Καθρεφτάκια για νέγρους!
του Στέφανου Ελευθεράκη
Συμπτωματικά εντελώς, πριν λίγα χρόνια, έτυχε να δω σε σινεμά της Κομοτηνής την ταινία «Ουρανία». Είχαμε πάει για να δούμε κάποια άλλη ταινία στην ODEON αλλά ατυχήσαμε. Δεν έπαιζε την ταινία που θέλαμε, οπότε μην έχοντας άλλη επιλογή αρκεστήκαμε στην “Ουρανία”, για την οποία δεν είχα καμιά πληροφορία. Δεν έχω σε ιδιαίτερη εκτίμηση τον νεότερο ελληνικό κινηματογράφο, γι’ αυτό αρχικά ήμουνα επιφυλακτικός. Παρακολουθώντας, όμως, την ταινία άρχισα σιγά σιγά να νιώθω πολύ όμορφα, να βλέπω γνώριμα πράγματα και καταστάσεις, να ταυτίζομαι, ν’ ανακαλώ μνήμες. Η Ουρανία ήταν μια καταπληκτική ταινία εποχής, Καλοκαίρι 1969 συγκεκριμένα, με πρωταγωνιστές της παιδιά, 12-13-14 χρονών, όσο ακριβώς ήμουν δηλαδή κι εγώ τότε!
Η ταινία γυρίστηκε το 2007 στον Φρε των Χανίων. Οι ήρωες είναι μικρά παιδιά που προσπαθούν να ανακαλύψουν τον έρωτα, τη ζωή και τον κόσμο που τους περιβάλλει… Καλοκαίρι 1969. Η δικτατορία στο ζενίθ της. Σε μια μικρή κωμόπολη, ο νεαρός Αχιλλέας σπάζει το πόδι του προσπαθώντας να σκαρφαλώσει στη μάντρα του θερινού σινεμά για να δει γυμνή τη Μπριζίτ Μπαρντό… Όταν τον μεταφέρουν στην πόλη, θα δει για πρώτη φορά στη ζωή του τηλεόραση! Στο πρόγραμμά της υπόσχεται να δείξει και την εκτόξευση του Apollo στο φεγγάρι… Ο Αχιλλέας παθιάζεται με αυτή την ιδέα και αρχίζει να συγκεντρώνει χρήματα μαζί με τους φίλους του για να αγοράσουν μια τηλεοπτική συσκευή. Σύντομα όμως το δίλημμα θα γίνει επιτακτικό. Θα αγοράσουν τηλεόραση ή θα «επισκεφτούν» όλοι μαζί την Ουρανία για να τους εκπαιδεύσει στα μυστικά του έρωτα;
…..
Το Καλοκαίρι στην Πόρπη του 1969 έμπαινε ηδονικό και πολλά υποσχόμενο. Στην καρδιά της δικτατορίας αλλά η απουσία ειδήσεων και η άγνοια για τα τεκταινόμενα απομάκρυναν κάθε ίχνος ανασφάλειας και προβληματισμού. Το Καλοκαίρι που διανύαμε, στα προεφηβικά μας μάτια, σήμαινε μακροχρόνια απαλλαγή από το μισητό σχολείο. Το διάβασμα έδινε ραντεβού το Σεπτέμβρη, που φάνταζε πολύ μακρινός για να είναι απειλητικός. Η μόνη επαφή με το βιβλίο ήταν οι περιπέτειες που είχαν ο Μικρός Ήρωας, ο Μπλέκ, ο Σεραφίνο και ο Μικρός Σερίφης. Τώρα προτεραιότητα είχαν άλλα πράγματα: ατέλειωτες ώρες παιχνιδιού, κυνήγι με σφεντόνες, μπάλα, τουρκικό κρυφτό, βόλτα το βραδάκι, επιδρομές σε μποστάνια κι οπωροφόρα, βοσκή πότε πότε των αγελάδων, κανένα μπάνιο που και που στη θάλασσα ή σε καμιά γκιόλα, βόλτες με το ποδήλατο.
Λίγοι τυχεροί είχαν τότε ποδήλατο. Ο στίχος “παίρνω το παδήλατο και φεύγω για το αδύνατο” κρύβει μέσα του πολλή αλήθεια! Δικό μου ποδήλατο δεν είχα, είχαμε όμως στο σπίτι ένα “επαγγελματικό”, θα έλεγα. Το χρειαζόταν ο πατέρας μου καθώς οι “επιχειρήσεις” του – είχε μικρό ραφείο στο χωριό – είχαν επεκταθεί και στα διπλανά χωριά και ο μόνος τρόπος να πηγαίνει εκεί για παραγγελίες, για παράδοση ραμμένων ρούχων και για εισπράξεις ήταν το ποδήλατο, μόνο. Έλα, όμως, που ο καημένος ήταν κουτσός! Το ένα του πόδι είχε παραλύσει από πολιομυελίτιδα σε πολύ μικρή ηλικία. Επειδή όχι μόνο δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει το ένα του πόδι αλλά του ήταν και εμπόδιο, αφαίρεσε το αριστερό πηδάλι και έδεσε ένα κομμάτι σύρμα στο δεξί για να είναι σταθερό στο πηδάλι το γερό δεξί του πόδι. Έτσι, με αυτόν τον περίεργο τρόπο μετακινούνταν με το ποδήλατο έχοντας μάλιστα αξιοθαύμαστες επιδόσεις, γιατί λόγω της αναπηρίας του ενός ποδιού είχε αναπτύξει μεγάλες αντοχές. Έτσι, αναγκαστικά κι εμείς τα αδέρφια μάθαμε ποδήλατο με ένα πηδάλι.
Ξαμολιόμασταν στους χωματένιους δρόμους, κάναμε αγώνες μεταξύ μας, κόντρες δηλαδή, το βεληνεκές μας έφτανε μέχρι την Καλλίστη!
Άλλοι πάλι κατασκεύαζαν αυτοσχέδιες «μοτοσικλέτες» με ξύλινες βέργες, πάνω στις οποίες δένανε μια αυτοσχέδια συρμάτινη ρόδα και τη στολίζανε με διάφορα λουλούδια. Έκαναν πως τις καβαλίκευαν και μιμούμενοι με το στόμα τον ήχο της μοτοσικλέτας, προσποιούνταν πως γκάζωναν και ξαμολιούνταν ξυπόλυτοι στους χωματένιους δρόμους του χωριού.
Το σημαντικότερο γεγονός όμως ήταν η τηλεόραση. Στο κεντρικό καφενείο του Βασίλη, μια Uranya είχε εγκατασταθεί στη γωνία για να είναι θεατή απ’ όλους. Στην Ελλάδα η τηλεόραση είχε πρωτοέρθει πριν τρία μόλις χρόνια, το 1966. Στην Πόρπη ήρθε το Καλοκαίρι του ’69, ενώ στην Ευρώπη δέκα και στην Αμερική είκοσι χρόνια νωρίτερα. Τότε είναι που μαζευόμασταν σχεδόν όλο το χωριό, μικροί και μεγάλοι, και βλέπαμε τα πρώτα σήριαλς της εποχής, την «Γειτονιά μας», την γνωστή σε όλους μας «Λάσσυ» και τον «Άγνωστο πόλεμο» του Βαρτάνη….
Για την ιστορία η τηλεόραση ασπρόμαυρη φυσικά, έπιανε μόνο ΕΙΡΤ και πολύ αργότερα ΥΕΝΕΔ. Λειτουργούσε από τις 8 το βράδυ κι έκλεινε με τον Εθνικό ύμνο ακριβώς στις 12! Κατά διαστήματα χάλαγε, ανεβοκατέβαινε η εικόνα η οποία με ένα χαστούκι στα πλάγιά της, έφτιαχνε. Η κεραία έβλεπε προς την Θάσο και όταν φυσούσε αέρας είχαμε μόνο χιόνια. Για το άνοιγμα και τη ρύθμιση της έντασης ήχου, επειδή έπρεπε κάποιος να πατάει κουμπιά και δεν υπήρχε τηλεκοντρόλ, είχε εφευρεθεί το «τηλεκοντάρ», ένα μακρύ σκουπόξυλο για το πάτημα από μακριά των κουμπιών!
Μαγεία!!! Μεταδόσεις ποδοσφαιρικών αγώνων με την αξέχαστη φωνή του Γιάννη Διακογιάννη αλλά και του Βαγγέλη Φουντουκίδη, ωραίες παρουσιάστριες (Κέλλυ Σακκάκου, Ρίτα Ασημακοπούλου κ.λπ.), ειδήσεις, (Κώστας Σερέζης, Κώστας Χούντας, Νάσος Αθανασίου, Εύη Δεμίρη, ήταν μερικοί από τους καθημερινούς παρουσιαστές). Τηλεπαιχνίδια όπως «Γράμματα και Αριθμοί» με τον Χρήστο Οικονόμου. Ψυχαγωγικές εκπομπές όπως «Λούνα Πάρκ» με τον μπάρμπα Γιώργο (Διονύση Παπαγιαννόπουλο) και τα σήριαλ «Ο άνθρωπος δίχως πρόσωπο», «Η Αυγούστα», «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», «Η Ταβέρνα» (με τον Παντελή Ζερβό), ήταν σήριαλ που έκοβαν την ανάσα και δημιουργούσαν το αδιαχώρητο στο καφενείο.
Επειδή πολλές γυναίκες εκείνη την εποχή δίσταζαν να πάνε στα καφενεία, μαζεύονταν έξω και δίπλα στο παράθυρο και έβλεπαν τα αγαπημένα τους σήριαλ. Μέσα οι άντρες να πίνουν, να καπνίζουν, να τρώνε στραγάλια, φιστίκια, πασατέμπους και έξω οι γυναίκες όρθιες.
Το 1969, λοιπόν, έρχεται η τηλεόραση στο καφενείο του Δερμανόπουλου. Η ίδια αυτοπροσώπως. Το νέο διαδίδεται τάχιστα κι όλοι σπεύδουν να εκμεταλλευτούν τη σπάνια ευκαιρία: Δωρεάν σινεμάς, δωρεάν μουσική …Τα πάντα δωρεάν ή σχεδόν δωρεάν! Η εγκατάσταση της πρώτης τηλεόρασης στο χωριό έμελλε να συνδεθεί, όμως, και με ένα κοσμοϊστορικό γεγονός: την άφιξη του ανθρώπου στο Φεγγάρι. Τότε μάθαμε και είδαμε σε εικόνα, τρεμάμενη μεν και χιονισμένη αλλά αδιάψευστη εικόνα, πως το μακρινό φωτεινό μεγάλο άστρο που στριφογύριζε τη Γη ήταν κι αυτό γη! Έγινε μάλιστα διεθνής απευθείας σύνδεση με το κύκλωμα της Eurovision για τη μετάδοση της προσεδάφισης και του περιπάτου του πληρώματος του Απόλλωνα 12 στη Σελήνη.
Είχε υπάρξει, όπως είναι φυσικό, αρκετή φιλολογία και προβληματισμός για το θέμα όλες τις προηγούμενες ημέρες. Η αμφισβήτηση ήταν έντονη:
– «Κατάλαβες, κατάλαβες, λεν ότι του Φιγγάρ’ είνι χώμα!», έλεγε ο παππου- Παντέλης.
– «Κουλουκύτια», απαντούσε δύσπιστος ο μπαρμπα- Μήτσος, ρίχνοντας καχύποπτες ματιές στον ουρανό, «άμα ήταν χώμα τα έπεφτε στα κεφάλια μας»
– «Μας κουρουιδεύνι, κιαρατάδις» αποφαίνονταν η μικρασιάτισσα γιαγια -Ελευθερία.
Κάπως έτσι σε μας τους μικρούς αδαείς πιτσιρικάδες μεταδίδονταν η αμφισβήτηση, παρέμενε ωστόσο η μαγεία της ιδέας πως κάποιος συνάνθρωπός μας, την ώρα που μιλούσαμε πατούσε στο μαγικό αστέρι που ασήμωνε τις όμορφες ζεστές καλοκαιριάτικες νύχτες μας.
Όλο το χωριό σχεδόν μαζεμένο στο καφενείο σε θέση οκλαδόν και με το στόμα ανοιχτό το βραδάκι της 20ης Ιουλίου 1969, 22:17:30 ώρα Ελλάδας, έβλεπε τον Νηλ Άρμστρονγκ και τον Όλντριν να πατάνε στο Φεγγάρι. «Ένα μικρό βήμα για τον άνθρωπο, ένα μεγάλο άλμα για την ανθρωπότητα» είπε στο Κέντρο Ελέγχου του Χιούστον, ο πρώτος. Ο Όλντριν τον ακολούθησε αναφωνώντας: «Υπέροχη… Υπέροχη Μοναξιά!».
Υπέροχη Μοναξιά! Που να φανταζόμασταν τότε ότι το μικρό αυτό μαγικό χαζοκούτι θα εισέβαλε οριστικά κι αμετάκλητα στις ζωές μας και θα έφερνε τα πάνω κάτω! Θα άδειαζε τη βόλτα, θα καταργούσε τις παρέες γυναικών στα χαντάκια το Καλοκαίρι (αλλού τις λένε λόντζιες) και τα νυχτέρια το Χειμώνα, θα έκλεινε το σινεμά, θα απομόνωνε τους ανθρώπους, θα τους έκλεινε στα σπίτια τους, θα αφαιρούσε ώρες παιχνιδιού απ’ τα παιδιά, θα διαμόρφωνε χαρακτήρες, θα έσπερνε καταναλωτισμό, θα προπαγάνδιζε, θα φανάτιζε, θα πρόβαλλε έναν τυλιγμένο με αστραφτερό σελοφάν κόσμο, ψεύτικο όμως …
Η τηλεόραση έγινε σταδιακά η μόνη διασκέδαση ως τα μισά της δεκαετίας του 1980. Τότε ήρθαν τα «μπλε» και «πράσινα» καφενεία και άρχισε ο χωρισμός σε χρώματα και κόμματα, λίγο πριν τη «μεγάλη φυγή» στα αστικά κέντρα. Τα στόλισε κι αυτά η τηλεόραση με αστραφτερά φτιασίδια και τα έκανε συναρπαστικά, καθρεφτάκια για νέγρους!
Σχολιάστε