Α΄ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Ως το 1912 η Θράκη ανήκει στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στις 30 Σεπτεμβρίου του 1912 η συμμαχία των Βαλκανικών κρατών – Σερβία, Μαυροβούνιο, Ελλάδα και Βουλγαρία- έστειλαν συλλογικά τελεσίγραφο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία με το οποίο ζητούσαν την διασφάλιση της αυτονομίας των εθνικών μειονοτήτων τους, που ζούσαν στο έδαφός της. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, όπως ήταν φυσικό, απέρριψε το τελεσίγραφο αυτό, που έμεινε στην ιστορία γνωστό ως Διακοίνωση των Τεσσάρων Χριστιανικών Κρατών, με αποτέλεσμα η σύγκρουση να είναι πλέον αναπόφευκτη (Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος). Οι εξελίξεις που ακολούθησαν υπήρξαν ραγδαίες. Ο πόλεμος αυτός κηρύχθηκε επίσημα στις 9 Οκτωβρίου του 1912, ημερομηνία ακριβώς που εξέπνεε το τελεσίγραφο, πλην όμως οι επιστρατεύσεις στις σύμμαχες Χώρες ξεκίνησαν πέντε ημέρες πριν. Σύμφωνα με τα σχέδια των επιχειρήσεων, με την κήρυξη του πολέμου ο κύριος όγκος του βουλγαρικού στρατού κατευθύνθηκε νότια, προς την Θράκη. Οι Σαράντα Εκκλησίες καταλήφθηκαν χωρίς ουσιαστική αντίσταση και αμέσως μετά τέθηκε σε πολιορκία η Αδριανούπολη. Η βουλγαρική επίθεση ανακόπηκε στη γραμμή Τσατάλτζας στις 4 Νοεμβρίου, λίγα χιλιόμετρα έξω από την Κωνσταντινούπολη. Η Αδριανούπολη μετά από πολιορκία μηνών τελικά έπεσε στα χέρια των Βουλγάρων, στις 22 Φεβρουαρίου 1913. Επίσης καταλήφθηκε και η Ραιδεστός στις ακτές της Προποντίδας. Μέρος του Βουλγαρικού στρατού κατευθύνθηκε νοτιοδυτικά έχοντας ως στόχο την κατάληψη της Καβάλας και της Θεσσαλονίκης. Κατόρθωσε να καταλάβει την Καβάλα και τις Σέρρες, ενώ τη Θεσσαλονίκη πρόλαβε να την καταλάβει ο Ελληνικός Στρατός.
Ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος έληξε με την υπογραφή της Συνθήκης Λονδίνου (17 Μαΐου 1913) που συνομολογήθηκε μεταξύ των νικητών συμμάχων, (Ελλάδας-Βουλγαρίας, Μαυροβουνίου και Σερβίας) αφενός και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αφετέρου. Η Αν. Θράκη παραδόθηκε στους Βουλγάρους, όχι για πολύ όμως.

Α΄ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΗ ΚΑΤΟΧΗ (1912-1913)
Τα βουλγαρικά στρατεύματα κατά τον χρόνο που είχαν καταλάβει την Ανατολική Μακεδονία διέπραξαν εγκλήματα και κατά των αλλοθρήσκων Τούρκων κατοίκων και κατά των ομόθρησκων Ελλήνων και Σέρβων κατοίκων, αναγκάζοντάς τους να υπαχθούν εκκλησιαστικά στη Βουλγαρική εξαρχία, να χρησιμοποιούν τη βουλγαρική γλώσσα και να εκβουλγαρίζουν τα ονοματεπώνυμά τους. Μάλιστα στις Σέρρες προχώρησαν και σε αλλαγή των καταλήξεων των ονομάτων στους τάφους στο νεκροταφείο της πόλης. Ειδικότερα στη γραμμή επαφής των στρατευμάτων οι Βούλγαροι συνεχώς χρησιμοποιούσαν μεθόδους συνεχούς διείσδυσης με συνέπεια ν΄ ακολουθούν συγκρούσεις.
Οι παλιοί Πορπιώτες από τότε προσδιόριζαν τη χρονιά αυτή με τη φράση «της Βουργαρίας τον καιρό» όπως π.χ. οι γεννήσεις των παιδιών. Όταν δηλαδή αναφέρονταν σε γεγονότα της περιόδου τέλη 1912 – Ιούλιος 1913, προσδιόριζαν τη χρονική αυτή περίοδο ως «στης Βουργαρίας τον καιρό».
Β΄ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος εξελίχθηκε από τις 16 Ιουνίου (π.η.) έως τις 18 Ιουλίου του 1913 και ξέσπασε σχεδόν αμέσως μετά τη λήξη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου, ανάμεσα στην Βουλγαρία και τις υπόλοιπες χώρες του βαλκανικού συνασπισμού (με τις οποίες είχε συμμαχήσει κατά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο) τη Σερβία, την Ελλάδα και το Μαυροβούνιο. Κατά δε την εξέλιξή του, κατά της Βουλγαρίας στράφηκαν επίσης η Ρουμανία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η διαφορά με τον πρώτο πόλεμο ήταν ότι τώρα η Βουλγαρία πολέμησε τους πρώην συμμάχους της, προκειμένου να πετύχει ευνοϊκότερη διανομή των ευρωπαϊκών εδαφών που αποσπάστηκαν από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στον προηγούμενο πόλεμο. Ο Β’ Βαλκανικός Πόλεμος, αν και ακήρυχτος και αιφνίδιος υπήρξε περισσότερο φονικός και καταστροφικός, από τον μόλις προηγούμενο. Τελείωσε δε, με επικράτηση των αντιμαχόμενων της Βουλγαρίας, οι οποίες πέτυχαν σημαντικές νίκες στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας και των κεντρικών Βαλκανίων. Τέλος με την ανακωχή που η Βουλγαρία ζήτησε, αποδεχόμενη την ήττα της. αποκρούστηκαν και οι όποιες βλέψεις για τη δημιουργία μιας Μεγάλης Βουλγαρίας. Ο Ελληνικός στρατός κατέλαβε τις Σέρρες, τη Δράμα, την Ξάνθη και την Κομοτηνή (16 Ιουλίου 1913)Ο πόλεμος έληξε επίσημα στις 28 Ιουλίου με τη Συνθήκη Ειρήνης Βουκουρεστίου. Η Ελλάδα, κέρδισε τμήματα της Ηπείρου και της Μακεδονίας, συμπεριλαμβανομένης και της Θεσσαλονίκης. Τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα μεταφέρθηκαν προς τα ανατολικά μέχρι τον Νέστο, η Βουλγαρία κράτησε τη Δυτ. Θράκη από Νέστο ως Αλεξανδρούπολη, (110 km), ενώ η Ανατολική Θράκη, η γη των προγόνων μας ξανακυριεύτηκε από τους Τούρκους.

Α΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ 1914-1918
Με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (Αύγουστος 1913) στο τέλος του Β’ Βαλκανικού Πολέμου η Ελλάδα προσάρτησε την νότια Μακεδονία ως το Νέστο, η Βουλγαρία απέκτησε έξοδο στο Αιγαίο μεταξύ Αλεξανδρούπολης και Νέστου, ενώ η Οθωμανική Αυτοκρατορία με την επίθεση που έκανε στον B’ Βαλκανικό Πόλεμο μπόρεσε και κράτησε την ανατολική Θράκη μέχρι και την Αδριανούπολη.
Το 1914 ξεσπά ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, στον οποίο η Ελλάδα κρατά ουδέτερη στάση ως το 1917, που αναγκαστικά εισέρχεται.
Συμπερσματικά η Ανατολική Θράκη περνάει τις εξής φάσεις κατοχής:
ως το 1912 Οθωμανική αυτοκρατορία
από 1912- Καλοκαίρι 1913 Βουλγαρική κατοχή
από Καλοκαίρι 1913 ως 1918 Οθωμανική αυτοκρατορία (νεότουρκοι)
από 1918 ως 1920 διασυμμαχική
από 1920 ως Οκτώβριο 1922 Ελληνική
από Νοέμβριο 1922 ως σήμερα Τουρκία
Η γενοκτονία της Θράκης
Στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου (1914-1918) εντάθηκαν οι πιέσεις κατά των Ελλήνων (βαριά φορολογία, εμπορικός αποκλεισμός, δολοφονικές ενέργειες, αναγκαστική στρατολόγηση στον τουρκικό στρατό, εκτοπισμοί, λεηλασίες περιουσιών). Χιλιάδες Έλληνες εκπατρίστηκαν. Οι Τούρκοι με υπόδειξη των συμμάχων τους Γερμανών και στην προσπάθειά τους να κρατήσουν σταθερά την κυριαρχία τους στην περιοχή αυτή, κάνουν συστηματικές προσπάθειες εθνοκάθαρσης. Στρέφονται συστηματικά και οργανωμένα εναντίον των Αρμενίων, των Ποντίων, των Ελλήνων και των Βουλγάρων που ζουν στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, προσπαθώντας με εκβιασμούς και εκφοβισμούς να τους εκτοπίσουν, έχοντας την υποστήριξη των Γερμανών.
Με σύνθημα το «Γιακά–γιακίν–κεσίν» δηλαδή «λεηλατήστε- κάψτε – σφάξτε» αρχίζει η Γενοκτονία του Θρακικού Ελληνισμού κατ’ αρχάς και στη συνέχεια ολόκληρου του Ελληνισμού της καθ’ ημάς Ανατολής. Οι Έλληνες αναγκάζονταν να πωλούν την περιουσία τους με εξευτελιστικούς όρους και να φεύγουν στην ελεύθερη Ελλάδα ή στο εξωτερικό.
Στα χρόνια αυτά τα ταραγμένα με αλλεπάλληλες κατοχές και διώξεις πρώτα από τους Βουλγάρους και στη συνέχεια από τους Τούρκους οι κάτοικοι της Ανατ. Θράκης προσπαθούν με κάθε τρόπο να αμυνθούν. Πολλοί αναγκάζονται να φύγουν από τα χωριά τους στην ελεύθερη Ελλάδα, κυρίως στις περιοχές Δράμας και Σερρών. Συχνά αναγκάζονται να εγκαταλείπουν τα σπίτια τους και να βρίσκουν καταφύγιο σε βουνά και δάση. Συχνό επίσης είναι το φαινόμενο των φυγόστρατων.
Το 1914 άδειασαν το Μαστανάρ, για να το λεηλατήσουν. Στον πανικό της φυγής και την πίεση του τουρκικού στρατού, πολλοί έχασαν τα παιδιά τους μέσα στο χωριό. Όταν τους μάζεψαν σε κάποια απόσταση έξω από αυτό το χωριό και διαπιστώθηκε το γεγονός, ένας αξιωματικός επέτρεψε στους γονείς να γυρίσουν πίσω, να τα βρουν και να τα πάρουν. Ένα απ’ αυτά τα παιδιά ήταν και η Ανθίτσα Παιδαράκη του Ιωάννη και της Μελαδίτσας (1914), η οποία και στην προσφυγιά έζησε ένα παρόμοιο γεγονός, στο ποτάμι έξω από την Πόρπη.
Στα γεγονότα της περιόδου αυτής σκοτώθηκε ο Θόδωρος Αργυρακάκης, από το Μαστανάρι, πατέρας της Μάρθας, η οποία σε λίγα χρόνια έχασε στον πόλεμο του’ 40 και το σύζυγό της Παναγιώτη.
Τον θάνατο επίσης γνώρισαν οι γονείς του Στέργιου, του Δημητρού και του Κωστή Παπαδόπουλου (Παπαδάκης τότε). Τους συνέλαβαν ως αιχμαλώτους οι τσέτες κι από τότε χάθηκαν τα ίχνη τους. Τα τρία ορφανά αδέρφια έφτασαν το ’22 στην Ελλάδα μόνα τους. Έμειναν αρχικά στην Πούλια και στη συνέχεια εγκαταστάθηκαν στο χωριό Βρύση. Από τα τρία αδέερφια ο Στέργιος παντρεύτηκε. Η σύζυγός του καταγόταν από το Τσαλίκιοι, περιφέρεια Μακράς Γέφυρας (Ουζούν Κιοπρού). Ο Στέργιος έμεινε στη Βρύση. Ο Δημητρός υιοθετήθηκε και έφυγε Σέρρες, στο χωριό Αδερφικό (άλλαξε επώνυμο, Παπαδημητρίου). Ο Κωστής στον Εμφύλιο έφυγε στη Βουλγαρία, όπου και πέθανε.
Τότε επίσης, σκοτώθηκε και ο Στέργιος Λιάκος, από το Μάλτεπε Κεσσάνης, αδερφός του Ευάγγελου και Σταύρου Λιάκου. Ο Στέργιος κατατάχθηκε αναγκαστικά στον οθωμανικό στρατό και σκοτώθηκε στην Καλλίπολη το 1915. Τον θάνατο την περίοδο αυτή γνώρισαν και αρκετοί άλλοι συγγενείς συγχωριανών μας.
Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1918-1922
Το 1918 τελειώνει ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Μετά την ανακωχή του Μούδρου τον Οκτώβρη του 1918, που τερμάτιζε τον πόλεμο Τουρκίας-Αντάντ, οι εκτοπισμένοι Έλληνες άρχισαν να επιστρέφουν στην πατρίδα τους. Μετά τη Συνθήκη των Σεβρών το 1920, όταν η δυτική και η ανατολική Θράκη παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα, η πλειονότητα των προσφύγων είχαν επιστρέφει στην πατρίδα τους. Πολλοί επέστρεψαν χαρούμενοι- στην πατρίδα τους και άρχισαν μια καινούργια, ελεύθερη ζωή. Διόρθωσαν τα κατεστραμμένα σπίτια τους και καλλιέργησαν πάλι τα έρημα χωράφια τους.
Γενικός διοικητής των δύο επαρχιών ορίστηκε ο ύπατος αρμοστής Αντ. Σαχτούρης. Η Θράκη κάτω από την ελληνική διοίκηση άρχισε να αναδιοργανώνεται. Αποκαταστάθηκε η ασφάλεια και η ισονομία ανάμεσα στους πληθυσμούς. Συστήθηκε ειδική επιτροπή με επικεφαλής το Θρακιώτη λόγιο Γ. Λαμπουσιάδη να αποδώσει ελληνικές ονομασίες στα τοπωνύμια της Θράκης. Η περίοδος της ειρήνης όμως και της ευημερίας διήρκησε μόνο δύο χρόνια.
Ο οριστικός ξεριζωμός
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την υπογραφή του πρωτοκόλλου των Μουδανιών το Σεπτέμβρη του 1922, ο ελληνικός στρατός αναγκάστηκε να εκκενώσει την ανατολική Θράκη. Τον ακολούθησε ο ελληνικός πληθυσμός. Μέσα στον Οκτώβρη, χιλιάδες Έλληνες αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν για πάντα τη γενέθλια γη και να πάρουν το δρόμο της προσφυγιάς. Οι κάτοικοι από τα παραθαλάσσια μέρη μεταφέρθηκαν με επιταγμένα καράβια από τα λιμάνια της Ηράκλειας και της Ραιδεστού στον Πειραιά και τη Θεσσαλονίκη. Ένα μέρος του πληθυσμού από τις μεσογειακές περιοχές μεταφέρθηκε με βαγόνια. Η κύρια μάζα του πληθυσμού έφυγε πεζή με τα βοϊδάμαξα και τα κάρα φορτωμένα με ό,τι μπόρεσαν να μεταφέρουν από την κινητή περιουσία τους, ακολουθώντας το οδικό δίκτυο των διαβάσεων του Έβρου. Ο Οκτώβρης κι ο Νοέμβρης του 1922 στάθηκε ιδιαίτερα σκληρός στους πρόσφυγες. Έβρεχε συνέχεια κι ο ποταμός Έβρος είχε πολλά νερά κι ήταν αδιάβατος. Οι Μασταναριώτες μαζί με τους κατοίκους των γειτονικών περιοχών Μακράς Γέφυρας κλπ. πέρασαν από την περιοχή του Διδυμοτείχου, όπου υπήρχε γέφυρα. Οι Σαρανταεκκλησσιώτες ήρθαν μέσω Αδριανούπολης και οι Χατζηγυριώτες από την περιοχή των Φερρών, στους Κήπους, όπου ο ελληνικός στρατός είχε κατασκευάσει πλωτή γέφυρα. Με δυσκολία περνούσαν τις γέφυρες του πλημμυρισμένου από τις πολλές βροχές ποταμού. Μετά από πολλές ταλαιπωρίες, πεζή ή με τα κάρα, άλλοι ακολουθώντας τη διαδρομή προς την Αδριανούπολη και άλλοι προς την νότια διάβαση του Έβρου, έφθασαν στην Αλεξανδρούπολη. Κάποιοι ξεχειμώνιασαν στα χωριά των Φερών (Λουτρός, Απαλός) περιμένοντας να επιστρέψουν πολύ σύντομα πίσω στα εγκαταλειμμένα σπίτια τους. Κάποιοι έμειναν οριστικά στα χωριά του Έβρου, στην Αλεξ/πολη, άλλοι πήγαν στην Ξάνθη (Σέλινο, Πηγάδια), στη Δράμα και στις Σέρρες. Οι περισσότεροι όμως κατευθύνθηκαν στην περιοχή της Αρωγής, όπου και ξεχειμώνιασαν σε ξύλινες καλύβες.