Οικοδόμοι

Στις οικοδομές δουλεύουν τραγουδώντας τα παιδιά, με τα μπράτσα τ’ ατσαλένια και τα μαύρα τους κορμιά, ανεβαίνουν σκαλωσιά.  

Παλικάρια ζηλεμένα κι όλοι με καρδιά χρυσή, στην αγάπη παινεμένοι, νοικοκύρηδες πιστοί και τεχνίτες ξακουστοί.

Οικοδόμοι παλικάρια, με περήφανη ψυχή, απ’ τα χέρια σας, παλάτια χτίζονται σ’ αυτή τη γη κι ομορφαίνουν τη ζωή.

     Με πόσο καμάρι και αυτοπεποίθηση ανεβαίναμε τη σκαλωσιά τραγουδώντας το τραγούδι του Στέλιου Καζαντζίδη, του Στελάρα μας, του Στέλιου της εργατιάς, της φτώχειας, της τιμιότητας, του μόχθου. Τα τραγούδια του δεν ήταν μόνο διασκέδαση. Ήταν θα’ λεγα λόγω της απήχησης που είχαν στον κόσμο και λόγω των μηνυμάτων που περιείχαν «οδηγοί ζωής». Αυτά υποδείκνυαν πώς φέρεται ο σωστός άντρας: πώς αγαπά, πώς συγχωρεί, πώς δουλεύει, πώς υπομένει. Ήταν και παρηγοριά στις δύσκολες ώρες, ήταν βάλσαμο στην πίκρα και στη στενοχώρια. Ο κόσμος τραγουδούσε τότε. Τραγουδούσε πολύ. Έλειπαν τα μέσα για ν’ ακούσει κανείς μουσική. Κι έτσι πάντα στο δρόμο, στη γειτονιά, στο καφενείο, στο χωράφι θα άκουγες κάποιον να τραγουδάει. Έτσι και στην οικοδομή η σκληρή εργασία συνοδεύονταν από τραγούδι. Και η δουλειά στην οικοδομή θεωρούνταν λεβέντικη. Και τα τραγούδια του Στέλιου είχαν τον πρώτο λόγο.

    Στην Πόρπη την τέχνη του οικοδόμου την εξάσκησαν πολλοί. Πάρα πολλοί. Άλλοι περιστασιακά, άλλοι μονιμότερα. Σίγουρα κάποιους θα ξεχάσω αναφέροντας παρακάτω τα ονόματά τους. Άλλωστε, λίγο ή πολύ, όλοι ασχολήθηκαν κάποτε με την τέχνη αυτή, είτε ως τεχνίτες είτε ως εργάτες, σε δικό τους ή σε ξένο σπίτι.

    Προπολεμικά υπήρχαν συνεργεία οικοδομικά που έχτιζαν τα σπίτια. Όμως, επειδή όλα τα σπίτια που χτίστηκαν τότε ήταν πολύ απλές κατασκευές, ίσα ίσα για να καλύψουν τις ανάγκες των πρώτων κατοίκων, τα πιο πολλά χτίστηκαν με την αγαθή συνεργασία των κατοίκων. Υπήρχε ένας δυο που κάτι σκάμπαζαν και οι υπόλοιποι βοηθούσαν ή μάθαιναν. Τα σπίτια τότε ήταν μονώροφα όλα και πλίνθινα. Πιο δύσκολη ήταν η κατασκευή και η μεταφορά των υλικών κι όχι το χτίσιμο. Τα πιο πολλά σπίτια χτίστηκαν σε αβαθή θεμέλια και ισόγεια. Τα οικοδομικά υλικά που χρησιμοποιήθηκαν για την ανέγερση όλων των σπιτιών ήταν οι πέτρες για τα θεμέλια, τα πλιθιά (ωμόπλινθοι) ή τα κερπίτσια, όπως τα ονόμαζαν, άμμος, ασβέστης, άχυρα, λάσπη, ξύλα και κεραμίδια.

    Τα κερπίτσια τα «έκοβαν» σε διάφορα σημεία του χωριού. Εκεί δούλευαν πολλά συνεργεία ταυτόχρονα, το κα­θένα από τα οποία αποτελείτο από τρεις άνδρες. Οι δύο κατέβαιναν από στενά μονοπάτια κάτω, όπου κατά διαστήματα είχαν ανοιχτεί πηγαδάκια, για να βρεθεί νερό. Εκεί έφτιαχναν λάσπη ανακατεμένη με άχυρο και την κουβαλούσαν με ξύλινο φορείο (ντισκερέ) επάνω, όπου ο μάστορας (καλουπιτζής) σε επίπεδο λείο έδαφος είχε τοποθετήσει ένα ξύλινο χωρίς βάση καλούπι με 8 ορθογώνια χωρίσματα (8χ12χ24). Έριχναν τη λάσπη μέσα και μόλις έπαιρνε το σχήμα του, ο καλουπιτζής αφαιρούσε το καλούπι. Καλός μάστορας ήταν ο Ηλίας Μήλιογλου. Τα κερπίτσια στέγνωναν στον ήλιο μία εβδομάδα περίπου και ήταν έτοιμα να χρησιμοποιηθούν. Η κοπή γινόταν το καλοκαίρι για να στεγνώσουν στον ήλιο και να μεταφερθούν στο χώρο κατασκευής χωρίς να βραχούν. Στοιβάζονταν γύρω – γύρω από το χώρο κατασκευής του σπιτιού σε ντάνες των 400-500 πλίνθων και σκεπάζονταν. Χρειάζονταν 5.000-7.000 χιλιάδες κομμάτια ανάλογα με το είδος του σπιτιού.

    Αν ρίξει κανείς μια ματιά στον τρόπο κατασκευής των σπιτιών θα δει πολλές διαφορές. Υπάρχει μια κάθετη διαχωριστική γραμμή,  γύρω στα 1970, ίσως και λίγο νωρίτερα. Ως το 1970 τα σπίτια είναι με κερπίτσια και έχουν ξύλινη σκεπή. Απαιτούσαν πολύ μόχθο, γιατί τα πιο πολλά υλικά τα εφοδιάζονταν μόνοι τους. Ιδιαίτερη τεχνική απαιτούσε το δέσιμο των ξύλων που ήταν η αρματωσιά του σπιτιού και η σκεπή. Ως τότε έκοβαν κερπίτσια, έπαιρναν αμμοχάλικο και πέτρες από κοίτες ποταμιών και ρεματιές, έσβηναν τον ασβέστη. Το τσιμέντο ήταν λιγοστό και ήταν πανάκριβο.

    Από το 1970 και μετά τα πράγματα αλλάζουν. Το τσιμέντο και το σίδερο κυριαρχούν. Η πιο απαιτητική και δύσκολη δουλειά ήταν το ρίξιμο της πλάκας. Κάθε σπίτι είχε δύο πλάκες. Μία στη βάση του σπιτιού, υπερυψωμένη  κατά ένα – ενάμιση μέτρο από το έδαφος και μία στο επάνω μέρος. Το ρίξιμο της κάτω πλάκας ήταν ευκολότερο, γιατί τα καροτσάκια με το μπετόν ανέβαιναν μια μικρή ράμπα. Στην επάνω πλάκα δυσκόλευαν τα πράγματα. Η πλάκα πρέπει να πέσει σε μια μέρα. Δεν κάνει να ριχτεί ένα μέρος μόνο, γιατί αν παγώσει το μπετόν δεν κολλάει μετά. Έτσι σε μεγάλα σπίτια που έπρεπε να ριχτεί πολύ μπετόν μαζεύονταν πολλοί εργάτες και τεχνίτες. Στην αρχή έριχναν το τσιμέντο με τον τενεκέ. Αργότερα όταν ήρθαν τα ανεβατόρια τα έριχναν με το καρότσι.

    Οι φάσεις εργασίας ήταν: Βάση σπιτιού: (σκάψιμο θεμελίων, γέμισμα με μεγάλες πέτρες και μπετόν, κατασκευή υπερυψωμάτων, μπάζωμα, βρέξιμο και πάτημα μπάζων, καλούπωμα, σιδέρωμα κάτω πλάκας, ρίξιμο πλάκας) Επάνω μέρος: τοιχοποιία, σινάζια, ανοίγματα για πόρτες και παράθυρα. Τα σινάζια ήταν οριζόντια τσιμεντένια δοκάρια που συγκρατούσαν τους τοίχους και ήταν στη μέση περίπου των τοίχων, όπως και στο επάνω μέρος των πορτοπαράθυρων. Στην αρχή δεν υπήρχαν κολώνες και η σκεπή ήταν ξύλινη με κεραμίδια. Μετά το ‘80 οι στέγες έγιναν τσιμεντένιες οπότε ήταν απαραίτητες οι κολώνες. Καλούπωναν και έβαζαν σίδερα στις κολώνες και τις γέμιζαν με μπετόν. Μετά, όταν στέγνωναν καλά οι κολώνες και ξεκαλουπώνονταν, καλουπώνονταν η επάνω πλάκα, σιδερώνονταν και έπεφτε το μπετόν.

    Σε όλη τη διαδικασία εμπλέκονταν πολλοί επαγγελματίες: έμποροι υλικών (αμμοχάλικα, τσιμέντα, ασβέστης),  σιδεράδες, μαραγκοί ή αλουμινάδες,  σοβατζήδες, τζακάδες, πλακατζήδες, μωσαικτσήδες, χειριστές εκσκαφέων, ηλεκτρολόγοι, υδραυλικοί, μπογιατζήδες, γυψάδες. Στην Πόρπη τις πιο πολλές απ’ αυτές τις εργασίες τις έκανε ο μάστορας. Αυτός τα έκανε σχεδόν όλα.

ΠΡΟΠΟΛΕΜΙΚΑ

     Μετά τη συγκέντρωση των υλικών κανόνιζαν και το συνεργείο των μαστόρων που θα έκτιζαν το σπίτι. Οι χτίστες έχτιζαν με πέτρα, πλιθιά, ξύλα και λάσπη (χώμα, άχυρο και νερό). Κατασκεύαζαν, επίσης, και τη σκεπή και σκέπαζαν το σπίτι με  κεραμίδια. Ο χρόνος ολοκλήρωσης της κατασκευής του σπιτιού ήταν ανάλογος με τα ζεύγη των χτιστών, το μέγεθος του σπιτιού και τα υλικά που είχαν στη διάθεσή τους. Για το κτίσιμο των σπιτιών προτιμούσαν το ψηλότερο μέρος του οικοπέδου για ευνόητους λόγους. Τα περισσότερα προσφυγικά σπίτια ήταν μικρά και αποτελούνταν από δυο δωμάτια κι ένα σαλόνι στη μέση. Όλα ήταν πλινθόχτιστα και με λασπόχωμα. Μόνο των πλουσίων χτίζονταν με ασβέστη και άμμο. Τα προτιμούσαν προσηλιακά, με νοτιοανατολικό προσανατολισμό. Μπροστά ήταν ο σουντρουμάς, ένα υπόστεγο με ξύλινα δοκάρια που χρησίμευε για να στεγάσουν το φούρνο ή να το χρησιμοποιούν ως καλοκαιρινή κουζίνα. Πίσω ο στάβλος και ο αχυρώνας. Οι Πορπιώτες αλληλοβοηθούμενοι περισσότερο έκτισαν τα σπίτια τους. Για δύσκολες ή πολύ εξειδικευμένες εργασίες (γέφυρες, πέτρινα) υπήρχαν περιφερόμενα συνεργεία αποτελούμενα από Ηπειρώτες μαστόρους. Ένας από αυτούς ήταν και κάποιος Τσαγγαράκης, που έμεινε για αρκετά χρόνια στην Πόρπη, ως μόνιμος κάτοικός της. Ηπειρώτες μάστορες έκτισαν το Δημοτικό σχολείο, που οι τοίχοι του είναι πέτρινοι και είναι και υπερυψωμένο. Οι πτώσεις από τη σκεπή ήταν συχνό φαινόμενο1.

     Γέμιζαν τα θεμέλια με πέτρες που τοποθετούνταν με προσοχή, λίγο πιο πάνω από το ύψος του εδάφους. Από εκεί και πάνω χρησιμοποιούσαν για το χτίσιμο της πέτρας και λάσπη ζυμωμένη με άχυρο. Το ύψος των θεμελίων πάνω από το έδαφος ήταν ανάλογο με αυτό και περίπου στους 10 με 50 πόντους. Να σημειωθεί ότι οι πέτρες στο χωριό μας ήταν δυσεύρετες και μεταφέρονταν από μακριά, απ’ το Κουρού Τσάι (Κομψάτος ποταμός). Τοποθετούνταν ένα ζωνάρι (ξυλοδέματα- κάτι σαν σινάζι) από ισόπαχα καδρόνια πάχους 5 εκατοστών περίπου κατά μήκος του τοίχου εσωτερικά και εξωτερικά και τα οποία κατά διαστήματα ενώνονταν μεταξύ τους με άλλα μικρότερα για να είναι σταθερά και να μην μετακινούνται. Ανάμεσα γεμίζονταν με λάσπη, η οποία ισιαζόταν και αλφαδιαζόταν με τα καδρόνια. Από εκεί και πάνω ο τοίχος κτιζόταν με κερπίτσια.

        Ο ένας κτίστης έκτιζε από μέσα και ο άλλος, ο πιο καλός, απ΄ έξω. Χρησιμοποιούσαν σκαλωσιές για να χτίζουν άνετα και χωρίς δυσκολίες, όσο οι τοίχοι σηκώνονταν ψηλότερα. Στο ύψος που χώριζαν τα παράθυρα, τοποθετούνταν νέο ζωνάρι και συνεχιζόταν το χτίσιμο. Αφού σχηματίζονταν τα παράθυρα και οι πόρτες στους τοίχους τοποθετούταν ξανά νέο ζωνάρι. Συνέχιζε το χτίσιμο με πλίνθους ώσπου το σπίτι να πάρει το κανονικό ύψος. Εδώ τοποθετούνταν το τελευταίο ζωνάρι, πάνω στο οποίο καρφώνονταν τα ματέρια από τη μια στην άλλη πλευρά των τοίχων, των μεγάλων πλευρών του ορθογωνίου. Τα ματέρια αυτά έβγαιναν έξω από τους τοίχους περίπου 60 με 70 εκατοστά, για να γίνει η αστρέχα.  Στη συνέχεια έπρεπε να κανονιστεί το είδος της στέγης. Ανάλογα με το σχήμα του σπιτιού είχε και τις δυσκολίες της. Στην κατοικία που είχε ορθογώνιο σχήμα η σκεπή ήταν εύκολη, ιδίως όταν γινόταν δίριχτη. Στις μικρές πλευρές του ορθογωνίου οι τοίχοι υψώνονταν σε σχήμα ισοσκελούς τριγώνου. Οι κορυφές αυτών των τριγώνων καθόριζαν και το τελικό ύψος της τσιατής (σκεπής). Ενδιάμεσα υψώνονταν οι μαχιές μικρότερου πάχους, σε σχήμα πάλι ισοσκελών τριγώνων και στο ίδιο ύψος, τόσα τρίγωνα όσα και τα μαδέρια, τα οποία ξεκινούσαν από τους τοίχους και καρφώνονταν καλά στα ματέρια και μεταξύ τους στην κορυφή. Οι μαχιές μεταξύ τους ενώνονταν με καδρόνια μικρότερου πάχους για να αντέχουν το βάρος της σκεπής. Επίσης, για να εξουδετερωθεί το βάρος της σκεπής τοποθετούνταν από την κορυφή του τριγώνου μέχρι το κάθε ματέρι ένα άλλο χοντρό μαδέρι που στήριζε τις μαχιές και πατούσε πάνω σε αυτό και που το ονόμαζαν «παπαδάκι».

ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΑ

    Πιο γνωστός μάστορας  ήταν ο Μπίγαλης, που έδωσε το όνομά του σαν παρατσούκλι στο συγχωριανό μας Δημ. Γεωργούτσο. Απ’ τους καλύτερους μάστορες αλλά πολύ νευρικός, όπως διηγούνται οι παλιοί. Δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του. Έτσι και του παραπονιούνταν κάποιος για τεχνικό λάθος ήταν ικανός να τα βροντήξει όλα κάτω και να φύγει. Οικοδομική τέχνη εξάσκησαν οι αδερφοί Μανώλης και Διαμαντής Κοντονικολάου και στη συνέχεια, για μικρό διάστημα,  ο γιος του πρώτου Κώστας. Μάλιστα ο Διαμαντής είχε πέσει από στέγη σπιτιού και είχε υποστεί κατάγματα στα πόδια που άφησαν προβλήματα στον Διαμαντή που τον δυσκόλευαν πολύ στο περπάτημα, έως το θάνατό του. Επίσης τα ξαδέρφια Παύλος και Θεμιστοκλής Κουμπουτζής, ο Ξενοφών κι ο Μιχάλης Κουμπουτζής, ο Ηλίας αλλά και ο γιος του Γιώργος Μήλιογλου και ο Θανάσης Παπαδόπουλος.

17098312_1261219803963379_8273592023444105942_n

    Από το 1970 και μετά νέα γενιά οικοδόμων αναδεικνύεται. Σ’ αυτό βοήθησε και η γενική ανοικοδόμηση. Όλα σχεδόν τα νοικοκυριά της Πόρπης έκτισαν σπίτια την περίοδο αυτή. Άνοδος οικονομική, παροχή δανείων από την Αγροτική τράπεζα, ανάγκες για εκσυγχρονισμό της ζωής με κατασκευή σύγχρονων κατοικιών. Κυρίως, όμως, το γεγονός ότι η Χούντα υποχρέωσε τους νοικοκυραίους να κατασκευάσουν αποθήκες, για την αποθήκευση των σιτηρών, που ήταν η κύρια παραγωγή των κατοίκων, στάβλους σύγχρονους και τουαλέτες κτιστές, με βόθρο και σιφόνι για να μη μυρίζουν. (Ως τότε για τη φυσική τους ανάγκη οι Πορπιώτες περιέκλειαν ένα χώρο με ο, τι είχαν πρόχειρο (λινάτσες, καλάμια, τσαλιά), και έβαζαν και δυο πέτρες  για να πατάει όποιος  αφόδευε). Στη δικτατορία περνούσε ο χωροφύλακας από τα σπίτια κι έλεγχε τις αυλές των σπιτιών. Δεν επέτρεπε να υπάρχουν βρωμιές και δυσωδίες (κοπριές, απόπατοι, σωροί από τσαλιά κλπ). Τα σπίτια γίνονται με τούβλα, χρησιμοποιείται το μπετόν, κατασκευάζονται μπαλκόνια. Μαστόρια στην Πόρπη: Δημ. Γεωργούτσος, Σταύρος Καρυοφυλλίδης, Μιχάλης Κουμπουτζής, Αργύρης, Θανάσης και Κων/νος Παιδαράκης, Γιώργος Μπεγιάζης, Πέτρος Δημητριάδης, Νίκος Κουρντόγλου, Στέργιος Αμπεδάκης (γαμπρός στην Πόρπη από  Σέλινο Ξάνθης).  Δίπλα τους βοηθοί πάρα πολλοί. Δεν μπορώ να τους αναφέρω όλους, γιατί όπως αναφέρθηκε, όλοι σχεδόν ασχολήθηκαν κάποια στιγμή με την οικοδομή.

Μέσα σε μια δεκαετία κτίστηκαν πάρα πολλά σπίτια και τα συνεργεία δεν δούλευαν μόνο στην Πόρπη αλλά και στα διπλανά χωριά. Πολλά σπίτια στο Φανάρι, στη Μέση, στην Καλλίστη και στην Αίγειρο κτίστηκαν από Πορπιώτικα χέρια, ενώ και στην Πόρπη έκτισαν σπίτια οικοδόμοι από άλλα χωριά, κυρίως από την Αίγειρο (Σωκράτης Φωτιάδης από Παγούρια, Μήτσος και Λεωνίδας Σαρχοσίδης από Αίγειρο κ.α.). Φτωχοί οικογενειάρχες αλλά και έφηβοι και νέοι που χρειάζονταν το χαρτζιλίκι έβρισκαν δουλειά στις οικοδομές. Εδώ μετρούσε περισσότερο η φυσική δύναμη και η αντοχή και λιγότερο η τέχνη και η δεξιότητα, αφού οι πιο πολλές δουλειές στην οικοδομή ήθελαν μπράτσα και όχι τέχνη.

spiti Xanthoulas
Η οικογένεια Σταμάτη Μήλιογλου ποζάρει περήφανη μπροστά στο νεο -αναγειρόμενο σπίτι της, που χτίζεται από Καβακλιώτικο συνεργείο, κάπου γύρω στα 1970. Το σπίτι είναι χτισμένο με τούβλα και γίνονται προετοιμασίες για τη σκεπή.

     Τα πρώτα σύγχρονα σπίτια που κτίστηκαν στην Πόρπη (και τα δυο είναι πέριξ της κεντρικής πλατείας και μάλλον δεν είναι τυχαίο αυτό, γύρω στα 1970) ήταν του Παρασκευά Αντωνακάκη και του Γιάννου Γκουντάκου.  Μοιάζουν πάρα πολύ μεταξύ τους, είναι σχεδόν ίδια. Με τούβλα και μπετόν και μεγάλα μπαλκόνια. Στην σκεπή τους τοποθετήθηκε κόκκινο ελενίτ που ήταν τότε της μόδας και είχε εντυπωσιακή εμφάνιση. Ακολούθησαν κι άλλα σπίτια. Ήταν η εποχή που δίνονταν δάνεια από την Αγροτική Τράπεζα ενώ πολλοί Πορπιώτες είχαν ξενιτευτεί στη Γερμανία κι έστελναν χρήματα για να κατασκευάσουν τα καινούρια τους σπίτια. Τότε κτίστηκε σχεδόν όλο το χωριό.

Η οικοδομή στάθηκε βασικός οικονομικός μοχλός ανάπτυξης γιατί κινούσε χρήμα: εμπλέκονταν πολλοί επαγγελματίες στην κατασκευή ενός σπιτιού και δημιουργούνταν ανάγκες για πολλά μεροκάματα, δίνοντας έτσι εισόδημα σε πολλούς. Τα περισσότερα σπίτια την περίοδο αυτή έκτισαν τρία συνεργεία: του  Μιχάλη Κουμπουτζή (Λάλου), του Δημήτρη Γεωργούτσου (Μπίγαλης) και του –γαμπρού- Στέργιου Αμπεδάκη, που ως νεότερος των προηγούμενων έφερε και κάποιες νέες τεχνικές στο χωριό.  Ήταν πολύ καλοί μάστορες όλοι τους και συνήθως πληρώνονταν εργολαβικά, κατ’ αποκοπήν και πιο σπάνια με μεροκάματο, κυρίως όταν είχαν να κάνουν μερεμέτια και όχι κατασκευή καινούριου κτιρίου. Έτσι όλη τη δεκαετία του ’70  η Πόρπη ήταν ένα μεγάλο εργοτάξιο.

     Με την πάροδο των χρόνων  οι απαιτήσεις στην κατασκευή σπιτιού αυξήθηκαν. Προστέθηκαν νέες τεχνικές και υλικά.  Αψίδες, αλουμίνια, γύψινα, καλλιτεχνικοί σοβάδες, πέργκολες, περίτεχνες περιφράξεις έδωσαν στο χωριό μια ιδιαίτερα όμορφη όψη. Οι νοικοκυρές, ιδιαίτερα οι νεότερες, συναγωνίζονταν για το πιο όμορφο σπίτι, ενώ και η Νομαρχία έδινε κίνητρα για την καλαισθησία σπιτιών και αυλών. Μέχρι και βραβεία για αυλές, σπίτια και λαχανόκηπους έδινε!

    Παρόλη τη φτώχεια και την ανέχεια οι Πορπιώτισσες πρόσεχαν πάρα πολύ το σπίτι τους. Τα σπίτια ασβεστώνονταν τακτικά ή βάφονταν, έλαμπαν οι αυλές από καθαριότητα ενώ τα παρτέρια τους ήταν γεμάτα με πλήθος γλάστρες και λουλούδια. Στα παλιά πλίνθινα σπίτια έβαφαν στους εξωτερικούς τοίχους το λεγόμενο ζωνάρι σε χρώμα λουλακί. Ήθελε μεγάλη δεξιότητα για να είναι ολόισιο το ζωνάρι, να μην ξεφεύγει ούτε τρίχα. Θυμάμαι μια μικρή αφήγηση του δάσκαλου κ. Παν. Κουφού, που υπηρέτησε στην Πόρπη από το 1959 ως το 1968. Έλεγε πως η μάνα του, που έμενε στην Άνθεια Αλεξ/πολης κι ερχόταν να τον δει στην Πόρπη, περιγράφοντας στη γειτόνισσά της το χωριό μας τόνιζε: «Δε θα διεις σ’ αυτό το χωριό ούτ’  ένα στραβό ζωνάρι» .

 

gkoynt
Το σπίτι του Γιάννου και της Γιαννούλας Γκουντάκου ήταν από τα πρώτα σύγχρονα σπίτια που χτίστηκαν στην Πόρπη. Μάλιστα βραβεύτηκε κιόλας από τη Νομαρχία Ροδόπης. Εδώ η νοικοκυρά μαζί με την κ. Γαρυφαλλιά του ΚΕΓΕ Κομοτηνής.

ΕΘΙΜΑ

Σύμφωνα με τα ήθη και έθιμα, μετά το σκάψιμο των θεμελίων και πριν βάλουν τα θεμέλια καλούσαν τον παπά, τους συγγενείς, γειτόνους και φίλους για τον αγιασμό. Με τ’ αγιασμένο νερό γέμιζαν 4 μπουκαλάκια και τα έβαζαν στις 4 γωνιές των θεμελίων. Έπειτα έσφαζαν  έναν κόκοτο (κόκκορα) στα θεμέλια (θυσία) για να στεριώσει το σπίτι (στοιχειώσει, όπως το γεφύρι της Άρτας), έβαζαν το ένα αγκωνάρι (πελεκητή πέτρα με γωνιές) και μετά τις 3 άλλες γωνιές των θεμελίων, κι έριχναν όλοι χρήματα στα θεμέλια, που τα ‘παιρναν οι μαστόροι. Έτσι ξεκίναγε το χτίσιμο του καινούριου σπιτιού. Κατά το μεσημέρι, ο πρωτομάστορας κι οι μαστόροι τρώγαν το σφαχτό, που μαγείρεψε η νοικοκυρά. Μετά, μοιράζονταν τα νομίσματα, που είχαν ρίξει οι συγγενείς.

Όταν μετά από καιρό χτιζόταν το σπίτι κι έφτανε στη σκεπή οι ίδιοι οι μαστόροι κι ο ίδιος ο πρωτομάστορας, ταβάνωναν το σπίτι. Έστηναν τα χοντρά ξύλινα δοκάρια στη μέση της σκεπής και κάρφωναν τα λιανότερα πέταυρα δεξιά και ζερβά στις άλλες 2 μικρές μεριές, που ακουμπούσαν στα τοίχια, πιο μέσα απ’ τις αστρέχες. Σε μια ψηλή κορφή, στο ταβάνι, κάρφωναν προσωρινά έναν ξύλινο τρανό σταυρό, για να βλογάει το σπίτι, όσο θα χτίζεται, και να κρεμάσουν τα δώρα των γνωστών. Όταν πήγαινε ή έστελνε κάποιος συγγενής ή φίλος του νοικοκύρη δώρο, ο πρωτομάστορας ή ένα μαστορόπουλο φώναζε τ’ όνομά του, ν’ ακουστεί, και έλεγε τι δώρο έφερε κι ευχόταν γι’ αυτόν, να ’χει πολλά χρόνια ενώ τα μαστορόπουλα έκαναν μεγάλο θόρυβο, χτυπώντας με τα σφυριά τους τα σανίδια της σκεπής. Κάθε δώρο που ερχόταν, το έπαιρνε ο αρχιμάστορας ή ένα μαστορόπουλο και το κρέμαγε στο σταυρό. Στην κορφή στο σταυρό κρέμαγαν μαντίλι κόκκινο από δω, μαντίλι άσπρο από κει, που φάνταζαν. Στα ξύλα του σταυρού δεξιά και ζερβά, κρέμαγαν τα μικρά σεντόνια, τα πουκάμισα, τις γάζες (κεφαλομάντηλα), τα τσουράπια.

   Όλα τα δώρα μένανε εκεί κρεμασμένα στο σταυρό, μέχρι να βάλουν τα κεραμίδια στη σκεπή κι έβλεπες κι αρμένιζαν από κάτω με τον αέρα, ιδιαίτερα τα πουκάμισα, που τα περνούσαν απ΄ τα μανίκια κι ήταν σαν να πετάξουν. Τα δώρα τα μοιράζονταν ο πρωτομάστορας, που έπαιρνε διαλέγοντας κάποια καλά, και οι μαστόροι, που για να μη μαλώνουν στη μοιρασιά, γράφανε τα ονόματά τους σε χαρτιά και τράβαγαν κλήρο.

σταυρός

     Η δουλειά του οικοδόμου ήταν πολύ δύσκολη. Μέσα στη βροχή, στο κρύο ή στο λιοπύρι, μέσα στα τσιμέντα, στον ασβέστη και στη λάσπη που πληγώνουν το δέρμα, ανάμεσα σε πέτρες, τούβλα και καρφιά, με μόνιμο τον κίνδυνο τραυματισμού στην παραμικρή απροσεξία. Άκουσα την παρακάτω ιστορία από τον μάστορα Σταύρο Καρυοφυλλίδη, που δείχνει τις δυσκολίες της δουλειάς. Δούλευε, λέει, κάποιος σε μια οικοδομή παλιά. Ο μάστοράς του ήταν πολύ ζόρικος. Φέρε το ένα, φέρε το άλλο, κάνε εκείνο, κάνε αυτό, τον είχε ταράξει στη δουλειά. Κάποια στιγμή απελπίστηκε τόσο που τα βρόντηξε όλα κι έφυγε. Πριν φύγει μπαϊλντισμένος από την κούραση έβρισε ό, τι έβλεπε: Γαμ@ το σκεπάρνι σου, γαμ@ το μαλά σου , γαμ@ το καρότσι σου, γαμ@ το φτυάρι σου, γαμ@ τη μπετονιέρα σου, δεν άφησε κανένα εργαλείο αγά@..  Κάποια στιγμή, μετά από λίγη ώρα, ο μάστορας βλέπει το νευριασμένο εργάτη του να επιστρέφει. «Σίγουρα θα μετάνιωσε που έφυγε κι έχασε το μεροκάματό του » , σκέφτηκε. Ο εργάτης τότε ρώτησε: »Αφεντικό, πώς το λένε αυτό το εργαλείο με το σχοινί και το σίδερο που κρέμεται και παίρνεις αλφαδιές;¨ -¨Σαούλι -¨, απάντησε το αφεντικό. ¨Γαμ@ και το σαούλ’ σου¨, του είπε ο εργάτης κι έφυγε, οριστικά πια. Τόσο αηδιασμένος από τη δουλειά του οικοδόμου ήταν!

  1. Όταν έγινε επέκταση του Δημοτικού Σχολείου Πόρπης, 1963, έπεσε μπροστά στα έντρομα μάτια των μαθητών εργάτης και μεταφέρθηκε αμέσως στο νοσοκομείο από το δάσκαλο. Ακόμη θυμάμαι το φοβερό γδούπο που έκανε με το πέσιμό του ο άτυχος εργάτης. Ήταν ένα σοκαριστικό θέαμα που το είδαν όλα σχεδόν τα παιδιά του Δημοτικού.

ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ

http://otoposmas-okosmosmas.blogspot.com/2015/03/blog-post_23.html

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Website Powered by WordPress.com.

ΠΑΝΩ ↑

Αρέσει σε %d bloggers: