τα μπουλούκια
Τα Καλοκαίρια των αρχών της δεκαετίας του ’60 συνηθίζονταν 1-2 φορές κάθε χρόνο να περνάει από το χωριό κάποιος περιοδεύων θίασος και να δίνει βραδινή παράσταση. Ήταν τα λεγόμενα «μπουλούκια» κι αποτελούσαν τον κύριο φορέα της θεατρικής αγωγής των χωριών. Μερικές φορές η θεατρική παιδεία συμπληρώνονταν με επισκέψεις σε διπλανά χωριά, στη Ν. Καλλίστη συνήθως, όπου επίσης δίνονταν παραστάσεις και περισσότερες μάλιστα, γιατί ήταν μεγαλύτερο χωριό από την Πόρπη.
Στην Ελλάδα ήταν παλιά συνήθεια, όπως ξέρετε, το θέατρο. Από την εποχή που ο Θέσπις ταξίδευε με τον αραμπά του μεταφέροντας τις παραστάσεις από τόπο σε τόπο κι έσουρνε τα «εξ αμάξης», σε αυτόν τον τόπο του πνεύματος και του φωτός δεν σταματήσανε τα θεατρικά δρώμενα. Το ελληνικό μπουλούκι είναι μέρος της θεατρικής μας ιστορίας, είναι απόγονος του περιπλανώμενου διονυσιακού θιάσου, του αοιδού και του ραψωδού. Η διψασμένη, λοιπόν, για ζωντανό θέαμα Πόρπη έτρεχε να παρακολουθήσει την παράστασή του, που διαφημίζονταν, όπως κι ο κινηματογράφος, με το μεγάφωνο κάποιου φορτηγού.
Επειδή η υπόθεση «τέχνη» στην επαρχία ήταν άπιαστο όνειρο, γνώρισαν μεγάλη άνθηση και η δράση τους έφτασε μέχρι και τη δεκαετία του 1960 (το έργο τους σήμερα επιτελούν τα ΔΗΠΕΘΕ). Τα μπουλούκια ταξίδευαν με κάθε μέσο: με τρένα, με μουλάρια στα ορεινά, σε καρότσες φορτηγών στην περιοχή μας. Επειδή το χωριό ήταν μικρό έδιναν μόνο μια παράσταση και έμεναν όπου μπορούσαν, σαν τους τσιγγάνους – συχνά κάτω από άθλιες συνθήκες. Συνήθως ήταν οικογένειες θεατρίνων, μπορεί και δύο γενιών πού γύριζαν σε όλη την Ελλάδα σε χωριά και κωμοπόλεις δίνοντας παραστάσεις σε καφενεία, σχολεία, πλατείες και αλώνια. Δημιουργώντας αυτοσχέδιες σκηνές από τα ίδια τα τραπέζια του καφενείου και φωτισμό με λάμπες λουξ. Σε μικρά χωριά συχνά αντί για εισιτήριο ο κόσμος τους πήγαινε καμιά κότα, αβγά, ζυμωτό ψωμί, σιτάρι, ζαρζαβατικά και ό, τι άλλο αγαθό είχε ο καθένας.
Τι έπαιζαν; Τα πάντα: Δράματα, («Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας», Η «Γκόλφω», «Η ωραία του πέραν», «Ο κουρσάρος», «Εσμέ η Τουρκοπούλα» «Μαρία Πενταγιώτισα» ….), κωμικά σκετς, νούμερα επιθεώρησης, τραγουδούσαν, χόρευαν! Μέχρι και ταχυδακτυλουργικά κολπάκια περιελάμβανε το ρεπερτόριό τους! Οπότε στις παραστάσεις τους υπήρχε και συγκίνηση και γέλιο και διασκέδαση! Όσο μεγαλύτερο ρεπερτόριο είχε ένα μπουλούκι, τόσο περισσότερο μπορούσε να μείνει σε ένα μέρος, αλλάζοντας έργο κάθε βράδυ. Κι αυτό ίσως ήταν το μεγαλύτερο σχολείο των μπουλουκιών: ο αυτοσχεδιασμός. Αυτό τους έδινε άλλωστε και τη δυνατότητα να περνούν από την κωμωδία στο δράμα και αντίστροφα. Δράμα και κωμωδία, κάποια τραγουδάκια, για να μην φύγει το κοινό σεκλετισμένο από την παράσταση.
Η προκατάληψη απέναντί τους ήταν αρνητική από τις τοπικές κοινωνίες της εποχής. Οι ηθοποιοί –και οι μουσικοί- θεωρούνταν κάπως χαλαρών, ελευθέριων ηθών άνθρωποι και δεν τους εκτιμούσε πολύ ο κόσμος! Παρόλο που φρόντιζαν οι θιασάρχες τα σχήματα να είναι οικογενειακά και τα υπόλοιπα μέλη να είναι όσο το δυνατόν ζευγάρια για να μην προκαλούν, ωστόσο η προκατάληψη για τους θεατρίνους ήταν βαθιά ριζωμένη. Η εκκλησία δεν μπορούσε να δεχτεί το σινάφι των «αμαρτωλών» και «ακαθάρτων», που άνδρες και γυναίκες συμβιώνουν, κοιμούνται όπου να’ ναι, γδύνονται και ντύνονται για να βγούνε στη σκηνή, καμώνονται πώς ερωτεύονται, πως τάχα πεθαίνουν και «όλα αυτά τα υποκριτικά και ψεύτικα».
Μικρά παιδάκια εμείς, άμα τη αφίξει του μπουλουκιού στο χωριό, το παίρναμε καταπόδι και παρακολουθούσαμε σαν εξωγήινους τους πρωταγωνιστές του. Προσφέραμε υπηρεσίες δείχνοντάς τους τα κατατόπια και κάνοντας μικροδουλειές. Μερικές φορές, αν οι ανάγκες του θεατρικού έργου το επέβαλλαν, διάλεγαν κάποιον από εμάς, για κομπάρσο. Ήταν άνθρωποι διαφορετικοί από αυτούς που ξέραμε. Κοσμογυρισμένοι, μιλούσαν άλλα ελληνικά, τους βλέπαμε σαν εξωγήινους! Στα παιδικά ματάκια μας επρόκειτο για θαύμα. Το μεσημέρι τα ίδια πρόσωπα οδηγούσαν το φορτηγό, μετά διαφήμιζαν το έργο τους, γυρνώντας στο χωριό. Στη συνέχεια οι ίδιοι, κάρφωναν τα σανίδια, κρεμούσαν κουρτίνες, έστηναν σκηνικά μετατρέποντας το χώρο από αυλή ή καφενείο σε θεατρική σκηνή! Και το βράδυ αυτοί ήταν οι ταξιθέτες, αυτοί έκοβαν εισιτήρια, αυτοί δημόσιες σχέσεις. Και στην παράσταση μεταβάλλονταν σε θαυμαστούς ήρωες, σε πρωταγωνιστές, που με το ταλέντο τους σαν να ήταν ξαφνικά άλλοι, πιο μεγάλοι, πιο όμορφοι, πιο θαυμαστοί!!! Έπαιζαν, χόρευαν, τραγουδούσαν, έκαναν μαγικά κόλπα, σκορπούσαν γέλιο με σκετσάκια!

Τα παλληκάρια του χωριού –και μεγάλοι άνδρες ακόμη (γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε) συνωστίζονταν στις πρώτες θέσεις απ’ όπου το θέαμα ήταν πιο … μεγαλοπρεπές! Τα κορίτσια που λικνίζονταν φορούσαν σχετικά κοντά φουστάνια και στροβιλιζόμενα στη σκηνή άφηναν το μεν μάτι να βλέπει πολλές ανατομικές λεπτομέρειες, τη δε φαντασία να οργιάζει! Αν ήταν, δε, τυχεροί, μπορούσαν να βλέπουν από το πλάι τα παρασκήνια, στα οποία οι ηθοποιοί άλλαζαν ρούχα, γιατί άλλαζαν και πολλούς ρόλους!
Τα μπουλούκια αποτέλεσαν μικρό πανεπιστήμιο και περάσανε μεγάλα ονόματα που γίνανε μετέπειτα γνωστοί πρωταγωνιστές όπως η Σπεράντζα Βρανά, η Καλή Καλό, ο Κώστας και Γιώργος Γακίδης, ο Στέφανος και η Αλέκα Στρατηγού καθώς και οι οικογένειες Στέφανου και Κατίνας Καλουτά με τις γνωστές κόρες Άννα και Μαρία, τα γνωστά τότε «Καλουτάκια», την οικογένεια Κοτοπούλη όπου έπαιξε σε ηλικία 12 χρονών στον «Αγαπητικό της βοσκοπούλας»- η κατόπιν μεγάλη Μαρίκα Κοτοπούλη-, η οικ. Νέζερ, η οικ. Πρεβελέγγιου και πολύ άλλοι.Πολλά χρόνια τα θεατρικά μπουλούκια μέσα από τεράστιες δυσκολίες και με τα πενιχρά μέσα που διέθεταν, γαλούχησαν θεατρικά το μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού της περιφέρειας και επηρέασαν αισθητικά και θεματικά τον λεγόμενο εμπορικό κινηματογράφο και την επιθεώρηση.
Ο άθλος του Ηρακλέους
Ένα από τα συνηθέστερα μέρη στα οποία παιζόταν θεατρικές παραστάσεις στην Πόρπη ήταν το καφενείο και κέντρο διασκέδασης του Αντώνη Αργυρακάκη. Δεν ήταν σε κεντρικό σημείο του χωριού αλλά είχε άλλα πλεονεκτήματα. Ήταν απέναντι από το Δημοτικό Σχολείο, συνήθη τόπο συγκέντρωσης των παιδιών, που έπαιζαν στη μεγάλη του αυλή. Λειτουργούσε ως μικρό μάρκετ, ως καφενείο και ενίοτε ως κέντρο διασκέδασης. Λίγο απ’ όλα δηλαδή! Μάλιστα, στον σχετικά πολύ άνετο εξωτερικό του χώρο, υπήρχε μια πλούσια ακακία στο κέντρο ακριβώς της λεγόμενης «πίστας», μιας στρογγυλής τσιμεντοστρωμένης επιφάνειας, στην οποία, όταν γινόταν κάποιο γλέντι, χόρευαν οι πορπιώτες και οι πορπιώτισσες και όταν ήταν καφενείο, πρόσφερε τη δροσιά της.
Πρέπει να ήταν περίοδος Πάσχα, γιατί το βραδάκι έτσουζε ακόμη το κρύο κι έτσι η παράσταση του νεοφερμένου μπουλουκιού θα γινόταν μέσα στο καφενείο του Αντώνη Αργυρακάκη. Η πιτσιρικαρία του χωριού, που τότε ήταν μπόλικη, ακολουθούσε καταπόδι τους καινούριους επισκέπτες, καταγράφοντας και την παραμικρή κίνηση των μελών του. Κάποια στιγμή μια σοβαρή, όμορφη κυρία, μέλος του θιάσου και –όπως διαπιστώσαμε το βράδυ στην παράσταση- πρωταγωνίστρια, μας φώναξε στο εσωτερικό του καφενείου, μας έβαλε σε κύκλο, μας έκανε κάποιες αθώες ερωτήσεις και στο τέλος διάλεξε ένα παιδάκι, που -οι υπόλοιποι το ζηλέψαμε πολύ για την τύχη του- το βράδυ θα έπαιζε στο δραματικό μέρος του έργου το ρόλου του μικρού ορφανού παιδιού. (Πολύ αργότερα, όταν παραμεγαλώσαμε, μάθαμε ότι αυτό που έγινε τότε ήταν η λεγόμενη οντισιόν!!!).
Ο μικρός που διάλεξαν τότε έγινε μεγάλος αργότερα και μάλιστα σήμερα είναι ο Πρόεδρος της Πόρπης, ο αγαπητός μας Ηρακλής. Θέλεις η έκφρασή του, θέλεις η εμφάνισή του, οι κινήσεις του, η άνεσή του, το κρυφό του ταλέντο (;) οδήγησαν την πρωταγωνίστρια ηθοποιό στο να διαλέξει αυτόν από τόσα άλλα παιδάκια για το ρόλο δυστυχισμένου και ταλαιπωρημένου. Οι υπόλοιποι, μετά την επιλογή, περιμέναμε με αγωνία και λαχτάρα το αποτέλεσμα της επιλογής. Προσωπικά, δεν μπορούσα ούτε κατά διάνοια να φανταστώ τον Ηρακλή στη σκηνή να παίζει σοβαρά, χωρίς να γελάσει ή να φοβηθεί μπροστά σε τόσο κόσμο. Κι όμως, το βράδυ τρίβαμε τα μάτια μας! Ένα όχι μόνο σοβαρό αλλά εντελώς πειστικό δυστυχισμένο ορφανό παιδάκι, φερμένο λες από κάποιο ίδρυμα! Η μαγεία του θεάτρου! Ήταν ο χαμηλός φωτισμός (ένα πολυκαιρισμένο Λουξ), ήταν η υπερυψωμένη θεατρική σκηνή, ήταν η υποβλητική ατμόσφαιρα που υπήρχε, ήταν η συγκίνηση που το υποκριτικό ταλέντο των ηθοποιών είχε μεταδώσει…. ! Ήταν μάλλον όλα αυτά, και ενώ περιμέναμε χαιρέκακα να κάνουμε τη σχετική καζούρα στο φίλο μας Ηρακλή (το κοινό τότε συμμετείχε ενεργά στην παράσταση με γιούχα ή με επιδοκιμασίες) στο τέλος κοντεύαμε να κλάψουμε. Αυτή η μετάλλαξη δεν ήταν μόνο άθλος του θεάτρου που έχει τη δύναμη να μεταβάλλει το ασήμαντο σε σημαντικό. Ήταν και άθλος του Ηρακλέους!!!
Ο Ηρακλής πριν και…. μετά
Σχολιάστε