Η έβδομη τέχνη στην Πόρπη
Θαυμαστός ο κόσμος του κινηματογράφου! Από τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο και μετά ο κινηματογράφος, ξένος κι ελληνικός, αναπτύσσεται με γρήγορο ρυθμό. Πολλές ταινίες παράγονται, κάποιες από αυτές αριστουργήματα, με ποικίλα θέματα: δακρύβρεχτες, ποιμενικές, ερωτικές, ηρωικές… Απ΄ όλα έχει ο μπαξές! Οι κάτοικοι των πόλεων έχουν το προνόμιο να μπορούν να πάνε στους κινηματογράφους που με την πάροδο των χρόνων πυκνώνουν. Οι κάτοικοι των πιο απομακρυσμένων περιοχών πώς θα μπορέσουν όμως να γευτούν τους καρπούς της έβδομης τέχνης;
Το πρόβλημα αυτό αναλαμβάνει στην αρχή να το λύσει η ιδιωτική πρωτοβουλία. Το ότι οι κάτοικοι των χωριών είδαν κινηματογράφο αυτό οφείλεται αποκλειστικά στους πλανόδιους κινηματογραφιστές. Οι πλανόδιοι κινηματογραφιστές αποτέλεσαν το βασικό μοχλό για την ανάπτυξη του κινηματογράφου, σαν το κυρίαρχο λαϊκό θέαμα του 20ου αιώνα. Από το 1970 και μετά βοήθησε η πολιτεία, (είχαμε δικτατορία τότε να θυμίσω), με τον στρατιωτικό σινεμά. Την ίδια περίπου εποχή ένας τρίτος φορέας προβολής κινηματογραφικών ταινιών – κυρίως με ηθικο- διδακτικό περιεχόμενο- ήταν η Μητρόπολη που έστελνε κλιμάκιο με επικεφαλής τον ιεροκήρυκα Αρχιμανδρίτη, (ο Δαμασκηνός τότε με κάποια παιδιά του οικοτροφείου).
Οι πλανόδιοι προβολατζήδες στην περιοχή της Πόρπης ήταν δύο κοντοχωριανοί. Πορπιώτης δεν τόλμησε να κάνει αυτή τη δουλειά. Άλλωστε οι Πορπιώτες προτιμούσαν να πατούν σε στέρεες βάσεις, να κάνουν τις δουλειές που ήξεραν να κάνουν καλά: να σπέρνουν, να θερίζουν, να οργώνουν, να κάνουν οικονομία… Απείχαν από αμφίβολα επιχειρηματικά ανοίγματα. Οι άνθρωποι που γύριζαν με μια κινηματογραφική μηχανή κι ένα φορτηγάκι με μεγάφωνο ήταν ο Στραβολέγκας από τη Σάλπη και ο Κοσμίδης ο Βαγγελάκος, από τη διπλανή Μέσση.
Χώρος προβολής ήταν συνήθως καφενεία. Συνήθως του Αντώνη Αργυρακάκη, απέναντι από το Δημοτικό Σχολείο, ή του Βασίλη Δερμανόπουλου ή του Μπεγιάζη ή του Ξενοφώντα. Έκλειναν ερμητικά με πανιά ή χαρτόνια τα παράθυρα και τις πόρτες και κάθε τρύπα απ’ την οποία θα μπορούσε πιθανόν να δει λαθραία κάποιος την ταινία. Τα Καλοκαίρια επιλέγονταν κάποιες αυλές καφενείων, που είχαν περίφραξη, συνήθως του Δερμανόπουλου ή του Μπεγιάζη. Κι επειδή ο κίνδυνος λαθραίων ήταν πολύ πιο οξυμμένος το Καλοκαίρι, τα μέτρα ασφαλείας ήταν αυστηρά. Βέβαια, εμείς, μικροί φτωχοδιάβολοι, πάντα βρίσκαμε τρόπο να εισχωρήσουμε κρυφά, μόλις έσβηναν τα φώτακι άρχιζε η προβολή!
Ο στρατιωτικός ή ο σινεμάς της Μητρόπολης ήταν δωρεάν και το Καλοκαίρι προβάλλονταν στην κεντρική πλατεία, σε μια λαμαρίνα που είχε τοποθετηθεί πάνω από το σημερινό αγροτικό ιατρείο. Στους κλειστούς χώρους το ρόλο της οθόνης αναλάμβανε κάποιο σεντόνι. Επειδή η διαφήμιση είναι απαραίτητη (ο Βολταίρος χαριτολογώντας έλεγε: ¨κι ο Θεός ακόμα έχει ανάγκη διαφήμισης, γι’ αυτό χτυπούν οι καμπάνες¨) το φορτηγάκι την ημέρα έκανε βόλτα στο χωριό και διαφήμιζε την ταινία: Το βραδάκι ο κόσμος κατηφόριζε στον τόπο προβολής, συχνά με τα καρεκλάκια στα χέρια και το πασατέμπο στην τσέπη (είπαμε οι Πορπιώτες είναι οικονόμοι).
Οι κινηματογραφιστές μη φανταστείτε ότι ήταν άνθρωποι της τέχνης, κουλτουριάρηδες ή σινεφίλ! Καμία σχέση. Πρώην τσομπάνηδες ή γεωργοί που προσπαθούσαν να βγάλουν το μεροκάματο ήταν. Οι κάτοικοι των χωριών, όμως, χάρη σε αυτούς μάθαιναν πώς ζούσαν στον υπόλοιπο κόσμο, πως ντύνονταν, πως διασκέδαζαν, πως χόρευαν και πως ήταν το περιβάλλον στο οποίο ζούσαν. Χάρη σ’ αυτό το σινεμά γνωρίσαμε τον Αυλωνίτη, το Χατζηχρήστο, το Λογοθετίδη, τη Βουγιουκλάκη, τη Μάρθα Βούρτση. Εδώ βλέπαμε τα εγκαίνια της Χούντας και το μυστρί του Παττακού, γιατί μερικές φορές πριν την προβολή της ταινίας έπαιζε τα «επίκαιρα», ένα μικρό δελτίο ειδήσεων στην ουσία με εικόνα από την επικαιρότητα. Εδώ είδαμε και τα ινδάλματά μας: το Δομάζο, το Σιδέρη, το Νεστορίδη, γιατί προβάλλονταν και στιγμιότυπα από αγώνες ποδοσφαίρου.
Εμείς τα παιδιά, συνεπαρμένοι από το θέαμα, ιδίως τα Καλοκαίρια, μέρες ή και βδομάδες μετά την παράσταση, αναπαριστούσαμε στις αλάνες και στα μποζαλίκια σκηνές της ταινίας που είχαμε δει, κάνοντας πότε τον Ταρζάν, πότε τον καουμπόυ, πότε τον Αγκόπ , τη Γκόλφω ή την Αναστασιά.
Οι πλανόδιοι κινηματογραφιστές, αποτέλεσαν τον βασικό μοχλό, για την ανάπτυξη του κινηματογράφου, σαν το κυρίαρχο λαϊκό θέαμα του 20ου αιώνα. Όλο αυτό το πανηγύρι, σταματά στα μέσα της δεκαετίας του 1970, όταν άρχισε η επέκταση της τηλεόρασης. Με τον ερχομό της τηλεόρασης (πρώτη τηλεόραση στην Πόρπη ήταν αυτή στο καφενείο του Βασίλη Δερμανόπουλου, όπου όρθιοι ή καθισμένοι κάτω στο τσιμέντο βλέπαμε τον «Παράξενο Ταξιδιώτη») η κρίση πλήττει τους πλανόδιους κινηματογραφιστές, που σιγά σιγά σταματούν.
Σχολιάστε