Στην αποθήκη του μεγάλου Γερμανικού εργοστασίου ο Θανάσης είναι μόνος. Τον έστειλε το αφεντικό του να φέρει κάποια εργαλεία. Είναι πρωί και μια καινούρια δύσκολη μέρα ξεκινάει. Έγινε η πρωινή συγκέντρωση, κάτι σαν την πρωινή αναφορά στον στρατό και δόθηκαν οι οδηγίες για το τι θα κάνει σήμερα ο καθένας. Δουλεύει σκληρά και κάνει οικονομία να μπορεί να στέλνει μια επιταγή στην οικογένειά του στην Πόρπη Κομοτηνής.
Άφησε πριν τρία χρόνια τη γυναίκα και τα δυο του παιδιά αλλά κι όλους τους συγγενείς και φίλους στο μικρό χωριό του και ήρθε μετανάστης για λίγα χρόνια. Στο εργοστάσιο είναι μόνο άντρες. Ζουν στα χάιμ, στα κοινόβια των εργοστασίων, και είναι κυρίως Έλληνες αλλά και Τούρκοι, Γιουγκοσλάβοι, Ιταλοί, Ισπανοί.
Το μικρό χωριό του Θανάση έχει αδειάσει. Δεν υπάρχει άντρας νέος γερός που να έμεινε εκεί. Όλοι πήραν το δρόμο της ξενιτιάς, μιας και οι συνθήκες στο χωριό είναι δύσκολες. Τα χωράφια, όλα ξερικά, με χαμηλή απόδοση, βγάζουν μόνο στάρι, που κι αυτό πουλιέται σε πολύ χαμηλές τιμές. Τα μεροκάματα σε άλλες δουλειές είναι δυσεύρετα και μικρά, αφού η προσφορά ξεπερνά κατά πολύ τη ζήτηση. Έρχεται η πλατφόρμα του Λαλάκου του τσιφλικά να φορτώσει εργάτες κι επικρατεί πανδαιμόνιο. Γεμίζει ασφυκτικά η πλατφόρμα κι ο αυστηρός επιστάτης διαλέγει τους πιο γερούς και τους υπόλοιπους τους κατεβάζει κάτω. Λίγες δουλειές στην οικοδομή, επίσης. Ποιος να κτίσει και με τι προσόντα! Κάποια μεροκάματα δίνει η αλυκή στο διπλανό χωριό, στη Γλυφάδα αλλά κι εκεί ποιος να πρωτοπρολάβει! Εκτός του ότι δουλεύουν άντρες απ’ όλη την περιοχή (ακόμη κι απ’ τον Ίασμο και την Ξυλαγανή έρχονται εργάτες) η δουλειά είναι εποχιακή, διαρκεί κάνα δυο μήνες μόνο.
Έτσι η διέξοδος είναι μοναδική: η ξενιτιά. Κι εκεί δεν είναι καθόλου εύκολο να πας, όμως. Χρειάζονται συστάσεις. Πρέπει να σε προσκαλέσει κάποιος δικός σου ξενιτεμένος, να πεισθούν οι Γερμανοί ότι είσαι τίμιος κι εργατικός κι αφού περάσεις από εξονυχιστικό ιατρικό έλεγχο και κριθείς ικανός για εργασία κι αφού δουν και οι εδώ αρχές πως δεν είσαι αριστερός, τότε μόνο μπορείς να μεταναστεύσεις. Στην αρχή οι περισσότεροι πηγαίνουν μόνοι τους. Αφήνουν πίσω τη γυναίκα τους, που αναλαμβάνει αυτή πια όλες τις ευθύνες του σπιτιού και γίνεται και ο άντρας του σπιτιού. Κάποια αντρόγυνα πάλι, πηγαίνουν μαζί, αφήνοντας πίσω στη γιαγιά τα παιδιά τους. Δύσκολος και σκληρός αποχωρισμός που απαλύνεται μόνο από την προσδοκία πως δεν θα κρατήσει πολύ. Λίγα χρόνια μόνο και θα μαζευτεί κάποιο κομπόδεμα, ώστε να γίνει πιο ανθρώπινη η ζωή τους και να ζήσουν τα παιδάκια τους καλύτερα.
Δύσκολη η ξενιτιά! Η λύπη του αποχωρισμού, η έγνοια του τι να κάνουν άραγε η γυναίκα και τα παιδιά, η μουντή μονότονη ζωή, το ξένο περιβάλλον, άλλοι άνθρωποι, άλλη γλώσσα, άλλα τερτίπια, σταλάζουν πίκρα καθημερινά στις ψυχές των ξενιτεμένων. Το μαράζι της μοναξιάς ώρες ώρες είναι αβάστακτο. Βάλσαμο τα γράμματα από το ταχυδρομείο, η μοναδική επικοινωνία με τους δικούς τους και η ετήσια Καλοκαιρινή άδεια, που κι αυτή δεν την παίρνουν όλοι υπολογίζοντας πως τα έξοδα είναι πολλά. Πολλές ώρες δουλειάς, αυστηρότατο ωράριο. Οι Γερμανοί δεν παίζουν μ’ αυτά! Απαιτούν συνέπεια και παραγωγικότητα. Γι’ αυτούς το αρμπάιτ είναι ιερή λέξη. Αλλά κι οι μετανάστες οι Έλληνες δεν υστερούν σε τίποτε απέναντί τους. Όταν βρίσκουν οργάνωση, πρόγραμμα, σωστή καθοδήγηση αποδεικνύουν πόσο εργατικοί και πόσο ικανοί είναι.
Το αφεντικό του Θανάση, ο Φριτς, είναι ένας κλασικός Γερμανός προϊστάμενος. Τυπικός, αυστηρός, άφιλος, αγέλαστος και στραβομουτσουνιασμένος, κέρβερος, αντιμετωπίζει υποτιμητικά τους εργαζόμενους, ειδικά τους ξένους. Δεν του ξεφεύγει τίποτε. Γυροφέρνει συνέχεια στο εργοστάσιο και παρατηρεί, έχει τους επιστάτες, τους μαέστρους και τους φοραρμπάιτερ, όπως τους λένε, και διάφορους χαφιέδες που του μαρτυρούν τα πάντα και δεν δίνει καμιά ευκαιρία για χαλάρωση. Το γραφείο του είναι άβατο. Δεν μπαίνεις εύκολα εκεί. Κι αν μπεις για κακό θα είναι. Οι παρατηρήσεις του είναι αυστηρές. Οι ξένοι γκασταρμπάιτερ αποφεύγουν να τον συναντήσουν. Σκύβουν καρτερικά τα κεφάλια τους, όταν γίνεται αυτό, κι αποφεύγουν τα πολλά πολλά μαζί του. Είναι ο σκύλος του εργοστασίου. Τόσο υπάκουος και πιστός είναι. Μοναδική αλλά και μόνιμη συντροφιά του ένας πραγματικός σκύλος, ο σκύλος του ο Ρίκο, που τον έχει εκεί στη δουλειά να γυροφέρνει κι αυτός. Μ’ αυτόν ο Φριτς είναι άλλος άνθρωπος. Τι περιποίηση, τι καθαριότητα, τι χάδια, τι παιχνίδια, τι λουκάνικα, τι μπιφτέκια κι άλλα λαχταριστά μεζεκλίκια, που κάνουν τους εργένηδες εργάτες να ξερογλείφονται! Ο Ρίκο έχει σαφώς περισσότερα προνόμια από κάθε άλλον εργαζόμενο. Σε τέτοιο σημείο που οι ξένοι εργάτες τον βλέπουν ζηλόφθονα, ανταγωνιστικά. Αναγκαστικά όλοι καλοπιάνουν τον Ρίκο, ξέροντας την αδυναμία που του έχει το αφεντικό του. Ας κάνουν κι αλλιώς! Κάποιες φορές όμως, πίσω από τη φιλική συμπεριφορά τους στον σκύλο εκφράζουν τα πραγματικά τους αισθήματα για τον Ρίκο, στη γλώσσα τους για να μην καταλάβει τίποτε το αφεντικό. Φράσεις όπως «α, ρε κιαρατά …» «κοπρίτη, γαμώ το σόι σου» και «κοπρόσκυλο» ακούγονται ανάμεσα σε ψεύτικα χαμόγελα στο -κατά τα άλλα – συμπαθητικό τετράποδο. Ευτυχώς ο Φριτς δεν ξέρει Ελληνικά. Ούτε ο Ρίκο …
Ο Θανάσης έχει φάει τη ζωή με το κουτάλι. Παλεύει από μικρό παιδί παρόλες τις αντιξοότητες και τα καταφέρνει. Σκληραγωγημένος, μαθημένος στη στέρηση αλλά και στην υπομονή δουλεύει σαν «το σκυλί» επίμονα και – δόξα τω Θεώ – κατάφερε να έχει φτιάξει πολύ καλό όνομα στον μικρόκοσμο της φάμπρικας που δουλεύει. Τον εκτιμούν όλοι για την εργατικότητα, την καρτερικότητα, την αντοχή, την προθυμία του, την τιμιότητα και την ευθύτητα του χαρακτήρα του. Όλοι τον εκτιμούν, ακόμη και το αφεντικό του, ο σκληρός Φριτς, (άσχετα αν δεν του το πολυδείχνει), ακόμη και ο σκύλος του ο Ρίκο (αυτός το δείχνει κουνώντας την ουρά του)!
Παρασκευή πρωί, ο Θανάσης έχει εισχωρήσει στο βάθος της αποθήκης για να πάρει από εκεί διάφορα εργαλεία. Ο καιρός ως συνήθως μουντός, γεμάτος πυκνά μαύρα σύννεφα που είναι έτοιμα να ρίξουν το συνηθισμένο, μόνιμο εκνευριστικό ψιλόβροχο που νιώθεις να σου σαπίζει τα κόκαλα. Μουντή κι η διάθεση του Θανάση. Λίγο ο καιρός, λίγο το τελευταίο γράμμα της γυναίκας του της Αθηνάς που ήταν κάπως στενάχωρο, λίγο η συμπεριφορά του αφεντικού, λίγο η κούραση μιας σκληρής εβδομάδας που τελειώνει τον βαραίνουν. Σκύβοντας να πάρει τα εργαλεία βλέπει μια σκιά να τον ακολουθεί. Είναι ο σκύλος του αφεντικού, ο Ρίκο, που τον πήρε στο κατόπι, ακολουθώντας τον ως το βάθος της αποθήκης. Ο Ρίκο είναι όμως ορεξάτος. Γυροφέρνει τον Θανάση κάνοντάς του τσαχπινιές. Τότε στο μυαλό του Θανάση καρφώνεται απότομα μια ιδέα: να ξεσπάσει στον σκύλο, να βγάλει τη στενοχώρια και το αίσθημα αδικίας που τον πνίγει, ξεσπώντας στο άμοιρο ζώο. Άλλωστε κανείς δεν τον βλέπει εκεί και -ως γνωστόν- τα σκυλιά δεν μιλάνε.
Γυρίζει απότομα την τσάπα που κρατούσε και με δυο απότομες γρήγορες κινήσεις καταφέρνει δυο χτυπήματα στα καπούλια του Ρίκο, που αμάθητος εντελώς στην κακοποίηση αλλά και ξαφνιασμένος από την αιφνίδια επίθεση γαβγίζει σπαρακτικά και απομακρύνεται άρον άρον, εξαφανίζεται. Ο Θανάσης νιώθει ένα ξαλάφρωμα, μια γλυκιά ηδονή να διαπερνά το κορμί του. Είναι η γλύκα της εκδίκησης. Νιώθει πως ξεπλήρωσε εν μέρει όλες τις αδικίες όχι μόνο τις προσωπικές, του αφεντικού του, αλλά κι ολόκληρης της φυλής των Οστρογότθων, των Βησιγότθων, των Αλαμανών και των Πρώσων, των προγόνων αλλά και των σύγχρονων Γερμανών, τους δυο παγκόσμιους πολέμους που προκάλεσαν, τα κρεματόρια, τις εκτελέσεις, το κάψιμο χωριών. Δεν ξέρει πολύ Ιστορία αλλά είναι καταγραμμένη στο ρωμαίικο DNA του η άδικη κι απρόκλητη συμπεριφορά των Ναζιστών. Άλλωστε έζησε την Κατοχή, ορφανός μάλιστα κι ο μελλοντικός πεθερός του άφησε τα κόκαλά του στα κακοτράχαλα αλβανικά βουνά, σε ένα πόλεμο που οι Γερμανοί τον προκάλεσαν. Δεν έχει λοιπόν τύψεις για την κακοποίηση του αθώου Ρίκο.
Όλα τα υπολόγισε σωστά ο Θανάσης εκτός από ένα. Πως μπορεί οι σκύλοι να μην μιλάνε αλλά θυμούνται και μάλιστα πολύ. Δευτέρα πρωί, αρχή μιας καινούριας εβδομάδας στη φάμπρικα της περιοχής Φρανκφούρτης όλοι οι εργαζόμενοι έχουν έρθει έγκαιρα στη δουλειά τους κι είναι παραταγμένοι μπροστά στον προϊστάμενό τους για να πάρουν οδηγίες για τη δουλειά. Μόνο ο Θανάσης από την Πόρπη Κομοτηνής προσπαθεί μάταια να κρυφτεί ανάμεσα στους καμιά σαρανταριά συναδέρφους του για να ξεφύγει από τον σκύλο του αφεντικού που λυσσασμένος του επιτίθεται. Αλυχτά κακιασμένα μόνο σ’ αυτόν κι ας είναι κρυμμένος ανάμεσα στους άλλους. Κακός μπελάς! Αχ και να ήταν μόνοι τους, μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα των εργατών και του Φριτς κι ας τολμούσε ο σκύλος να τον πλησιάσει! Στη δική του Πόρπη τα σκυλιά δεν πλησίαζαν ποτέ άνθρωπο. Τα πετροβολούσαν μικροί μεγάλοι. Μάλιστα την Καθαρά Δευτέρα κρεμούσαν κάποια στα δέντρα και τα εκσφενδόνιζαν από εκεί, σύμφωνα με ένα παλιό βάρβαρο θρακιώτικο έθιμο.
Παίρνει γλυκό ύφος και χαμογελά στον Ρίκο αλλά αυτός είναι ανένδοτος. Άντε να εξηγήσει ο Θανάσης τώρα στους άλλους εργαζόμενους αλλά και στον Φριτς κυρίως, γιατί ορμάει ο Ρίκο μόνο σ’ αυτόν! Είναι από τις φορές που προτιμάει κανείς τη σκυλίσια ζωή.
Σχολιάστε