Το φροντιστήριο του Αρηφάκου

     Μια από τις γραφικότερες φυσιογνωμίες του τούρκικου μαχαλά, (έτσι λέγαμε όλοι το συνοικισμό των μουσουλμάνων συγχωριανών μας), ήταν ο Αρηφάκος.  Έτσι τον λέγαμε όλοι. Μικροί και μεγάλοι. Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι. Και πολύ του πήγαινε το όνομα. Κοντούλης και μικροκαμωμένος, λιπόσαρκος και ρυτιδιασμένος, καλοκάγαθος έως αφελής γεράκος, προκαλούσε με την πρώτη ματιά αισθήματα συμπάθειας – κυρίως σε εμάς τα παιδιά – αλλά και ασφάλειας. Φαινόταν οικείος, αφού ήταν του ύψους μας. Είχες τη σιγουριά ότι δεν κινδύνευες απ’  τον Αρηφάκο. Ότι δεν μπορούσε να σου κάνει κακό. Ο, τι κι αν του έκανες!

 

Αρηφάκος

     Ήταν  φιλήσυχος άνθρωπος, όχι μόνο από επιλογή αλλά κι από ανάγκη. Δεν ήταν δυνατό να πειστεί κάποιος ότι θα κινδυνέψει απ’ αυτόν. Στα γυαλιστερά μαύρα ανατολίτικα ματάκια του αντανακλούνταν η καλοσύνη, η αγνότητα της ψυχής του αλλά και η πονηριά. Μια πονηριά που εκδηλώνονταν σ’ ένα αόριστα μόνιμο χαμόγελο που έχασκε στο πρόσωπό του, ανάμικτο με μια αμφισβήτηση. Θαρρούσες πως ανά πάσα στιγμή ήταν έτοιμος να σε πειράξει. Ή, πάλι, πώς  είναι έτοιμος να τον πειράξουν. Ήταν μάλιστα τόσο συχνά τα χωρατά που του έκαναν, ώστε αν καμιά φορά για κάποιο λόγο δεν τον πείραζαν, ο Αρηφάκος προκαλούσε, λες, την περιπαικτική διάθεσή τους. Ξύνονταν, θα μπορούσε να πει κανείς, στη γκλίτσα του τσομπάνη.

     Το χωριό μας ήταν ξεκάθαρα χωρισμένο σε δυο μαχαλάδες. Τον ελληνικό και τον τουρκικό. Όπως ξεκάθαρες ήταν και οι σχέσεις μας. Όλα κι όλα. Εσείς τον Αλλάχ εμείς το Χριστό. Εσείς το Κοράνι, εμείς το Ευαγγέλιο. Εσείς ναμάζι1, εμείς προσευχή. Εσείς τζαμί, εμείς εκκλησία. Το εσείς και το εμείς έμπαινε σαν κάθετη διαχωριστική γραμμή που καθόριζε τα σύνορα δυο διαφορετικών κόσμων που δεν τόλμησε κανείς να υπερβεί. Έτσι, μεγάλωναν γενιές που ήξεραν τα όρια του κάθε κόσμου. Και παρόλο που οι δυσκολίες της ζωής, οι συγκυρίες, οι ανάγκες, η ανέχεια, το κοινό παρελθόν αλλά και το κοινό μέλλον άλεθαν το ίδιο στις μυλόπετρές τους χριστιανούς και μουσουλμάνους, παρόλο που υπήρχε αμοιβαία εκτίμηση και σεβασμός της ιδιαιτερότητας του κάθε μαχαλά, οι σχέσεις δεν προχώρησαν πολύ. Δεν μιλάμε, βέβαια, για έρωτες και γάμους. Τέτοια πράγματα ούτε κατά φαντασία. Οι σχέσεις περιορίζονταν στον αμοιβαίο σεβασμό, στην αλληλοβοήθεια, άντε και σε κάποιας μορφής φιλία που δεν έφθανε όμως στο σημείο να σμίξει οικογένειες μεταξύ τους.

     Οι σύνοικοι Πορπιώτες κουβαλώντας τη μοίρα και το ριζικό των θρακιωτών μουσουλμάνων που εγκαταστάθηκαν στη Θράκη από το 1360 ως κατακτητές και συνοδοί ενός δυνατού στρατού που κατακτούσε εδάφη και άρπαζε έτοιμες περιουσίες, φτιαγμένες με κόπο από λαούς πολιτισμικά υπέρτερους που υποδούλωναν, ήταν φυσικό να διαμορφώσουν χαρακτήρα ανάλογο με τις καταβολές τους. Είχαν μεταξύ τους πολλές διαφορές. Από παλιά η κοινωνία τους είχε βαθιές αντιθέσεις. Απ’ τη μια οι αγάδες, οι μπέηδες, οι «τσορμπατζήδες», που είχαν το γενικό κουμάντο σε όλα κι εκμεταλλεύονταν τον ιδρώτα των υποτελών τους. Γι’ αυτούς η δουλειά ήταν «προνόμιο» άλλων. Απ’ την άλλη ο λαουτζίκος, οι αγαθοί ταπεινοί θεοσεβούμενοι μουσουλμάνοι. Ολιγαρκείς, μοιρολάτρες, αμόρφωτοι, εργατικοί, καρτερικοί, υπάκουοι. Αυτά για τους άντρες. Οι γυναίκες ήταν κλεισμένες στα χαρέμια τους και μόνο στο χωράφι ή στο πηγάδι μπορούσες να δεις κάποιες μπουρμπουλωμένες στο φερετζέ τους.

     Στο λαουτζίκο ανήκε ο Αρηφάκος. Πιστός, πήγαινε κάθε Παρασκευή στο τζαμί του χωριού για την καθιερωμένη προσευχή κι έκανε τακτικά το ναμάζι του. Η αλήθεια είναι ότι παρά τις φαινομενικές διαφορές τους οι δυο διαφορετικές κοινωνίες έμοιαζαν. Και πολύ μάλιστα. Προσφυγικής προέλευσης κι οι δυο, κουβαλούσαν μέσα τους τη λαχτάρα της παλιάς πατρίδας και την ανάμνηση μιας ευτυχισμένης ζωής. Τίμιοι και μπεσαλήδες, με ισχυρό κώδικα αξιών, ισχυρό εθιμικό δίκαιο και ισχυρή οικογενειακή παράδοση, τιμούσαν το λόγο τους και έδιναν μεγάλη σημασία στο τι θα πει ο κόσμος. Άνθρωποι φιλήσυχοι και συμπονετικοί, δεμένοι ισχυρά με τον γενέθλιο τόπο, την οικογένεια και την κοινότητα, με έντονο θρησκευτικό συναίσθημα και ανθρωπιά, που δε γνωρίζει κακία και μίσος για τον αλλόφυλο, για αυτό και συνοικούσαν ειρηνικά με τα άλλα μιλέτια2,στην ίδια πατρίδα. Περνώντας από διαφορετικές κατοχές και από τα ίδια βάσανα αντέταξαν την εργατικότητα και το πνεύμα της οικονομίας που έφθανε στα όρια της τσιγκουνιάς. Οι πόλεμοι, οι διώξεις, η προσφυγιά,  λες και το ορίζει το DNA της φυλής και η ανθρωπογεωγραφία της Θράκης, τους όπλισαν με αρετές όπως η καρτερία, το ψυχικό σθένος και η υπομονή, γιατί «από καιρό έχουν συνειδητοποιήσει ότι αφού γεννήθηκαν Θρακιώτες, πρέπει να υποφέρουν3».

     Δεν ήταν βέβαια όλοι ίδιοι. Κάποιοι, επειδή η κοινωνία τους ήταν πολύ αυστηρή σε θέματα ηθικής τάξης ή γιατί τολμούσαν να υπερβούν τα καθιερωμένα, ξεμύτιζαν κι έφθαναν ως τον άλλο μαχαλά, όχι μόνο για δουλειές αλλά και για κοινωνικούς λόγους. Να πιούν έναν καφέ στο καφενείο και να μάθουν νέα ή, οι πιο αιρετικοί, να πιούν κανένα ουζάκι, να φάνε κανένα απαγορευμένο σουβλάκι, να ρίξουν και κανέναν καρσιλαμά.

     Κάπως έτσι, στην Πόρπη των δυο μαχαλάδων διασυνδέονταν η μικροϊστορία ενός χωριού με τη μακροϊστορία της Νεότερης Ελλάδας και των Βαλκανίων. Εμείς τα παιδιά πιο πολύ συναντιόμασταν μαζί τους στις εθνικές γιορτές. Έμπαιναν στην εκκλησία για τη δοξολογία, συντεταγμένο το Δημοτικό τους, με την ελληνική σημαία αλλά χωρίς σταυρό, έλεγαν και ποιήματα στις γιορτές. Μερικές φορές παίζαμε ποδόσφαιρο ως αντίπαλοι. Χαμός! Εγώ, ως τερματοφύλακας της ομάδας ένιωθα πως δεν υπερασπίζομαι μια εστία αλλά την τιμή και την υπόληψη ολόκληρου του Έθνους! Παίζαμε με τόσο πάθος και φανατισμό! Κι εμείς κι αυτοί, το ίδιο. Δυο διαφορετικοί αλλά περίπου ίδιοι κόσμοι. Που δούλευαν σε γειτονικά χωράφια, μοιράζονταν το ίδιο νερό απ’ το πηγάδι, μοιράζονταν πολλές φορές ίδια έθιμα, ίδια τραγούδια. Ίδια διοίκηση, ίδια κοινότητα, ίδια ψήφο. Αλλά και τα ίδια σύννεφα, τις ίδιες ξηρασίες, τις ίδιες αρρώστιες, τα ίδια τρακτέρ, τις ίδιες κομπίνες, τα ίδια άροτρα ή τις πλατφόρμες, τον ίδιο κουρέα, τον ίδιο ράφτη.

     Ο Αρηφάκος, λοιπόν, σεργιανούσε στο χριστιανικό μαχαλά φορώντας, σέρνοντας καλύτερα, πάντα την κλασική τούρκικη φορεσιά των Βαλκανίων. Αδύνατος και πολύ κοντούλης, με τα πόδια του να ανοίγουν σαν καμάρες ισλαμικών μνημείων, έπλεε μέσα στα ρούχα του. Φορούσε πάντα πουτούρια4, με ποδοπάνια5 χαμηλά και με φαρδιά λαστιχένια παπούτσια. Στο επάνω μέρος γιλέκο, μαύρο από τσόχα κι αυτό, με κεντημένα γαϊτάνια και μαύρο επίσης βαμβακερό πουκάμισο. Στο κεφάλι φορούσε την παραδοσιακή σιάπκα6 και στη μέση ήταν το ζωνάρι, που είχε πολλαπλό ρόλο. Προστάτευε τη μέση, τύλιγε τα νεφρά να μην κρυώνουν, συγκρατούσε το πουτούρι να μην πέσει κι έχουμε τίποτε απρόοπτα αποκαλυπτήρια και ήταν και αποθηκευτικός χώρος. Από εκεί, ως δια μαγείας έβγαιναν τα πάντα. Τσιγάρα, τσακμάκια, λεφτά. Και, πότε πότε κανένα σεκέρι7, αγορασμένο απ’ τον Αλήαγα8 ή κανένα κομμάτι αντζί χαλβά9. Και μόνο η προσδοκία ενός πιθανού κεράσματος ήταν αρκετή για να κάνει τα παιδιά να στριφογυρίζουν γύρω του. Δεν τον θυμάμαι ποτέ ασκεπή, χωρίς το φεσάκι του. Στις μετακινήσεις του κρατούσε ένα ξύλινο μπαστούνι, για να στηρίζεται αλλά και για να διώχνει κανένα αγριεμένο σκυλί. Το ντύσιμό του έμοιαζε αρκετά με τη θρακιώτικη παραδοσιακή φορεσιά των παππούδων μας, οπότε ήμασταν εξοικειωμένοι με την εικόνα.

     Μες στην μαυρίλα λοιπόν ο Αρηφάκος. Το μόνο που άσπριζε ήταν το άσπρο, ασπροκίτρινο καλύτερα, γενάκι του και οι κατακίτρινες μουστάκες του. Αυτό μαζί με τα κατακίτρινα μεσαία δάχτυλα  του δεξιού του χεριού πρόδιναν έναν μανιώδη καπνιστή. Πρέπει να είχε καπνίσει στρέμματα καπνού. Αρειμάνιος, θεριακλής καπνιστής. Κάπνιζε τα πάντα. Από καλαμποκόφυλλα έως διαλεχτές ποικιλίες θρακιώτικου καπνού. Από στριφτό έως άφιλτρο. Από χόρτο έως Κιρέτσιλερ10. Μην ξεχνάμε πως η σχέση της Θράκης με τον καπνό είναι πολύ παλιά. Τα βιβλία λένε πως εδώ, σ’ αυτά τα χώματα πρωτοκαλλιεργήθηκε ο καπνός και η περιοχή μας ήταν ηπρώτη καλλιεργητική ζώνη των Βαλκανίων, από τότε που οι Γάλλοι τον πρωτοέφεραν από τις αποικίες τους στην Ευρώπη. Μάλιστα η καπνοκαλλιέργεια γνώρισε τεράστια εξάπλωση κατά την διάρκεια του 17ου αι. και τα καραβάνια με τις καμήλες έφευγαν φορτωμένα με δέματα καπνού εξαιρετικής ποιότητας, του μπασμά11, για τα μεγάλα κέντρα των Βαλκανίων, της Ευρώπης και την Κωνσταντινούπολη ή από το λιμάνι του Πόρτο Λάγος και της Καβάλας, για να καταναλωθούν από διακεκριμένα πρόσωπα.

14440825_1142104132533374_5594290960723528891_n

     Βαθιές οι ρίζες των μουσουλμάνων θρακιωτών με τον καπνό, βαστάνε ως και σήμερα. Στα χωράφια της Πόρπης καπνό καλλιεργούν μόνο οι μουσουλμάνοι. Είναι μάλιστα τόσο στενή, σχεδόν μυστηριακή η σχέση τους με τον καπνό, που συνεχίζουν να τον καλλιεργούν, σαν να το έχουν τάμα, ακόμη κι αν έχει πολύ κόπο για την παραγωγή του ακόμη κι αν δεν αποδίδει οικονομικά λόγω χαμηλής τιμής. Είναι ένα τοπικό παραδοσιακό προϊόν, παραγόμενο κι ελεγχόμενο αποκλειστικά από τους Μουσουλμάνους της Θράκης.

     Αυτό το προϊόν το υποστήριξε πολύ ο Αρηφάκος, καταναλώνοντας στη ζωή του μεγάλες ποσότητες. Αγαπούσε δε, τόσο το κάπνισμα που ακόμα και στην περίοδο του ραμαζανιού12, που απαγορεύεται από την ανατολή μέχρι τη  δύση του ηλίου κάθε είδους τροφή ακόμη και νερό, πολύ δε περισσότερο το κάπνισμα, το ποτό, τα αρώματα και οι σεξουαλικές επαφές, ο Αρηφάκος αμάρτανε. Όλα τα άλλα μπορούσε να τα αναβάλει για τις βραδινές ώρες, όχι το κάπνισμα. Σκέφτομαι ότι μάλλον αυτός θα ήταν και ένας βασικός λόγος της συχνής παρουσίας του στα στέκια του χριστιανικού μαχαλά. Για να μην σκανδαλίζει τους  ομόθρησκους και να μην τον μαλώνουν για την ανυπακοή του. Δεν αποκλείεται, όμως, να πίστευε κιόλας πως εκεί δεν τον βλέπει ο Αλλάχ!

     Αυτή ήταν κι αδυναμία του. Ίσως και μια ακόμη: τα γλυκά, που κι αυτά συνδέονται στενά με τη ζωή του παραδοσιακού θρακιώτη μουσουλμάνου. Είχε πάντα κρυμμένο κάτι στο ζωνάρι του και πότε πότε έβαζε το χέρι του εξερευνώντας υπομονετικά τις πάμπολλες πτυχές του, έως ότου ανασύρει κανένα κομματάκι χαλβά ή καραμέλας.

     Το πιο εντυπωσιακό, όμως, ήταν η κοινωνικότητά του. Δεν πρέπει να δούλεψε ποτέ στη ζωή του! Τα προλάβαινε όλα. Μ’ έναν φοβερό συγχρονισμό μπορούσε να είναι παντού: στο καφενείο του Χαλήλ ή στου Βασίλη, στον άλλο μαχαλά, στο μπαρμπέρικο του Σιαμπάν, στο σιδεράδικο του Σταμάτη ή στο πηγάδι του μαχαλά!  Στο ραφείο του πατέρα μου ήταν τακτικός πελάτης. Καθόταν μάλιστα οκλαδόν πάνω στην ψάθινη καρέκλα. Δίπλωνε τα μικροκαμωμένα του ποδαράκια και καθόταν πάνω τους πολλή ώρα και μάλιστα άνετα. Πολλές φορές, μικρό παιδί στην αφέλειά μου προσπαθούσα να μιμηθώ τον τρόπο που καθόταν σταυροπόδι στην καρέκλα αλλά ήταν αδύνατο!

     Λόγω της συχνής του παρουσίας στο ραφείο μας αλλά και των χωρατών που δέχονταν και της χαλαρής, ευχάριστης ατμόσφαιρας που δημιουργούσε δεν μου ήταν μόνον συμπαθής αλλά και προσιτός. Έτσι για παράδειγμα, στις γιορτές της 25ης Μαρτίου, στις οποίες ο δάσκαλος, ο κ. Κουφός, πάντα ετοίμαζε θεατρική παράσταση σχετική με την Επανάσταση και για έναν ανεξήγητο ρόλο (αν και υποψιάζομαι γιατί) συνήθως μου ανέθετε ρόλο Αλή Πασά ή Βεληγκέκα ή Κιουταχή ή…  (απ’ την άλλη πλευρά πάντα), το πρόβλημα του να βρω την κατάλληλη στολή μας το είχε λύσει ο Αρηφάκος. Ήταν ο βασικός μου χορηγός. Μας έφερνε, πολύ πρόθυμα μάλιστα, τη στολή καθαρή και διπλωμένη στο σπίτι και στην παράσταση, ενδυματολογικά τουλάχιστον, ήμουν πολύ πειστικός. Τα πουτούρια και τα υπόλοιπα λες και ήταν ραμμένα στα μέτρα μου!

     Ένα κεφάλαιο της προσωπικότητάς του, τέλος, εκτός των άλλων, ήταν τα ελληνικά του Αρηφάκου. Ήταν φοβερό πως μπορούσε με καμιά εκατοστή το πολύ ελληνικές λέξεις να συνεννοείται, να αστειεύεται, να σχολιάζει, να παζαρεύει, να συζητά. Μη φανταστείτε βέβαια, ότι ακολουθούσε τους κανόνες που ορίζει η Γραμματική και το Συντακτικό. Καμία σχέση. Τα ελληνικά του Αρηφάκου ήταν χωρίς γένη, χωρίς άρθρα, χωρίς κλίσεις, χωρίς χρόνους. Ανακατεμένα με πολλές τούρκικες λέξεις δημιουργούσαν έναν γλωσσικό αχταρμά που στο σύνολό του, όμως, ήταν περιέργως κατανοητός.

    Για παράδειγμα: Μιλούσαν κάποτε για το πώς τα πάει με τα μαθήματα ή κόρη του κι ο Αρηφάκος παραπονέθηκε πως ζορίζεται με την Αριθμητική. Τότε, πειράζοντάς τον περισσότερο, του είπε κάποιος:

– Καλά, δεν της κάνεις φροντιστήριο, για να μάθει Αριθμητική;

-Κάνει, μπε, πως ντε κάνει, απάντησε πειστικά ο Αρηφάκος. Λέει: έκιμι μπεσ’ παρμάκ. Σπάσιμι μπιρ παρμάκ, τι έμινι; Ικί, λέει, ουτσ’  λέει…

(έχουμε πέντε δάκτυλα. Αν σπάσουμε το ένα πόσα θα μείνουν; Δύο, λέει, τρία …)

    Αυτό ήταν το φροντιστήριο του Αρηφάκου. Ενός ασήμαντου, μικρού, φτωχού ανθρωπάκου, που πέρασε χωρίς τυμπανοκρουσίες από τη ζωή αυτή, που ο  κόσμος του έφθανε ως εκεί που έφτανε και το βλέμμα του, χωρίς αξιώματα, χωρίς τιμές. Ίσως, όμως, το πιο μεγάλο του φροντιστήριο να ήταν πως με τη ζωή του μας δίδαξε πώς μπορούν να συνυπάρξουν αρμονικά δυο πληθυσμοί που είναι καταδικασμένοι να συνυπάρχουν.

Αλη πασας

  1. ναμάζι: Η προσευχή. Κάθε πιστός μουσουλμάνος πρέπει να στρέφεται προς τη Μέκκα και να προσεύχεται πέντε φορές την ημέρα.
  2. μιλέτια: έθνη (τουρκ. Millet)
  3. Από την παρουσίαση της Φιλολόγου –Ιστορικού Έφης Καραπούλη για το βιβλίο του Δημ. Μαργαριτόπουλου «Αχ, Θράκη μου» http://www.thrakikh-estia.gr/?p=2024
  4. πουτούρια: (τουρκ. Potur) Ήταν φαρδιά παντελόνια στο σχήμα περίπου της νησιώτικης «βράκας», που κατέληγε στενό εφαρμοστό στη γάμπα και έφτανε κάτω από τον αστράγαλο. Από τη μέση της γάμπας και κάτω, στην εσωτερική πλευρά, ήταν ανοιχτό, για να μπορεί να περνάει το πόδι και κούμπωνε με κόπιτσες. Στο επάνω μέρος του είχε γύρισμα, μέσα από το οποίο περνούσε σχοινί, η «βρακοζώνα». Οι τσέπες διακοσμούνταν με πολλές σειρές μαύρα «σειρίτια» (γαϊτάνια). Η λέξη υπάρχει και στα βουλγάρικα, ενώ παρόμοια παντελόνια έβρισκε κανείς σε όλα τα Βαλκάνια. Η εμβέλειά του έφθανε ως την Ήπειρο. Στην υπόλοιπη Ελλάδα δεν το ήξεραν. Οι αρβανίτες μάλιστα φορούσαν άσπρα πουτούρια. Είναι από τις λέξεις που ενώ οι θρακιώτες την είχαμε πολύ γνώριμη και οικεία διαπιστώναμε αργότερα, στο σχολείο, ότι δεν υπάρχει στα λεξικά. Προσωπικά, τη βρήκα σε δυο λογοτέχνες μόνο, θρακιώτες κι οι δυο. Στον ΜοσκώβΣελήμ του Βιζυηνού, όπου μόλις έρχεται το μπαϊράκι ο ήρωας περήφανος φοράει καινούργια πουτούρια, ενώ ο Βάρναλης περιγράφει στα Φιλολογικά απομνημονεύματά του ένα αρβανιτόπουλο με άσπρο μάλλινο πουτούρι. Το πουτούρι συνήθως ήταν μάλλινο ή τσόχινο. Βαρύ ρούχο, για μια ζωή.
  5. ποδοπάνια: Πανιά που τα τύλιγαν γύρω από τους αστραγάλους
  6. σιάπκα: μαύρο καπέλο, χωρίς γείσο, το φορούν οι φτωχοί μουσουλμάνοι. Οι πλούσιοι φορούν κόκκινο ή σαρίκι
  7. σεκέρι: το ζαχαρωτό γενικά (seker= ζάχαρη)
  8. Αλήαγας: Γνωστός περιοδεύων προμηθευτής της περιοχής, πουλούσε τα πάντα
  9. αντζί χαλβάς: άσπρος ξερός χαλβάς με σουσάμι κι αμύγδαλα
  10. Κιρέτσιλερ: μάρκα τσιγάρων της ΣΕΚΑΠ Ξάνθης
  11. μπασμάς: εκλεκτή ποικιλία καπνού που ευδοκιμεί στη Θράκη
  12. ραμαζάνι: Αποτελεί ονομασία του ένατου μήνα του μουσουλμανικού έτους όπου σύμφωνα με την παράδοση δόθηκε το Κοράνι στους ανθρώπους προκειμένου ν’ αποτελέσουν οι κανόνες του, οδηγό της ζωής τους. Έτσι το Ραμαζάνι χαρακτηρίζεται ως ένας από τους «πέντε στύλους» του Ισλάμ με χαρακτήρα υπακοής, εξιλασμού και προσευχής προς το Θεό.

Σημείωση: Δυστυχώς δεν μπόρεσα να βρω αυθεντική φωτογραφία του Αρηφάκου. Επέλεξα φωτογραφία μουσουλμάνου θρακιώτη από την εκλεκτή ιστοσελίδα http://oisapes.mysch.gr, γιατί έχει εκπληκτική ομοιότητα με τον πρωταγωνιστή.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Website Powered by WordPress.com.

ΠΑΝΩ ↑

Αρέσει σε %d bloggers: