Η ιστορία ενός αιχμαλώτου

    Στην μικρή είσοδο του πολυβολείου στέκεται απειλητικά ένας Ιταλός λοχίας. Κρατάει στο αριστερό του χέρι μια χειροβομβίδα και ουρλιάζει: «fuori, fuori … fai uscire tutti», κάνοντας ταυτόχρονα μια κίνηση με το δεξιό χέρι του να βγουν αμέσως όλοι έξω από το πολυβολείο. Μέσα του καμιά δεκαπενταριά στρατιώτες του 1ου τάγματος, 1ου λόχου 1ης διμοιρίας Κομοτηνής, του 29ου Συντάγματος πεζικού, στρατιώτες από Μέση, Φανάρι, Ίασμο, Ίμερο. Κι από την Πόρπη ο Δημήτρης Αντωνακάκης. Έτσι, συνολικά καμιά τρακοσαριά στρατιώτες κι από άλλα πολυβολεία εγκλωβίζονται, καθώς το κύριο σώμα του ελληνικού στρατού έχει οπισθοχωρήσει. Η μονάδα του Δημητρού διατάχθηκε να μείνει τελευταία, να πιάσει τα πολυβολεία και να καθυστερήσει τους Ιταλούς, που έχουν αρχίσει γενική επίθεση, λυσσασμένοι να πάρουν εκδίκηση για τις ταπεινωτικές τους ήττες στο αλβανικό μέτωπο. Γύρω τους πάνοπλοι Ιταλοί στρατιώτες κάνουν αδιανόητη κάθε σκέψη για αντίσταση. Έτσι αιχμαλωτίζονται.

    Ο Δημητρός, 26χρονος έφεδρος στρατιώτης, κατατάχτηκε με την επιστράτευση στην Κομοτηνή την 28η Οκτωβρίου. Όταν  το μέτωπο άρχισε να ανοίγει στην Βόρειο Ήπειρο στα βουνά της Αλβανίας, η μονάδα του προετοιμάστηκε από Θρακιώτες στρατιώτες και αναχώρησε την 17η Νοεμβρίου 1940 για το μέτωπο και μάλιστα έδωσε μάχες στο Πόγραδετς, στο Τεπελένι και στην Κλεισούρα, από τις πιο φονικές μάχες του μετώπου. Ήταν το μεγαλύτερο από τα τρία αγόρια της οικογένειας του Αδάμ και της Μενέξως Αντωνακάκη.

    Κουρασμένος, νηστικός, ταλαιπωρημένος καθόταν στο αμπρί του με το όπλο ανάμεσα στα πόδια του κι αναπόφευκτα αναπολούσε τις παλιές ειρηνικές μέρες και τη ζωή στο μικρό του χωριό. Πέρασαν σχεδόν έξι μήνες από την επιστράτευση. Μόνο έξι μήνες που του φαίνονται ένας αιώνας.

    Ορφανός από πατέρα, ανέλαβε την υποχρέωση ως μεγαλύτερος αδερφός να στηρίξει την υπόλοιπη οικογένεια: την εξηντάχρονη μπάμπω Αδάμαινα και τα μικρότερα αδέρφια του, τον Θανάση και τον Χρηστάκο. Η ζωή του ως τώρα ήταν δύσκολη. Γεννήθηκε κι έζησε ως τα οκτώ του χρόνια στο Μαστανάρι. Τη χρονιά που γεννήθηκε, το 1914, άρχισαν οι σφαγές στη Θράκη. Ο διωγμός που σιγά σιγά κατέληξε σε γενοκτονία. Στα οκτώ του χρόνια γίνεται πρόσφυγας. Φεύγουν από το Μαστανάρι και καταλήγουν ένα χρόνο σε αντίσκηνα στην Αρωγή και ύστερα, από το ’23 στην Πόρπη. Στην οικογένεια εν τω μεταξύ έχει προστεθεί ο δεύτερος αδερφός, ο Θανάσης. Βρέφος, ενός έτους τον έφεραν από την Πατρίδα. Τι να πρωτοθυμηθεί! Ξυλοδαρμοί, απειλές, ληστείες, εκφοβισμοί, βασανισμοί χωρίς λόγο, ταπεινώσεις. Πόσες φορές αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το Μαστανάρι και να κοιμηθούν μέσα στο δάσος για να γλυτώσουν από επιδρομές Τούρκων ληστών! Πόσοι Μασταναριώτες και κοντοχωριανοί δεν δάρθηκαν, δεν ληστεύτηκαν, δεν εκτελέστηκαν! Μόλις άρχισαν κάπως να στρώνουν τα πράγματα, κι αφού προστέθηκε κι ένας τρίτος αδερφός στην οικογένεια, ο Χρηστάκος το 1929, πέθανε ο πατέρας τους, ο Αδάμ. Υποχρεώσεις, δουλειά, στράτευση δεν του επέτρεψαν να κάνει ακόμα δική του οικογένεια.

    Το μυαλό του γυροφέρνει στα ξερά μπαΐρια του χωριού του. Αναπολεί και αγωνιά. Έχει να μάθει πολύν καιρό νέα τους. Πώς ζουν άραγε η μάνα και τ’ αδέρφια του; Έχουν να φάνε; Όταν έφυγε απ’ το χωριό δεν είχαν ακόμη καλοσπείρει. Μπόρεσαν να σπείρουν τα χωράφια τους; Βρήκαν ξύλα για τη σόμπα; Γέννησε άραγε η αγελάδα τους; Κι εκείνο το προξενιό που πήγαινε να γίνει με την Κωνσταντινιά έμεινε στη μέση. Την πάντρεψαν άραγε με άλλον; Τον θυμάται και τον περιμένει κανείς;

    Τι μέρα να είναι σήμερα; Έχουν χάσει το χρόνο. Ο καιρός άρχισε να γλυκαίνει κι η γη πρασίνισε αρκετά. Κάποιος τους θυμίζει πως σήμερα είναι 14 Απριλίου, μέρα Δευτέρα, Μεγάλη Δευτέρα, την Κυριακή είναι Πάσχα. Σήμερα αρχίζει η Μεγάλη Εβδομάδα, η  εβδομάδα των Παθών. Τα δικά τους πάθη δεν έχουν τελειωμό. Είναι στην Κορυτσά, κοντά στα σύνορα με την Ελλάδα. Οπισθοχωρούν καθώς ο πόλεμός τους δεν έχει νόημα πια. Κρίμα τόσος αγώνας, τόσο αίμα. Τίποτε πια δε θυμίζει το κλίμα ενθουσιασμού των προηγούμενων μηνών. Τα νέα είναι άσχημα. Οι Γερμανοί, παρακάμπτοντας το Αλβανικό μέτωπο βρίσκονται ήδη στην Αθήνα, που έχει συνθηκολογήσει κι έχει παραδοθεί σε Γερμανική Διοίκηση. Ο Μεταξάς έχει πεθάνει δυόμιση μήνες πριν, τέλη Γενάρη, από φαρυγγίτιδα. Σέρνονται, βέβαια, φήμες πως τον έφαγαν σύμμαχοι Εγγλέζοι. Κατά την ασθένειά του, τον είδαν και Βρετανοί γιατροί, ενώ πολλοί υποστηρίζουν ότι του έκαναν και ενέσεις…. Αλλά δεν είναι αυτός ο κύριος λόγος. Πέρασαν πάνω από πέντε μήνες πάνω στα κακοτράχαλα αλβανικά βουνά, κάτω από άθλιες συνθήκες. Κρύο, παγωνιές, πείνα, ψείρα… πολύ ψείρα. Ο αγώνας τους είναι άνισος. Λίγοι, με ανεπαρκή εξοπλισμό απέναντι σε πολλούς καλά εξοπλισμένους και  καλοταϊσμένους αντιπάλους. Αλλά τα κατάφεραν περίφημα. Όχι μόνο άντεξαν αλλά και κατατρόπωσαν τον αντίπαλο.

    Τη συνέχεια της ιστορίας της αιχμαλωσίας των Θρακιωτών αιχμαλώτων και του Δημητρού, του Ελβετού, όπως έμεινε γνωστός στην Πόρπη για την υπόλοιπη ζωή του τη δίνει ο δάσκαλος Δημήτρης Παπουλιάς, στο εξαιρετικό του βιβλίο για το χωριό του, τη Μέσση.  «Αρχικά έμειναν στην Αλβανία σ’ ένα τσιφλίκι του Μποντόλιο, γαμπρού του Μουσολίνι. Τους πήγαν εκεί και δούλευαν, φυσικά με αυστηρή φύλαξη. Τους έλεγαν ότι μόλις πάρουν την Κρήτη, θα τους στείλουν στα σπίτια τους. Στο τσιφλίκι το νερό του πηγαδιού δεν ήταν καλό και πολλοί αρρώστησαν. Μια μέρα κατέφθασε ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο, τους φόρτωσε και τους μετέφερε στον Αυλώνα. Τους επιβίβασαν σ’ ένα καράβι και έφτασαν στο Πρίντεζι. Σε λίγο τους μετέφεραν από τη νότια Ιταλία στη βόρεια στο Σερβιλιάνο Κάιρο Μοντενότι, στην περιοχή του Τορίνο. Στην αρχή πέρναγαν καλά. Όταν όμως άρχισαν να χάνουν τον πόλεμο, τους έδιναν ελάχιστη τροφή. Στο Ρετζιανέλο, ήταν 80 Έλληνες αξιωματικοί. Τους τοποθέτησαν λοιπόν στους Έλληνες ως ιπποκόμους.

   Ένα πρωί διαπίστωσαν ότι οι Ιταλοί είχαν φύγει. Ένας Έλληνας αξιωματικός τους συγκέντρωσε όλους και τους είπε να πάει ο καθένας όπου θέλει. Από εκεί διασκορπίστηκαν. Ο Αντωνακάκης με  μια παρέα πολλών ατόμων βγήκαν στα βουνά. Την ημέρα κρύβονταν και τη νύχτα περπατούσαν. Δεν μπορούσαν να επιστρέψουν. Πέρασαν κρυφά στην ουδέτερη Ελβετία. Εκεί εργάστηκαν κι επέστρεψαν στην Ελλάδα όταν τελείωσε ο πόλεμος.»

    Επιστρέφοντας ο Δημητρός βρήκε την οικογένειά του σε ακραία φτώχεια. Η Πόρπη Βουλγαροκρατούνταν και η κατάσταση ήταν απελπιστική. Θυμάμαι το ταπεινό τους σπιτάκι στην άκρη του χωριού και μια εικόνα που δεν μου φεύγει απ’ τη μνήμη. Τη γιαγιά να ξεραίνει τις σβουνιές των αγελάδων κολλώντας τις στον τοίχο για να τις χρησιμοποιήσει ως καύσιμη ύλη. Ο Δημητρός συνέχισε ήσυχα τη ζωή του στην Πόρπη. Παντρεύτηκε την Κων/νιά Παιδαράκη κι έκανε δυο κόρες, τη Δήμητρα και τη Μενεξούλα. Και για να κλείσει το μαγικό σενάριο που γράφει η ζωή: Ο Ελβετός, πέθανε το 1986 από καρδιακή προσβολή, 72 χρονών, Απρίλη μήνα, τον Απρίλη που σημάδεψε τη ζωή του, λίγες μέρες μόνο μετά το θάνατο της αγαπημένης του μάνας, της μπαμπω Αδάμαινας που πέθανε υπέργηρη, 106 χρονών, Απρίλη κι αυτή. Την περίμενε ως φαίνεται να της κλείσει τα μάτια πριν φύγει κι ο ίδιος!

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Website Powered by WordPress.com.

ΠΑΝΩ ↑

Αρέσει σε %d bloggers: