32. οι πασβάντηδες

«Τι γυρνάς σαν τουν πασβάντ’»; Αναρωτιόταν κάποτε η μάνα μου, όταν μ’ έβλεπε να τριγυρνώ πάνω κάτω ασταμάτητα, καθώς η συσσωρευμένη ενέργεια και οι εφηβικές μου ανησυχίες δεν μ’ άφηναν σε ησυχία κι έπρεπε κάπου να εκτονωθούν. Έπαιρνα σβάρνα το μαχαλά και πότε εδώ πότε εκεί δεν σταματούσα τα δρομολόγια. Όσο για τον «πασβάντ’», δεν είχα ιδέα περί τίνος επρόκειτο. Διαισθανόμουν, όμως, πως είναι κάποιος που τριγυρνάει πολύ, κάτι σαν τον «σουρτούκ’» δηλαδή.

Η απορία μου έφθασε ο καιρός να λυθεί πολύ αργότερα. Τη λέξη τη συνάντησα σε λογοτεχνικά έργα, κυρίως σε συγγραφείς με μικρασιάτικη ή βορειοελλαδίτικη καταγωγή αλλά και στον Καραγκιόζη. Η λέξη μας ήρθε από την Περσία, μέσω της Τούρκικης γλώσσας.   

Τον καιρό της Τουρκοκρατίας η αστυνόμευση ήταν πλημμελής και σε πολλές περιπτώσεις εντελώς ανύπαρκτη. Τότε η αντιμετώπιση των επιθέσεων γινόταν από την οικογένεια, που – και γι’ αυτό το λόγο άλλωστε- προτιμούσαν να κάνουν πολλά αγόρια. Στις πόλεις, βέβαια, υπήρχαν οι «τζανταρμάδες», οι χωροφύλακες θα λέγαμε σήμερα. Στα χωριά υπήρχαν κι οι «μπεχτσήδες», κάτι σαν αγροφύλακες δηλαδή. Η δουλειά τους, όμως, αφορούσε την μέρα κυρίως, δεν κάλυπτε τη νύχτα. Πάντα η νύχτα προσφέρονταν για παράνομη δράση. Τους κακοποιούς βοηθούσε ασφαλώς το σκοτάδι, που όσο πιο πηχτό ήταν τόσο το καλύτερο. Βοηθούσε κι η κούραση της μέρας που σφάλιζε σφιχτά τα βλέφαρα. Το ηλεκτρικό ήταν άγνωστο κι οι δρόμοι, στην καλύτερη περίπτωση φωτίζονταν με φανάρια που έκαιγαν πετρέλαιο ή λινέλαιο (μπεζίρι).

Έτσι τη νύχτα λογής λογής παράνομοι τριγυρνούσαν: άκακοι ερωτευμένοι νεαροί που δεν τους έπιανε ύπνος, ξενύχτηδες, μεθυσμένοι, περίεργοι, «ματάκηδες», κλεφτοκοτάδες, διαρρήκτες αλλά και ληστές. Τα πράγματα γίνονταν χειρότερα σε ταραγμένες εποχές. Ιδιαίτερα στη Θράκη που μαστίζονταν από συχνούς πολέμους τα πράγματα ήταν χειρότερα. Τούρκοι τσέτες και βασιβουζούκοι, Βούλγαροι κομιτατζήδες, Κιρτζαλήδες αλλά κι Έλληνες ληστές λυμαίνονταν τα χωριά. Συνήθως, η Οθωμανική διοίκηση έκανε τα στραβά μάτια, αν δε τα υπέθαλπε κιόλας, σε περιστατικά δολοφονιών, βιασμών, ληστειών και άλλων παράνομων πράξεων.

Για να μπορέσουν να εξασφαλίσουν στοιχειώδη ασφάλεια τη νύχτα οι Δήμοι έκαναν κάτι που υπήρχε από τα χρόνια του Βυζαντίου ακόμη (τότε λέγονταν νυκτοτατάλιοι). Προσλάμβαναν νυχτοφύλακες, τους Πασβάντηδες. Αυτοί έβαζαν πετρέλαιο ή λινέλαιο κι άναβαν τα φανάρια στα σταυροδρόμια με το σιδερένιο τους ματσούκι, φύλαγαν όλη τη νύχτα την πόλη ή το χωριό από τούς κλέφτες και καλούσαν συναγερμό σε ώρα κινδύνου. Είχαν πάντα στο χέρι μια χονδρή ξύλινη μαγκούρα με βάση σιδερένια. Η μαγκούρα ήταν το αμυντικό αλλά και το επιθετικό τους όπλο. Κάθε τόσο τη χτυπούσαν βαδίζοντας στους δρόμους, για να κάνουν αισθητή την παρουσία τους και να φοβίσουν τους κλέφτες. Περνούσαν απ΄ τους μαχαλάδες τρεις φορές και πολλές φορές, καθώς κατηφόριζαν τούς πλακόστρωτους δρόμους, πετούσαν τη μαγκούρα τους και μέσα στη σιωπή τής νύχτας, ακουγόταν ένας τρομακτικός κρότος, που έκανε να φοβούνται όλοι και δη οι λωποδύτες, που τυχόν βγαίνανε για «σόϊντισμα» (= κλοπή). Ο Δήμος τους εφοδίαζε και με ρολόι και χτυπούσαν, λέει, τη μαγκούρα τους ανάλογες με την ώρα φορές. Καμιά φορά χτυπούσαν ελαφρά τα παράθυρα των συγχωριανών τους, σημάδι πως όλα είναι υπό έλεγχο και μπορούν να κοιμηθούν ήσυχα. Ακόμα, και το Μεγαλοσάββατο, αυτοί χτυπούσαν πόρτα-πόρτα σ΄ όλα τα σπίτια του χωριού για να τους ειδοποιήσουν ότι πλησιάζει η ώρα της Ανάστασης!

Φορούσαν το μαύρο θρακιώτικο ποτούρι και τα στιβάνια και ήταν συνήθως μεγαλόσωμοι για να προκαλούν φόβο. Ήταν διαλεγμένοι όλοι ένας κι ένας, παλληκαράδες, ρω­μαλέοι, ατρόμητοι, μεγαλόσωμοι, ώστε να προκαλούν φόβο και σεβασμό. Όλη τη νύχτα και με οποιοδήποτε καιρό γύριζαν στους δρόμους. Τις Κυριακές τα μεσημέρια γύριζαν στα σπίτια και τους έδιναν την ανταμοιβή τους. Άγρυπνοι φρουροί της ζωής και της περιουσίας των Χριστιανών επί Τουρκοκρατίας, στα πρώτα χρόνια της προσφυγιάς αλλά και λίγο αργότερα, ως τα 1930 περίπου. Σε κάποια μέρη επανήλθε στα χρόνια του Εμφύλιου σπαραγμού. Σήμερα οι απαιτήσεις της σύγχρονης κοινωνίας έχουν αλλάξει εντελώς το επάγγελμα του νυχτοφύλακα. Τη φύλαξη αναλαμβάνουν πλέον οργανωμένοι σεκιουριτάδες, με σύγχρονο εξοπλισμό, με κάμερες και αισθητήρες κίνησης και με εκπαιδευμένο προσωπικό.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Website Powered by WordPress.com.

ΠΑΝΩ ↑

Αρέσει σε %d bloggers: