Γεννήθηκε το 1929 στα Πηγάδια της Ξάνθης, το Κοζουλάρ, όπως ονομαζόταν τότε. Στα αφιλόξενα Πηγάδια, λίγα χιλιόμετρα έξω από την Ξάνθη, στις όχθες του Κόσυνθου, με τα πολλά πηγάδια αλλά και στάσιμα νερά. Λόγω των πολλών ελών τους και του βαλτώδους της περιοχής πέθαιναν πολλοί από ελονοσία. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Πολύ συχνά, το Χειμώνα, πλημμύριζαν τα χωράφια τους και καταστρέφονταν κυρίως τα σιτηρά. Κι οι Θρακιώτες πρόσφυγες, «καλομαθημένοι» στην Πατρίδα το είχαν σε κακό: χρυσάφι να έβγαζε το χωράφι, αν δεν γέμιζαν με σιτάρι οι αποθήκες τους, υπήρχε ανασφάλεια! Το 1931, όταν έγινε η οριστική διανομή των χωραφιών στους πρόσφυγες η οικογένεια του Αντώνη Λιάκου το πήρε απόφαση: μαζί με άλλες 10 οικογένειες αποφάσισαν να εγκατασταθούν στην Πόρπη, που δεν είχε πρόβλημα με έλη, ίσα ίσα εδώ το νερό σπάνιζε. Κι επιπλέον, εδώ λόγω ύπαρξης αδιάθετων εκτάσεων δίνονταν αρκετά μεγάλος κλήρος, εξήντα στρέμματα σε κάθε οικογένεια.
Ας πιάσουμε τα πράγματα απ΄ την αρχή, από τον γενάρχη της οικογένειας Λιάκου, τον Αντώνη, παππού του παπα Αντώνη. Ο παππούς Αντώνης Λιάκος, από το Μάλτεπε Κεσσάνης της Δυτικής Θράκης, μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1922, κατέφυγε, με τη σύζυγο Κων/νιά στο χωριό Αμβροσία, ξεχειμώνιασαν εκεί και μετά, από το 1923 πήγαν στα Πηγάδια Ξάνθης, ενώ οι περισσότεροι κάτοικοι του Μάλτεπε ήρθαν στο Φανάρι. Πολλοί πήγαν στη Ν. Καρυά Καβάλας και κάποιοι έμειναν στους Κήπους Έβρου. Είχε 6 παιδιά. Το ένα, ο Στέργιος, σκοτώθηκε στην Καλλίπολη το 1915 και άλλα 2 πέθαναν σε νεαρή ηλικία. Η κόρη του Θεοδώρα παντρεύτηκε στα Πηγάδια Χατζηγυριώτη (Λιότσικας). Δυο του αγόρια, οι Ευάγγελος και Σταύρος εγκαταστάθηκαν στην Πόρπη, σε ηλικία 27 και 21 χρονών, αντίστοιχα.
Έτσι η οικογένεια του γενάρχη Αντώνη Λιάκου χωρίστηκε. Ο Ευάγγελος, που επειδή ήταν μικρομαμωμένος είχε το χαιδευτικό Αγγελούδης (έτσι ήταν γνωστός ως το τέλος της ζωής του, ενώ κάποιοι τον προσφωνούσαν με το παρατσούκλι Καραπαπας, δεν ξέρω γιατί) παντρεύτηκε στα Πηγάδια, παίρνοντας σύζυγο από το Φανάρι, την Αλεξάνδρα Καμπάνταη, καταγόμενη από το γειτονικό στο Μάλτεπε Μπεγιεντίκιοϊ, χωριό κοντινό και στο Χατζηγύρι. Είχαν, όταν ήρθαν στην Πόρπη, ήδη δυο παιδιά: τον Αντώνη που δεν ήταν καλά καλά τριών χρονών και την Ευαγγελία, λίγων μόλις μηνών. Ολες οι οικογένειες οι προερχόμενες από τα Πηγάδια πήραν οικόπεδα γειτονικά, εκεί που είναι σήμερα το υδραγωγείο (Κατσίκας, Μενεξές, Ελευθεράκης, Καρυώτης). Ετσι γινόταν τότε. Χρειάστηκε να περάσουν χρόνια για να ενωθούν με τους υπόλοιπους Πορπιώτες, να συνεργαστούν, να εμπιστευτεί ο ένας τον άλλον, να δημιουργήσουν φιλίες, συμπεθεριά, κουμπαριά.
Στην Πόρπη η οικογένεια του Αγγελούδη Λιάκου, αφού έκτισε όπως – όπως το μικρό κερπιτσένιο προσφυγικό σπιτάκι της, άρχισε να μεγαλώνει. Απόκτησαν τέσσερα παιδιά συνολικά, δυο αγόρια και δυο κορίτσια ενδιάμεσα. Ο γεννημένος το 1929 μεγαλύτερος όλων Αντώνης απόκτησε αδερφάκια: την Ευαγγελία (Κυριαζή Παιδαράκη αργότερα) το 1931, τη Χρυσούλα (Μιχάλη Κουμπουτζή, αργότερα) το 1934 και τον Πασχάλη το 1935. Και τα τέσσερα παιδιά της οικογένειας έκαναν οικογένειες κι έζησαν όλη τους τη ζωή στην Πόρπη.
Η ζωή τη δεκαετία του ’30 στην Πόρπη ήταν δύσκολη. Φτώχεια, ανέχεια, αδύναμο κράτος. Ήθελε πολύ κόπο να κτιστεί το υποστατικό, να δημιουργηθούν οι υποδομές για εξασφάλιση κάποιου βιοτικού επιπέδου: σπίτι, αποθήκη, στάβλος, αχυρώνας, κοτέτσι. Εκτός από τη γεωργική κάτεχε κι εξασκούσε το επάγγελμα του ξυλουργού, κατασκευάζοντας κυρίως γεωργικά εργαλεία. Κυρίως εξαρτήματα για κάρα: τροχούς, στεφάνια, παρμάκια, αγκούσια, παραπέτα, κασώματα, ζυγαριές, ζυγούς κλπ.
Ο Αγγελούδης ήταν ένας ιδιαίτερα ευκίνητος και σχετικά μικροκαμωμένος άνθρωπος, ευδιάθετος και καλοπροαίρετος, καλαμπουρτζής, ένα πειραχτήρι, πρόθυμο όμως στην εξυπηρέτηση όλων, τίμιος κι ευθύς χαρακτήρας. Θυμάμαι κάποτε, μαθητής στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού, την ώρα που κάναμε μάθημα, ν’ ανοίγει την πόρτα ο παππούς Αγγελούδης έχοντας ένα τσουβάλι στην πλάτη. Μέσα είχε έναν εγγονό του, συμμαθητή μας, που επειδή είχε κάνει κάποια σκανδαλιά την προηγούμενη μέρα, φοβόταν την τιμωρία του δάσκαλου και δεν ήρθε στο σχολείο. Τον έφερε ο παπούς του μες το τσουβάλι, τον παρέδωσε στον δάσκαλο παρουσία όλων κι έφυγε!
Ο πρωτότοκος γιος Αντώνης πήγε το 1936 στο Δημοτικό Σχολείο της Πόρπης, τη χρονιά που έγινε δικτάτορας ο Μεταξάς. Δεν μπόρεσε να τελειώσει το Δημοτικό, όμως, γιατί στην αρχή της Ε΄ τάξης ξέσπασε ο πόλεμος του 1940. Ο 11χρονος Αντώνης έγινε για κάποιο διάστημα ο προστάτης της οικογένειας, γιατί ο 35χρονος τότε πατέρας του επιστρατεύτηκε. Έμεινε με το Ενδεικτικό της Δ΄ τάξης. Αργότερα, όταν το επέτρεψαν οι συνθήκες, μεγάλος πια, πήρε το Απολυτήριο Δημοτικού από το Νυχτερινό σχολείο, που λειτούργησε στην Πόρπη γι’ αυτόν τον σκοπό. Τα νεανικά του χρόνια ήταν χρόνια δύσκολα, ταραχώδη. Ακολούθησε στα χρόνια της εφηβείας του η Βουλγαρική Κατοχή κι ο Εμφύλιος πόλεμος, μέσα σε συνθήκες άκρατης φτώχειας. Μάλιστα, έφηβος 18άρης, συνελήφθη από αντάρτες στην περιοχή του Ιάσμου από αντάρτες, απο τους οποίους με περιπετειώδη τρόπο κατάφερε τελικά να ξεφύγει. Υπηρέτησε τη θητεία του, ως ταχυδρόμος περισσότερο, από το 1950 ως το 1952, διάστημα που ο Εθνικός στρατός προχωρούσε σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εναντίον των ανταρτών, μια και ήταν πολύ νωπή ακόμα περίοδος του Εμφυλίου, ενώ έστειλε κι εκστρατευτικό σώμα στην Κορέα την περίοδο αυτή.
Παντρεύτηκε το 1955 σε ηλικία 26 χρονών. Σύζυγός του η Αγγελική, η μικρότερη από τις 5 αδερφές της πολυμελούς οικογένειας του Νικολή Κέλλη που παντρεύτηκαν στην Πόρπη. Ο παππου Νικολής Κέλλης, από το Γκιαούρκιοι της Μικρασίας είχε καμιά δεκαριά παιδιά, έμενε στο Νεοχώρι Ξάνθης αλλά επειδή πολλοί συγχωριανοί του ήταν στην Πόρπη έδωσε πέντε κορίτσια του νύφες σε Πορπιώτες. Εκεί, στην παλιά γειτονιά των Χατζηγυριωτών πρέπει να έγινε και το προξενιό, μιας και εκεί ήταν παντρεμένες οι μεγαλύτερες αδερφές της Αγγελικής, η Βαγγελιώ (τον Πασχάλη Ελευθεράκη) και η Ελευθερία (τον Δημήτρη Κατσίκα).
Ο παπα Αντώνης λόγω των αδύναμων οικονομικών μέσων της οικογένειας και κατά τη συνήθεια της εποχής στράφηκε αρχικά στο να μάθει κάποια τέχνη, ώστε να γίνει ευκολότερος ο βιοπορισμός. Έγινε κουρέας κι εξάσκησε για λίγα χρόνια το επάγγελμα αυτό. Μάλιστα το κουρείο του το είχε στο παλιό πατρικό του σπίτι. Στη συνέχεια έγινε αγροφύλακας, πάλι για λίγα χρόνια. Τη δεκαετία του ’70, όταν σχεδόν όλο το χωριό μετανάστευσε στη Γερμανία, ξενιτεύτηκε κι αυτός μαζί με τη σύζυγό του Αγγελική Κέλλη. Τα δυο τους παιδιά, τον Ευάγγελο και την Αλεξάνδρα, γεννημένα το 1956 και 1961, κάποια χρόνια, όταν έλειπαν μετανάστες στη Γερμανία, φρόντισε η αδερφή της Αγγελικής, Ελευθερία Κατσίκα.
Επιστρέφοντας από τη Γερμανία αποφάσισε να γίνει ιερέας. Πάντα, από μικρός είχε επαφή με τα εκκλησιαστικά πράγματα. Άλλωστε παραδοσιακά οι Θρακιώτες πρόσφυγες ήταν θεοσεβούμενοι και αρκετοί γίνονταν ιερείς. Ο παπα Αντώνης πήγαινε από παιδί στο ψαλτήρι και τον βοηθούσε και η φωνή του, μια και ήταν καλλίφωνος. Ήταν η εποχή που η Μητρόπολη Μαρωνείας και Κομοτηνής αποφάσισε να στελεχώσει τις άδειες εκκλησίες χειροτονώντας νέους ιερείς, έστω και με μειωμένα προσόντα. Έτσι, χειροτονήθηκε διάκονος και στη συνέχεια ιερέας και τοποθετήθηκε μάλιστα στην εκκλησία του χωριού του, της Πόρπης, αφού ήταν κενή η θέση από την εποχή που ο προηγούμενος ιερέας του χωριού, ο Κρητικός παπα Μιχάλης Θεοδωράκης, είχε μετατεθεί στην Κρήτη.
Το έργο που ανέλαβε ο παπα Αντώνης ήταν όντως δύσκολο. «Κανένας δεν αγιάζει στον τόπο του», λέει μια σοφή παροιμία. Δεν είναι καθόλου εύκολο για κάποιον, που τόσα χρόνια τον έχουν ζήσει σαν λαϊκό, με όλα τα επακόλουθα, να τον δουν ξαφνικά σαν πνευματικό τους και ιερέα. Με όρεξη, με μεράκι, με ακατάπαυστη εργατικότητα και πολλή προσπάθεια ο παπα Αντώνης κατόρθωσε πολύ σύντομα να ανταπεξέλθει με επάρκεια και αποτελεσματικότητα στο δύσκολο έργο του. Βοηθό πρόθυμο σ’ αυτό είχε, βέβαια, και τον ψάλτη του χωριού, τον Σταύρο Ελευθεράκη, που τον κατεύθυνε στα πρώτα του βήματα. Είμαι σε θέση να ξέρω καλά πόσο γόνιμη και δημιουργική στάθηκε η συνεργασία των δυο τους. Πόσο ευλαβικά άκουγε τις συμβουλές και τις οδηγίες του έμπειρου ψάλτη του.
Ο παπα Αντώνης υπήρξε ο μακροβιότερος ιερέας του Ιερού Ναού Αγίου Γεωργίου Πόρπης, αν και χειροτονήθηκε αρκετά μεγάλος, το 1977, σε ηλικία 48 ετών. Υπηρέτησε ως το 2005, όταν και συνταξιοδοτήθηκε, 28 χρόνια ανελλιπώς στην Πόρπη, προσφέροντας εξαιρετικές υπηρεσίες στο χωριό. Ευπρέπισε την εκκλησία νοικοκυρεύοντας τα οικονομικά της και πείθοντας αρχές και ενορίτες για την χρηματοδότηση έργων και χορηγίες. Πάρα πολλά έργα έγιναν στο Ναό επί των ημερών του.
Αντικαταστάθηκαν τα στασίδια, αγοράστηκαν χαλιά, ευπρεπίσθηκε ο ναός. Τοποθετήθηκαν καινούργια στασίδια και καρέκλες. Μεγάλωσε ο κλήρος της εκκλησίας αφού δυο Πορπιώτες δώρισαν χωράφια τους στο Ναό. Έγινε το καμπαναριό αλλά και τα γραφεία του Ναού. Η καμπάνα μάλιστα ήταν προσφορά εκκοκκιστηρίων της περιοχής. Τσιμεντοστρώθηκε και περιφράχθηκε ο χώρος, κι η εκκλησία εκμεταλλεύτηκε νοικιάζοντας το σπίτι που είχε κτιστεί για τον ιερέα. Ο ναός αγιογραφήθηκε, χάρη και στη συμβολή του πιστού εκκλησιάσματος, αφού το έργο αυτό ήταν πολυδάπανο. Τοποθετήθηκε επίσης μικροφωνική αλλά και μεγαφωνική εγκατάσταση. Τέλος, επί των ημερών του παπα Αντώνη, αναδείχθηκε το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία, στον λόφο. Ο ναΐσκος υπήρχε αλλά επί των ημερών του παπα Αντώνη ανακαινίστηκε, εξοπλίστηκε και λειτούργησε, δίνοντας την ευκαιρία στο δραστήριο Σύλλογο Γυναικών Πόρπης να κάνει τις ετήσιες πανηγύρεις την παραμονή της γιορτής του Προφήτη Ηλία.
Για κάποια χρόνια λειτούργησε κατηχητικό σχολείο και οργανώθηκαν χορωδίες, σε συνεργασία με τους δασκάλους. Ενθαρρύνθηκαν νέοι να συμμετέχουν με κάθε τρόπο στα εκκλησιαστικά δρώμενα από κάθε πόστο: ως εκκλησίασμα, ως εξαπτέρυγα, ως ψάλτες ή ως επίτροποι. Κι έχρισε ιερείς τον γιο του Βαγγέλη, ιερέα στο Φανάρι από το 1981 αλλά και τον ανεψιό του, Παύλο Κουμπουτζή, που δυστυχώς «κοιμήθηκε» νεώτατος.
Ο παπα Αντώνης συνταξιοδοτήθηκε το 2005, σε ηλικία 76 χρονών. Στη θέση του τοποθετήθηκε ο νεοχειροτονηθείς ιερέας Παναγιώτης Κουλιουμπής. Όσο βαστούσαν τα πόδια του βοηθούσε τον καινούριο ιερέα, που ήταν άπειρος και συμμετείχε πρόθυμα σε όλες τις ιεροτελεστίες που καλούνταν, χωρίς να έχει υποχρέωση: σε γάμους, μνημόσυνα, κηδείες, βαφτίσεις, γιορτές κλπ.
Ο παπα Αντώνης «κοιμήθηκε» ήσυχα τα ξημερώματα της 3ης Ιανουαρίου 2019. Ας είναι ελαφρύ το χώμα της Πορπιώτικης γης που τον σκεπάζει…



Σχολιάστε