35. Αυγουστιάτικες ιστορίες

Ο Σταυρής ήταν ένας σοβαρός οικογενειάρχης, που έχαιρε σεβασμού απ’ όλους. Άνθρωπος σωστός, μετρημένος αλλά και ντροπαλός. Στο σπίτι του, όταν κάθε Σάββατο, έκανε το μπάνιο του στην σκάφη, στην «κοπάνα», στο μοναδικό δωμάτιο που θερμαίνονταν, όταν έφθανε η κρίσιμη ώρα αλλαγής του σώβρακου, που ήταν σχεδόν… μακρυμάνικο, επιβάλλονταν εκτός από  τη γενική συσκότιση και κλείσιμο των ματιών, με τρόπο μάλιστα καθιερωμένο, εν είδει παιχνιδιού. Ο Σταυρής φώναζε ένα μακρόσυρτο «κρυυυυυυυυυ…», η γυναίκα του έσβηνε τη λάμπα και τα παιδιά, μυημένα στο παιχνίδι αυτό, σφάλιζαν τα μάτια, μην τυχόν και φανερωθεί τίποτε απόκρυφο. Μέσα στα χαχανητά πολύ γρήγορα ακούγονταν το «ανοίξτε τα», οπότε επέστρεφε η κανονικότητα. Έτσι ήταν οι περισσότεροι άνθρωποι τότε. Να φανταστείτε πως ακόμη και το κοντομάνικο το Καλοκαίρι θεωρούνταν προκλητικό, έξω από όσα όριζαν τα πρέπει.

Αυγουστιάτικο βραδάκι, απ’ αυτά που οι νύχτες έχουν μια περίσσια γλύκα! Το μελτεμάκι φέρνει ανάσες δροσιάς κι ο κόσμος του χωριού έχει αρχίσει να ξενοιάζει κάπως από τις αγροτικές εργασίες. Έχει τελειώσει με τον θερισμό και τ’ αλώνισμα, έχει πουλήσει το στάρι του κι υπάρχει ένα κενό, ένα διάλειμμα πριν αρχίσουν τα βαμβάκια και τα σουσάμια, που ήταν μετά το σιτάρι οι κυριότερες παραγωγές αλλά κι οι προετοιμασίες του Χειμώνα: πουρνάρια από τον Ίασμο, απαραίτητα για το φούρνο, προμήθεια ξύλων, τραχανάδες, γιουφκάδες, κουσκούσια κλπ.. Τέτοιον καιρό γίνονταν και τα μεγάλα πανηγύρια της περιοχής. Πρώτα του Αγίου Σωτήρα στο Πορτο – Λάγος και μετά το μεγάλο πανηγύρι, το «Πατρίκ’ στα Φατήριακα», όπως το έλεγαν τότε, η γιορτή της Παναγίας της Φανερωμένης, η Παναγία Βαθυρρύακος. Δεν πιστεύω πως τυχαία επιλέχθηκαν και γίνονταν μέσα στον Αύγουστο αυτά τα πανηγύρια.

Τέτοιον καιρό γίνονταν κι οι χοροεσπερίδες. Οι ξύπνιοι και πρωτοπόροι μαγαζάτορες της εποχής, θέλοντας να εκμεταλλευτούν αυτό το διάλειμμα από τις δουλειές αλλά και την ανάγκη να ξεδώσουν οι αγρότες από την κοπιαστική εργασία του θέρου, συν το γεγονός ότι όλοι είχαν εξασφαλίσει το κατιτίς τους πουλώντας τη σοδειά τους, οργάνωναν χοροεσπερίδες. Μη φανταστείτε πολυτέλειες, βέβαια! Στην καλύτερη περίπτωση υπήρχε ζωντανή μουσική, με 2-3 όργανα και στην ακόμα καλύτερη υπήρχαν και ντιζέζ. Οι ντιζέζ ήταν καλλίγραμμες καλλιτέχνιδες που τραγουδούσαν και χόρευαν κιόλας. Ντυμένες προκλητικά, με κοντά φουστάνια που επέτρεπαν στο μάτι να βλέπει και στη φαντασία να οργιάζει, κάθονταν μπροστά μπροστά και ήταν, όπως και να το κάνεις, ο κράχτης. Πολλοί πήγαιναν όχι για να ακούσουν μουσική αλλά για να δουν. Μην φανταστείτε άλλωστε πως το ατού των ντιζέζ ήταν η φωνή τους!

Το καφενείο του Μανωλακάκη δέσποζε ακριβώς στην κορυφή της κεντρικής πλατείας του χωριού. Μικρό σε μέγεθος αλλά το μεγαλύτερο πλεονέκτημά του ήταν η πίστα του. Μια στρόγγυλη τσιμεντένια επιφάνεια, όπου γινόταν ο χορός, αφού ήταν επίπεδη, χωρίς εμπόδια, χώμα, λακκούβες ή λάσπη, στην κορυφή του υψώματος, απ’ όπου χόρευες κι έβλεπες (και -κυρίως- σε έβλεπε) όλο το χωριό. Και παρόλο που τότε δεν υπήρχε η δυνατότητα της διαφήμισης με αφίσες ή με το ραδιόφωνο, πολύς κόσμος μαζεύονταν, απ’ όλη την περιοχή. Στα τραπεζοκαθίσματα που στήνονταν τότε στον υπαίθριο χώρο υπήρχαν ξεχωριστά η παρέα από την Καλλίστη, η παρέα με τους Καβακλιώτες, οι Μαντλ’άδες απ’ τη Μέση κ.ο.κ. Το τοπικιστικό πνεύμα ήταν έντονο και συχνά υπήρχαν καβγάδες με αφορμή ένα πείραγμα ή ένα κοίταγμα ή και χωρίς πείραγμα ή κοίταγμα. Γύρω από τα τραπεζοκαθίσματα άλλος κόσμος πηγαινοέρχονταν ή κουβαλούσε σκαμνάκια από το σπίτι, απολαμβάνοντας δωρεάν το θέαμα.

Ο Σταυρής έπρεπε να πάει κάπου για σωματική ανάγκη, έντονη μάλιστα, από αυτές που έρχονται σε ακατάλληλες ώρες και δεν προγραμματίζονται. Για τουαλέτα ούτε λόγος. Οι σωματικές ανάγκες τότε γίνονταν κατά κανόνα στην ύπαιθρο. Τα σπίτια είχαν κάποια υποτυπώδη «χρεία», περικυκλωμένη με καλάμια, με τσουβάλια ή με τσαλιά, με δυο πέτρες στη μέση και γύρω γύρω… άστα να πάνε. Γιατί ο καθένας, για να αποφύγει την άμεση επαφή διάλεγε το πιο σχετικά καθαρό μέρος για να … καταθέσει το έχειν του. Για να πάει κανείς νύχτα και σκοτεινά και να βγει καθαρός, χωρίς να πατήσει έπρεπε να είναι και ακροβάτης και τυχερός, ιδίως στις χρείες δημοσίας χρήσεως.

Ήταν η εποχή που η Πόρπη αποκτούσε δίκτυο ύδρευσης. Μέχρι τότε υπήρχαν βρύσες σε μερικά σταυροδρόμια, απ’ όπου προμηθεύονταν νερό οι κάτοικοι, για όλες τις ανάγκες τους: να πιούν, να πλυθούν, να μαγειρέψουν, να πλύνουν ρούχα ή πιάτα, να ποτίσουν φυτά ή τα ζώα τους… Είχαν σκαφτεί βαθιά χαντάκια σε όλο το χωριό που θα «θάβονταν» οι σωλήνες που θα μετέφεραν το πολύτιμο αγαθό στα σπίτια των Πορπιωτών. Τα μεγάλα χαντάκια πριν προσφέρουν νερό, προσφέρονταν και για τουαλέτες. Καθόσουν μέσα, καθώς ήταν αρκετά βαθιά και εξαφανιζόσουν. Αυτό σκέφτηκε κι ο Σταυρής. Πού να πηγαίνει τώρα στο σπίτι. Βγήκε αργά από το χώρο της χοροεσπερίδας, τάχα μου αδιάφορος, να μην φανεί ότι έχει τέτοιον σκοπό, έριξε μια συνωμοτική ματιά γύρω του, μπάνισε το κατάλληλο μέρος, σκοτεινό κι απόμερο που προσφέρονταν κι απότομα χάθηκε στο σκοτάδι. Έλα, όμως, που το μάτι μέχρι να συνηθίσει να βλέπει μες στο σκοτάδι θέλει τον δικό του χρόνο! Δεν είδε πως το σημείο είχε επιλέξει πριν άλλος συγχωριανός, που έχοντας ώρα εκεί μπορούσε να βλέπει. Κι όχι οποιοσδήποτε συγχωριανός. Ήταν ο Γιώργης, ξακουστός χωρατατζής κι ατακαδόρος. Έτσι, την ώρα που ο Σταυρής κατέβασε τα παντελόνια του για να κάνει το απαραίτητο για την ανάγκη του βαθύ κάθισμα ακούστηκε:

«Κάτσε, Σταυρή… Καλά είναι εδώ. Να κάνουμε και παρέα…»

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Website Powered by WordPress.com.

ΠΑΝΩ ↑

Αρέσει σε %d bloggers: