Πρέπει να ήταν Άνοιξη του ’68. Ήταν η ίδια εποχή που στη Γαλλία έγινε το λεγόμενο κίνημα του ’68 και θεωρείται σημείο-σταθμός στην αμφισβήτηση και στη μετάβαση από το συντηρητισμό στις φιλελεύθερες ιδέες και επηρέασε όλον τον κόσμο. Στην Πόρπη, όμως, άλλο κοσμοϊστορικό γεγονός καταγράφηκε.
Ένα συνεργείο, σταλμένο από τη Νομαρχία Ροδόπης, σε συνεργασία με την Επιθεώρηση Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης αλλά πιο πολύ κυρίως χάρη στις οχλήσεις του δάσκαλου και Διευθυντή του 2/θέσιου Δημοτικού της Πόρπης, είχε καταφθάσει στην απλόχωρη αυλή του Δημοτικού με ένα φορτηγάκι. Το υλικό που μετέφερε ήταν για τα παιδιά του Δημοτικού θησαυρός. Θησαυρός δυσεύρετος, μάλιστα, και σπάνιος. Κούνιες!!! Ήρθε να τοποθετήσει κούνιες, δυο τετράδες κούνιες, με μονόζυγο μάλιστα στο κέντρο τους κι ένα ζευγάρι τραμπάλες, παρακαλώ!
Η κούνια είναι βέβαια πανάρχαια επινόηση, είτε ως παιχνίδι, ως αιώρα, είτε ως κούνια του μωρού, λίκνο. Αυτή η μαγική αίσθηση του πέρα- δώθε, της αιώρησης στον αέρα έχει τη γοητεία της. Συνήθως κατασκευάζονταν πρόχειρα σε σπίτια ή σε χωράφια. Έδεναν μια τριχιά σε κάποιο οριζόντιο κλαδί ενός μεγάλου δέντρου. Μερικές φορές έβαζαν κάποιο μαξιλαράκι πάνω στην τριχιά, γιατί η τριχιά ενοχλούσε, έκοβε τη βάση στήριξης (για να μην το πω αλλιώς) αυτού που καθόταν να κουνηθεί. Μερικές φορές, όμως, κοβόταν ή λύνονταν η τριχιά, άλλες φορές ήταν «τσουρούκικο1» το κλαδί κι έσπαζε, οπότε οι συνέπειες της πτώσης ήταν οδυνηρές. Το κούνημα, η αιώρηση από μια ευχάριστη διασκέδαση γίνονταν τραυματική, στην κυριολεξία, εμπειρία.
Το συνεργείο εργάστηκε μεθοδικά. Μέτρησαν τις διαστάσεις και χάραξαν στο έδαφος ακριβώς τις θέσεις που θα τοποθετούνταν οι κούνιες, δίπλα μεν στη σειρά των κυπαρισσιών που υπάρχουν ακόμη στη μπροστινή αυλή του σχολείου, σε ασφαλή απόσταση, όμως, ώστε να μην ακουμπούν σ’ αυτά οι κούνιες. Μετά έσκαψαν τις «γούρνες2» βαθιά, για να τοποθετηθούν οι βάσεις τους, γερά και με ασφάλεια, έστησαν τις κούνιες και τις γέμισαν με τσιμέντο και πέτρες. Περιττό να σας πω πως όλη αυτήν την ώρα, στα μεν διαλείμματα όλοι εμείς οι «σβανάδες3» πλησιάζαμε να δούμε όσο κοντά μας επέτρεπε ο αυστηρός μας δάσκαλος το θαύμα που συντελούνταν μπροστά μας, ενώ εν ώρα μαθήματος ξεκλέβαμε κρυφές ματιές από το παράθυρο. Η ανυπομονησία για το καινούριο παιχνίδι χτυπούσε κόκκινο!
Το Δημοτικό είχε μεγάλη αυλή. Στα διαλείμματα και στον ελεύθερο χρόνο τα αγόρια έπαιζαν συνήθως μπάλα, μπροστά ή και πίσω από το Δημοτικό. Αυτό ήταν το αγαπημένο παιχνίδι των αγοριών, το ποδόσφαιρο. Μερικές φορές μάλιστα οι αγώνες γίνονταν στο μεγάλο γήπεδο, ακριβώς απέναντι από το Δημοτικό. Σε κάποια μάλιστα παιχνίδια έπαιζε και ο δάσκαλος, συνήθως με την ασθενέστερη ομάδα. Οπότε, το πάθος περίσσευε, όπως και το μάκρος των διαλειμμάτων που γίνονταν μεγάλα αλλά ποτέ χορταστικά! Οι μπάλες όμως ήταν δυσεύρετες κι, εξάλλου, δεν μπορούσαν να συμμετέχουν όλα τα παιδιά. Τα συνηθισμένα παιχνίδια ήταν: κυνηγητό, κρυφτό, κουτσό, σχοινάκι, μηλάκια, ντούκου, τζαμί, μπίλιες, μακριά γαϊδούρα.
Η κούνια ήταν κάτι πρωτόγνωρο. Κανείς μας δεν είχε ποτέ κουνηθεί σε κούνια σταθερή και στέρεη, που δεν «γκρατσάνιζε4» και δεν ήταν επίφοβη, καθισμένος σε επιφάνεια μάλιστα άνετη, ίσια και ομαλή. Για να καταλάβετε το μέγεθος της επιθυμίας για κούνημα θα σας πω μόνο τούτο: υπήρχαν πρόλογοι στις εκθέσεις που γράφαμε για το πώς περάσαμε τη μέρα μας ως εξής: «Το πρωί σηκώθηκα, πλύθηκα, ντύθηκα, έκανα το σταυρό μου, ήπια το γάλα μου, πήρα την τσάντα μου, ήρθα στο σχολείο και ζάπωσα μια κούνια…» «Ζαπώνονταν5» οι κούνιες γιατί δεν μπορούσαν να καλύψουν την αυξημένη ζήτηση. Κάποιους τους πήρε ο ύπνος πάνω τους, για να μην τους την πάρει άλλος. Στα διαλείμματα ο δάσκαλος έβαζε δυο μεγάλους να επιτηρούν την τάξη και να κουνούν με τη σειρά τους μικρότερους, γιατί αλλιώς πού να έπαιρναν σειρά να κουνηθούν! Και γίνονταν αγώνες: ποιος θα πάει πιο ψηλά, ποιος θα πηδήσει από την κούνια πιο μακριά.
Δεν βλέπαμε την ώρα να κλείσει το σχολείο και να δοκιμάσουμε την κούνια! Για καλή μας τύχη ήταν μέρα Σάββατο. Το σχολείο σχολούσε το μεσημέρι και θα άνοιγε Δευτέρα πρωί. Έλα όμως, που ο δάσκαλος έδωσε αυστηρότατη εντολή: Μην διανοηθεί να κουνηθεί κανείς, μέχρι τη Δευτέρα το πρωί!!! Πρέπει να μας το είπε τουλάχιστον δέκα φορές. Και το είπε όχι γιατί είχε σαδιστικές τάσεις αλλά γιατί έτσι έπρεπε να γίνει. Έπρεπε να στεγνώσει καλά το τσιμέντο που στήριζε τις βάσεις της κούνιας. Αν κουνιόταν κάποιος πριν «παγώσει» το τσιμέντο δεν θα ήταν σταθερές οι κούνιες. Ήταν τόσο αυστηρό και τόσο αποφασιστικό το ύφος του δάσκαλου στη σύστασή του που παγώσαμε. Μάλιστα, η απαγόρευση κουνήματος μέχρι τη Δευτέρα το πρωί που θα άνοιγε το σχολείο συνοδευόταν και από απειλή: Μην διανοηθεί να κουνηθεί κανείς, μέχρι τη Δευτέρα το πρωί, θα φάνε ξύλο όλοι οι μαθητές !!!
Ξύλο! Το ξύλο ήταν τότε η πιο δημοφιλής και διαδεδομένη παιδαγωγική μέθοδος για όλους τους δασκάλους και για τους περισσότερους γονείς. Μπροστά της υπέκυπταν ακόμη και εμπνευσμένοι και καλοσυνάτοι δάσκαλοι, όπως ο δικός μας. Ήταν η εποχή που «το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο» και που κάποιοι γονείς παρότρυναν δασκάλους να δέρνουν τα παιδιά τους για να βάλουν μυαλό! Είχε μάλιστα και συγκεκριμένο τυπικό ο ξυλοδαρμός με βέργα. Στεκόταν ο μαθητής μπροστά στο δάσκαλο προσοχή, άπλωνε σε ορθή γωνία τα δυο του χέρια με τις παλάμες προς τα επάνω κι δάσκαλος με τη βέργα (που δεν ήταν ποτέ από καβάκι ή άλλο εύθραυστο ξύλο αλλά από κρανιά, ακακία ή μουριά) κατάφερνε βιτσιές στα δάκτυλα. Πόσες; Ανάλογα με το «έγκλημα» του παραβάτη και την οργή του δάσκαλου. Μερικές φορές, τραβούσε απελπισμένα ο μαθητής τα χεράκια του και τον έπιανε ξώφαλτσα η βιτσιά ή στην άκρη των δακτύλων, που πρήζονταν.
Δευτέρα πρωί. Παραταγμένο όλο το σχολείο. Εβδομηνταπέντε παιδιά, μπροστά στα σκαλοπάτια της εισόδου. Δεξιά κυματιστή η γαλανόλευκη και στο κεφαλόσκαλο ο Διευθυντής του σχολείου και η δασκάλα των τριών μικρότερων τάξεων. Όλοι στεκόμαστε φοβισμένοι και παγωμένοι. Παγωμένοι σαν τις τσιμεντένιες βάσεις της μιας από τις δυο κούνιες, που έχασκε με ανοιγμένες, κουνημένες τις τρύπες, φανερό σημάδι πως κάποιος παραβίασε τις αυστηρές συστάσεις του δασκάλου και κουνήθηκε το Σαββατοκύριακο, πριν παγώσει το τσιμέντο. Κανείς δεν ξέρει τον παραβάτη. Ή δεν τον φανερώνει. Μπαίνουμε στο σχολείο ένας -ένας, περνώντας από το κεφαλόσκαλο.
- Εσύ κουνήθηκες;
- Όχι, κύριε…
- Ποιος κουνήθηκε;
- Δεν ξέρω, κύριε…
Τσατ… Όλοι μπαίνουμε με κλάματα στην αίθουσα. Μερικοί, μάλιστα, κλαίνε προκαταβολικά, πριν ανεβούν στο κεφαλόσκαλο. Το κλάμα μοιάζει λίγο με το κατούρημα κι όχι μόνο επειδή συνοδεύεται με έκκριση υγρών. Όταν υπάρχει φορτισμένο κλίμα μεταδίδεται, γι’ αυτό κι οι αρχαίοι ημών πρόγονοι είχαν λέξεις για το ομαδικό κλάμα: θρήνος, κλαυθμός, οδυρμός, κοπετός…
Η αδικία του ξυλοδαρμού για τις κούνιες έμεινε για κάποιο διάστημα μετέωρη. Όπως και ο γρίφος για την ταυτότητα του δράστη, που ήταν υπεύθυνος για τον ξυλοδαρμό. Ποιος «κιαρατάς» κουνήθηκε και φάγαμε άδικα ξύλο! Αλλά στο τέλος το μυστήριο λύθηκε με τρόπο αναπάντεχο και περίεργο, όπως συμβαίνει σε πολλές περιπτώσεις. Δεν ήταν κάποιος συμμαθητής μας, ούτε κάποιος από τον «τουρκικό μαχαλά», ούτε κανείς περαστικός, όπως υποψιαζόμασταν όλοι. Ο παππου- Παντέλης, γείτονας εκεί στο σχολείο, στα εξήντα του είδε για πρώτη φορά στη ζωή του κούνια. Δεν ήξερε για την απαγόρευση του δάσκαλου. Αλλά κι αν ήξερε, δεν τον ακουμπούσε καμιά απειλή τιμωρίας και δοκίμασε να δει πώς κουνιούνται, πριν φύγει από τον μάταιο τούτο κόσμο. Αυτή η μαγική αίσθηση του πέρα- δώθε, της αιώρησης στον αέρα έχει τη γοητεία της, σε όλες τις ηλικίες…
- τσουρούκικο= σάπιο,αδύναμο (τουρκ. çürük)
- γούρνες= τρύπες
- σβανάδες= έτσι αποκαλούσαν οι μεγάλοι υποτιμητικά τα μικρά παιδιά, ιδίως όταν ενοχλούσαν. Κυριολεκτικά, σβανάς είναι ο μικρός κυρτός πριονωτός σουγιάς
- γκρατσάνιζε = έκανε θόρυβο, ηχομιμητική λέξη
- ζαπώνω= Πιάνω, Καταλαμβάνω αυθαίρετα κυρίως κάποια έκταση αλλά και πράγματα (τούρκικο zapt )
Σχολιάστε