Ήταν το 1970. Ο Ελληνικός κινηματογράφος ανθούσε ακόμη. Γίνονταν πολλές κινηματογραφικές παραγωγές, μερικές μάλιστα με στόχο να κάνουν ακόμη και διεθνή καριέρα. Η Χούντα, που στα χρόνια αυτά κινούσε τα πάντα στην Ελλάδα είχε βάλει το χέρι της ακόμη κι εδώ. Βλέποντας πόση δύναμη έχει ο κινηματογράφος προσπαθούσε να τον εκμεταλλευτεί με πολλούς τρόπους. Επέβαλε αρχικά λογοκρισία σε όσες ταινίες έκριναν ότι περιείχαν ή μετέδιδαν επικίνδυνα γι’ αυτούς μηνύματα. Πάντα, πριν την προβολή της ταινίας υπήρχαν τα λεγόμενα «Επίκαιρα». Τα επίκαιρα ήταν μαγνητοσκοπημένα στιγμιότυπα που έκαναν γνωστά γεγονότα της επικαιρότητας, σε μια εποχή που η πληροφόρηση ήταν σχεδόν ανύπαρκτη αλλά και αυστηρά ελεγχόμενη. Για 15 ως και 30 λεπτά οι θεατές έβλεπαν την Ελλάδα να χτίζεται με το μυστρί του Παττακού ή να κρατά το μαντίλι στο λεβέντικο τσάμικο που χόρευε ο Παπαδόπουλος ή τις ενθουσιώδεις υποδοχές που επεφύλασσε η επαρχία σε μέλη της κυβέρνησης ή φάσεις και γκολ από ντέρμπυ, που δεν μπορούσαν να δουν αλλά άκουγαν μόνο από περιγραφές στο ραδιόφωνο.
Πρόβαλλε, επίσης, και παρήγε διαφωτιστικές ταινίες, προωθώντας αυτές που εξυμνούσαν τον ηρωισμό των Ελλήνων. Ακόμη κι ο στρατός συμμετείχε σ’ αυτήν την προσπάθεια. Στρατιωτικά συνεργεία περιφέρονταν σε όλα τα χωριά, ακόμη και στα πιο απομακρυσμένα και στα πιο μικρά, προβάλλοντας δωρεάν ταινίες, στις πλατείες ή και σε καφενεία. ΄Ηταν η εποχή υπερπαραγωγών με θέμα την Κατοχή, την Αντίσταση, το ’21 ή το ’40, όπως ο «Παπαφλέσσας», το «ΟΧΙ», «Καταδρομή στο Αιγαίο», «Η Κρήτη στις Φλόγες», «Ματωμένα Χριστούγεννα», «Η φλόγα της ελευθερίας», «Η χαραυγή της νίκης», «Αναστασιά», «Ο Γοργοπόταμος», «Υπολοχαγός Νατάσσα», «Οι γενναίοι του Βορρά», «η Μάχη της Κρήτης», «Μαντώ Μαυρογένους», «Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση», «Θανάση, πάρε τ’ όπλο σου». Στους κινηματογράφους γίνονταν ουρές, κάποιες ταινίες έπιαναν ασύλληπτα για σήμερα νούμερα εισιτηρίων. Είναι η εποχή που μεσουρανεί ο Ελληνοαμερικανός Τζέιμς Πάρις, που υπήρξε ο παραγωγός των περισσοτέρων, με μεγάλη τεχνική και οικονομική ενίσχυση από τη Χούντα. Αστέρες ήταν ο Πρέκας, η Αλίκη, ο Βέγγος κι άλλοι τόσο πολλοί, που δεν τολμώ να απαριθμήσω.
Αυτός όμως που ακουμπά πιο πολύ στα πλήθη, στην επαρχία κυρίως, είναι ο Νίκος Ξανθόπουλος. Το «παιδί του λαού», όπως το βάφτισαν, συγκινεί κυρίως τους επαρχιώτες και τις φτωχικές λαϊκές μάζες. Το παίξιμό του, για να πούμε την αλήθεια, δεν ήταν τίποτε εξαιρετικό. Ο λαός, όμως, τον ταύτισε με τον φτωχό και κατατρεγμένο ήρωα που ενσάρκωνε πάντα στις ταινίες του, τον αδικημένο, τον ξεριζωμένο, τον φιλότιμο. Ήταν ο Καζαντζίδης του κινηματογράφου ο Ξανθόπουλος. Η «Ξεριζωμένη Γενιά» και «η Οδύσσεια ενός Ξεριζωμένου» έκαναν να κυλήσουν ποτάμια από δάκρυα. Ο Ξανθόπουλος, όμως, τραγουδούσε κιόλας. Και ήταν και λεβεντόπαιδο, όμορφο κι αρρενωπό. Πώς να μην γίνει, λοιπόν, ίνδαλμα;
Κάποιες σκηνές από τις ταινίες του γυρίστηκαν στην Κομοτηνή αλλά και στον δρόμο κοντά στο Πορτο- Λάγος. Εκεί κι εκείνα τα χρόνια εκτυλίχθηκε η μικρή μας ιστοριούλα. Σ’ ένα καφενείο στο Πόρτο Λάγος κάθεται το «παιδί του λαού» και πίνει το καφεδάκι του. Παρόλη την τεράστια φήμη που τον συνοδεύει ο Ξανθόπουλος παρέμενε προσιτός. Απλός στους τρόπους του, παιδί ο ίδιος Ποντίων προσφύγων, με πατέρα τσαγκάρη και ψαρά, δεν καβάλησε καλάμι. Κάθεται στο καφενείο και πιάνει κουβέντα με τους υπόλοιπους θαμώνες. Κάποιοι τον αναγνωρίζουν, κάποιοι δεν μπορούν να φανταστούν πως ο απλός και καταδεκτικός νέος που κάθεται δίπλα τους με τον μέτριο ελληνικό είναι ο ήρωας των ταινιών.
Ανάμεσα στους θαμώνες είναι και κάποιοι συγχωριανοί μας. Κουβάλησαν αξημέρωτα ακόμη το στάρι από την Πόρπη για να το πουλήσουν στον έμπορα, που το φορτώνει σε κάποιο καράβι και το στέλνει στην Αθήνα. Το Πόρτο Λάγος, το 1970, διατηρούσε ακόμη την αίγλη του παρελθόντος. Μετά την Καβάλα και την Αλεξανδρούπολη ήταν το μεγαλύτερο λιμάνι όλης της περιοχής. Από εδώ φορτώνονταν τα εκλεκτά καπνά της περιοχής, που πήγαιναν σ’ όλον τον κόσμο. Από το Πορτολάγος έφευγαν καράβια φορτωμένα στάρια, κριθάρια και εκλεκτά σουσάμια. Να φανταστείτε ότι υπήρχαν δρομολόγια που ξεκινούσαν από εδώ κι έφταναν στην Τήνο και στον Πειραιά! Ο παραλιακός δρόμος, μάλιστα, εκεί που σήμερα κάθε Κυριακή γίνεται το παζάρι, είχε παραθεριστές και επισκέπτες καθώς και μαγαζάκια με πολλά εκλεκτά αγαθά, τόσο εκλεκτά που πολλοί γεωργοί που έρχονταν για να πουλήσουν τη σοδειά τους κουβαλούσαν μαζί και την οικογένειά τους. Εκεί τα κουτσούβελα γεύονταν εκλεκτά Ξανθιώτικα αναψυκτικά και παγωτά, οι μανάδες τους μπορούσαν να ψωνίσουν ο, τι ήθελαν και οι άντρες να γευτούν νόστιμους ουζομεζέδες. Έξω από τα μαγαζιά κρέμονταν προκλητικά λιασμένα χταπόδια και μεγάλα καβούρια. Οι πιο μερακλήδες μπορούσαν να κάνουν τη βόλτα τους. Υπήρχαν καϊκάκια με μηχανή, οι λεγόμενες «γκαζολίνες», που έκαναν επί πληρωμή βέβαια, βόλτες μέχρι το αντικρινό Φανάρι.
Η παρέα των Πορπιωτών που τα κουτσοπίνουν περιμένοντας να ρθει η σειρά τους να παραδώσουν τα στάρια τους κατάλαβε γρήγορα ότι ο κουστουμαρισμένος νεαρός στο απέναντι τραπέζι ήταν κάποιος ξεχωριστός άνθρωπος. Το κατάλαβε μάλλον κι ο Ξανθόπουλος, που βλέποντας να τον κοιτούν εξεταστικά και περίεργα τους απηύθυνε πρώτος τον λόγο.
- Γεια σας, πατριώτες! Ξέρετε ποιος είμαι εγώ;
- Πώς δεν ξέρουμε, απάντησε αμέσως ο πρώτος Πορπιώτης, ο πιο σινεφίλ. Έχουμε δει τόσες ταινίες σου. Είσαι ο Νίκος Κούρκουλος!
Ο Ξανθόπουλος γέλασε με την γκάφα του συγχωριανού μας.
- Νίκο με λένε και μένα, αλλά Ξανθόπουλο, Νίκο Ξανθόπουλο.
Με την αναγγελία του ονόματος αμέσως ένα σμήνος γυναικόπαιδα τυλίχτηκε γύρω από το τραπέζι. Ο ηθοποιός έβγαλε μερικές φωτογραφίες κι άρχισε να μοιράζει αυτόγραφα. Ένα από αυτά είναι και της φωτογραφίας, με ιδιόχειρη αφιέρωση στην Ευαγγελία Παιδαράκη. «Στη Βαγγελιώ με αγάπη», γράφει.

Σχολιάστε