Κάποτε στο στρατό …

Σίγουρα όλοι σας, ιδιαίτερα οι γυναίκες, θα έχετε βρεθεί στη -δυσάρεστη- θέση να βρίσκεστε σε μια παρέα και να ακούτε τη συνηθισμένη ανδρική κουβέντα για περιστατικά που τους συνέβησαν, όταν υπηρετούσαν τη στρατιωτική τους θητεία. Ονόματα, τοποθεσίες, βαθμοφόροι, καψώνια, κατορθώματα, «φυλακή», έξοδοι, ΚΑΨΜ, «σειρές», άδειες, ασκήσεις, πορείες εμπλέκονται αδιάκοπα στις συζητήσεις με τόση ακρίβεια και παραστατικότητα, ώστε ν’ απορεί κανείς: Βρε, πώς θυμούνται τόσες λεπτομέρειες, αυτοί που δεν θυμούνται τι έφαγαν χθες! Ποια να είναι άραγε αυτή η μαγική δύναμη που κράτησε τόσο ζωντανή τη θύμηση της θητείας!

Η θητεία σήμερα έχει μειωθεί σε διάρκεια αλλά και σε βαθμό δυσκολίας. Ο φαντάρος σήμερα δεν είναι αποκομμένος από το σύμπαν. Υπηρετεί λίγους μήνες, ζει σε πιο ανθρώπινες συνθήκες, οι άδειες και οι έξοδοι είναι περισσότερες, έχει επικοινωνία με τον έξω κόσμο, ντύνεται με πολιτικά, μπορεί να δει τηλεόραση ή να διαβάσει εφημερίδα, διαλέγει φαγητό, τα καψώνια απαγορεύονται… Καμιά σύγκριση με παλιά, που η θητεία κρατούσε πολύ, από 24 ως 28 μήνες (κι αν ανατρέξουμε πιο παλιά ακόμη περισσότερο) και είχε και δύσκολες περιόδους με εκστρατείες ή πολέμους ή επιστρατεύσεις.  Ήταν οπωσδήποτε μια δύσκολη διαδικασία.

Γι΄ αυτό κι αντιμετωπίζονταν ως ένα τεράστιο πρόβλημα. Πριν καταταγούν οι νεσύλλεκτοι, το τελευταίο βράδυ, έκαναν κάποιο γλέντι τρικούβερτο στο καφενείο του χωριού και την επόμενη μέρα όλο σχεδόν το χωριό τους ξεπροβόδιζε όταν αναχωρούσαν, συνήθως με τα πόδια στο διπλανό χωριό, στην Καλλίστη, για να φύγουν από εκεί. Αξέχαστο θα μου μείνει το γλέντι της σειράς των γεννημένων το 1943. Ήταν 12-13 αγόρια από το χωριό, 21 χρονών τότε που θα κατατάσσονταν στο στρατό την επόμενη μέρα (Βάιος Ελευθεράκης, Δερμανόπουλος Νάσος και Σταμάτης, Χρήστος Κατσίκας και Χρήστος Αντωνακάκης, Νίκος Μπεγιάζης, Κώστας Μήλιογλου, Κώστας Κουμπουτζής, Παιδαράκης Παναγιώτης, ψάλτης και περιπτεράς). Ήταν τέτοια η έκταση του γλεντιού που την θυμούνται, είμαι σίγουρος, κι άλλοι. Το κεντρικό καφενείο του χωριού  (ανάμεσα στους νεοσύλλεκτους ήταν κι ο γιος του καφετζή) έγινε Καλοκαιρινό!

Άβγαλτα χωριατόπουλα που δεν είχαν βγει καλά καλά από το χωριό μέχρι τότε, έπαιρναν την κατάσταση επιβίβασης για να παρουσιαστούν σε Κέντρα πολύ μακρινά τους. Όλα τα κέντρα νεοσυλλέκτων ήταν στην Πελοπόννησο ή στην Αθήνα. Στη Βόρεια Ελλάδα, που συνορεύει με άλλα κράτη κι εδώ ειδικά θα έπρεπε να υπάρχουν τέτοια κέντρα, απουσίαζαν. Είχαν φροντίσει οι παλαιοελλαδίτες πολιτικοί, υπολογίζοντας τα κέρδη που έφερνε η ύπαρξη κέντρων νεοσυλλέκτων στον τόπο τους, να δημιουργούνται στην νότια Ελλάδα. Ο νεοσύλλεκτος άφηνε τις αγροτικές του ασχολίες που του επέτρεπαν να βγάζει τα προς το ζην και τον στερούνταν η οικογένειά του για 2-3 χρόνια. Μερικές φορές, τον στερούνταν κι η γυναίκα του ή και κάποιο παιδί του, γιατί συνήθως παντρεύονταν μικροί τότε.

Οι περισσότεροι φαντάροι παλιά δεν έπαιρναν συνήθως καμιά επιταγή από τα φτωχικά τους σπίτια. Αρκούνταν σ’ ό, τι τους παραχωρούσε το κράτος. Θυμάμαι τον παπα Μιχάλη να αφηγείται πως όταν υπηρετούσε τη θητεία του έγραψε σε γράμμα του στον πατέρα του να του στείλει χαρτζιλίκι. Αντί για επιταγή, όμως, έλαβε τηλεγράφημα από τον φτωχό Κρητικό πατέρα του, με δυο λέξεις όλες κι όλες για οικονομία, αφού τα τηλεγραφήματα πληρώνονταν ανάλογα με τις λέξεις: «ταΐζονέσε, ποτίζονέσε». Τι να τα κάνει, λοιπόν, τα χρήματα ο φαντάρος γιος, αφού τον τάιζε και τον πότιζε η Πατρίς! Κάποια εποχή μάλιστα άρχισε και η μισθοδοσία των στρατιωτών. Πενήντα δραχμές τον μήνα. Ε, λοιπόν, πολλοί στρατιώτες αυτές τις πενήντα δραχμές τις κρατούσαν και τις αποταμίευαν και τις έφερναν στο σπίτι όταν απολύονταν!

Οι πιο πολλοί απολυμένοι, μάλιστα, έφταναν πίσω στο χωριό τους πιο παχουλοί. Το καθημερινό φαγητό και η τακτική στρατιωτική ζωή τους φαίνονταν παιχνιδάκι, μπροστά στις δύσκολες συνθήκες ζωής που είχαν ως εργάτες, ως τσοπαναραίοι ή ως γεωργοί. Τσίτωνε η επιδερμίδα τους με την κουραμάνα. Χώρια που άνοιγε και το μυαλό και το μάτι τους, καθώς είχαν γνωρίσει νέους τόπους και νέους ανθρώπους, απ’ όλα τα μέρη της Ελλάδας. Ο στρατός ήταν ένα σχολείο, κυριολεκτικά. Εκεί ανδρώνονταν κι εκεί κάποιοι μάθαιναν κάποια τέχνη ή και να γράφουν, μόνο και μόνο για να μπορούν να αλληλογραφούν με αγαπημένα τους πρόσωπα.

Δεν υπάρχει νομίζω σπίτι χωρίς αναμνηστική φωτογραφία μέλους του από το στρατό. Κλασικά, συνήθως, με ανορθόγραφη αφιέρωση πίσω, κάποιο στιχάκι  (Στέλνω κορμί χωρίς ψυχή, κορμάκι δίχως αίμα, λάβε και τη φωτογραφία μου να θυμηθείς εμένα…. ή κάτι παρόμοιο). Για να θυμίζει πως έχουν ψυχή και μιλάνε ακόμη αυτές οι φωτογραφίες! 

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Website Powered by WordPress.com.

ΠΑΝΩ ↑

Αρέσει σε %d bloggers: