικρός, μικροκαμωμένος
- ζορλατίζω, -ομαι = ζορίζω, -ομαι, καταβάλω παραπάνω δύναμη, καταπονώ
- ζούζουλο = μικρό έντομο, ζωύφιο, σκαθάρι
- ζουρλαμάς = πρήξιμο απ’ το ζόρισμα
- ζούλεια = ζήλεια
- ζουμπούλ(ι) = υάκινθος
- ζουνάρι = ζωνάρι
- ζουπώ = πιέζv, σπρώχνω
- ζούφιος = χωρίς χυμό, χωρίς περιεχόμενο, κούφιος
- ζουφώνω= χώνω, κρύβω
- ζύγι = ζύγισμα, δράμι, βαρίδιο της πλάστιγγας
- ζυγούρι = διπλοχρονίσιο αρνί
- ζωντανοζύγι = το ζύγισμα του ζώου ζωντανού
Θ
- θα να + ενεστώτας = θα + αόριστος. Θα να πάω = θα πήγαινα, θα να κάμω = θα έκαμνα
- θανατικός = φανατικός
- θαραπαύομαι = θεραπεύομαι, ευχαριστιέμαι
- θαρρεύω & θαρρώ = νομίζω, πιστεύω, φαντάζομαι
- θέλει = χρειάζεται, πρέπει, επιβάλλεται (τώρα θέλει να πάμε να τόνε βρούμε)
- θελιά – θηλιά
- θελυκώνω = θηλυκώνω, κουμπώνω
- θεριός = σωματώδης, μεγάλων διαστάσεων
- θεριστής = ο Ιούνιος
- θέρμη — ελονοσία
- θημωνιά & θεμωνιά = σωρός από δεμάτια τοποθετημένα με τέχνη σαν «σπιτάκι»
- θημωνιαμένοι = απανωτοί, ο ένας απάνω στον άλλονα σαν τα δεμάτια της θημωνιάς
- θρίμπος = θυμάρι
- θρονιάζομαι = κάθομαι άνετα, πιάνω θέση (θρόνο) σαν να μου ανήκει δικαιωματικά
- θρύβω = θρυμματίζω, μεταβάλλω σε θρύμματα, θρύψαλα, τρίμματα
- θυμητικό = μνήμη, μνημονικό
- θωριά = θεωρία, εμφάνιση, όψη, παρουσιαστικό
- θωρώ = θεωρώ, παρατηρώ, κοιτάζω, βλέπω (συλλοΐσμένο σε θωρώ, θέλω να σε ρωτήσω)
I
- ικιντέ = η απογευματινή προσευχή (από δω και το «κεντί» = απόγευμα)
- ικράμι = περιποίηση, κέρασμα
- ιμάμ μπαϊλντί = ο ιμάμης μπαΐλντισε, λιποθύμησε. Φαγητό με μελιτζάνες, σκόρδο και κρεμμύδι
- ιμάμης = χότζας, μουεζίνης, ο ιερέας που από το μιναρέ καλεί τους πιστούς σε προσευχή
- ιμαρέτ — φτωχοκομείο, φιλανθρωπικό ίδρυμα
- ιμλάκ = φόρος οικοδομών
- ιμπρίκ = μπρίκι
- ίνσαλλαχ = πρώτα ο Θεός, μακάρι, άμα θέλει ο Θεός, είθε
- ισνάφι & συνάφι= συντεχνία
- ι(γιου)φκάδες = ψιλοκομμένες χιλοπίτες
κ
- κα’ = κατά (κα1 το χωριό = κατά το χωριό)
- καβάκι = το δένδρο λεύκη
- καβάκι γυρνάω = γυρίζω ανάποδα, γυρίζω τούμπα
- καβούνι = πεπόνι
- καβουρμάς = παγωμένο κρέας που έβρασε προηγούμενα στο λίπος του
- καβραντίζω = συλλαμβάνω, αρπάζω, πιάνω σφιχτά, μαγκώνω
- καδής= δικαστής
- καζαντζής = χαλκουργός, κατασκευαστής καζανιών
- καζάντια = κέρδη καζαντίζω = κερδίζω
- καζάς = επαρχία
- καζίκι = παλούκι, δυσάρεστη εμπειρία
- κάζοτο = λεπτό αγριόχορτο της θερισμένης καλαμιάς με μικρά ροζ ανθάκια
- καθαρό = άδειο ρακοπότηρο, κρασοπότηρο
- καΐλα, καϊλές = καούρα, σκασίλα, καημός, στεναχώρια
- καϊμάκι = η κρέμα, η πέτσα του γάλακτος
- καϊντίζω = κόβω το κρέας ψιλά κομματάκια σαν κιμά
- καΐσι = βερύκοκο
- κάκαδο, κακάδι = κρούστα από αίμα στην πληγή
- κάκητα = κακία
- κολάι = κασσίτερος
- καλαμιά = το καλάμι των σιτηρών που απομένει στο χωράφι μετά το θερισμό, το θερισμένο χωράφι
- καλαμπαλίκια = αφθονία
- καλαμωτή = πλέγμα από καλαμιές
- καλέμι = μεταλλικό μυτερό εργαλείο μήκους 25 εκ., με πάχος καλαμιού
- καλές = κουλάς, κάστρο
- καλιβώνω = πεταλώνω, καλίβωμα = πετάλωμα
- καλντερίμι = λιθόστρωτο, πλακόστρωτο
- καλούδια = αγαθά, δωράκια
- καλούπι = (για τυρί) πλάκα, κομμάτι
- καλπαζάνης = αναξιόπιστος, τεμπέλης, κάλπης
- καλτάκα = πόρνη, του σκοινιού και του παλουκιού, βρομιάρα
- κάλφας = πρωτομάστορας, αρχιμάστορας
- κάμα η = δίκοπο μαχαίρι
- κάμα το = καύσωνας
- καμάς ο = σφήνα από ξύλο ή πέτρα
- καματερός = πολύ εργατικός, που δεν υπολογίζει τον κάματο
- καμπάδικο = αφράτο, χοντρό αλλά ελαφρύ. Καμπάδικο πιπέρι = πιπεριά για γέμισμα
- καμπαρντίζω = φουσκώνω, υπερηφανεύομαι, μερακλώνομαι, έρχομαι στα κέφια
- καμτσίκι = βούρδουλας, στενή δερμάτινη λωρίδα δεμένη σε λεπτή βίτσα
- καμτσικώνω = χτυπάω με το καμτσίκι
- καμώνομαι = προσποιούμαι, υποκρίνομαι
- κανάκεμα = χάιδεμα, φροντίδα, γλυκά λόγια
- κανάτι = παραθυρόφυλλο από συμπαγές ξύλο χωρίς γρίλιες, μικρό δοχείο νερού ή κρασιού
- καντάρι = ζυγαριά για μεγάλα βάρη, με τη βέργα, το τοπούζι και τη μανέλα, μονάδα βάρους ίση με 44 οκάδες (57 περίπου κιλά)
- κατιφές = βελούδο, είδος λουλουδιού
- καπάτσος = καταφερτζής
- καπίστρι = το ειδικό δέσιμο του ζώου απ’ το κεφάλι, από σχοινιά ή λωρίδες δέρματος
- καπλάνι = τίγρις, ο αρχηγός των σκυλιών του κοπαδιού
- καπλαντίζω = σκεπάζω, καλύπτω, σεντονιάζω (παπλώματα)
- καρά= μαύρο
- καρά κιοπέκ = μαύρο σκυλί
- καρά μπασάκ = στάχυ με μαύρο άγανο
- καρά σαμπάν = μικρό αλέτρι
- καραβάν σεράι = το χάνι των καραβανιών, πανδοχείο
- κάραγατς = το μαυρόδεντρο, η φτελιά
- καραγκιόζης = μαυρομάτης
- καρακόλι = αστυνομικό τμήμα
- Καραμανλής = ο καταγόμενος απ’ την Καραμανία
- καραμούζα = τρομπέτα
- καραμπάσικο= με μαύρο κεφάλι
- καράμπογια = μαύρη βαφή, κατάμαυρος
- καράρ(ι) = ταίρι, σχέδιο, ρυθμός, ρέγουλα
- καράτσαλι = κακό αγκάθι
- καρδάρα = μακρύ ξύλινο κυλινδρικό δοχείο όπου χτυπιέται το γάλα για την εξαγωγή του βούτυρου
- καρδάρι = χαμηλό ανοιχτό δοχείο, συνήθως μεταλλικό, για άρμεγμα
- καρέ, καφεδάκι = τετράγωνο κεντητό, υφαντό, πλεκτό κλπ κάλυμμα τραπεζιού
- καρσί = αντίκρυ, απέναντι, προς καρσιλαμάς = ο αντικριστός χορός
- καρτάλι = αετός
- καρτέρι = ενέδρα, παγάνα
- κάρτικο = γηρασμένο, σκληρό (για λαχανικά)
- κάσα = ταμείο, κιβώτιο από σανίδες, ξύλινο πλαίσο στήριξης θυρών & παραθύρων, φέρετρο
- κασαμπάς = πόλη, η κεντρική αγορά
- κασαπειό = κρεοπωλείο
- κασάπικο το = χασάπικος χορός
- κασμάς = σκαπάνη, σκαπτικό εργαλείο
- κατακόβομαι = κόβομαι σε πολλά σημεία, κατακουράζομαι, αποκάμνω, εξαντλούμαι
- καταπόδι = καταπόδας, από πίσω καταποδιαστά – το ένα πίσω απ’ το άλλο, απανωτά
- κατεβασιά = υπόστεγο με κλίση σε συνέχεια της σκεπής
- κατέχω = γνωρίζω, ξέρω πολύ καλά
- κατής & καδής = Τούρκος δικαστής που δικάζει με βάση το μουσουλμανικό νόμο
- κάτια τα = δίπλες, κομμάτια, δυο κάτια = διπλωμένο στα δυο
- κατίκι = τυρί με γάλα ύστερα από ζύμωση
- κατ’μάς= κρέας κατώτερης ποιότητας
- κατιφές & καντιφές = είδος λουλουδιού, βελούδο
- κατοσταράκι= μεταλλικός μαστραπάς που χωράει 100 δράμια
- κατράνι – άλειμμα, κατράμι, γράσο, το κατάμαυρο
- κατσάκι = φυγάς, φυγόστρατος
- κατσαμάκι = χυλός από αλεύρι καλαμποκιού με λάδι στο φούρνο
- κατσιάζω = χάνω τη λάμψη μου, ζαρώνω, συρρικνώνομαι, μαραίνω & μαραίνομαι,
- κατσίβελος = γύφτος
- κατσιρμάς = αυτός που ξέφυγε, ο λαθραίος
- κατσίτε = καθίστε
- κατσουρντάω, κατσιρντάω & κατσουρντίζω = αφήνω άθελά μου να γλιστρήσει κάτι απ’ τα χέρια μου
- καφασωτό παράθυρο – με ξύλινο δικτύωμα
- καψίδα = άγονο χωράφι, που στεγνώνει γρήγορα και καίει το γέννημα, συνήθως «αλμύρα»
- κελέκι =άγουρο και άνοστο (καρπούζι)
- κελεπούρι = ανέλπιστο εύρημα, ανέλπιστη ευκαιρία, λαχείο
- κεμέρι = βαλάντιο, πορτοφόλι, ζώνη με θήκη για χρήματα,
- κεντί = απόγευμα, από το ικιντέ, την απογεματινή προσευχή των μουσουλμάνων
- κενώνω = αδειάζω φαϊ απ’ τον τέντζερη στα πιάτα
- κεπέγκια = τα ξύλινα κανάτια, φύλλα μαγαζιών
- κερεστές = ξυλεία
- κερεστετζής = ξυλέμπορος
- κερπίτσι = πλίνθος, πλιθί
- κερχανατζής = ο θαμώνας των πορνείων κερχανές= πορνείο, μπορντέλο
- κεσάτι = αναδουλειά, εμπορική απραξία
- κεσές = μικρό πήλινο ή γυάλινο σκεύος
- κεσίν = η σφαγή, σφάζω
- κετσές = χοντρός τρίφτης μπάνιου
- κεφαλάρι = η κεφαλή, η αρχή, το επάνωμέρος
- κεφαλάρι του τροχού = ο κεντρικός άξονας του τροχού (αφαλός)
- κεφαλάρι του χωραφιού = το επάνω και το κάτω σύνορο του χωραφιού
- κεφαλαριά = το εξάρτημα απ’ τα χάμουρα που φοράει το ζώο στο κεφάλι
- κεφάλι = μονάδα μέτρησης του αριθμού των ζώων
- κεχαγιάς = επιστάτης, κτηνοτρόφος με μεγάλο κοπάδι
- κηρατζής = αγωγιάτης
- κιαγιάς= υπάλληλος
- κιγμάς = κιμάς
- κιζιλτζές = σίκαλη, βρίζα
- κιλίμι = υφαντό στρωσίδι με σχέδια
- κιμπάρης = κύριος, φιλότιμος, αξιοπρεπής
- κιόι = χωριό
- κιοπέκ = σκυλί
- κιορ΄ς = τυφλός
- κιούγκι = πήλινος σωλήνας νερού
- κιούπι = μικρό πυθάρι
- κιουτσούκ = μικρός
- κιρίσια = δοκάρια της οροφής
- κιρλαντίζω = φεύγω τρέχοντος από φόβο, φεύγω εσπευσμένα από φόβο
- κ’σούρα = άτεκνη, στείρα, ανίκανη για τεκνοποίηση
- κληματσίδα = κληματόβεργα
- κλωθουρίζω = γυροφέρνω
- κλώθω = περιστρέφω με τον κλώστρο διπλό το νήμα του αδραχτιού για να γίνειπιο ανθεκτικό
- κοιλό = (πιθανόν απ’ το κοίλο) ξύλινο κυλινδρικό δοχείο μέτρησης των σιτηρών ίσο με 22-25 οκάδες
- κοιλό = μέτρο έκτασης. Χωράφι ενός κοιλού: αυτό που για να σπαρεί χρειάζεται ένα κοιλό σπόρο
- Κόκκινη Μηλιά = τα βάθη της Ανατολής
- κοκόνα = κυρά (χαϊδευτικά)
- κοκοντάκισμα = η χαρακτηριστική φωνή της κότας (κοκο ντακ) μόλις γεννήσει το αβγό
- κολάι = ρέγουλα, τρόπος
- κολοκύθια στο πάτερο = λόγια του αέρα, τρίχες
- κόμα = ακόμα πιο, πιο, περισσότερο
- κονάκι = σπίτι, διοικητήριο, αστυνομικό τμήμα, δικαστήριο
- κονοστάσι ναού = τέμπλο
- κονταυγή = λίγο πριν το χάραμα
- κοντραμπατζής = λαθρέμπορος
- κοντσές = μισάνοιχτο λουλούδι, μπουμπούκι
- κοντυλώ – ταλαντεύομαι, παραπατώ, ζαλίζομαι
- κοπάζω = εξασθαινώ, ξεθυμαίνω, ηρεμώ
- κόπανος= ο μηρός, το μπούτι
- κόρζα = κοριός
- κόρφος = λιμάνι, κόλπος, στήθος, βυζιά
- κορώνω = ανάβω ξαφνικά, φλογίζομαι, αναψοκοκκινίζω (από θυμό)
- κόσα = μεγάλο δρεπάνι με μακρύ στειλιάρι και χειρολαβή
- κοσάω, κοσεύω = τρέχω
- κοσί = τρέξιμο, τροχάδην. Ούλο κοσί =τρέχοντας συνέχεια
- κοστερίτσα = σαύρα
- κοτάω = τολμώ
- κοτζάμ & κοτζαμάν = ολόκληρος, τόσο μεγάλος
- κοτς, κότσι = κριάρι, αστράγαλος ποδιού
- κότσαλα = κομμάτια από άτριφτα στάχια
- κοτσάνι = (μεταφ.) κοτσονάτος, δυνατός, ακμαίος
- κότσια = αστράγαλοι των αρνιών με τα οποία έπαιζαν τα παιδιά
- κουγιουμτζής, κουϊμτζής = ο χρυσοχόος
- κουζούμ = μάτια μου, αρνάκι μου
- κουϊτής = απάνεμο μέρος
- κουϊτλίδικο = απάνεμο
- κουκί = ο καρπός της κουκιάς, κόκκος,
- κουκουνάρι, κουκουνάρα = καλαμπόκι
- κουλαξίζης= ο χωρίς αυτιά, ο κουτσάφτης
- κουλές = πύργος
- κουμάρι = σταμνί, τυχερό παιχνίδι με χρήματα
- κουμάσι = κοτέτσι
- κουμπουλιά = στοίβα, μικρός λόφος, από το κούμουλους λατιν.
- κουντούρια = κλειστά υποδήματα
- κουντουρντίζω = επιμένω φορτικά, κάνω αμάν για κάτι, λυσσώ
- κουπάνα = ξύλινη μακρόστενη ταΐστρα προβάτων
- κούπανος = ξύλινος κόπανος της πλύσης, κυλινδρικό κομμάτι από κορμό δέντρου με χερούλι
- κούρβουλο = ο κορμός του κλήματος
- κουρελένια = κουρελούδες
- κουρί – δασάκι
- κούρκα – γαλοπούλα
- κουρκούτι = χυλός από σταρίσιο αλεύρι
- κουρμπάνι = θυσία ζώου, κρέας του ζώου που θυσιάστηκε, με ρύζι ή μπλιγούρι
- κουρμπάτσι = μαστίγιο, καμτσίκι
- κουρνιάστρα = οριζόντιο ξύλο μέσα στο κοτέτσι πάνω στο οποίο κοιμούνται οι κότες
- κουρντίζω = πειράζω, περιπαίζω, στήνω, υπόσχομαι πράγματα που δεν θα κάνω
- κουρσές = βελονάκι δαντέλας
- κουρσούμι = βαριά μεταλλική σφαίρα, μεγάλο βάρος,
- κουσούρι= ελάττωμα κουσουρλής = με κουσούρι, με πρόβλημα, με ελάττωμα κουσουρλίδικος = ελαττωματικός
- κουτούκι = χοντρός κορμός δέντρου
- κουτουρού = κατ’ αποκοπή, δίχως μέτρημα ή ζύγισμα, χωρίς περίσκεψη, στην τύχη
- κούτρα = μέτωπο (ανθρώπου, ζώου)
- κρένω & κρίνω = μιλώ
- κριγιάς = κρέας
- κρίνα η & κρινί = κούτα, κουτί
- κρομμύδι = κρεμμύδι, αλλά και στομάχι πουλιού
- κρυοσύνη = δροσιά
Λ
- λάβρα = καύσωνας
- λαγήνα & λαΐνα= στάμνα λαγίνι, λαΐνι – σταμνί
- λαγούμι = υπόγεια στοά, φωλιά αγριμιού
- λαθεύω = λαθώνω, κάνω λάθος
- λαΐνα = η μεγάλη στάμνα
- λαλαγκάκι & λαλάγγι = λαλαγγίτα, είδος τηγανίτας
- λάλημα = η φωνή των πουλιών, κελάιδημα, λόγος
- λαλήματα = μουσικά όργανα, αλλιώς παιχνίδια
- λανάρα = μηχανή για ξάσιμο μαλλιού
- λάπατο = αγριολάχανο με φαρδιά φύλλα
- λαρδί = παστό λίπος του χοιρινού
- λαφρύς, αλαφρύς, λαφριός = χαζούτσι- κος, ανόητος
- λαχταρώ, λαχταρίζω = ανυπομονώ, κατατρομάζω, ποθώ, επιθυμώ
- λειτουργιά = πρόσφορο
- λειψό ψωμί = ψωμί χωρίς προζύμι
- λέλεκας & λελέκι = πελαργός
- λεμόντουζου (το) = σκληρό κιτρικό οξύ που διαλυμένο σε νερό αντικαθιστά το λεμόνι
- λέσι = πτώμα, ψοφίμι
- λεχούσα = λεχώνα, η γυναίκα που πρόσφατα γέννησε και μένει ακόμα στο κρεβάτι.
- Ληγόρης= Γρηγόρης
- λημέρι = καταφύγιο, φωλιά αγρίων ζώων
- λιανίζω = κόβω σε πικρά κομματάκια
- λίβας = νοτιοδυτικός καυτός άνεμος
- λίγδα = το λίπος που προκύπτει απ’ το τσιγάρισμα μικρών κομματιών χοιρινού απ’ τα μπόσκα
- λιγώνομαι = αισθάνομαι λιγούρα, ζαλάδα από πείνα
- λιμασμένος = πολύ πεινασμένος
- λιμόρια= τα νεκροταφεία
- λιόγερμα = ηλιόγερμα, ηλιοβασίλεμα
- λιόκαμα = μεγάλη ζέστη (ήλιος + κάμα)
- λισγκάρι & λισγάρι = μυτερό και πιο επίπεδο είδος φτυαριού κατάλληλο για σκάψιμο
- λιχνίδια = τα υπολείμματα απ’ το λίχνισμα, σπασμένα στάρια με μισοτριμμένα στάχια
- λιχνίζω = χωρίζω, με τη βοήθεια του αέρα, το στάρι από το άχερο
- λόγκος = θαμνότοπος
- λογοδίνω = δίνω λόγο αρραβώνα, αρραβωνιάζομαι ανεπίσημα
- λογοσήμαδο = το φλουρί που άφηνε ο γαμπρός στο δίσκο, όταν τον κερνούσανε κατά την πρώτη επίσκεψη στη νύφη
- λόρδα = πείνα μεγάλη
- λουλάς = πίπα
- λουλουδιά = η ακακία με τα άσπρα άνθη
- λόυρα = τριγύρω
- λουρίδα = η ζωστήρα, η ανδρική ζώνη
- λοϋρίζω, τροΰρίζω, κλωθοϋρίζω = τρι- γυρνώ, τριγυρίζω, γυροφέρνω λουφάζω = ησυχάζω, κρύβομαι
Μ
- μ’ ούλη = παρόλη
- μαθές = βέβαια, δηλαδή, λοιπόν, εξάλλου
- μαϊμάρης – ο κάτοχος μαϊμούς μαϊμούνι = μαϊμού
- μακάμι = μουσικός ανατολίτικος σκοπός
- μακαράς = ξύλινο καρούλι
- μακάτια = ντιβανοσκεπάσματα, κρεβατοστρώσια
- μαλάκι = βουβαλάκι
- μάλαμα = χρυσάφι
- μαλάς = μυστρί
- μαμάνη= γιαγιά
- μανέ= μάνα
- μαμούδια = έντομα κολεόπτερα, ζωΐφια
- μάνα νερού & νερομάνα = πηγή νερού
- μανάλι = μανουάλι, μεγάλο κηροπήγιο του ναού
- μανέλα = το ξύλο που έβαζαν δυο άνδρες στον ώμο τους για να κρεμάσουνε το καντάρι
- μανίκι = το στυλιάρι, η ξύλινη λαβή των γεωργικών εργαλείων
- μάνταλο = ο σύρτης της πόρτας, αμπάρα
- μαντζάνα = μελιτζάνα
- μαντζούνι = παχειά ζύμη από διάφορα φαρμακευτικά είδη, αλοιφή
- μάξους = επίτηδες
- μαραφέτι = μικρό εργαλείο, μικρό αντικείμενο
- μαρή = μωρή. Συνηθισμένη λέξη πριν από μερικά χρόνια
- μαριά & παλιομαριά = γριά προβατίνα
- Μαρίτσα ο Έβρος
- μαρκάλημα = βάτεμα, οχεία, συνουσία κατοικιών και προβάτων, μαρκαλώ = (για τράγους και κριάρια) βατεύω, οχεύω, επιβαίνω
- μάρτης = οι πολύχρωμες κλωστές κεντήματος στο λαιμό και στον καρπό των παιδιών
- μάσαλλα (μάσαλλαχ) = φτου φτου να μη σε ματιάσω, τι ωραίο, ό,τι ποθεί ο Θεός
- μασάλι – ευχάριστη αφήγηση, παραμύθι
- μασιά = σιδερένια τσιμπίδα για τα κάρβουνα
- μαστραπάς = μεταλλικό κύπελο με χερούλι
- ματζίρης= πρόσφυγας
- ματσόβεργα = από το μάτσι (κομμάτι ανοιγμένου φύλλου ζύμης) και τη βέργα, φυλλόβεργα, πλάστης
- μαχαλάς = γειτονιά
- μαχανάς = πληγή, θέμα, ιστορία, μηχανή
- μεγαλόμερες – τα δωδεκάμερα, οι μέρες από Χριστούγεννα μέχρι τα Φώτα
- Μεγάλος Πόλεμος = ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος
- μεϊντάνι & μεϊντάνα = πλατεία, ανοίχτωμα, πιάτσα
- μεϊντανλίκι = ανοίχτωμα
- μερακλαντίζω = έρχομαι στα μεράκια
- μεράς & μοιράς = το αγρόκτημα(τοι τσιφλικά, του χωριού κ.λ.π.)
- μερεμέτι = επιδιόρθωση, μικροεπισκευι
- μέρια = μέρη
- μέρχαμπα = χαίρεται
- μεσάλα= μεγάλη πετσέτα
- μεσές & μεσιά= βελανιδιά
- μετζίτ = τούρκικο νόμισμα
- μηλιόρι = δίχρονο θηλυκό αρνί, πρωτόγεννη προβατίνα
- μια φορά = πάντως. Εγώ μια φορά ο είπα = εγώ πάντως…
- μιλέτ, μιλλιέτ – εθνότητα, ράτσα,
- μιλήνα = τηγανιτή τυρόπιτα
- μιντέρι = ξύλινος ή χτιστός καναπές μαξιλάρες
- μισιακά = χωράφια που την παραγωγή τους μοιράζονται από μισή ιδιοκτήτης και καλλιεργητής
- Μισίρι = Αίγυπτος
- μισκίνης = βρώμικος, δυστυχής
- μίσκω, μνήσκω = μένω
- μισοκάδικο = κύπελο μισής οκάς (200 δράμια ή 640 γραμμάρια)
- μιτάρι – εξάρτημα του αργαλειού που μετακινεί τις κλωστές του στημονιού για να περνάει η σαΐτα
- μοίρα & μοιρίτσα = κομμάτι κρέας
- μόλα η = μικρή ανάπαυλα κατά την ώρα της δουλειάς
- μολεύω = μολύνω, μιαίνω, ατιμάζω, μαγαρίζω
- μοσκιά = μοσχοβολιά μοσκίζω = μοσχοβολώ
- μοσχοκάρφι = μοσχοκάρυδο, γαρύφαλλο
- μοτόρι = καΐκι με μηχανή
- μουεζίνης = εκείνος που καλεί τους πιστούς στο τζαμί από το μιναρέ
- μουζντές = η καλή είδηση, το φιλοδώρημα για την καλή είδηση
- μουλάς = τίτλος των ανώτερων μουσουλμάνων ιεροδικαστών, δάσκαλος του θείου και του ανθρώπινου νόμου
- μουλαταύτα = ωστόσο, παρόλα αυτά, μολαταύτα
- μουμπαντελέ = ανταλλαγή
- μουμτζής = κηροποιός μουμτζίδικο = εργαστήριο κεριών
- μουρνταρεύω = βρωμίζω, λερώνω, μολύνω μουρντάρικο = λερωμένο, βρόμικο, μο- λυσμένο
- μούρτζος = λερωμένος στο πρόσωπο, άνιφτος
- μουσαφίρ οντάς = σάλα
- μουσαφίρης = μουσαφίρης, επισκέπτης μουσαφιριό = επίσκεψη
- μουσκάρι = μοσχάρι
- μουσλούκι = κάνουλα, μικρό πλατύ δοχείο με κάνουλα, νιπτήρας
- μουστερής = πελάτης, αγοραστής
- μουτάφης = κατασκευαστής τρίχινων ειδών, σάκκων, τουρβάδων κλπ
- μουτεμένη κότα= η κότα που έπαψε να γεννά.
- μούτλακ = οπωσδήποτε, απαραίτητα
- μουτσούνα = μάσκα, προσωπίδα, μούτρα
- μουφτής = εκπρόσωπος της θρησκείας & ερμηνευτής του ιερού νόμου.
- μουχαμπέτι = κουβεντολόι
- μουχαρεμπέ = πόλεμος
- μουχατζίρης = Τούρκος πρόσφυγας
- μουχτάρης = πρόεδρος του χωριού
- μπαγάσας = κατεργαράκος
- μπαΐλντίζω = λιποθυμώ, χάνω τις αισθήσεις μου, κουράζομαι, αποκάμνω
- μπαϊράμ = μεγάλη γιορτή των μουσουλμάνων.
- μπαΐρι = λόφος, αψήλωμα. Μπάΐρα = μεγάλος λόφος
- μπακαλούμ = να δούμε, ας δούμε
- μπακέτο = πακέτο
- μπακίρα = χάλκινο μεγάλο σκεύος που έμπαινε πάνω στη φωτιά μπακιρτζής = ο κατασκευαστής μπακιρικών
- μπαλντίρια = οι γάμπες, οι μηροί
- μπαλούκ = ψάρι μπαλούκ παζάρ & μπαλουκχανάς= ψαραγορά
- μπαλτάς= τσεκούρι μπαλτατζής= ο ξυλοκόπος με μπαλτά
- μπαμπατζάνη ς & μπαμπατζάνικος = θεριός, σωματώδης
- μπαξίς & μπαχτσίς = φιλοδώρημα, λάδωμα
- μπάρεμ = τουλάχιστον
- μπασάκι = στάχυ
- μπασπεχλεβάνης = πρώτος, μεγάλος παλαιστής, αρχιπαλαιστής
- μπασταρδεύω = νοθεύω, αλλοιώνω
- μπάσταρδο = νόθο
- μπατάκι = βούρκος, λάσπη, έλος
- μπατακώνω = βουλιάζω στη λάσπη, στο μπατάκι
- μπαταλάκι = το εξάρτημα της ζυγαριάς του κάρου που αντιστοιχεί στο κάθε άλογο
- μπαχτσές = λαχανόκηπος
- μπεζαχτάς – το συρτάρι του ταμείου, ταμείο, χρηματοκιβώτιο
- μπεζερίζω = μπουχτίζω, εξαντλούμαι κυρίως ψυχικά, μαυρίζει η ψυχή μου
- μπεζεστένι = σκεπαστή αγορά με πολύτιμα εμπορεύματα
- μπεζίρι = λινέλαιο μπεζιρχανάς = λινελαιουργείο
- μπέσμπελί = προφανώς
- μπεκιάρης = εργένης
- μπέλα = (για πρόβατα) άσπρα
- μπελάς = όλεθρος, κακό φορτίο, στεναχώρια, πρόβλημα
- μπελί = γνωστό, φανερό, σαφές
- μπέλκιε, μπέλκιομ = ίσως, μήπως
- μπεντέλι = το ποσό που πλήρωναν οι χριστιανοί για απαλλαγή απ’ το στρατό, το αντισήκωμα
- μπερεκετλίδικο = παραγωγικό, πλούσιο
- μπερεκέτ(ι)= πλούτος, αφθονία, παραγωγή, απόδοση
- μπερντές = κουρτίνα
- μπεσατζής = υφασματοπώλης μπεσατζίδικο = υφασματοπωλείο
- μπέσι = θρεφτάρι, ζώο της πάχυνσης
- μπεχτσής = φύλακας, αγροφύλακας
- μπιλέμ = πλέον, επιπλέον, με το παραπάνω
- μπιλίορσονουζ; = κατάλαβες;
- μπινέκι = άλογο ελεύθερης βοσκής, απαλούκωτο
- μπίμπασης = ταγματάρχης
- μπίρπαρα = μια πεντάρα, χωρίς αξία
- μπιτσίμ = είδος, σχήμα, τρόπος. Τι μπιτσίμ = τι είδους;
- μποζαλίκ’= βοσκοτόπι
- μποκλατίζω = εξαντλούμαι, εξουθενώνομαι, παραδίνομαι, χάνω τις δυνάμεις μου, παραλύω
- μποκλούκια & μπουκλούκια = συγκεντρωμένα άχρηστα μικροπράγματα, δυσχέρειες
- μποσκαίνω = χαλαρώνω μπόσκος = χαλαρός, ανέτοιμος
- μποστάνι = χωράφι με πεπόνια και καρπούζια
- μποσταντζής = ιδιοκτήτης μποστανιού
- μπουγάζι = ρεύμα αέρα που έρχεται από στενό φυσικό πέρασμα
- μπουγάς=ταύρος
- μπουγιούκ σαμπάν = μεγαλάλετρο
- μπουγιουρντί = διαταγή μπουγιουρντίζω = διατάζω
- μπούγιουρουν = ορίστε, περάστε
- μπούζι = πάγος, παγωμένο
- μπουλαστώ= χτυπώ με ξύλο, δέρνω
- μπουλούκι = λόχος
- μπουμπρέκια – νεφρά
- μπουνακεύω = παθαίνω άνοια, παραγερνάω
- μπουνάκης = ανόητος, υπέργηρος, βλάκας, μωρός
- μπουνάρι = πηγή νερού, νερομάνα
- μπουνταλάς= κορόιδο, χαζός
- μπουντρούμι = σκοτεινή φυλακή
- μπουρέκι = στριφή γεμιστή πίτα
- μπουρμάς= βραχιόλι ευτελούς αξίας (συνήθως γυάλινο)
- μπουρντίζω = στρίβω κάτι πολλές φορές με σκοπό να το κόψω, ευνουχίζω
- μπουχτίζω =παραχορταίνω
- μποχτσάς = μπόγος από σεντόνι με δεμένες σταυρωτά τις γωνίες
- μπρισίμι = μεταξωτή κλωστή
- μπρομυτίζω = πέφτω μπρούμυτα στο χώμα, με το πρόσωπο (μύτη) στο έδαφος
- μπροστέλα = ποδιά της νοικοκυράς μπροστομούνι= ποδιά της νοικοκυράς, μπροστέλα. Το φορούσαν και οι άνδρες στο στάβλο
- μπρούσκο =κρασί ύστερα από πλήρη ζύμωση, δυνατό λίγο στυφό
- μυλόπετρες – οι δυο κυλινδρικές πέτρες του μύλου
Ν
- ναμάζι = προσευχή μουσουλμάνων: σαμπάχ (πρωί), ογλέι (μεσημέρι), ικιντέ (απόγεμα), αξάμ (βράδυ), γιατσί (δείπνο).
- ναμκιώρης = λαίμαργος, άπληστος, αχόρταγος ναμκιώρικα = λαίμαργα, αχόρταγα
- ναμλί και λαμνί = η λωρίδα, το πλάτος που θερίζει μια κόσα
- ναχιγιές = δήμος
- νε καντάρ = πόσο, πόσα
- νε καντάρ ζαμάν = πόσος καιρός
- νε.,.νε = ούτε.. .ούτε
- νιώνω = έχω νου, αντιλαμβάνομαι, γνωρίζω, καταλαβαίνω
- νογάω = εννοώ, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι
- νταβαντούρι = σύγχυση, φασαρία
- νταβούλι = τύμπανο
- νταβραντίζω = ζωηρεύω, δυναμώνω
- νταγιάκι = στήριγμα, υποστήριγμα νταγιακώνω = στηρίζω, υποστηρίζω με νταγιάκι
- νταγιαντώ = ακουμπώ, στηρίζομαι, βασίζομαι, κάνω υπομονή
- νταής = ο θείος, ο μπάρμπας, ο αρχηγός του λόχου των γενιτσάρων, ψευτοπαλικαράς νταηλίκι = ψευτοπαλικαριά, ψευτομαγκιά
- νταλάκα = πρησμένη κοιλιά
- νταλάκι = η ασθένεια άνθρακας, πρήξιμο της σπλήνας
- νταλγκάς= εσωτερικός πόνος, της καρδιάς
- ντάλι = κλαδί, κλωνί
- νταλωμένος = ζαλισμένος νταλώνομαι = ζαλίζομαι
- νταμκάς = λεκές, κηλίδα, σημάδι
- νταμουζλούκι = (επί ζώων) για αναπαραγωγή, ράτσα
- νταμπλάς = συμφόρηση
- νταρντανίζω = ταρακουνάω
- ντεβές – καμήλα ντεβετζής = καμηλιέρης
- ντελάλης & τελάλης = δημόσιος κήρυκας, διαλαλητής
- ντελής = τρελός
- ντεμέκ = τάχα
- ντερβίσης = μάγκας
- ντερές = ρέμα, ποτάμι
- ντερλικώνω = τρώω υπερβολικά, παραφουσκώνω την κοιλιά
- ντέρτι = πόνος, θλίψη, μέριμνα, έννοια
- ντίκικα = ίσια, κατακόρυφα, απόκρυμνα. ντίκικα γιάρια = απόκρυμνος γκρεμός
- ντίμινι σικτίμινι = βαριά βρισιά
- ντίμπιντουζ = πάτος ίσιος, ολότελα, εντελώς, ολωσδιόλου
- ντιπ = καθόλου ΄
- ντερέκ(ι) = δοκάρι
- ντογρού & ντουγρού = κατευθείαν, ίσια εμπρος
- ντομούζ = γουρούνι
- ντονμές – ο Εβραίος που αλαξοπίστησε, που τούρκεψε
- ντοντουρμάς = παγωτό
- ντουγάνι / ντογάνι (το) = (μτφ) μικρόμυαλος, αργόστροφος
- ντουζένια τα = μεγάλες χαρές, μεγάλες δόξες
- ντούζικος = μεγαλοπρεπής, γνήσιος
- ντουκουρτζούμι = σωρός (μικρή θημωνιά) από δεμάτια συνήθως σε σχήμα σταυρού
- ντουλγκέρης & δουλγέρης = χτίστης
- ντουμάνι = σύννεφο πυκνού καπνό σύννεφο σκόνης. Επίρρημα: γρήγορα, σαν καπνός, γίνηκε καπνός, χάθηκε
- ντούμπλα = τουρκικό νόμισμα αξίας δύο τούρκικων χρυσών λιρών
- ντουνιάς= κόσμος
- ντούρος = άκαμπτος, στητός, κοτσανάτος, παραγεμισμένος
- ντουρούκι = κορυφωτό
- ντουρντουβάκι = βουλγάρικο τάγμα καταναγκαστικής εργασίας
- ντουσεμές = πάτωμα κάσας του κάρου
- ντουσλαμάς = χοντροκομμένος
- ντραγκουμάνος = κουμανταδόρος, επιστάτης
- ντυλίζω = τυλίγω
- νυφιάτικος = σκοπός του γάμου
- νυφίτσα = κουνάβι
- νυχτέρι = νυχτερινή εργασία, συγκέντρωση τα βράδια στα σπίτια για κουβέντα και εργασία
- νώμος = ώμος
Ξ
- ξαλωνίζω = τελειώνω τον αλωνισμό
- ξανοίγομαι = εκμυστηρεύομαι, μιλώ πιο εύκολα
- ξανοίγω = ξεχερσώνω, μετατρέπω ακαλλιέργητη έκταση σε χωράφι
- ξαρίζω = καθαρίζω το στάβλο φτυαρίζοντας
- ξεγενιάζω = χάνω τη γενιά μου, τη συγγένειά μου
- ξεγέρνω = γκρεμίζω
- ξεδιακρίνω = ξεχωρίζω, γνωρίζω, βλέπω καθαρά
- ξεδιαλέγομαι = ξεμπλέκω, ξεφεύγω, βγαίνω έξω απ’ το πλήθος
- ξεθελυκώνω = ξεθηλυκώνω, ξεκουμπώνω
- ξεκοπή = αποκοπή, χωρίς ζύγισμα, εφάπαξ συμφωνία
- ξεπεζεύω = αφιππεύω, ξεκαβαλικεύω ξεπετάγομαι = βγάζω φτερά, μεγαλώνω, ενηλικιώνομαι
- ξεπεταρούδι = το πουλί που αρχίζει να πετά και ν’ απομακρύνεται απ’ τη φωλιά του
- ξεροπάγι = παγετός χωρίς βροχή
- ξεσυνερίζομαι & συνερίζομαι = συναγωνίζομαι, αμιλλώμαι
- ξετινάζομαι = μεγαλώνω, ενηλικιώνομαι
- ξεφουρνίζω = βγάζω απ’ το φούρνο, βγάζω απ’ το στόμα, λέω συνήθως κάτι που δεν πρέπει, χωρίς περίσκεψη
- ξεφτέρια = εξαπτέρυγα
- ξίγαλο = γιαούρτι
- ξιπάζομαι = νομίζω ότι είμαι σπουδαίος, παριστάνω το σπουδαίο, ξαφνιάζομαι
- ξόμπλια = στολίδια, τα πουλάκια στην κουλίκα του γάμου
- ξου-ξου = έξω, τρόπος για να διώξουμε κυρίως τις κότες
- ξω – ξύνω
Ο
- οβάς= κάμπος όπου βρίσκονται τα χωράφια
- Οβριός = Εβραίος
- ογλέι = η μεσημεριανή προσευχή
- ογλού = παιδί
- ολντού = έγινε, τελείωσε, πέθανε
- ολούθε = από παντού, από όλες τις κατευθύνσεις
- ολούκι = υδροροή, λούκι, κιούγκι Μπήκα στ’ ολούκι = συμβιβάστηκα
- ολόυρα, λόυρα & ολόγυρα = γύρω γύρω
- όμπιο & έμπυο = πύον
- οντάς = κάμαρα
- όντας = όταν
- ορμάνι =χέρσο με άγριους θάμνους, θαμνότοπος, ρουμάνι
- ορμηνεύω = συμβουλεύω ορμήνια = συμβουλή
- ορνίθια = όρνιθες, κότες
- ορταλίκι = ο τόπος, ο ντουνιάς, μεγάλη περιοχή
- οτούρ μπακαλούμ = κάτσε να δούμε
- ουλάν = παιδί (αγόρι) ούλο κοσί – τρέχοντας
- ουστάμπασης = ο επικεφαλής, ο επιστάτης
- όχιντρα = οχιά
- οψιμάδι = το όψιμο, το τελευταίο, αυτό που έγινε στο τέλος της εποχής
Π
- πααίνε = από το πααί(νου)νε = πηγαίνουν
- παγάνα = καρτέρι, ενέδρα
- παιδί= αγόρι
- παίνια = παινέματα
- παίρνω -ομαι = παντρεύομαι
- παϊτόνι = άμαξα με άλογα
- παιχνίδια = τα μουσικά όργανα (με όργανα, με τούμπανα και με πολλά παιχνίδια)
- παιχνιδιαραίοι = οργανοπαίχτες
- παλάντζα = ζυγαριά, κρατάω παλάντζα =κρατάω ισορροπία
- παλιομαριά & μαριά = γριά προβατίνα
- παλιός = ο μεγαλύτερος σε ηλικία, της παλιάς γενιάς
- παμούκ = βαμβάκι
- πάνα = μεγάλο κομμάτι ύφασμα στην άκρη μεγάλου κονταριού για τον καθαρισμό του δαπέδου του φούρνου
- πανίζω = καθαρίζω με την πάνα τα κάρβουνα και τη στάχτη από το δάπεδο του φούρνου
- πανωκάσι = το επάνω μέρος της κάσας της εξώπορτας
- παπάρα = ψωμί μουσκεμένο σε νερό, γάλα, ζουμί φαγητού
- παπουδιάζω = μουλιάζω, μουσκεύω (κυρίως για χέρια και πόδια)
- παραβγάζω = συνοδεύω κάποιον που αναχωρεί και τον αποχαιρετώ, ξεπροβοδίζω παράβγαλμα = ξεπροβόδισμα
- παράδες υμ= οι παράδες μου
- παρακεντές = άνθρωπος που ζει σε βάρος άλλων, τιποτένιος, μηδαμινός
- παραπέτια = τα πλαϊνά της κάσας του κάρου, λέγονται και αγγίσια
- παράς = τούρικο νόμισμα, το φλουρί της βασιλόπιτας
- παραστέκομαι = στέκομαι κοντά, συμπαραστέκομαι, περιποιούμαι, στηρίζω, βοηθώ
- παρλαντίζομαι = ξεσκίζομαι, χτυπιέμαι και οδύρομαι
- παρμάκια= οι ακτίνες του τροχού του κάρου
- παρμακλίκια = κάγκελα ξύλινα, φράχτης
- παράνομα = επίθετο
- παρτάλι & παρτσάλι = κουρελιασμένο παλιόρουχο, κουρέλι, τιποτένιος άνθρωπος
- παρτσαλιασμένη = κουρελιασμένη, κομματιασμένη
- παστάλι= διαλογή των ξερών καπνόφυλλων κατά μέγεθος και ποιότητα
- πάστρα = καθαριότητα παστρεύω = καθαρίζω παστρικός = καθαρός
- πατακιό = άμυαλη γυναίκα, βλαμμένη πατατούκα = χοντρό χειμωνιάτικο επανωφόρι
- πατέκα = μονοπάτι
- πάτερα= τα οριζόντια ξύλα της σκεπής
- πατιρντί= φασαρία
- πατούνα = πατούσα
- παχνί = φάτνη, χτιστή (συνήθως) ή ξύλινη «σκάφη» όπου τοποθετείται η τροφή των ζώων
- πέδικλο = το ξύλο με το οποίο δένουν μεταξύ τους τα πόδια του ζώου για να μην απομακρύνεται
- πεδικλώνομαι = μπερδεύομαι, παραπατάω, σκοντάφτω και πέφτω
- πεζεβέγκης = τουρκ. Pezevenk = ο ανήθικος, ο μαστροπός
- περεχύνω = καταβρέχω, ρίχνω από πάνω
- περιδρομιάζω = τρώω υπερβολικά μεγάλη ποσότητα φαγητού
- περικοκλάδα = αναρριχώμενο αυτοφυές λεπτόκλαδο φυτό με άνθη χωνάκια
- πέσε πέσε = πες πες, λέγε λέγε
- πεσίν = τοις μετρητοίς, αντίθ. βερεσέ
- πεσκέσι = δώρο
- πέταυρο=νάρθηκας
- πετιμέζι = γλυκό πυκνόρευστο υγρό απ’ το βράσιμο του μούστου
- πετσί = δέρμα
- πεχλιβάνης = παλαιστής
- πήχη η = παλιό μέτρο μήκους ίσο με 50 εκ.
- πιάνομαι (κάπου)= πιάνω δουλειά. Πιάστηκε τσομπάνος στο κοπάδι του τάδε πιάνω = συλλαμβάνω, μένω έγκυος πιάσκε = πιάσ(τη)κε πινάκα = μεγάλο πιάτο πινάκι = πιάτο
- πινακωτή = ξύλινη στενή σκάφη με χωρίσματα για τα ψωμιά πινακωτόπανο = το πανί που καλύπτει την πινακωτή
- πινίγω = πνίγω
- πισινέλα = εξάρτημα απ’ τα χάμουρα, δερμάτινες λωρίδες που αγκαλιάζουν τα πισινά του ζώου
- πισμανεύω = μετανιώνω
- πισπιλίζω = πασπαλίζω
- πίτσικος = μικρός, ασήμαντος, τιποτένιος
- πλαλώ & πιλαλώ =τρέχω γρήγορα
- πλαστό ψωμί = ψωμί με προζύμι
- πλατέα = πλατεία, το μεϊντάνι
- πλεμάτι = δίχτυ
- πλιθί = χωμάτινο τούβλο που ψήνεται στον ήλιο
- ποδένομαι = φορώ τα ποδήματα πόδημα = υπόδημα, παπούτσι
- ποδοπάνια= υφαντά πανιά που χρησιμοποιούνταν για κάλτσες απ’ αυτούς που φορούσαν γουρουνοτσάρουχα.
- πολεμώ = προσπαθώ έντονα, αγωνίζομαι να πετύχω, πασχίζω, μοχθώ
- πομπεύω = διαπομπεύω, εξευτελίζω
- πόνειε = πονούσε
- πόστα = κατσάδα, αργοκίνητο τρένο
- πόσταντζης = ταχυδρόμος
- ποτούρι = ανδρική βράκα
- πουλάδα = νεαρή κότα, μεταφ. φουντωτό νεαρό βλαστάρι
- πούλια η = μικρός μεταλλικός δίσκος με τρύπα στη μέση, διακοσμητικό γυναικείων ενδυμάτων
- πρέπω = ομορφαίνω, ταιριάζω, είμαι κατάλληλος. «Τα ρούχα τόνε πρέπουνε πολύ».
- πρήσκανε = πρήσ(τη)κανε
- προβαίρνω = προβάρω, δοκιμάζω
- προσκυνώ = φιλώ το χέρι, εκδηλώνω το σεβασμό μου, την εκτίμησή μου
Ρ
- ραΐζω = ραγίζω
- ρακί = τσίπουρο ρακιτζής = παραγωγός ή πωλητής ρακιού ρακιτζίδικο = το ποτοποιείο ρακοβάρελο = βαρέλι με ρακί ρακοκάζανο = άμβικας απόσταξης τσίπουρου (ρακιού)
- ράφη η = ράφι
- ραχάτι = ξεκούραση, αραλίκι
- ρεμπεσκές = χάΐνης, τεμπέλης
- ρετσέλι = γλυκό από κολοκύθι ή σύκο βρασμένο στο μούστο
- ρημάδα = άτιμη, ανεπιθύμητη
- ρημάδι = ερείπιο, άχρηστο, άτιμο, τιποτένιο
- ροβολώ = τρέχω γοργά
- ροβύθι = σε περιόδους έλλειψης καφέ, καβούρντιζαν ρεβύθι ή και κριθάρι
- ροδάνι = όργανο που μαζί με την ανέμη χρησιμοποπιούνται για το μασούριασμα της κλωστής
- ρόκα = διχαλωτή βέργα για την τουλούπα του μαλλιού
- ροκάνι = εργαλείο ξυλουργού, αλλιώς πλάνη
- ρούγα = το στενό πέρασμα ανάμεσα στα σπίτια
- ρουγκούσκο = πρόβατο με κέρατα
- Ρουμ = Ρωμιός Ρουμ μαχαλάς = η συνοικία, η γειτονιά των Ρωμιών Ρούμελη = η χώρα των Ρουμ, των Ρωμιών
- ρούπι = το 1/8 του εμπορικού πήχη. Δεν το κουνάω ρούπι = δεν εννοώ να μετακινηθώ ούτε κατ’ ελάχιστον
- ρούσα = κοκκινωπή Ρούσος, πληθ. οι Ρους = ο Ρώσος
- Ρωμιός = ο Έλληνας της οθωμανικής αυτοκρατορίας
Σ
- σα θέλει = καθόλου παράξενο, δεν αποκλείεται, ώρα είναι
- σα κάτ’= προς τα κάτω
- σαβουρντάω & σαβουρντίζω = εκσφενδονίζω, πετάω με δύναμη
- σαγανάκι – μικρό χρονικό διάστημα, λίγο
- σάγια = καλύβα από καλάμια
- σαγιάκι = χοντρό μάλλινο ύφασμα της Θράκης για εξωτερικά ενδύματα
- σαζάνι = γριβάδι, κυπρίνος
- σάζι = συμπαγές νεροκάλαμο για στέγες και ψάθες
- σαΐτα = εξάρτημα του αργαλειού που περνάει το υφάδι μέσα από τις κλωστές του στημονιού
- σακάτης = ανάπηρος σακατλίκι – αναπηρία
- σαλαάτ – η προσευχή της Παρασκευής
- σάλι = η σχεδία του ποταμού
- σαλιάγκι = σαλιγκάρι
- σάλμα = χοντρό άχυρο που έμενε ύστερα απ’ τον αλωνισμό βρώμης και κριθαριού με την «τρεχούλα»
- σαλντίζω & τσαλντίζω = ορμώ (κυρίως για σκυλιά)
- σάματις = μήπως
- σαμόλαδο = σουσαμόλαδο σαμολχανάς = ελαιουργείο σουσαμιού, σουσαμελαιουργείο
- σαμπάν = αλέτρι
- σαμπάχ = πρωϊ, πρωινός, η πρωινή προσευχή των μουσουλμάνων Σαμπάχ χιλντιζί = πρωινό άστρο, ο Αυγερινός
- σάνα = σαν να, ωσάν, μήπως, λες και
- σαντζάκι = νομός σαντζάκμπεης = νομάρχης
- σαούλι = νήμα της στάθμης
- σάρα = επιληψία
- σαράφης = αργυραμοιβός
- σαρή = κίτρινο
- σαρή μπασάκ = κίτρινο στάχυ
- σασιρντίζω = τα χάνω, ζαλίζομαι
- σασκίνης = ανόητος Δεν είναι ιδιαίτερα βαρύς χαρακτηρισμός, γι’ αυτό και λέγεται και περιπαικτικά. Ακούγεται και σερσερής
- σασκινιά = ανοησία
- σατίρι = μαχαίρι εστιατορίου, μπαλταδάκι του πατσά
- σατσάκι = μαρκίζα, γείσο, εξοχή της σκεπής
- σάτσι= λεπτό μεταλλικό φύλλο πάνω στο οποίο ψήνουν πίτες
- σαχανάκι = χάλκινο πιάτο, μικρό τηγάνι
- σαχατζής = ωρολογάς σαχατζίδικο = ωρολογοπωλείο
- σαχνισί = εξώστης στο πάνω πάτωμα
- σαψάλης (& σάψαλο) = με αδέξιο περπάτημα, βραδυκίνητος, ετοιμόρροπος, εξασθενίσμενος
- σβάρνα & δράλα = γεωργικό εργαλείο που σέρνουν τα ζώα για το σπάσιμο των σβόλων και την ισοπέδωση του χωραφιού
- σγάρα – πρόλοβος πουλερικών
- σεβνταλίδικος = αγαπησιάρικος σεβντάς = καημός ερωτικός, της αγάπης
- σεινάμενη = (μάλλον απ’ το σείεμαι = κουνιέμαι) λικνιζόμενη. Σεινάμενη κουνάμενη
- σεϊτάν = διάβολος
- σεκερτζής = ζαχαροπλάστης
- σεκλέτι = στεναχώρια, μαράζι, μελαγχολία, θλίψη
- σελάχι = δερμάτινη ζώνη στη μέση για μαχαίρια
- σέλι = ρεύμα, πλημμύρα, χείμαρρος
- σεμές = ορθογώνιο μακρόστενο κεντητό, πλεκτό κλπ κάλυμμα
- σεντέλ-μεντέλ = καταδώ και κατακεί, παραπατώντας, τρεκλίζοντας
- σεντούκι = μπαούλο, κιβώτιο
- σεράι & σαράι = παλάτι, ανάκτορο
- σερμεγιές & σερμεγιά = κεφάλαιο, κατάθεση, μαγιά απ’ το βιος
- σερμπέσικα = ελεύθερα, άνετα
- σερμπέτι = νερό με ζάχαρη, γλυκόπιοτο
- σέρνει = (επί ζώων) είναι σε φάση οργασμού επιθυμεί ζευγάρωμα
- σερσέμης = χαζός, μπουνταλάς, βλάκας
- σερσερής = ανόητος (πιθανόν απ’ το σερί & σερήδες = πιστοί μουσουλμάνοι)
- σέρτικος = ατίθασος, σκληρός, βίαιος, οξύθυμος
- σεφτές = η πρώτη πώληση της ημέρας μετρητοίς, το χερικό
- σηκώνω = (για κτίσματα) χτίζω, ανεγείρω αλλά και ξεσπιτώνω, μετακινώ, αρπάζω. Σηκώνουν το νεκρό: τον παίρνουν απ’ το σπίτι του
- σιάζω & σιάχνω – τακτοποιώ, διορθώνω
- σιλμές = ίσιος, κοφτός
- σιλτές – μαλακό στρώμα στο πάτωμα, στρωματόπανο
- σινέτια = μητρώα
- σινί = μεγάλο ρηχό ταψί
- σινίρι = νεύρο
- σινσιλές = σόι, συγγενολόι
- σιντεφένια = μαργαριταρένια
- σιχτιρίζω = βρίζω άσχημα
- σκαμπίλι – χαστούκι, χαρτί της τράπουλας
- σκατομπούρμπουλοι = κολεόπτερα που κάνουν μπάλες τα κόπρανα των ζώων
- σκαφίδα = τσίγκινη σκάφη λουσίματος & πλυσίματος ρούχων
- σκεμπές – κοιλιά, στομάχι σφαγμένου ζώου
- σκερβελές = αδύνατος, σκελετωμένος
- σκιάζαρος = σκιάχτρο
- σκιάζομαι = τρομάζω, αντιλαμβάνομαι
- σκολνώ – σχολώ, τελειώνω
- σκοτιδιάζω = σκοτεινιάζω, γίνομαι σκοτεινός
- σκούζω = φωνάζω, καλώ, προσφωνώ
- σκουμπώνω = ανασκουμπώνω, σηκώνω τα μανίκια
- σκρόφα = γουρούνα, παλιογυναίκα, πόρνη
- σκύβαλα = άτριφτα στάχια ανακατωμένα με πετραδάκια και κομμάτια καλαμιάς
- σουγιάς ο, σογιά η = μικρό μαχαίρι με πτυσσόμενη λεπίδα και ξύλινη ή κοκάλινη λαβή
- σοκάκι = δρόμος χωριού ή πόλης
- σόπα, σοπανίκα = χοντρή βέργα
- σορβάτκα = το τυρόγαλο που τρέχει από το στράγγισμα του τυριού
- σούδα = στενό μονοπάτι ανάμεσα στα σπίτια, ρούγα
- σουλτάν μερεμέτ = επιδιόρθωση του σουλτάνου, ξυλοκόπημα, ξυλοδαρμός
- σημάδια =δώρα αραβώνα
- σουουτιά = ιτιά
- σουρί = σωρός, πλήθος. Ένα σουρί άλλοι = ένα σωρό άλλοι
- σουρμαλίζω= σέρνω δω κει θυμωμένα
- σουρντίζω = διαρκώ, τραβώ σε μάκρος, επιμηκύνω χρονικά
- σούρντισμα = το τράβηγμα σε μάκρος, επιμήκυνση του χρόνουθ
- σουρτουκεύω = γυρνώ στους δρόμους, δεν κάθομαι στο σπίτι μου, αλητεύω, περιφέρομαι άσκοπα
- σούτικο = χωρίς κέρατα
- σοφράς = χαμηλό τραπέζι
- σπαθόλαδο = λάδι που έχει μέσα λουλούδια σπαθόχορτου
- σπαργωμένα = παραγεμάτα, τσιτωμένα, παραφουσκωμένα
- σπαχής = αξιωματικός του ιππικού
- σπετσέρης = φαρμακοποιός
- σπίρτο = οινόπνευμα
- σπιτάλι = νοσοκομείο
- στάλα, σταλίτσα = σταγόνα, μια στάλα = πολύ λίγο, λιγάκι
- στανιό = το έτσι θέλω, ζόρι, βία
- σταπίδα = σταφίδα
- στέγνα = ξηρασία, ξέρα, στεγνό έδαφος
- στέκα = στάσου, σταμάτα
- στέρφο – άκαρπο, άγονο, που δε γέννησε
- στεφάνια τον τροχού = τα μεταλλικά στεφάνια του κεφαλαριού του τροχού
- στημόνι = οι κλωστές κατά μήκος του αργαλειού (από τυλιγάδι σε τυλιγάδι)
- στούμπωμα & στούπωμα =τάπα, βούλωμα
- στραγγουλώ & στραγγουλίζω = στραμπουλίζω, εξαρθρώνω μέλος του σώματος
- στράφι= σπατάλη, μάταια, άδικα
- στραφτάδα = λάμψη, ζωηρότητα, φεγγοβόλημα
- στρέχω = συμφωνώ, δέχομαι
- συνάφι & ισνάφι = συντεχνία, συνένωση ατόμων με επαγγελματική συνάφεια
- συντράβλιστο = μακριά σιδερόβεργα εργαλείο του φούρναρη
- συντροφιάζω = αποκτώ σύντροφο, συνεταίρο
- συργιανώ ή συργιανίζω = σεργιανώ, παρακολουθώ μια εκδήλωση
- συρμός = επιδημία
- συχώριο = συγχώρεση, άφεση αμαρτιών, κέρασμα για συχώρεση του νεκρού
- σφαλίζω & σφαλιώ = κλείνω, κλειδώνω
- σφοντύλι = ξύλινη ροδέλα που προσαρμόζεται στο κάτω μέρος του αδραχτιού για ισορροπία
- σφουγγί – πετσέτα για σφούγγισμα του τραπεζιού
- σφουγγίζω = σκουπίζω με πετσέτα ή πανί
- ταβάς = μεγάλο στρογγυλό ταψί
- ταγκαλάκι = απολίτιστος Τούρκος της ενδοχώρας
- ταή = ζωοτροφή
- ταϊφάς = ομάδα, συνεργείο τρυγητών
- ταμάμ = ακριβώς, απάνω που, ό,τι πρέπει, σωστά
- ταμάχι = πλεονεξία, απληστία ταμαχκιάρικο = άπληστο, ανικανοποίητο, αχόρταγο
- ταμπάνι = το εξωτερικό μεταλλικό στεφάνι του τροχού, το σκληρό έδαφος
- ταμπλάδες = δίσκοι
- τανιέμαι & τανιούμαι = τεντώνομαι
- ταξίμι = μουσικός ανατολίτικος σκοπός
- ταπί= υφαντό, ή κεντητό διακοσμητικό χαλί τοίχου, με παραστάσεις
- ταφτάς = μεταξωτό ύφασμα
- τεζέκι = μεγάλος χωμάτινος σβώλος
- τεζιάκι = πάγκος
- τεκές = μοναστήρι, οίκημα δερβίσηδων
- τεκνεφέζικος = ασθματικός (τεκνεφέζικο άλογο = άλογο που φουσκώνει)
- τέλι = πολύ ψιλό σύρμα, μεταλλική κλωστή, στόλισμα
- τεπές = μικρός λόφος, στοίβα
- τερζής = ράφτης
- τερλίκι = πάνινη παντόφλα, συνήθως πλεχτή χειροποίητη
- τερτίπι = τρόπος, μέθοδος, τέχνασμα για παραπλάνηση
- τεσεκιούρ = ευχαριστώΤετράδη = Τετάρτη
- τζαμεκιάνι & τζαμλίκι = βιτρίνα, τζαμαρία
- τζαμί = τέμενος με μιναρέ
- τζάμπα = χωρίς πληρωμή, άδικα, μάταια
- τζαμπάζης & τσαμπάζης = ζωέμπορος
- τζαν τζιν = ερημιά
- τζαναμπέτης = ανάποδος άνθρωπος, ο είπα-ξείπα
- τζάνεμ, τζάνιμ, τζάνουμ = ψυχή μου, καλέ μου
- τζαντιρμάς = χωροφύλακας, αστυνόμος
- τζαντόγρια = παλιόγρια
- τζερεμές = άδικη ζημιά, τα σπασμένα, νωθρός άνθρωπος
- τζεσβές = μπρίκι
- τζέρτζελο/ τζερτζελές = η κατάσταση που όλοι περνούν καλά και συνδυάζει την διασκέδαση με αστεία ή ευχάριστα περιστατικά
- τζιβαέμι, τζεβαΐρι, τζιβαερικό= διαμάντι, κόσμημα, πολύτιμος λίθος, θησαυρός
- τζιγιέρι, τζιέρι = συκώτι
- τζιμάνης = ωραίος, λεβέντης, αξιαγάπητος, ανοιχτόκαρδος
- τζινώ= τσιμπώ
- τζιτζί = παιδικό παιχνίδι, κομψός άνθρωπος
- τζιχάντ = ιερός πόλεμος
- τιμαρεύω – δέρνω άγρια
- τιτίζης = σχολαστικός, λεπτολόγος, παράξενος, γρινιάρης
- το δίχως άλλο = οπωσδήποτε
- τόι – γυμνολαίμικο όρνεο
- τόκα = τσούγκρισμα, τόκα το = δώσ’ το, άντε γεια
- τοκάς = μεταλλική πόρπη, αγκράφα ζώνης
- τολ = μεταλλική αψιδωτή κατασκευή στρατοπέδων
- τοπούζι = το βάρος που μετακινείται πάνω στη βέργα του κανταριού, χυτή σφαίρα
- τουζλούκια = μάλλινες περικαλαμίδες
- τουλούμι = ο ασκός από δέρμα κατσίκας ή προβάτου για το πήξιμο του τυριού.
- τουλούμπα = αντλία νερού
- τουλούπα = τούφα από μαλλί (συνήθως άσπρη) ή βαμβάκι, κεφάλι με άσπρα μαλλιά
- τουλπάνι = λεπτός γυναικείος κεφαλόδεσμος
- τουρβάς = σάκος συνήθως με ιμάντα. Κρεμώ τουρβά στα ζώα = τα βάζω να φάνε
- τουρλούκι = χοντρό και μακρύ κομμάτι από κορμό δέντρου, πρώτη ύλη για τα καμίνια
- τουρμούκι = μεγάλη ξύλινη τσουγκράνα
- τουρούκι = παλαμίδα, ψάρι που αφθονεί στον Εύξεινο Πόντο και στη Θάλασσα του Μαρμαρά
- τουτουντζής = καπνοπώλης
- τραντανίζομαι = ταρακουνιέμαι έντονα
- τράχωμα = τα περιουσιακά στοιχεία της προίκας (χωράφια, ζώα κλπ)
- τρεχούλα & τροχούλα = πέτρινος ή τσιμεντένιος κύλινδρος με τον οποίο πατούσαν το αλώνι βρώμης ή κριθαριού
- τριχιά = μακρύ χοντρό σχοινί από τρίχες κατσίκας
- τρόυρα, τρόγυρα, λόυρα, ολόυρα = τριγύρω
- τροΰρίζω & λοϋρίζω = τριγυρίζω, τριγυρνώ, γυροφέρνω, περιφέρομαι
- Τρυγητής = ο Σεπτέμβρης
- τσαΐρι & τσαϊρότοπος = λειμώνας, αυτοφυές λιβάδι που θερίζεται κυρίως για σανό
- τσάκ = έως, μέχρι
- τσάκα = (απ’ το τσακώνω) παγίδα, δόκανο
- τσακίρης = γαλανομάτης
- τσακμάκι = αναπτήρας, παιχνίδι, χουνέρι, κάζο
- τσακμακίζω = βγάζω σπίθες
- τσάκνο = πολύ λεπτό ξερό κλαδάκι, ξερό χορτάρι (το καλάμι του)
- τσακσίρια= ανδρικές, θρακιώτικες βράκες, ποτούρια
- τσακώνω = πιάνω, συλλαμβάνω
- τσαλί = χαμηλό αγκάθι (χόρτο)
- τσαλίκικο = ατροφικό, κούφιο, χαλασμένο, ελλιποβαρές. Τσαλίκικα στάρια
- τσαλίμι = επιδεξια κίνηση, κόλπο, τέχνη, αυτοσχεδιασμός
- τσαλκιτζής – οργανοπαίχτης
- τσαλντίζω – σαλντίζω = ορμώ
- τσάλντισμα = επίθεση, επιθετικό γαύγισμα
- τσάμι = πεύκο
- τσαμλίκι = πευκόδασος
- τσαμπάζης & τζαμπάζης = ζωέμπορος
- τσαμπούκ = γρήγορα
- τσανάκα = πιατέλα, σουπιέρα
- τσανάκι = πιάτο
- τσάντζαλο = ολωσδιόλου κουρέλι. Κομμένο, λιωμένο, άχρηστο ρούχο
- τσαντίλα = αραχνοΰφαντο ύφασμα για το στράγγισμα του τυριού ή του γάλακτος
- τσαούσης = λοχίας, αστυνόμος, θρασύς
- τσάπουρνο = καρπός τσαπουρνιάς, είδος βάτου
- τσαπράζι = μεταλλικό περιλαίμιο των σκυλιών (και με καρφιά) για προστασία από τους λύκους
- τααραπιδιά = γκορτσιά, αγριαπιδιά τσαρές = δουλειά
- τσαρντάκι = πρόχειρο υπόστεγο από καλάμια ή κλαδιά
- τσαρσί = αγορά. Καπαλί τσαρσί = κλειστή αγορά
- τσάσκα = φλυτζάνα
- τσατάλα & τσατάλι = διχάλα, φούρκα, ξύλινο δεκράνι για τα δεμάτια
- τσατί = ο ξύλινος σκελετός της σκεπής. Τέσσερα καδρόνια που ξεκινούν απ’ τις γωνίες και ενώνονται στην κορυφή
- τσατσά = αδερφή
- τσεγνές = σαγόνι
- τσεκιά τα = οι δερμάτινες λωρίδες, που ενώνουν το χαμούτι με τη ζυγαριά του κάρου
- τσεκίτσι = σφυρί, ειδικό σφυράκι για χτύπημα και λέπτυνση της κόσας
- τσεκμές = σβανάς, κλαδευτήρι, οδοντωτός καμπυλωτός σουγιάς
- τσελέκα = πολύ αδύνατη, πετσί και κόκαλο
- τσελίκι = μικρό κομμάτι ξύλου με μυτερές τις δυο του άκρες, παιδικό παιχνίδι
- τσερβούλια= τσαρούχια
- τσέργα = μάλλινη κουβέρτα και μεταφορικά: η καλύβα, η τέντα του αμαξιού, η κορυφή του κεφαλιού μας «κάηκε η τσέργα μας»
- τσερπί = κομμένο κλαδί δέντρου με παρακλάδια
- τσερτσεβές = η κάσα, το κούφωμα
- τσεσβές & τσισβές = μπρίκι για καφέ στη χόβολη
- τσεσίτι = είδος, φαινόμενο
- τσεσμές = βρύση του χωριού
- τσέτης = στρατιώτης στρατού ατάκτων, ληστής
- τσιβί = καρφί
- τσ(ι)βίκης = ευκίνητος
- τσιγαρίδες = τα μικρά τσιγαρισμένα κομματάκια απ’ τα μπόσκα του γουρουνιού μετά την αφαίρεση της λίγδας
- τσιγκρίζω = τσουγκρίζω
- τσίκνα = κατουρλιό, μυρωδιά από κα- τουρλιό
- τσικρίκι – ανέμη, ροδάνι του πηγαδιού, μαγγάνι
- τσιλές = κούκλα κλωστής, πλεξούδα από κλωστή
- τσιμένι = πράσινο ανοιξιάτικο χορτάρι, σκορδοκοκκινοπίπερο παστουρμά
- τσινάω = (στα ζώα) λακτίζω, τινάζω τα πίσω πόδια, αντιδρώ, γκρινιάζω
- τσιντάνι = πορτοφόλι
- τσίπα = λεπτή μεμβράνη, ντροπή, συστολή
- τσιπλάκης = γυμνός, φτωχός, κακομοίρης
- τσίπουρα τα = πολτός από τσαμπιά και φλούδες που απομένουν μετά την έκθλιψη των σταφυλιών
- τσίπουρο = ρακί, απόσταγμα των τσίπουρων
- τσιράκι = βοηθός, μαθητευόμενος
- τσίρλα = ευκοίλια
- τσιροπούλι = μικρό πουλί, σπουργίτι
- τσίτες = υψηλά παραπέτα του κάρου με δικτυωτό σύρμα για μεταφορά αχύρου
- τσίτη η = στενό πηχάκι
- τσίτι το = βαμβακερό ύφασμα με απλή ύφανση
- τσίτσα τσίτσα = βουκίτσα βουκίτσα, λίγο λίγο
- τσίτσιδη όρνιθα = η γυμνολαίμικη κότα
- τσιτσιδώνομαι = ξεγυμνώνομαι
- τσιφλικάς = ιδιοκτήτης τσιφλικιού
- τσιφλίκι = αγρόκτημα, μεγάλη ιδιωτική έκταση
- τσιφούτης = τσιγκούνης, φιλάργυρος
- τσιφτές = είδος βάρκας, δίκανο όπλο
- τσίφτης = τέλειος, άψογος
- τσιφτσής = ιδιοκτήτης ζεύγους βοδιών, ο ζευγάς, ο γεωργός
- τσογλάνι = ιτς ογλάν, νεαρός στην υπηρεσία του σουλτάνου, παλιόπαιδο, αλήτης
- τσοκ= πολύ
- τσόλι = φθαρμένο ρούχο, παλιόρουχο
- τσομάκι = χοντρή βέργα, ρόπαλο, το ξύλο. Έφαγε ένα τσομάκι!
- τσομλεκτσής= κατασκευαστής μικρών πήλινων αγγείων, των τσομλεκιών
- τσορμπάς = σούπα και γενικά ζουμερό φαγητό
- τσορμπατζής, -ού = πλούσιος, μη μουσουλμάνος
- τσότρα = ξύλινο ημιστρόγγυλο παγούρι για ποτό (κρασί, ρακί)
- τσουγκρανίζω = γρατσουνίζω
- τσούκνα = μάλλινη υφαντή μεσόφουστα
- τσουράπια = μάλλινες πλεκτές κάλτσες
- τσουρμαλίζω = μαδάω, προκαλώ με τα δάχτυλα και τα νύχια ζημιά κάπου (τσουρμάλισε τα τριαντάφυλλα), γρατσουνίζω
- τσουρμάς = χαρταετός
- τσουρούκικος = σάπιος, αδύνατος, μικρής αντοχής
- τσούσια = στην πλάτη
- τσούσκα = μικρή πράσινη ή κόκκινη καυτερή πιπεριά
- τσοχατζής = κατασκευαστής ειδών από τσόχα
- τυλιγάδια = οι δυο έξονες του αργαλειού, που στον ένα τυλίγεται το μιτάρι και στον άλλο το υφαντό
- υμ = αντιστροφή του «μου”. Δικός υμ = δικός μου, αδερφός υμ = αδερφός μου
- ύστερο = ομφάλιος λώρος
- υτ = αναστροφή του «του». Δικός υτ = δικός του
- υφάδι – η κλωστή ή το κουρέλι που περνιέται με τη σαΐτα κάθετα στο στημόνι
- φαίνω = υφαίνω
- φαλτσέτα = κοφτερό εργαλείο με πλατεία κόψη
- φάντης = βαλές
- φαντό = υφαντό
- φάντρα = υφάντρια
- φαρφουρένιο = πορσελάνινο
- φαφούτης = με λειψά δόντια, χωρίς δόντια
- φέγγω = φωτίζω, αδυνατίζω πολύ (έφεξε = αδυνάτισε πολύ)
- φελί = φέτα (καρπουζιού, πεπονιού, πορτοκαλιού, κ.λπ.)
- φελιάζω = προσθέτω κομμάτι, επιμηκύνω, ενώνω δυο κομμάτια
- φέξ‘ (η) = η λάμψη, το φως
- φερετζές = γιασμάκι
- φευγατίζω = φυγαδεύω
- φθίση = φυματίωση
- φιλεύω = στρώνω σε κάποιον τραπέζι, δίνω φαγητό
- φιρί φιρί = επίμονα
- φκέντρα, βουκέντρα = μακριά μυτερή βέργα για τον έλεγχο των ζεμένων βοδιών
- φκυάρι = φτυάρι
- φκυαρίζω = καθαρίζω με το φτυάρι
- φλαγούνα = λαγάνα
- φορτιό = φορτίο
- φουκαράς = φτωχός, άπορος, δύστυχος, κακομοίρης
- φούρκα – διχάλα
- φούρλα & φουρλίγκα = χορευτική στροφή, πολλές σβούρες στον αέρα
- φουρνόξυλο = μακρύ κοντάρι που στην μια άκρη έχει κάθετο σανιδάκι για το μάζεμα της στάχτης
- φουρνόφκυαρο = επίπεδο ξύλινο φτυάρι με μακρύ κοντάρι για φούρνισμα και ξεφούρνισμα
- φούσκα = ουροδόχος κύστη
- φραγανιά = φρυγανιά
- Φραγκιά = η Γαλλία
- φράγκο = η δραχμή
- φρόκαλα = σκουπίδια
- φτουράει = επαρκεί, φτάνει
- φυλάω = προσέχω, φρουρώ, περιμένω, καρτερώ
- φυλίζι = παραφυάδα, παραβλάσταρο
- φυντάνι = νεαρό φυτό, βλαστάρι, παραφυάδα
- φυσερό = η φυσούνα απ’ το μουχάνι του σιδερά
- φωκάς = το κουτί. Ένας φωκάς σπίρτα = ένα σπιρτόκουτο
- φώλιος = το αβγό που παραμένει στη φωλιά για να γεννούν οι κότες
- φωτίκι = η αρμαθιά με τα φρούτα, δώρο του νουνού ή της νουνάς στο αδεξίμι παραμονή των Φώτων.
- χαβάς = μουσικός σκοπός, μελωδία
- χαγιάτι = στεγασμένο μπαλκόνι ανοιχτό ή κλειστό με τζαμαρία
- χαζίρικος =κάτι που το βρίσκει κανείς έτοιμο, που αποκτάται δίχως κόπο
- χαϊβάνι = ζώο τετράποδο, κουτός άνθρωπος
- χαΐνης = τεμπέλης
- χαϊνιά = οκνηρία, τεμπελιά
- χαϊντάω – χουγιάζω, φωνάζω το κοπάδι να προχωρήσει, διώχνω
- χαΐρι = προκοπή, όφελος, πρόοδος. Χαΐρι να γένει = να ζήσει
- χαϊρλίδικα = ζωή να ‘χουνε, να ζήσουνε
- χαιρσίζης= ανεπρόκοπος
- χάιτας = σουρτούκης
- χαλνιέμαι = ψυχραίνομαι με κάποιον
- χαμαγλί = φυλαχτό
- χαμάλης = αχθοφόρος
- χαμαλίκα = ειδικό σαμαράκι στην πλάτη του αχθοφόρου
- χαμάλικος = αυτός που κάνει χαμαλίκια, μεταφορές
- χαμάμ = λουτρό για ομαδικό μπάνιο με ζεστό και κρύο νερό
- χάμουρα = ιπποσκευή, το σύνολο των εξαρτημάτων για ζέψιμο του αλόγου
- χαμούτι = το η μικυκλικό εξάρτημα απ’ τα χάμουρα που περικλείει το λαιμό του αλόγου
- χαμπάρι, χαμπέρι = είδηση, μαντάτο, νέο
- χαμπαριάζω = παίρνω είδηση, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω
- χαμψί = γαύρος, αντζούγια
- χάνι = πανδοχείο
- χαν(ι)τζής= ιδιοκτήτης του χανιού
- χανούμ & χανούμισσα = μουσουλμάνα
- χαντούμης = ευνούχος, ανίκανος για τεκνοποίηση
- χαρά =γάμος
- χαρά στο = Ω, χαρά στο! = αμάν πια, επιτέλους, ίσαμε εδώ χαρά στον = χαρά σ’ αυτόν
- χαρα(γ)ή = χαράματα
- χαράμι = άδικο, ανώφελο ξόδεμα
- χαράρι = μεγάλο σακκί (80-100 οκάδες)
- χαρτούρα = τα χρήματα που δίνονται στους μουσικούς πάνω στο χορό
- χαρτς το = η λάσπη του σουβά, ασβεστοκονίαμα
- χασές = λεπτό βαμβακερό ύφασμα
- χασίλι = χορτοβοσκή, πρώιμο κριθάρι για βοσκή
- χάσκος = κάτασπρος
- χασομέρι = χάσιμο χρόνου, καθυστέρηση, χρονοτριβή
- χασταλίκ = αρρώστια
- χαστανέ(ς) = νοσοκομείο
- χατάς = δυστύχημα, ατύχημα, μεγάλο κακό, συμφορά, ζημιά
- χατζ = το προσκύνημα στους ιερούς τόπους
- χάφτω = τρώγω και καταπίνω σχεδόν αμάσητα
- χερόφτια & χερόχτια =γάντια
- χιμάω= ορμώ, ρίχνομαι καταπάνω
- χινόπωρο = φθινόπωρο
- χιονιά η = χιονιάς, καιρός του χιονιού
- χιτς = καθόλου
- χόλαν – επιτέλους
- χος γκελντίν (γκελντινίζ) – καλώς ήρθες (ήρθατε)
- χοτζέτι = τίτλος, συμβόλαιο
- χουβαρδαλίκια = γενναιοδωρίες
- χουβαρδάς = γενναιόδωρος, ανοιχτοχέρης
- χούι = συνήθεια
- χουλιάρι = κουτάλι φαγητού
- χουνέρι ή και χ’νέρι = πάθημα- εξαπάτηση
- χουριέτ = σύνταγμα
- χουσιάφι = κομπόστα
- χουσμετεύω = κάνω τις καθημερινές δουλειές στο σπίτι, στο σταύλο κλπ
- χουσμέτια = υπηρεσίες, καθημερινές δουλειές
- χοχλύδια = κοχύλια
- χράμι = μάλλινο λευκό υφαντό κλινοσκέπασμα
- χρίζω = επαλείφω, ασπρίζω τον τοίχο με ασβέστη
- χρίμπος & θρίμπος = θυμάρι
- Χριστού του & τα Χριστού = τα Χριστούγεννα
- χρονιάρες μέρες = μέρες των μεγάλων εορτών
- χρόνος καιρός = μεγάλο διάστημα
- χτικιό = φυματίωση
- χωνεύουν = (κάρβουνα) καίγονται και χάνουν τη θερμαντική τους ικανότητα
- χωρατατζής = αυτός που λέει ή κάνει αστεία
- χωρατεύω = συνομιλώ, αστειολογώ, κουβεντιάζω
- χωρατό=αστεϊσμός, άκακο πείραγμα
- ψάθα = πλέγμα από συμπαγή νεροκάλαμα
- ψαθάκι = ψάθινο πλατύγυρο καπέλο
- ψάνα = μικρό δεμάτι από στάχια που μαζεύονται με το χέρι
- ψηφίζω = δίνω σημασία, υπολογίζω
- ψηφωτό = διάδρομος υφαντός με μικρά τετράγωνα
- ψιλολόγια = ψιλοπράγματα, μικρού μεγέθους και αξίας πράγματα
- ψιχιά = η ψίχα του ψωμιού
- ψούνια = ψώνια
- ψυχοκόρη = θετή κόρη ψυχοπαίδι = θετό παιδί
- ψώμωμα = (για δημητριακά) μέστωμα, ωρίμανση
- Ω, χαρά στο! = αμάν πια, επιτέλους