Το φιλαράκι μου

   1979

   «Εγώ από μικρό παιδί, πετροβολούσα τη ζωή …», τραγουδούσε ο Πάριος αισθαντικά τη δεκαετία του ’70. Αυτό το στίχο μου φέρνει στο νου συνειρμικά η ανάμνηση του φίλου μου του Παύλου. Πετροβολούσε τη ζωή. Ατίθασος κι απρόθυμος να υποταγεί στη θλίψη και στην ανάγκη ήταν η χαρά της παρέας. Αυτός για όλα. Βοηθός και συμπαραστάτης σ’ όποιον ήθελε βοήθεια. Συνοδός και παρέα σε όποιον ήθελε παρέα. Πρόθυμος μεταφορέας όποιου δεν είχε μέσον μετακίνησης. Κρυφός προμηθευτής τσιγάρων για τα κορίτσια που κρυφοκάπνιζαν αλλά δεν τολμούσαν να πάνε στο περίπτερο. Φλογερός χορευτής με ειδικότητα στο τσιφτετέλι. Μόνο αυτός κατάφερνε να δονείται σύγκορμα, σαν τρεμάμενο στον αέρα φυλλαράκι, όταν χόρευε τσιφτετέλι! Δεν υπήρχε οργανωμένη προσπάθεια ή σκανδαλιά που να απουσιάζει. Για πότε μάλιστα έπιανε γνωριμίες και δημιουργούσε σχέσεις, ήταν απίθανο. Θυμάμαι κάποτε στο καφενείο “η Κομοτηνή” του Μπάμπη, στην Καμάρα. Τον άφησα μόνο του για πέντε λεπτά, γιατί έπρεπε να τηλεφωνήσω. Όταν επέστρεψα, είχε ήδη δημιουργήσει παρέα κι αστειευόταν στο καφενείο, ενώ εγώ σκεφτόμουν τι να κάνει μόνος του, γιατί ήταν περιστασιακός επισκέπτης και είχε έρθει για λίγες μέρες στη Θεσσαλονίκη!

      Έχει καιρό, χρόνια θα’ λεγα, που θέλω να γράψω για έναν άνθρωπο ξεχωριστό στη ζωή μου, που δεν ζει δυστυχώς πια, και δεν τολμώ. Ξέρω πως θα πονέσω πολύ γράφοντας κι ενθυμούμενος αλλά δεν είναι αυτός ο βασικός λόγος. Φοβάμαι πως δεν θα μπορέσω να πω αυτά που πρέπει, πως δεν θα σταθώ αντάξιος της σχέσης που μας ένωσε, της φιλίας και της εμπιστοσύνης που απλόχερα πάντα μου έδειχνε. Και δεν θέλω να γράψω αγιογραφία, πόσο καλός και χρυσός υπήρξε, ούτε να βαρύνω πολύ το λόγο μου με κουβέντες που θα φαντάζουν βαρύγδουπες και καλοπελεκημένες, ούτε ότι με στενοχώρησε πολύ η απώλειά του. Η στενοχώρια άλλωστε είναι προνόμιο της μοναξιάς, της μοναχικότητας και δεν πρέπει να τη διαλαλεί κανείς, ούτε να τη φωνάζει. Νιώθεται, δεν περιγράφεται. Βιώνεται, δεν διαλαλείται. Καταπίνεται, αργά και χορταστικά, ως την τελευταία σταγόνα της. Και τότε, αφού τη γευτεί κάποιος σαν σε τελετουργία, μπορεί να νιώσει απελευθερωμένος, εξαγνισμένος, καθαρός, ήσυχος πως έκανε το χρέος του.

Σαν χρέος τιμής θέλω να γράψω δυο λόγια συγνώμης πιο πολύ, γιατί νιώθω πως τον δυσκόλεψα  αρκετές φορές, τον έφερα σε δύσκολη θέση, μπορεί και να τον στενοχώρησα. Βέβαια, αυτός ποτέ δεν μου κράτησε κακία, ποτέ δεν προσπάθησε να εκδικηθεί ή να αντιστρέψει κάποια δυσάρεστη πράξη μου. Ήξερε, καταλάβαινε πως οι στιγμές αυτές ήταν όχι από κακία αλλά από υπερβολές που φέρνει το παιχνίδισμα. Τέτοιες ήταν όλες οι φορές που τον πείραζα. Αστεία ή παιχνιδίσματα που μερικές φορές ξέφευγαν και γίνονταν χωρατά κακόγουστα και χοντροκομμένα. Είχε το χάρισμα να μην κρατά κακία, πράγμα καθόλου εύκολο. Να μπορείς να δείχνεις και να είσαι μεγαλόψυχος, έχοντας καρδιά μικρού παιδιού! Να προσπερνάς τη δυσκολία με χαμόγελο κι αισιοδοξία κι όχι με στεναχώρια.

      Και δεν ταιριάζει και στο φίλο μου η στεναχώρια. Ήταν λάτρης της χαράς και της αισιοδοξίας. Ακόμα και στις δύσκολες ώρες, που δυστυχώς του ήρθαν πολλές, είχε αστείρευτο κέφι και ζωντάνια. Αρνιόταν να υποταχτεί στη θλίψη και στη μαυρίλα και εύρισκε τον τρόπο ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές να έχει τη δύναμη να τις ξεπερνά με σθένος, με δύναμη, με χιούμορ. Όλες μου οι μνήμες γύρω του ακουμπούν σε χαρά και γέλιο. Και στη γειτονιά και στο σχολείο και στην πλατεία και στο καφενείο και στο γήπεδο και στη δουλειά και στις βόλτες.

      Περίπου συνομήλικοι. Εγώ μεγαλύτερος μισό χρόνο. Στην ίδια γειτονιά, αν κι οι γειτονιές μας ήταν πολύ ανοιχτές (κι ανεκτικές θα έλεγα). Θηλάσαμε μάλιστα κι απ’ το ίδιο γάλα, μιας κι η μάννα μου προσφέρθηκε να τον θηλάσει, γιατί ήταν μικρός κι αδύναμος σαν μωρό κι η μητέρα του δεν είχε πολύ γάλα. Αυτό για κάποιους λαούς σε κάνει αδερφό με τον ομογάλακτο, κανονικό αδερφό για όλη σου τη ζωή.

 

 

      Μικρασιάτικης από πατέρα και θρακιώτικης από μητέρα καταγωγής ο Παύλος, υπερίσχυσαν μέσα του μάλλον τα γονίδια της Ιωνίας, δίνοντάς του βασικά μικρασιάτικα χαρακτηριστικά: εξωστρεφής, άνθρωπος της χαράς, της δράσης, του γέλιου, της έντασης. Οι Μικρασιάτες γελούν αλλά και θυμώνουν εύκολα. Αγαπούν αλλά και μισούν γρήγορα. Ονειροπόλοι, τολμηροί και γι’ αυτό ανυπόμονοι και βιαστικοί. Λάτρεις της ζωής, του κυνηγιού, του ψαρέματος, των συντροφιών. Εραστές της ζωής, γλεντζέδες, χουβαρντάδες, παίρνουν εύκολα ρίσκο.

     Μοιάζαμε αλλά και διαφέραμε πολύ. Εγώ συνέχισα σπουδές στο Γυμνάσιο κι αργότερα στο Πανεπιστήμιο. Ουσιαστικά ο χρόνος διαμονής στο μικρό χωριό μας ήταν λίγος. Ο Παύλος έμεινε στο χωριό μετά το Δημοτικό.  Έφυγε για πολύ λίγο. Κάποια στιγμή μάλιστα δοκίμασε να εργαστεί και στα καράβια αλλά αυτό κράτησε μόνο ένα μήνα και χωρίς να προλάβει να μπαρκάρει, γιατί το καράβι στο οποίο πήγε έκανε εργασίες συντήρησης. Θυμάμαι τη χαρά μου όταν τον είδαμε να επιστρέφει, γιατί η απουσία του ήταν εμφανής στο χωριό. Επέστρεψε μάλιστα κουβαλώντας μια σακούλα νεράντζια. Ήταν το δώρο στη μάνα του. Τα είδε να στέκουν σε κάποια δέντρα στη Ν. Σμύρνη και τα πέρασε για πορτοκάλια. Πώς θα ερχόταν με άδεια χέρια;

    Προερχόμενος από οικογένεια οικοδόμων ήταν αναπόφευκτο να εργάζεται κι ο ίδιος ως οικοδόμος. Ο πατέρας του, πολύ καλός κι ακούραστος τεχνίτης, έχτισε το μισό χωριό. Πολλές φορές για να εξασφαλίσουμε χαρτζιλίκι δουλεύαμε μαζί σε διάφορες οικοδομικές δουλειές: καλουπώματα, τσιμεντοστρώσεις, χτίσιμο, σοβάντισμα, περιφράξεις, σκεπές, μερεμέτια. Ιδιαίτερα, στη δεκαετία του ‘70 οι δουλειές ήταν πάρα πολλές. Ο μόχθος καθημερινός και η κούραση μεγάλη. Εκεί, στην οικοδομή, με το καροτσάκι ή το μυστρί, μέσα στον ιδρώτα και στον καύσωνα δοκιμάστηκαν οι αντοχές μας αλλά και σφυρηλατήθηκε η σχέση μας. Αντίδοτο στις δυσκολίες ήταν το τραγούδι και η διάθεση να αποδείξουμε πως αντέχουμε. Και μέσα στο χτίσιμο των σπιτιών κτίστηκε κι η δική μας σχέση: αγνή, άδολη, αφτιασίδωτη, πρωτόγονη.

     Μέρα γιορτινή, Κυριακή ή κάποια γιορτή, καλοντυμένοι όλοι γυροφέρνουμε κάπου εκεί γύρω από την πλατεία του χωριού, καταλήγοντας στο τέλος, ως συνήθως, να κλωτσάμε μια μπάλα, παρόλο που φορούσαμε σκαρπίνια και καλά ρούχα. Το ποδόσφαιρο θεωρούνταν τόσο ιερό που είχε πάντα προτεραιότητα. Οι μεγαλύτεροι σε πηγαδάκια συζητούν για τα προβλήματά τους, τα χωράφια, τα ζώα τους, τις δουλειές τους. Ξάφνου μια παιδική φωνή, τσίριγμα για την ακρίβεια, μας κάνει να στρέψουμε την προσοχή μας προς την ανηφοριά. «Αλεπού, αλεπού». Μια κοκκινοτρίχα αλεπουδίτσα έτρεχε αλαφιασμένη από το κοτέτσι της γιαγιάς Αριστέας προς την αποθήκη του Γκουντάκου και ξωπίσω της πεντέξι πιτσιρίκια, που την ξετρύπωσαν παίζοντας κρυφτό. Σταματήσαμε όλοι το παιχνίδι και τρέξαμε προς τα πάνω. Η αλεπού, βέβαια, φοβισμένη κι αγριεμένη τρύπωσε στην αποθήκη, που ήταν γεμάτη με μπάλες χόρτου. Μαζευτήκαμε όλοι εκεί κοντά αλλά να κάνεις τι; Να μπεις σε μια αποθήκη γεμάτη χόρτο να βρεις την αλεπού; Έμοιαζε μάταιος κόπος.

     Αλλά ήταν κι επικίνδυνο, γιατί το αγριεμένο ζώο δεν θα παράδιδε αναίμακτα το τομάρι της, χωρίς αγώνα. Εδώ έτυχε να προσπαθήσω κάποτε να πιάσω λαγό   που τον είχε συλλάβει μισοζαλισμένο καίγοντας την καλαμιά του χωραφιού ο πατέρας μου και τον είχε κλείσει στο ντουλάπι της κουζίνας μας. Όταν μου το είπαν πήγα να γνωρίσω από κοντά το αναπάντεχο θήραμα. Εν τη αφελεία μου, μισάνοιξα το ντουλάπι κι έβαλα το χέρι μου να τον πιάσω. Με καταξέσκισε ο λαγός, βλέποντας να απειλείται! Φανταστείτε τι θα μπορούσε να κάνει μια αλεπού σε παρόμοια περίπτωση! Κάτι τέτοιο σκεφτόταν φαίνεται και οι υπόλοιποι, καθώς δεν τολμούσε κανείς να εισχωρήσει στην αποθήκη. Μέχρι που κατέφτασε ο Παύλος. Μπήκε χωρίς καν να το σκεφτεί στη αποθήκη. Η αγωνία μας ήταν μεγάλη αλλά δεν κράτησε πολύ. Σε λίγο ο Παύλος έβγαινε θριαμβευτικά από την αποθήκη κρατώντας σαν πολύτιμο λάφυρο την αλεπού. Πώς τη βρήκε, πώς την έπιασε, πώς δεν φοβήθηκε! Μυστήριο. Στο τέλος μάλιστα βγήκε και φωτογραφία με το σπάνιο λάφυρο!

     Στο νοσοκομείο, κάποια από τις πολλές δυστυχώς φορές που χρειάστηκε να νοσηλευτεί είχε γίνει γνωστός σε όλους: γιατροί, νοσοκόμοι, τραυματιοφορείς, τραπεζοκόμοι, καθαρίστριες, νοσηλευόμενοι τον ήξεραν. Όλοι. Καθηλωμένος σχεδόν στο κρεβάτι του, με τα προβλήματα καρδιακής και νεφρικής ανεπάρκειας σε έξαρση και με το εγκεφαλικό να έχει αφήσει ανεξίτηλα τα ίχνη και την επίδρασή του στην ομιλία και στην κίνηση. Μόνο στη διάθεσή του δεν μπόρεσε ν’ ασκήσει καμιά επίδραση. Παρέμενε το ίδιο ζωηρός, το ίδιο παιχνιδιάρης, το ίδιο αισιόδοξος. Τον επισκέφτηκα με βαριά καρδιά, ξέροντας πόσα έχει τραβήξει. Δεν έψαξα πολύ να τον βρω. Τον ήξεραν όλοι. Μπήκα στο θάλαμο νοσηλείας διστακτικά. Τον είδα στο κρεβάτι με όλο τον εξοπλισμό: με τους ορούς, με τον καθετήρα και με διάφορα περίεργα καλώδια που ήταν συνδεδεμένα και παρακολουθούσαν την καρδιακή του λειτουργία. Ξερόβηξα μηχανικά. Τι να πεις σε τέτοιες στιγμές! Το φιλαράκι μου μ’ έβγαλε αμέσως από τη δύσκολη θέση. Κάνοντας μια κίνηση με το χέρι του προς τους ώμους του με τα καλώδια μου ψιθύρισε, με εκείνη την αθώα παιχνιδιάρικη λάμψη των ματιών του: « Κοίτα, Στέφανε, έγινα Στρατηγός»!

     Τα τελευταία χρόνια της σύντομης ζωής του χειροτονήθηκε ιερέας και υπηρέτησε στη Συκορράχη, στη Γλυφάδα και στη Μέση. Το διάστημα αυτό οι δρόμοι μας χώρισαν. Δεν βλεπόμασταν πια τακτικά. Δημιουργήσαμε οικογένειες, μέναμε χωριστά. Ο Παύλος έγινε κάτοικος Μέσης. Κυρίως, όμως, η περιπέτεια της υγείας του τον καθήλωσε βαθμιαία. Πέρασε πολλά, με κατάληξη να μένει καθηλωμένος στο κρεβάτι, με σοβαρά προβλήματα στην κίνηση και στην ομιλία. Αυτό δεν τον εμπόδιζε, όμως, στο να μου τηλεφωνεί κάθε απόγευμα. Περίμενα με λαχτάρα το καθημερινό τακτικό του τηλεφώνημα, που συνήθως περιλάμβανε αστειάκια διάφορα και δεν κούραζε. Υπήρχε μεταξύ μας ένας ιδιαίτερος κώδικας συνεννόησης, τέτοιος που αρκούσε, όταν συναντιόμασταν, να κοιταχτούμε στα μάτια και να μας πιάσουν τα γέλια. Πολλές Κυριακές, που κατέβαινα στο χωριό, όταν πια ο Παύλος έμενε στο σπίτι των γονιών του λόγω της κατάστασής του, τον έπαιρνα με το αυτοκίνητο για μια καθιερωμένη βόλτα. Συνήθως στο σπίτι του στη Μέση για να επισκεφθεί τη σύζυγό του Σούλα ή κάποιες φορές στο γήπεδο για να καμαρώσει το μικρό του γιο Τάσο, που έπαιζε ποδόσφαιρο με επιτυχία κι έκανε τον πατέρα του να νιώθει πολύ υπερήφανος!

     Η σχέση του με την οικογένειά του ήταν σχέση αξιομνημόνευτη. Κι εντάξει. Όλοι αγαπάμε τα παιδιά μας και καμαρώνουμε και μπορεί να υπερβάλουμε κιόλας κάποια φορά. Αλλά η αγάπη του στη Σούλα και στα παιδιά του ήταν απερίγραπτη. Δεν τον άκουσα ποτέ να παραπονεθεί. Τους μιλούσε στοργικά πάντα, όπως μιλάει κανείς σε ένα παιδάκι, χωρίς ποτέ να τους θυμώσει ή να μουτρώσει.

     Αυτά για το φιλαράκι μου, τον Παύλο, που μου λείπει, μας λείπει πολύ. Ένα μικρό αντίδωρο, ένα μνημόσυνο ενός αγαθού ανθρώπου που δεν έβλαψε κανέναν, ένα κεράκι στη μνήμη του. Να τον θυμούνται όλοι. Και τα παιδιά του να είναι περήφανα γι’ αυτόν!

 

 

Website Powered by WordPress.com.

ΠΑΝΩ ↑

Αρέσει σε %d bloggers: