Αρχές Αυγούστου. Ο ήλιος, παρόλο που έχει πάει έξι το απόγευμα, καίει ακόμα, τσουρουφλάει, καταπώς λέμε στο χωριό. Μια παρέα δέκα – δώδεκα αγοριών, από 12 έως 20 χρονών, κρυμμένα πίσω από τους θυσάνους που σχηματίζουν οι αμμόλοφοι και τα βούρλα στη λιμνοθάλασσα «Αλυκή», πίσω από τη Γλυφάδα, κοντά στο Κούρσουμλου, ψαρεύουν. Ξάφνου, μέσα στην απόλυτη ησυχία, ακούγονται βήματα ανάμεσα στα ψηλά αγριόχορτα και στα καλάμια. «Φάρτα –φούρτα», ο θόρυβος συνεχώς μεγαλώνει, σημάδι ότι κάποιος πλησιάζει, ενώ βλέπουν να κουνιούνται ρυθμικά τα καλάμια από το σημείο που περνάει. Προφανώς θα είναι κάποιος άγριος Μαρωνίτης φύλακας στο νταλιάνι1, που τους πήρε χαμπάρι κι έρχεται απειλητικά.
Το παράκαναν είναι αλήθεια, προκαλώντας την τύχη τους. Δεν φθάνει που ψαρεύουν πολλές ώρες, δεν έκλεισαν και στόμα. Πειράγματα, επιφωνήματα χαράς όταν πιάνουν ένα ψάρι, σχόλια. Απ’ το πρωί σχεδόν. Θα’ χουν περάσει πέντ’ έξι ώρες από τότε που ξεκίνησε το ψάρεμα. Ήρθαν με τα μηχανάκια τους, τα οποία τα «πάρκαραν» αρκετά μακριά, για δυο λόγους. Πρώτον δεν είναι δυνατή η πρόσβαση με μηχανάκι στο σημείο που ψαρεύουν. Βρίσκονται ακριβώς στο στόμιο που αρχίζει η ένωση της λίμνης με τη θάλασσα, στο λεγόμενο «μπουγάζ’». Για να φθάσει κανείς εκεί πρέπει να περάσει μια αρκετά μεγάλη απόσταση με νερά, αβαθή μεν αλλά ελώδη. Είναι το λεγόμενο «μπατάκ’». Πατάς όσο μπορείς πιο ελαφριά και δεν καταλαβαίνεις για πότε ολόκληρο το πόδι βυθίζεται σε μια μαύρη κολλώδη και πολτώδη μάζα, μίγμα χώματος, άμμου, φυκιών και διαφόρων υπολειμμάτων από όστρακα. Όταν με πολύ κόπο απελευθερώνεται το ένα πόδι, μένει όλο το αποτύπωμα της λάσπης, σαν καλτσόν μαύρο, ψηλά ως το μπούτι και βουλιάζει ταυτόχρονα το άλλο.
Ο δεύτερος λόγος είναι ο φόβος των Ιουδαίων. Των Μαρωνιτών για την ακρίβεια. Ξέρουν πολύ καλά ότι στο σημείο που πάνε να ψαρέψουν δεν επιτρέπεται το ψάρεμα. Το δείχνει και μια ταμπέλα που έχουν τοποθετήσει οι μέτοχοι της λίμνης «ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΤΟ ΨΑΡΕΜΑ». Η λίμνη, παρόλο που γεωγραφικά ανήκει στην κοινότητα Μέσης, παρόλο που είναι δίπλα στα χωριά τους ανήκει σ’ έναν συνεταιρισμό της Μαρώνειας! Τόσο μακριά! Αυτό δημιουργεί στους νεαρούς Πορπιώτες ένα αίσθημα αδικίας. Γιατί κάτι που είναι στη δική τους περιοχή να το καρπώνονται ξένοι; Και όντας σε φάση αμφισβήτησης και επαναστατικότητας η επιχείρηση παράνομο ψάρεμα παίρνει μια μορφή εκδίκησης: «Ώστε, δεν μπορούμε να ψαρέψουμε στα δικά μας μέρη; Θα δείτε!» Αφήνουν λοιπόν τα μηχανάκια ή και τα ποδήλατα πολύ μακριά, κρύβοντάς τα μέσα στις συστάδες θάμνων και χόρτων, στις «τζίγρες» και για να μην τους πάρουν χαμπάρι οι φύλακες του νταλιανιού και για να μην τα κατάσχουν σαν λάφυρα.
Είναι και άγριοι οι φύλακες, επιβεβαιώνοντας πως οι Μαρωνίτες δεν κουβαλούν άδικα τη φήμη που έχουν στην περιοχή. Κι αυτοί και τα γαιδούρια τους. Αγέλαστοι, βλοσυροί, πεισματάρηδες, δύστροποι. Δεν σηκώνουν μύγα στο σπαθί τους. Μπορεί να σε ξυλοκοπήσουν για ένα δυο ψαράκια αλύπητα. Κάθονται σε ένα μικρό καλυβάκι στην είσοδο του νταλιανιού, φορούν κάτι ψηλές λαστιχένιες μπότες για να μπορούν να μετακινούνται εύκολα ανάμεσα στη βλάστηση και στα έλη κι έχουν στήσει το παρατήριό τους, ελέγχοντας την περιοχή. Έλα όμως που κάνουν και λάθη. Πότε το ραδιοφωνάκι που το έχουν παρέα στη μοναξιά τους, πότε το τάβλι που και θορυβώδες είναι και συναρπαστικό παιχνίδι που εύκολα αποσπά τη προσοχή όποιου το παίζει, πότε τα κλειστά βλέφαρα που φέρνει η απόλυτη ηρεμία του τόπου, το πολύ πρωινό ξύπνημα και η ανάγκη για μεσημεριανή σιέστα ατονούν την παρατηρητικότητά τους, επιτρέποντας έτσι τους νεαρούς Πορπιώτες, που ξέρουν πολύ καλά την περιοχή, να εισβάλουν λαθραία στην περιοχή τους, σαν κομάντος, και να πιάσουν την πλέον κατάλληλη θέση για ψάρεμα.
Στο σημείο εκείνο γίνεται παιχνίδι. Η πλούσια θρακιώτικη γη τους ανταμείβει. Όλα τα νοτιοδυτικά παράλια της Ροδόπης, από το Πορτο – Λάγος ίσαμε τη Μολυβωτή είναι γεμάτα με λιμνοθάλασσες, έξι στον αριθμό, πλούσιες σε νοστιμότατα ψάρια και σε πανίδα. Κάπου διάβασα, σ’ ένα παλιό βιβλίο ενός ξένου περιηγητή πώς είναι εμπειρία ζωής να φας ψάρια από την Μπουρού (και κατ’ επέκταση από το Θρακικό Πέλαγος). Στην περιοχή αυτή, μετά τη Βιστωνίδα, την Ξηρολίμνη και τον Καρατζά και πριν το Έλος και την Πτελέα είναι η λιμνοθάλασσα «Αλυκή», μία ρηχή, παράκτια λιμνοθάλασσα. Περιβάλλεται από μεγάλα αλμυρά έλη και παραθαλάσσιες αμμοθίνες. Στο βόρειο τμήμα της λιμνοθάλασσας υπάρχουν αλυκές και οι καλλιέργειες εκτείνονται ως τον υγρότοπο. Κοντά στη θάλασσα εντοπίζεται μία αλιευτική περιοχή.
Όλες οι λιμνοθάλασσες της περιοχής, με πρώτη και καλύτερη τη Βιστωνίδα, που είναι και η μεγαλύτερη, έχουν ένα ιδιότυπο ιδιοκτησιακό καθεστώς, που στηρίζεται ή σε βυζαντινά χρυσόβουλα και σιγίλια ή σε φετφάδες της οθωμανικής περιόδου. Το αποτέλεσμα; Η νομική ασάφεια και το δαιδαλώδες καθεστώς τις αφήνουν αναξιοποίητες. Καμιά οργανωμένη δημόσια ή ιδιωτική επιχειρηματική προσπάθεια. Τα πρόχειρα ιχθυοτροφεία, τα νταλιάνια, δίνουν αλιεύματα στο βαθμό που επιτρέπουν οι παγωνιές του Χειμώνα, η έλλειψη τεχνογνωσίας και οι ασθένειες.
Τέτοιον καιρό υπάρχουν τσιπούρες κυρίως και κεφαλόπουλα, τα οποία όπως ξέρουν καλά οι ψαράδες δεν πιάνονται με πετονιά αλλά με δίχτυ. Οι τσιπούρες, λοιπόν, αλλά και λίγα λαβράκια, η νέα γενιά που γεννήθηκε πριν κανα-δυο μήνες μέσα στη λίμνη, μπαϊλντισμένα από τη ζέστη κι αυτά μετακινούνται από τα αβαθή της λίμνης προς τα πιο βαθιά για να δροσιστούν. Εκεί σε ένα στενό πέρασμα γίνεται όλο το παιχνίδι. Στρώνουν οι νεαροί τα συμπράγκαλά τους: πετονιές, καλάθια, δολώματα και τα τσιγάρα τους. Οι μεγάλες απολαύσεις θέλουν και το τσιγαράκι τους. Δολώματα έχουν σκουλήκι Πόρπης. Αυτό το γνωστό κόκκινο σκουλήκι. Το μάζεψαν από τα γυαλάκια2 του χωριού, που έχουν πάντα λάσπη, και είναι άριστο δόλωμα. Λίγο σιχαμερό, βέβαια, να το κόβεις με τα νύχια για να το περάσεις στο αγκίστρι, αλλά η προσδοκία ότι θα πιάσεις μ’ αυτό κάποια λαχταριστή τσιπούρα διώχνει την αηδία που νιώθεις τεμαχίζοντάς το.
Για να έχουν και ήσυχη τη συνείδησή τους πως δεν κάνουν κάτι παράνομο φροντίζουν να γυρίσουν την πινακίδα που λέει πως απαγορεύεται το ψάρεμα προς το εσωτερικό της λίμνης, να τη διαβάζουν μόνο οι γλάροι και τα φλαμίγκο. Η απαγόρευση, τώρα, αφορά μόνο τα πετούμενα, ενδημικά και αποδημητικά, που αφθονούν στην περιοχή. Πάπιες, νεροχελίδονα, γλαρόνια και καλοβατικά πτηνά μεταναστεύουν εδώ. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην περιοχή ξεχειμωνιάζει ο μεγαλύτερος ελληνικός πληθυσμός από φλαμίνγκο.
Στέκονται οι νεαροί ψαράδες αγέρωχοι, παραταγμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο, χωρίς να μετακινηθούν καθόλου, στη θέα του φύλακα. Τι θα τους κάνει; Υπερτερούν αριθμητικά, σε ένα έρημο σημείο. Ας κοπιάσει λοιπόν. Ο φύλακας εμφανίζεται μέσα από τους θάμνους αναψοκοκκινισμένος. Αξύριστος, αγριωπός, μεγαλόσωμος. Σίγουρα ήρθε με άσχημες διαθέσεις αλλά αυτό που βλέπει τον απογοητεύει. Είναι ένας κι είναι δώδεκα. Και μάλιστα ψύχραιμοι κι αποφασισμένοι. Οπότε αρχίζει ο Μαρωνίτικος αντιπερισπασμός. Μετρά με το μάτι έναν έναν τους νεαρούς ψαράδες και καταλήγει στον πιο μικρόσωμο απ’ όλους για να απειλήσει.
-«Γιατί ψαρέβ’ς ιδώ ισύ; «
– «Ρε, μάστορα, μόνο εγώ ψαρεύω; Τόσο κόσμο δεν τον είδες;« του απάντησε θιγμένος ο πιτσιρικάς της παρέας. Ήταν μικρούλης ακόμα αλλά δεν κώλωνε εύκολα.
Ρίχνει ο φύλακας, σαστισμένος από την αντίδραση του πιο «εύκολου» κατά τη γνώμη του της παρέας, μια ματιά γύρω τους, λες και δεν το παρατήρησε προηγουμένως και βάζει σε ενέργεια το δεύτερο σχέδιο.
– «Ρε σεις, τη ταμπέλα δεν τη βλέπ’τι;«
Στο ξεστόμισμα της φράσης ένα πλούσιο γέλιο ακούστηκε. Στη σαστισμάρα του ο φύλακας δεν πρόσεξε πως η πινακίδα ήταν γυρισμένη ανάποδα. Αλλά ούτε και με τα γέλια τους πρόσεξε τη διαφορά, οπότε συνέχισε, απτόητος :
– «Ουλόκληρη νταμπέλα δεν τη βλέπ’τι;«
Το γέλιο έγινε πλέον έντονο. Ο φύλακας παραξενεύτηκε για το γέλιο και έξυσε την κεφάλα του.
– «Καλά, ρε μάστορα, θα ψαρέψουμε λίγο ακόμα και θα φύγουμε. Πρώτη φορά ερχόμαστε«, του είπε κάποιος από την παρέα για να διασκεδάσει την κατάσταση και να τον ηρεμήσει.
– «Σεις, για να πιάσ’τι κατευθείαν του μπουγάζ’, δεν έρχιστι πρώτ’ φουρά ιδώ. Πρέπ’ να είστι παλιές πουτ@….« αποφάνθηκε με σιγουριά ο άγριος ψαροφύλακας. Και δεν είχε και άδικο!
– «Ε, όχι και πουτ@….., πρόσεξε τα λόγια σου, γιατί…«, τον απείλησε η παρέα, θιγμένη.
Ο φύλακας έβαλε νερό στο κρασί του, αλλάζοντας ύφος.
– «Ιντάξ’ ακόμα λίγου να ψαρέψτι κι φύγ’τι«
–«Καλά, καλά. Μήπως εσείς τα ταΐζετε τα ψάρια; Δικά σας είναι;», του απάντησαν οι νεαροί εκφράζοντας τον καημό τους, για την»κλεμμένη» λιμνοθάλασσα.
Στο επιχείρημα αυτό δεν μπορούσε να απαντήσει ο αγράμματος Μαρωνίτης ψαράς. Τι να πει! Ποιος ξέρει από πότε και πώς, με ποιους φετφάδες3 και με βάση ποιο δίκαιο η ιδιοκτησία μιας λιμνοθάλασσας έγινε προσωπική περιουσία μερικών κατοίκων ενός χωριού που είναι στην άλλη πλευρά του νομού! Χωρίς καμιά ειδίκευση, χωρίς να ρίχνουν γόνους, χωρίς εκβαθύνσεις, χωρίς τεχνικές μελέτες και έργα, επαφίονται σε ο, τι δώσει από μόνη της η λιμνοθάλασσα. Και μάλιστα μια λιμνοθάλασσα που με λίγη κρατική φροντίδα, με λίγες υποδομές και περιποίηση θα μπορούσε να τροφοδοτεί με εκλεκτά ψάρια χιλιάδες οικογένειες, δίνοντας δουλειά και εισοδήματα σε πολλές οικογένειες της περιοχής, συγκρατώντας πολλούς νέους στα χωριά τους.
- νταλιάνι: τουρκ. λέξη- ιχθυοτροφείο
- γυαλάκια: τσιμεντένες ποτίστρες ζώων
- φετφάς: απόφαση του μουφτή (θρησκευτικού δικαστή των μουσουλμάνων) ή και μη θεολόγων ισλαμιστών δικηγόρων.
Σχολιάστε