τα καφενεία

    Αν θέλει κανείς να γνωρίσει ένα χωριό, πρέπει να πάει στα καφενεία του. Μπορεί να ήταν – και ήταν – ανδροκρατούμενος χώρος –  αλλά εκεί χτυπούσε η καρδιά του χωριού.

    Το καφενείο είναι ένας χώρος πολλαπλών χρήσεων: αναψυκτήριο, παντοπωλείο, κέντρο διασκέδασης, χαρτοπαικτική λέσχη, εστιατόριο, χώρος ανταλλαγής πληροφοριών και αξιών. Και φυσικά ήταν ο σύνδεσμος της κοινότητας με τον έξω χώρο. Δεν είναι τόσο η σχέση των ανθρώπων με τον καφέ που κάνει την διαφορά όσο η σχέση τους με τον χώρο μέσα στον οποίο έγινε ο καφές δημοφιλής.

   Από εδώ ξεκινούσε η μέρα. Από τον πρωινό καφέ ή το κονιάκ, το Χειμώνα, αξημέρωτα ακόμη. Μέρος για αργόσχολους αλλά και για επαγγελματίες. Ο σωστός επαγγελματίας έπρεπε να περνάει τακτικά από το καφενείο. Εδω έκλεινε και η μέρα. Μια βόλτα των ανδρών το βραδάκι στο καφενείο ήταν απαραίτητη. Εδώ ήταν η στάση του λεωφορείου, εδώ το ταχυδρομείο, εδώ το τηλεφωνείο. Εδώ γίνονταν παραγγελίες κι αποστολές ή παραλαβές δεμάτων από την πόλη. Από εδώ περνούσε η κάθε μικρή ή και σημαντική είδηση. Μέσα στο καφενείο ανταλλάσσονταν πολύτιμες πληροφορίες για την καλλιέργεια της γης, για τα βοσκοτόπια, εδώ ήταν χώρος ψυχαγωγίας, ψυχικής εκτόνωσης και καταφυγής των ανδρών στις περιπτώσεις που συγκρούονταν με τις συζύγους τους. Εδώ γίνονταν και τα κουτσομπολιά και μερικές φορές και συμφωνίες: συναλλαγές, προξενιά, παζαρέματα. Εδώ έβρισκες μεσίτες για αγορά προιόντων, εργατικό προσωπικό, τεχνίτες, θεριζοαλωνιστές, τριόρια, σφαιρόμυλους. Εδώ ανακοινώνονταν κι έπαιρναν πια επίσημο χαρακτήρα κάποια γεγονότα. «Το είπαν στο καφενείο», έλεγαν, για να αποδείξουν την αλήθεια μιας είδησης.

    Αλλά το καφενείο ήταν και μια «μικρή Βουλή». Κάθε καφενείο είχε το ρήτορά του. Εδώ γινόταν ενημέρωση για τα πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα, εδώ γινόταν κριτική για πολιτικά και για διεθνή ζητήματα, που συχνά κατέληγε σε έντονες αντιπαραθέσεις και καυγάδες. Τέλος, εδώ ήταν και εκθεσιακός χώρος για τα προϊόντα που πουλούσαν οι περαστικοί πωλητές. Με λίγα λόγια τα καφενεία ήταν το κέντρο της πολιτικής, της κοινωνικής και της οικονομικής ζωής του χωριού. Εδώ υπήρχε και η ιδιαιτερότητα του κάθε χωριού. Εδώ σύχναζαν οι «μορφές» του, οι γραφικοί, οι παράξενοι, οι κοινωνικοί. Από εδώ περνούσε ο ξένος, ο Βουλευτής, ο ταχυδρόμος, ο γεωπόνος, ο χωροφύλακας, ο παπάς, ο δάσκαλος.

    Πνιγμένος στα ράφια ο μπακάλης δεν πουλούσε μόνο καφέ ή κονιάκ. Πουλούσε όλα τα βασικά είδη και τρόφιμα, χύμα και συχνά βερεσέ. Συνήθως το μπακάλικο ήταν εμπορικό και καπηλειό. Σε εποχές φτώχειας μάλιστα στήριζε τους ανήμπορους να πληρώσουν, γράφοντας στα τεφτέρια τα βερεσέδια τους. Πολύ παλιά μάλιστα ήταν και ο χώρος του ανταλλακτικού εμπορίου. Δεχόταν πληρωμές με αυγά, με σιτάρι, με καλαμπόκι.

 

ΤΑ ΚΑΦΕΝΕΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΡΠΗ

    To πρώτο καφενείο, υποτυπώδες βέβαια, που υπήρξε στην Πόρπη, ήταν δίπλα στην εκκλησία, στην παλιά εκκλησία του χωριού, στη θέση που υπάρχει και σήμερα. Εκεί κτίστηκε ένα δωματιάκι για να χρησιμεύει ως καφενείο. Πιο πολύ ήταν κάτι σαν εντευκτήριο. Ένας χώρος κοινός, για να βρίσκονται οι άντρες, να κουβεντιάζουν. Κουβαλούσαν μάλιστα από τα σπίτια τους αυτό που ήθελαν: λίγο καφέ, λίγο ούζο ή κανένα μεζεδάκι.

   Το καφενείο ήταν αίθουσα πολλαπλών χρήσεων, καθαρά τουρκικής προέλευσης και αυτό επιβεβαιώνεται από την τουρκική ονομασία των σκευών που χρησιμοποιούνταν όπως μπρίκι, φλιτζάνι, τζισβές, γεντέκι1 κ.α. Ένας πολύ λιτός χώρος με χωμάτινο δάπεδο, λίγες καρέκλες με πλέξη από βούρλα, ελάχιστα στρογγυλά τρίποδα τραπεζάκια και το τεζιάκι2. Απαραίτητο ήταν στον χώρο του τεζιακιού το τζάκι με πυροστιά πάνω στην οποία υπήρχε, πάντα με ζεστό νερό, ένα σκεπαστό σκεύος με βρυσάκι που λέγονταν γεντέκι. Ο καφετζής φρόντιζε να είναι ζεστή όλη μέρα η χόβολη, μέσα στην οποία έχωνε το μπρίκι όπου έψηνε αργά αλλά σταθερά τον καφέ του πελάτη. Η χόβολη που ήταν ουσιαστικά πυρακτωμένη στάχτη, γινόταν με το άναμμα ξυλοκάρβουνων. Γέμιζε με ζεστό νερό το μπρίκι, ανοίγοντας  με το μπρίκι την χόβολη για το ψήσιμο. Στο τεζιάκι υπήρχαν επίσης τα μπουκάλια του κρασιού και της ρακής, οι κούτες με τα λουκούμια, τα κουτιά με την βανίλια και μια κούτα με χύμα τσιγάρα. Οι θεριακλήδες ζητούσαν από τον καφετζή πολλές φορές λίγα τσιγάρα χύμα και του έλεγαν χαμηλόφωνα να τα γράψει στο τεφτέρι του. Τα φλιτζάνια τα ξέπλεναν σε μια λεκάνη γεμάτη με νερό, την οποία άδειαζε το βράδυ ο καφετζής στο σοκάκι. Τα αναψυκτικά διατηρούνταν κρύα μέσα σε κουβάδες που κρεμούσαν στο πηγάδι. Εδώ κάποιες φορές σε μια γωνιά ο καφετζής-τσαγκάρης- γιατί ο χώρος είχε πολλές χρήσεις- είχε το τραπεζάκι με τα εργαλεία, τα καλαπόδια και τα δέρματα και έφτιαχνε, όταν είχε την ευκαιρία, τα στιβάνια των πελατών του. Σε άλλη γωνία έκανε το κουρείο κάποιος άλλος και κούρευε ή ξύριζε τους θαμώνες του καφενείου.

    Ο φωτισμός γινόταν με τη γκαζόλαμπα κι αργότερα με το λουξ. Η εικόνα του καφετζή που τρόμπαρε κάθε τόσο το λουξ ήταν πολύ συνηθισμένη. Οι καφετζήδες έβαζαν στο λουξ τόσο πετρέλαιο όσο χρειαζόταν για να είναι αναμμένο μέχρι κάποιας ώρας, μετά την οποία οι πελάτες έπρεπε να αποχωρήσουν. Και το έκαναν αυτό, γιατί κάποιοι είχαν τη συνήθεια να κοιμούνται στις καρέκλες μη έχοντας διάθεση να κοιμηθούν στα κρεβάτια τους.

    Το καφενείο αυτό το δούλευε ο Τσαγκαράκης, ηπειρώτικης καταγωγής κάτοικος Πόρπης. Ο Τσαγκαράκης είχε φτάσει στα μέρη μας από τη μακρινή Ήπειρο, συνοδεύοντας μάστορες συντοπίτες του, πετροχτιστάδες κυρίως. Αυτοί είχαν κτίσει και το σχολείο της Πόρπης, το 1928. Ο Τσαγκαράκης ήταν παντρεμένος και είχε εγκαταλείψει τη σύζυγό του στο χωριό του, στην Ήπειρο και είχε εγκατασταθεί στην Πόρπη. Στη διανομή μάλιστα των οικοπέδων είχε πάρει οικόπεδο μαζί με τους νεοαφιχθέντες τότε Μικρασιάτες, δίπλα στου Μπεγιάζη. Αργότερα το 1953-54 το πούλησε στον Σαρακατσάνο Κίτσο Γκουντάκο, όταν οι Σαρακατσάνοι εγκατέλειπαν τη νομαδική ζωή και υποχρεώνονταν να αποκτήσουν μόνιμη κατοικία.  Αυτό ήταν το πρώτο καφενείο της Πόρπης.

    Καφενεία και μάλιστα πολύ κοντινά δημιουργήθηκαν τη δεκαετία του ’30 στον κεντρικό δρόμο που οδηγεί από τη σημερινή πλατεία στην εκκλησία. Το πρώτο το άνοιξε ο Δημ. Ξενάκης και ακριβώς στο διπλανό οικόπεδο στη συνέχεια άνοιξε ο Γιώργος Δερμανόπουλος. Μετά ακριβώς δίπλα στον Γιώργο Δερμανόπουλο άνοιξε καφενείο-  παντοπωλείο ο αδερφός του Βασίλης,  συνεταιρικά μάλιστα με τον συγχωριανό Γιώργο Παπαδόπουλο, με τον οποίο συνεργάστηκαν κι επαγγελματικά και σε άλλες δουλειές. “Ο ένας έβαζε το γάιδαρο που είχε”, μου διηγήθηκε ηλικιωμένος συγχωριανός, “κι ο άλλος το τριόρι του, και γύριζαν για να τριορίσουν τα στάρια στα σπίτια”. Το καφενείο αυτό ήταν μάλιστα το πρώτο και μοναδικό σε διόροφο κτίσμα κι έμελλε για πολλά χρόνια να είναι το κεντρικό καφενείο της Πόρπης. Εδώ ερχόταν ο ταχυδρόμος, εδώ εγκαταστάθηκε το πρώτο τηλέφωνο, με μανιβέλα, εδώ ήταν τα μεγάφωνα για τις ανακοινώσεις, εδώ ερχόταν οι βουλευτές και οι νομαρχαίοι, εδώ ήταν η κεντρική στάση του λεωφορείου, μπροστά του έγινε το περίπτερο, εδώ η πρώτη τηλεόραση, εδώ περίμεναν όλοι, ιδιαίτερα οι μαθητές το πρωινό λεωφορείο.

    Αργότερα καφενεία έκτισαν ο Αθανάσιος Αστράκης, πρώτα στο πατρικό τους σπίτι, δίπλα στον παπα Χρήστο Αντωνακάκη κι αργότερα στο σημείο που είναι σήμερα, ο Χρήστος Μήλιογλου, κοντά στην εκκλησία, ο Αντώνης Αργυρακάκης, απέναντι από το Δημοτικό Σχολείο, ο Ξενοφών Κουμπουτζής πάνω από τη σημερινή πλατεία, ο Μιχ. Μπεγιάζης απέναντι, ενώ παντοπωλείο με κάποιες ευκαιρίες για να πιει κανείς κάτι διατηρούσε με επιτυχία για πολλά χρόνια ο Καρυοφύλλης Κουτσοδημάκης, γνωστός ως Χατζής, γιατί είχε πάει στος Άγιους Τόπους υπηρετώντας ως στρατιώτης (γεν. το 1920) στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

   Τα περισσότερα καφενεία υπήρξαν οικογενειακές επιχειρήσεις. Υπήρξαν όμως και καφενεία που άλλαξαν ιδιοκτήτες, όπως το καφενείο του Ξενοφώντα Κουμπουτζή, το οποίο έχει μεγάλη ιστορία που αξίζει ιδιαίτερη  μνεία μια και υπήρξε για πολλά χρόνια το επίκεντρο της ιστορίας της Πόρπης. Δούλεψε μέχρι τις αρχές του ‘ 68 με τον ιδρυτή του Ξεν. Κουμπουτζή. Συνέχισε με το Γιώργο Κοντονικολάου, τον Μιχάλη Κουμπουτζή και για ένα διάστημα με τον Κυριαζή Παιδαράκη και σήμερα με την Ελπίδα Μυστρίδου.

Εκτός από τα καφενεία της Πόρπης, όμως,  άξια αναφοράς είναι δυο καφενεία Πορπιωτών που «μεγαλούργησαν» εκτός έδρας: στη Θεσσαλονίκη και στην Κομοτηνή. Στη Θεσσαλονίκη ο Χαράλαμπος Αστράκης είχε το καφενείο «Η Κομοτηνή», σε κεντρικότατο σημείο μάλιστα. Επί της οδού Εγνατίας, δίπλα στην Καμάρα, για τριάντα περίπου χρόνια ήταν το κέντρο αναφοράς όχι μόνο Πορπιωτών και Ροδοπαίων αλλά και Θρακιωτών της Θεσσαλονίκης, μονίμων κατοίκων της Θεσσαλονίκης, προσωρινών ή περαστικών. Όλος ο φοιτητόκοσμος της Πόρπης και των περιχώρων εδώ «απάγγιαζε» βρίσκοντας φιλόξενη ζεστή γωνιά και συχνά εδώ ικανοποιούσε την πείνα του με τα αυγά της κ. Στέλλας και μπόλικο ψωμί…

    Ο Θανάσης κι αργότερα ο γιος του Αντώνης Παιδαράκης για πάνω απο πενήντα χρόνια είχαν το καφενείο «Βυζάντιο», επίσης σε κεντρικότατο σημείο της Κομοτηνής, στην οδό Ορφέως, κοντά στο εστιατόριο  «τ’ Αδέρφια». Το «Βυζάντιο» γνώρισε πολύ μεγάλη επιτυχία, χάρη κυρίως στο χιούμορ του Αντώνη Παιδαράκη, που είχε -θα λέγαμε- το δικό του κοινό!

kafe

Ευχαριστώ τον συγχωριανό Πασχάλη Λιάκο για τις πολύτιμες πληροφορίες του.

  1. γεντέκι = δοχείο μέσα στο οποίο οι καφετζήδες έχουν έτοιμο ζεστό νερό για να φτιάχνουν τους καφέδες
  2. τεζιάκι = ξύλινος πάγκος στον οποίο τοποθετούνταν τα μπουκάλια με τα ποτά του καφενείου, αλλά και τα ποτήρια, τα φλιτζάνια του καφέ

 

Μια σκέψη σχετικά μέ το “τα καφενεία

Add yours

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Website Powered by WordPress.com.

ΠΑΝΩ ↑

Αρέσει σε %d bloggers: