Οκτώβρης του σωτηρίου έτους 1975. Ακουμπισμένος πλάι στο ραδιόφωνο, στο ραφείο μας, γεμάτος αγωνία. Δεν με χωράει ο τόπος. Από νωρίς διαδόθηκε ότι σήμερα θα ανακοινωθούν τα αποτελέσματα των εισαγωγικών εξετάσεων, των Πανελλαδικών. Μια πολύ αγωνιώδης αλλά κι επίπονη διαδρομή φτάνει στο τέλος της. Με πολύ αγώνα και πολλή προσπάθεια. Από το ραδιόφωνο τότε ανακοινώνονταν τα αποτελέσματα. Άκρα ησυχία, γιατί μέσα σ’ αυτόν τον χείμαρρο των χιλιάδων ονομάτων έπρεπε να απομονώσεις το δικό σου όνομα. Αν ήσουν στους επιτυχόντες… Ούτε στην τουαλέτα για την ανάγκη σου καλά καλά μπορούσες να πας. Μια αργή βασανιστική διαδικασία…

Η χρονιά είχε κυλήσει πολύ δύσκολα. Η Ελλάδα ρημαγμένη από την πρόσφατη Κυπριακή τραγωδία, είχε ακόμη επιστρατευμένες κάποιες κλάσεις, αφού ο κίνδυνος ενός πολέμου με την Τουρκία δεν είχε εκλείψει ακόμη. Δεν ήταν μόνο αυτό, όμως. Η πετρελαϊκή κρίση είχε ανεβάσει τότε κατακόρυφα την τιμή των καυσίμων. Οι τιμές των αγροτικών προϊόντων παρέμεναν στα τάρταρα κι οι αγρότες θύματα μια στυγνής εκμετάλλευσης εμπόρων και μεσιτών που θησαύριζαν στις πλάτες τους. Ο αναδασμός δεν είχε γίνει, τα χωράφια ήταν όλα ξερικά. Ήταν η εποχή που σχεδόν το μισό του ενεργού δυναμικού της Πόρπης είχε μεταναστεύσει, στη Γερμανία κυρίως αλλά κι αλλού. Στο χωριό πολλά παιδιά, βρέφη αλλά κι έφηβοι, μεγάλωναν με τις γιαγιάδες, αφού η ομογένεια δεν είχε κάνει ακόμη ελληνικά σχολεία στην ξενιτιά και για διάφορους λόγους πολλές μανάδες αποχωρίζονταν τα παιδιά τους μεταναστεύοντας. Είχαν μεταναστεύσει μάλιστα και άνθρωποι που ήταν σε καλή οικονομική κατάσταση. Οι τιμές για όργωμα, σπορά, αλώνισμα κλπ είχαν εκτοξευτεί, η πελατεία του μικρού μας ραφείου είχε μειωθεί αφού οι περισσότεροι πελάτες ήταν πια κάτοικοι Στουτγάρδης και περιχώρων.
Το μέλλον, κοντολογίς, στη μικρή Πόρπη διαγραφόταν εξαιρετικά δυσοίωνο. Σανίδα σωτηρίας και μοναδική διέξοδος: τα γράμματα. Η μόνιμη επωδός σε κάθε ευχή των γονιών μας αυτή ήταν: να μάθουμε γράμματα, να βάλουμε το κεφάλι μας κάτω από ένα κεραμίδι, να φύγουμε από τα χωράφια. Δεν είναι τυχαίο πως τις καλύτερες επιδόσεις στα γράμματα τις έχουν φτωχές περιοχές, εκεί όπου το μεροκάματο είναι φτηνό και δύσκολο. Κάτω από αυτές τις συνθήκες συν τον νεανικό αυθορμητισμό και την απειρία που μεγαλοποιεί τα πράγματα και τα θεωρεί όχι απλώς σημαντικά αλλά κορώνα -γράμματα, θεωρούσα την επιτυχία μου στις Πανελλαδικές σαν μοναδική σανίδα σωτηρίας. Έτσι το έβλεπα τότε. Αργότερα η πείρα της ζωής μου έμαθε πως πάντα υπάρχουν ευκαιρίες και πως τίποτε δεν είναι τόσο καλό ή τόσο κακό, όσο το φανταζόμαστε.
Έκατσα λοιπόν δίπλα στο ραδιόφωνο όλος αγωνία. Οι εκφωνητές των μοναδικών (κρατικών μόνο) τότε σταθμών αφού ανακοίνωναν πρώτα τις σχολές και τα τμήματα, έλεγαν τον αριθμό των επιτυχόντων και στη συνέχεια διάβαζαν τα ονόματά τους. Πρώτη μου προτίμηση ήταν η Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ. Όταν έφτασε η σειρά να ανακοινώσει τα ονόματα ήμουν έτοιμος να καταρρεύσω, κάτι που μάλλον διέκρινε ο πατέρας μου που όρθιος στον πάγκο απέναντι έκανε τον αδιάφορο. Ευτυχώς η αγωνία μου αυτή δεν κράτησε πάρα πολύ. Σχετικά γρήγορα άκουσα ολοκάθαρα το όνομά μου, αφού τα είχα πάει τελικά αρκετά καλά και με καλή σειρά εισαγωγής στη σχολή της πρώτης προτίμησης.
Στο άκουσμα του ονόματός μου ένιωσα τη χαρά που πήραν οι στρατιώτες του Ξενοφώντα όταν είδαν τον Εύξεινο. Ένα χείμαρρος χαράς ξεπήδησε από μέσα μου και δεν μπορούσε να καταλαγιάσει. Δεν μου έφταναν ούτε τα συγχαρητήρια του πατέρα ούτε η αγκαλιά της μάνας μου. Ήθελα κάπου να ξεσπάσω. Έβγαλα μια τεράστια στεντόρεια* κραυγή κι από την έκρηξή μου άρχισα να πετάω πέτρες στο απέναντι οικόπεδο, εκτονώνοντας έτσι ένα ξέσπασμα από καταπιεσμένα συναισθήματα. Άλλαζε ξάφνου όλη η ζωή μου!
Αφού φώναξα (τρόπος του λέγειν) όσο μπορούσα κι αφού τελείωσαν οι πέτρες που έβρισκα πρόχειρες μπροστά μου, σκέφτηκα να μοιραστώ τη χαρά μου με το πιο αγαπημένο- μετά την οικογένειά μου- πρόσωπο: τον νονό μου. Ο νονός ήταν ένας παλιός λοκατζής και αθλητής, ένας πληθωρικός λεβέντης. Σε όλα πληθωρικός: στη δύναμη, στην αντοχή, στη δουλειά. Αλλά και στην προσφορά, στα κεράσματα, στο γλέντι, στο χορό, στο φαΐ, στο γέλιο, στο φτάρνισμα … Με το φτάρνισμά του ξυπνούσε η γειτονιά, ενώ κάποτε που φταρνίστηκε μέσα στο στάβλο κόπηκαν τα καπίστρια από τα μοσχάρια που κατατρόμαξαν τα καημένα. Καθώς, εκτός από την κουμπαριά είχαμε και συγγενική σχέση αλλά είμασταν και γείτονες οι σχέσεις μας ήταν πολύ στενές. Θυμάμαι αξέχαστες στιγμές που οι δυο κουμπάροι, ο πατέρας μου κι ο νονός, αλληλοσυμπληρώνονταν σε κλίμα πλήρους σεβασμού κι εκτίμησης του ενός προς τον άλλο, πολλές φορές αυτοσαρκαζόμενοι. Θυμάμαι κάποια φορά είχαν πάει εκδρομή με άλλους αγρότες σαν εκπρόσωποι του Γεωργικού Συνεταιρισμού στη Νεοχωρούδα Θεσσαλονίκης. Τα ταξίδια τότε ήταν σπάνια κι η Νεοχωρούδα, την οποία έμαθα από τις διηγήσεις τους, φάνταζε στο μυαλό μου σαν πολιτεία. Όταν επέστρεψαν, κατά το συνήθειό τους, άρχισαν να διηγούνται. Καμάρωναν που οι δυο τους ξεχώρισαν σε κάτι στην εκδρομή αυτή. Ο μεν πατέρας μου γιατί έκανε σαράντα έλξεις στο μονόζυγο που υπήρχε στο Δημοτικό της Νεοχωρούδας που τους φιλοξενούσε, τις πιο πολλές απ’ όλους, ο δε νονός γιατί έφαγε σαράντα σουβλάκια, τα περισσότερα μακράν του δεύτερου!
Βρήκα το νονό στο ημιυπόγειο του καινούριου τότε σπιτιού τους. Φθινόπωρο καθώς ήταν τότε, τακτοποιούσαν διάφορα για το Χειμώνα: τραχανάδες, κουσκούσια, μαρμελάδες… Το ημιυπόγειό τους εκτός από αποθηκευτικός χώρος ήταν και μαγειρειό, κανονικό. Μόλις του ανακοίνωσα το ευχάριστο νέο, παράτησε τη δουλειά του, με αγκάλιασε και με χοροπήδησε αρκετές φορές στον ενθουσιασμό του. Πόσες ακριβώς; Όσες και τα καρούμπαλα που σχηματίστηκαν αμέσως στο κρανίο μου. Γιατί η τσιμεντένια οροφή του ημιυπόγειου ήταν χαμηλά. Ίσα ίσα να περπατάει κάποιος μέσα και μάλιστα όχι και πολύ ψηλός! Οπότε κάθε ανασήκωμα ήταν κι ένα καρούμπαλο. Αλλά αυτά τα καρούμπαλα, της επιτυχίας, είναι διαφορετικά. Δεν πονάνε. Τα αντιμετωπίζεις στωικά. Ούτε καν του είπα πως χτύπησα παρά μόνο πολύ αργότερα, όταν έτυχε να το συζητάμε, αυτοσαρκαζόμενοι κατά το συνήθειο μας.
με το νονό μου Γιώργο Μήλιογλου … μαστορεύοντας
*Ο Στέντορας ήταν Θρακιώτης πολεμιστής που φώναζε όσο πενήντα άντρες μαζί. Τον αναφέρει ο Όμηρος στην Ιλιάδα.
Σχολιάστε