Η γενοκτονία του υπόδουλου Ελληνισμού άρχισε από το 1908 με την επικράτηση των λεγόμενων «Νεοτούρκων». Οι υπόδουλοι χριστιανοί στην αρχή πλανήθηκαν ως προς τις προθέσεις και τους σκοπούς των νέων αφεντάδων. Σύντομα όμως έπεσαν οι μάσκες και αντί των περίφημων διακηρύξεων περί «ισότητας, αδελφότητας και δικαιοσύνης» το συνέδριο των Νεοτούρκων στη Θεσσαλονίκη το 1911 διαμόρφωσε την «Εθνική Πανισλαμική Σκέψη» περί της απόλυτης ηγεμονίας της Τουρκικής φυλής και αποφάσισε την εξόντωση όλων των μη μουσουλμανικών εθνών της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, χρησιμοποιώντας τη μακάβρια μέθοδο «Από το σπαθί στο σπαθί, με το σπαθί«. Στην αρχή η απόφαση αυτή έλαβε τη μορφή αυθαίρετων καταπιεστικών μέτρων, επιλεκτικών εξαφανίσεων και ανεξιχνίαστων δολοφονιών. Με την επικράτηση όμως στις 23 Ιανουαρίου του 1913 των φανατικότερων Νεοτούρκων έπεσαν και τα τελευταία προσωπεία. Έτσι από τις αρχές του 1914 άρχισε να υλοποιείται μια μεθοδική επιχείρηση εξαφάνισης του Ελληνικού και Αρμενικού στοιχείου. Οι συστηματικές εξορίες και διωγμοί και εκτελέσεις μεταβλήθησαν σε εκατόμβες. Στην πρώτη φάση της γενοκτονίας, η οποία άρχισε τις αρχές του 1914 και τελείωσε τον Οκτώβριο του 1918 εξοντώθηκαν και εκδιώχθηκαν συνολικά 773.915 Έλληνες από όλες τις ηλικίες με διαφόρους μεθόδους, από τους οποίους 218.447 διέμειναν στην Ανατολική Θράκη.
Ο διωγμός των Ελλήνων της Θράκης (αλλά και της Μικράς Ασίας) το 1914, έχει όλα τα στοιχεία για να πάρει χαρακτηρισμούς όπως Γενοκτονία ή Εθνοκάθαρση.
- Μεταναστεύσεις Μουσουλμάνων της Σερβίας, της Βουλγαρίας και της Ελλάδας προς τη Μικρά Ασία, υποκινημένες από την Νεοτουρκική κυβέρνηση (στην αρχή του 1914) με αιτιολογία της τουρκικής κυβέρνησης την αναμενόμενη είσοδο της Τουρκίας στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο.
- Απομάκρυνση των Ελλήνων της Ανατολικής Θράκης βίαια από τις πατρογονικές εστίες τους. Η εκκένωση μεθοδεύτηκε πρώτα με ανθελληνική εκστρατεία του τουρκικού Τύπου και ταυτόχρονη καταπίεση των Ελλήνων για να εξαναγκαστούν σε δήθεν εκούσια» μετανάστευση.
- Υψηλή φορολογία, ληστείες, εκφοβισμοί, βασανισμοί χωρίς λόγο, ταπεινώσεις.
Το μαύρο Πάσχα του 1914
από την σελίδα http://sitalkisking.blogspot.gr/2017/08/1914.html
Οι φοβεροί διωγμοί εναντίον των Θρακών εντάθηκαν το Πάσχα του 1914. Στην πραγματικότητα είχαν αρχίσει ενωρίτερα. .
Με βάση λοιπόν τα δημοσιεύματα του Τύπου εκείνης της εποχής θα επιχειρήσουμε να δώσουμε μια συνοπτική εικόνα των τραγικών εκείνων γεγονότων, τα οποία δυστυχώς δεν ήταν τα τελευταία, αφού επαναλήφθηκαν το 1922 με την άδικη εκκένωση της Ανατολικής Θράκης με απόφαση των… συμμάχων μας, για να την παραδώσουν στον Κεμάλ Ατατούρκ!
Το 1914 ήταν μια δραματική χρονιά για τον Ελληνισμό της Θράκης. Από τις πρώτες μέρες του έτους, άρχισαν οι διωγμοί.
Στις φυλακές της Αδριανούπολης («Πατρίς» 8 Ιανουαρίου 1914) είχαν ήδη πεθάνει 60 και πλέον κρατούμενοι ομογενείς από ξυλοδαρμό!!! Δείγμα πρόωρο του Νεοτουρκικού πολιτισμού.
Από τα τέλη Μαρτίου 1914 οι ειδήσεις έφταναν στις αθηναϊκές εφημερίδες και ήταν ανησυχητικές.
Η «Ακρόπολις» (1 Απριλίου 1914) έγραφε ότι τα χωριά Μαγκριώτισσα, Ας Μπουγά, Τοπτίκιοϊ, Άγιος Γεώργιος, Άγιος Ιωάννης, Τσακλί, Σεράι, Γιάτρος, και Κρυόνερο ερημώθηκαν. Οι κάτοικοί τους Έλληνες όλοι εκδιώχθηκαν και εστάλησαν στη Ραιδεστό, απ’ όπου θα σταλούν τελικά στη Θεσσαλονίκη. Στη Σαρακίνα ειδοποιήθηκαν οι κάτοικοι να ετοιμάζονται και αυτοί για το ίδιο ταξίδι. Στη Βιζύη οι αρχές ειδοποίησαν, όσοι χρωστούν στη Γεωργική Τράπεζα να ετοιμάσουν χρήματα και να πληρώσουν. Επίσης έδωσαν διορία λίγων ημερών στους κατοίκους της Γέννας, του Μπουνάρ Χισσάρ, του Σκεπαστού και του Σκοπού, να ετοιμαστούν και αυτοί για να φύγουν.
*Τίτλος από την εφημερίδα «Πατρίς» 6 Απριλίου 1914
Η ίδια εφημερίδα σχολίαζε: «Είναι να τραβά κανείς τα μαλλιά του με ό,τι γίνεται εκεί. Όσους διώχνουν δεν τους αφήνουν να πάρη κανείς τίποτε μαζί του. Μόνον τα ρούχα που φορούν οι άνθρωποι, μόνον με αυτά φεύγουν, αλλά έως να φθάσουν εις Ραιδεστόν τους κάμνουν σωματικήν έρευναν, αδιακρίτως άνδρας, γυναίκας, παιδιά, για να πάρουν ό,τι έχουν και δεν έχουν. Και η έρευνα αυτή παρακολουθείται και από ξύλο».
Και κάτι που έδειχνε την άκρατη εκμετάλλευση. Αγόραζαν οι Τούρκοι τα υπάρχοντας των Ελλήνων, αλλά με τι τιμές; Ένας ομογενής ανέφερε ότι έδωσε για 6 μόνο λίρες όλα τα ζώα του, δηλαδή 4 βουβάλια πραγματικής αξίας 50 λιρών, 3 βόδια αξίας 25 λιρών, 2 άλογα 24 λιρών και ένα μουλάρι 10 λιρών!
Ομογενείς που έφτασαν στον Πειραιά ατμοπλοϊκώς από τη Σμύρνη πληροφόρησαν τον Τύπο, ότι ο διωγμός των Ελλήνων έφτασε στο απροχώρητο. Σ’ αυτό το διωγμό σημαίνοντα ρόλο έπαιζαν οι χοτζάδες, οι οποίοι ανέβαιναν τρεις φορές τη μέρα στους μιναρέδες και διαλαλούσαν:
«Καταραμένος να είναι εκείνος ο πιστός Οθωμανός ο οποίος έχει συναλλαγές ή σχέσεις ή πλησιάζει απλώς τους Γκιαούρηδες Έλληνες, τους οποίους πρέπει να εξοντώσουμε, γιατί αυτοί είναι οι φοβερότεροι εχθροί του γένους μας».
Για την κατάσταση αυτή διαμαρτυρήθηκαν έντονα ο Μητροπολίτης Σμύρνης και ο Έλληνας γενικός πρόξενος στις τουρκικές αρχές αλλά κατά την εφημερίδα «Πατρίς» (1 Απριλίου 1914) «εννοείται ότι έκαμαν τοιαύτην αίσθησιν αι διαμαρτυρίαι των ανωτέρω εις τας Τουρκικάς αρχάς, οίαν κάμνει η φωνή του βοώντος εν τη ερήμω». Και αυτά δεν ήταν πρωταπριλιάτικο αστείο δυστυχώς…
Την επομένη το ελληνικό κοινό πληροφορήθηκε από τις εφημερίδες ότι στο Δεδέαγατς έφτασαν από την Ηράκλεια της Ανατολικής Θράκης πολλοί ομογενείς διωγμένοι από τους Τούρκους. Οι πρόσφυγες αυτοί αφηγήθηκαν ότι ο καϊμακάμης της πόλης με 40 ζαπτιέδες, επί τρεις μέρες καταγίνονταν πώς να κατακλέψουν τους Έλληνες, αρπάζοντας χρήματα, κοσμήματα και τα δημητριακά τους. Στη συνέχεια με τη βία τους επιβίβασαν σε ένα πλοίο και τους μετέφεραν στη Μάδυτο, όπου τους κράτησαν επί του πλοίου τρεις μέρες νηστικούς. Τέσσερις από αυτούς πέθαναν. Οι αρχές για να εξασφαλιστούν τους υποχρέωσαν να υπογράψουν ότι εγκαταλείπουν οικειοθελώς τον τόπο τους χωρίς να τους ενοχλήσει κανένας! Τελικά σιδηροδρομικώς έφτασαν στο Δεδέαγατς.
Πύκνωναν οι διωγμοί
Οι μέρες περνούσαν και οι πληροφορίες πύκνωναν για τους διωγμούς των Ελλήνων.
Στο χωριό Κιουτσούκ Κιοΐ της επαρχίας Δαρδανελίων ο ομογενής Αλέξανδρος Τσακίρης εδάρη ανηλεώς μετά από ψευδομαρτυρίες του Χακή Εφέντη, με τον οποίο είχε οικονομικές συναλλαγές και είχε πληρώσει όλα τα χρέη του. Στη Χηλή, που απείχε πέντε ώρες από την Κωνσταντινούπολη στην ανατολική παραλία του Εύξεινου Πόντου συνελήφθη ο Δημήτριος Χατζηκελέσογλου με αναπόδεικτες κατηγορίες ότι εκφράσθηκε… υπέρ του ελληνικού στόλου και απήχθη σε άγνωστο σημείο. Στο Εσκή Σεχήρ ο επικεφαλής της Χωροφυλακής Μουσταφά και ο εισπράκτορας των δασικών φόρων μπήκαν χωρίς λόγο στο κατάστημα του Σπύρου Μουλτζόγλου και μαστίγωσαν αυτόν, τους υπαλλήλους του και τους πελάτες του και φεύγοντας τοιχοκόλλησαν προειδοποίηση ότι θα δέρνουν όποιον πλησίαζε και ρωτούσε τι συνέβη.
Στο Κιουπλί (απέναντι από το Σουφλί) που ανήκε στη Μητρόπολη Διδυμοτείχου οι αρχές ζήτησαν καταναγκαστικό έρανο για ποσό 1070 λιρών υπέρ του τουρκικού στόλου. Οι φτωχοί Κιουπλιώτες μπόρεσαν να μαζέψουν μόνο 125 λίρες. Οι Τούρκοι τους εξανάγκασαν να πουλήσουν τα αιγοπρόβατα και τα γεωργικά εργαλεία τους. Εξοικονόμησαν άλλες 525 λίρες. Οι Τούρκοι τους έδωσαν προθεσμία 10 ημερών να συγκεντρώσουν όλο το ποσό. Αλλιώς, τους απείλησαν ότι θα τους φυλακίσουν, θα τους δείρουν και θα τους εξορίσουν.
Στο Καβακλή και στο Γενήκιοϊ, οι χωρικοί προσκαλούνταν στο Διοικητήριο, όπου τους ξυλοκοπούσαν και τους άφηναν ελεύθερους όταν δεσμεύονταν ότι θα πληρώσουν μεγάλα χρηματικά ποσά. Στο χωριό Τσιφλικάκι, όπου δεν μπόρεσαν να μαζέψουν χρήματα, πήραν δια της βίας από τους κατοίκους 147 πρόβατα και από την κωμόπολη Ισλάρ για τον ίδιο λόγο άρπαξαν 800 πρόβατα.
Έξω από το Σχολάριο της επαρχίας Γάνου και Χώρας οι Τούρκοι δολοφόνησαν τον Θεόδωρο Γιαννακάκη, μόνο και μόνο… για να δοκιμάσουν την ευστοχία του όπλου τους, όπως οι ίδιοι παραδέχθηκαν! Στη Χώρα οι Τούρκοι κατέστρεψαν δύο μεγάλα παραπήγματα και άρπαξαν την ξυλεία που προορίζονταν για τους σεισμοπαθείς και την πήγαν στο τζαμί. Στη Χώρα πάλι, δύο κατώτεροι στρατιωτικοί πήγαν στο Παρθεναγωγείο και επιχείρησαν ανεπιτυχώς να βιάσουν τις δασκάλες.
Ο νομάρχης της Αδριανούπολης πήγε στο Μυριόφυτο και συνέστησε στους Τούρκους να μποϋκοτάρουν τους Έλληνες. Πολλοί Τούρκοι όμως αντέδρασαν γιατί έτσι θα θίγονταν τα οικονομικά τους συμφέροντα. Ο νομάρχης απείλησε ότι μαζί με τους Γκιαούρηδες θα εκδικηθεί και τους Τούρκους που δεν θα υπακούσουν στα κελεύσματά του. Στο Μυριόφυτο είχαν βρεθεί δολοφονημένοι οι ομογενείς Ιωάννης Καλογερίκος από το Αυδήμιο και Δημήτριος Τραμουντάνας από το Σιμιτλή. Στο χωριό Μηλιό οι αγρότες υποχρεώνονταν με ξύλο και άλλη βία, να οργώνουν χωρίς καμιά αμοιβή τα χωράφια των Τούρκων.
Απέναντι από τη Χίο και τη Λέσβο στο Αδραμύττιο και τις Κυδωνίες, λεηλατήθηκαν καταστήματα ομογενών γιατί στις βιτρίνες είχαν… άσπρα και κυανά υφάσματα ή άλλα εμπορεύματα με τα χρώματα αυτή. Συνειρμός με την ελληνική σημαία! Επιπλέον, συλλάμβαναν μαθητές στο δρόμο και τους ξέσκιζαν τα μαθητικά πηλήκια γιατί θεωρούσαν οι Τούρκοι ότι… μοιάζουν με τα πηλήκια των ανδρών του Ελληνικού στόλου!!!
Κατά την εφημερίδα «Πατρίς» (5 Απριλίου 1914, Μεγάλο Σάββατο) σε όλη την περιοχή της Μητρόπολης Διδυμοτείχου (μιλάμε για την περιοχή ανατολικά του Έβρου, γιατί στο Διδυμότειχο υπήρχε βουλγαρική κατοχή βάσει της συνθήκης του Βουκουρεστίου του 1913) δεν δόθηκε καμιά αμνηστία, όπως υπόσχονταν οι Νεότουρκοι. Ούτε αποφυλάκιση έγινε. «Τουναντίον καθ’ ημέραν γεμίζουν από ομογενείς όλα τα φρικώδη και ανήλια μπουδρούμια».
Οι πληροφορίες για τους διωγμούς των Ελλήνων πύκνωναν από μέρα σε μέρα. Έτσι προς τα μέσα Απριλίου είχε γίνει γνωστό στην Αθήνα ότι στη Στράντζα έγινα βιαιοπραγίες όταν οι κάτοικοι αρνήθηκαν να αποχωρήσουν. Οι αρχές έφεραν τελικά χίλια αμάξια και επιβίβασαν τους χωρικούς για να τους διώξουν. Όταν περνούσαν όμως από γέφυρα κοντά στο χωριό, τους καταλήστευαν. Υπολογίσθηκε ότι οι Τούρκοι αποκόμισαν 25.000 λίρες. Τη νύχτα οι πρόσφυγες κατασκήνωσαν μεταξύ Τσερκέζκιοϊ και Σινεκλί. Εκεί επέδραμαν Τούρκοι που διαχώρισαν κορίτσια και γυναίκες και τις βίασαν. Τρία πτώματα βρέθηκαν στο ποτάμι… Οι καταδιωγμένοι κατευθύνθηκαν προς την Ηράκλεια. Παντού βία και απελπισία…
Η «Ακρόπολις» (6 Απριλίου) γνωστοποιούσε ότι ομάδες βασιβουζούκων περιέρχονταν τα χωριά της Ανατολικής Θράκης και ειδοποιούσαν τον πληθυσμό να φύγει εντός 24 ωρών. Στο χωριό Τσιφλίκιοϊ οι κάτοικοι αρνήθηκαν να φύγουν και έγινε μάχη με τέσσερις νεκρούς ομογενείς. Οι υπόλοιποι αναγκάσθηκαν κακήν κακώς να κατευθυνθούν προς τη Ραιδεστό. Εκείνη τη μέρα η ίδια εφημερίδα δημοσίευσε και ένα πρώτο απολογισμό των διωγμών της Ανατολικής Θράκης: Ασμπουγά 2000 κάτοικοι, Ιατρός 800 κάτοικοι, Τσακλή 800, Άγιος Ιωάννης 1500, Μαγκριώτισσα 1500, Κρυόνερο 2000, Σαρακίνα 1500, Άγιος Γεώργιος 1500, Αχμέτ Μπέη 1500, Σεράϊ 1500, Τοπτήκιοϊ 500, Γιοβαλή 1200, Μεσσηνή 1500, Τσιφλίκιοϊ 1500, Καλύβες 800. Εν συνόλω 19.100. Και είχε γνωσθεί ακόμα ο αριθμός των εκδιωχθέντων από τη Γέννα, το Σκοπό, τη Βιζύη, την Τσορλού και τις Σαράντα Εκκλησίες. Όλοι υποχρεώθηκαν να φύγουν με τα ρούχα που φορούσαν! Κατά τους μετριότερους υπολογισμούς έως το Πάσχα του 1914 στη Ραιδεστό είχαν συγκεντρωθεί περί τους 30000 διωγμένοι Έλληνες από τα περίχωρα της Βιζύης του Διδυμοτείχου, της Αδριανούπολης και των σαράντα Εκκλησιών.
Η «Μακεδονία» στις 9 Απριλίου έγραφε: «Ως εκ του συνωστισμού αι εργασίαι του τελωνείου παρακωλύονται σοβαρώς καθόσον όλαι αι γωνίαι κατελήφθησαν υπό των προσφύγων. Τα δύστυχα γυναικόπαιδα από τεσσάρων ημερών. Με όλον τον φλογερόν ήλιον, παραμένουν εις το ύπαιθρον, εκτεθειμένοι εις το νυκτερινόν ψύχος, εις τας αποπνικτικάς ακτίνας του ηλίου, την ημέραν. Ως εκ του πρωτοφανούς συνωστισμού απειλείται η εξάπλωσις μολυσματικών νόσων».
Κατά την εφημερίδα «Καιροί» (11 Απριλίου) 70 οικογένειες του Αχμέτ Μπέη είχαν φτάσει στην Ραιδεστό διωκόμενοι. Οι κάτοικοι του Χάσκιοϊ της Χαριούπολης, βρίσκονταν καθ’ οδόν, ενώ ετοιμάζονταν να φύγουν οι κάτοικοι των χωριών Φαρασλή, Κασίμ Μπέη και Καουρίτσα. Το χωριό Σαλτσίκ είχε περικυκλωθεί από τους Τούρκους, ενώ από το Σχολάριο είχαν αρπάξει οι Τούρκοι 6000 πρόβατα. Οι κάτοικοι του Καρά Χαλήλ πήγαν στις Σαράντα Εκκλησίες. Στην επαρχία Βιζύης εκκενώθηκαν 12 χωριά.
Η εφημερίδα ανέφερε επίσης ότι: «Χαρακτηριστικόν είναι ότι οι πρόσφυγες ερχόμενοι εγώ εγκαταλείπουν άπαντα τα πράγματά των, παραλαμβάνουν όμως τας αγίας εικόνας και τα ιερά σκεύη και άμφια μετά των οικογενειακών κειμηλίων. Πάντες περιγράφουν αφάνταστον τον διωγμόν των ομογενών της Θράκης υπό των επισήμων Τουρκικών αρχών».
Οι Θρακικοί σύλλογοι
Την Κυριακή 13 Απριλίου 1914 ο Θρακικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης αντί γιορτής για την επέτειο ίδρυσής του τέλεσε πάνδημο μνημόσυνο υπέρ των θυμάτων της Θράκης, στον ιερό ναό Αγίας Σοφίας. Στον περίβολο του ναού μίλησε ο πρόεδρος του συλλόγου και το πλήθος ενέκρινε ψήφισμα διαμαρτυρίας, το οποίο την επομένη επιδόθηκε στους προξένους.
Πριν από την κύρια ομιλία υπήρχαν δίσκοι για να συγκεντρωθεί βοήθεια για τους πρόσφυγες. Τους δίσκους περιέφεραν η κ. Κατίνα Μαμζωρίδου το γένος Τρύφωνος, η δεσποινίς Βοζικιάδου, ο κ. Κ. Βοζικιάδης σύμβουλος του Θρακικού Συλλόγου «Αλληλοβοήθεια» και ο ιατρός Αντωνιάδης πρόεδρος του ίδιου συλλόγου.
«Το αίμα των αθώων κατοίκων του Ζαλουφίου- τόνισε ο κ. Αντωνιάδης– των αγρίως σφαγιασθέντων γυναικοπαίδων αυτών, κατά την ανακατάληψιν της Θράκης (σ.σ. την προηγούμενη χρονιά) βοά εναντίον των ανδρών των φονέων και δολοφόνων. Αι αρπαγαί και αι ωμότητες αι διαπραχθείσαι εις τας περιφερείας Ραιδεστού, Βιζύης, Λουλέ Βουργάς, Σαράντα Εκκλησιών και Βαβά Εσκί μαρτυρούσι τα άγρια ένστικτα του αδιορθώτου και βαρβάρου τούτου λαού» (Μακεδονία 14 Απριλίου 1914).
Την ίδια μέρα πάνδημο συλλαλητήριο πραγματοποιήθηκε και στην Καβάλα. Οι συγκεντρωμένοι ενέκριναν ψήφισμα προς την ελληνική και τις ξένες κυβερνήσεις, με το οποίο διαμαρτύρονταν για όσα διέπρατταν οι Τούρκοι και εξέφραζαν τον αποτροπιασμό τους.
Οι Θράκες της Καβάλας πολύ νωρίτερα στις 28 Μαρτίου 1914, είχε στείλει υπόμνημα στον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο, διεκτραγωδώντας τα δεινά του Ελληνισμού από τους διωγμούς των Βουλγάρων και των Τούρκων. Τόνιζαν στο υπόμνημά τους ανάμεσα στα άλλα: «Καθ’ εκάστην εκατοντάδες ομογενείς καταφθάνουσιν εν Μακεδονία φεύγοντες εκ της πατρίδος αυτών γυμνοί, ανέστιοι και πειναλέοι εγκαταλείποντες τα πάντα ένεκα του αγρίου Τουρκικού και Βουλγαρικού διωγμού. Εν αντιθέσει προς ταύτα αποτελεί άραγε πολιτισμόν, ευγένειαν φυλής, δικαιοσύνην, ιπποτισμόν το να περισυλλέγωμεν ημείς και την τελευταίαν τουρκικήν και βουλγαρικήν βελόνην, όπως την αποδώσωμεν των δικαιούχω, το να περιποιούμεθα μέχρις αφαντάστου καλοκαγαθίας εις την δικαιοδοσίαν ημών περιελθόντα ετερόφυλα στοιχεία, ενώ οι ομόφυλοι ημών ολίγα χιλιόμετρα μακράν μας, καταστρέφονται, ατιμάζονται και πυρπολούνται;». Το υπόμνημα υπέγραφαν ο πρόεδρος του Θρακικού Συλλόγου Καβάλας Γ. Χεκίμογλου και ο γεν. γραμματέας Γ. Ιωαννίδης.
Έως τις 12 Απριλίου 1914 μόνο στη Θεσσαλονίκη είχαν καταφθάσει πλέον των 25000 Ελλήνων και αναμένονταν τις αμέσως προσεχείς μέρες άλλοι 15000. Την προηγουμένη είχαν καταφθάσει 1500 ομογενείς από την Αίνο.
Η εφημερίδα «Αστήρ» έγραφε ότι «οι πλείστοι των αφιχθέντων ενταύθα προσφύγων ευρίσκονται εις αθλιεστάτην κατάστασιν. Τα νοσοκομεία της Θεσσαλονίκης επληρώθησαν από ασθενείς πρόσφυγας. Οι Τούρκοι εκδιώκοντες τους Έλληνας εκ της Θράκης βεβαιούν αυτούς ότι δεν θα μείνουν εν αυτή παρά μόνον Μουσουλμάνοι, όσοι δεν Χριστιανοί επιθυμούν να παραμείνουν εκεί οφείλουν να εξισλαμισθούν».
Τέσσερις μέρες αργότερα η ίδια εφημερίδα έγραφε ότι συνεχίζεται η αθρόα απέλαση Ελλήνων της Θράκης «μετά πρωτοφανούς αγριότητος. Οι ατυχείς πρόσφυγες φθάνουν κατά χιλιάδας καθημερινώς εις αθλίας κατάστασιν ευρισκόμενοι. Η υπηρεσία των βοηθημάτων δεν γνωρίζει πλέον πού να εγκαταστήσει τας χιλιάδας αίτινες καθημερινώς καταφθάνουν εις την Θεσσαλονίκην. Αι τρίχες ανορθώνονται εκ φρίκης εις την θέαν της αθλιότητος των και εις την αφήγησιν των απανθρωπιών τας οποίας διέπραξαν οι Τούρκοι εις Θράκην δια να τους αναγκάσουν να εκπατρισθούν».
Ο Θρακικός σύλλογος της Θεσσαλονίκης δείχνοντας την αλληλεγγύη του είχε φροντίσει να βρει δουλειά σε όσους πρόσφυγες ήθελαν να εργασθούν στην κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής Γιδά- Παπουλίου («Μακεδονία» 10 Απριλίου).
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο ανησυχεί
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο ανησυχούσε. Από τις 30 Μαρτίου 1914 είχε επιδώσει διακοίνωση (τακρίριον) στο υπουργείο Θρησκευμάτων για την εκδίωξη των Ελλήνων από τα χωριά της Ανατολικής Θράκης. Η Πατριαρχική Επιτροπή έκανε για το ίδιο ζήτημα προφορικό διάβημα στον Μεγάλο Βεζύρη. Η Ιερά Σύνοδος έστειλε στην Υψηλή Πύλη τον αρμόδιο εκπρόσωπό του (Καπού Κεχαγιά) να ζητήσει εξηγήσεις και να ανακοινώσει ότι το Πατριαρχείο θα αναγκασθεί να πενθήσει στο ερχόμενο Πάσχα και δεν θα προσκαλέσει στις εορταστικές τελετές του πρέσβεις. Ζήτησε επίσης να επιτραπεί σε Πατριαρχική Επιτροπή να περιοδεύσει σε Ραιδεστό και Αδριανούπολη για να εξετάσει την κατάσταση. Πάντως και στους Μητροπολίτες, που πήγαν σε χώρους όπου συνωστίζονταν οι εκδιωκόμενοι Έλληνες, απαγορεύτηκε κάθε επαφή με Χριστιανούς.
Η ρωσική κυβέρνηση… έστειλε εν τω μεταξύ 10.000 ρούβλια για τους πρόσφυγες της Θράκης! («Πατρίς» 3 Απριλίου 1914).
Στους τόπους των διωγμών εστάλη Πατριαρχική επιτροπή αποτελούμενη από τους Μητροπολίτες Αίνου, Αδριανουπόλεως, Βιζύης, τον επίσκοπο Ναζιανζού, τον αρχειοφύλακα Αλέξανδρο, τον ιεροδιάκονο Αθανάσιο Μηλιώτη και τον αρχιμανδρίτη Μελέτιο. Η επιτροπή πέρασε παρά τα εμπόδια των τουρκικών αρχών από τη Μακρά Γέφυρα, την Κεσσάνη, τα Μάλγαρα, τη Ραιδεστό, την Ηράκλεια, τη Βιζύη τη Στράντζα, τη Μήδεια και την Αδριανούπολη. Ενημέρωσε το Πατριαρχείο ότι στο χωριό Κουγιού Ντερέ, έφυγαν όλοι κάτοικοι «βαρβαρώτατα εκδιωχθέντες και ληστευθέντες μέχρι του υποκαμίσου». Ο ιερέας του χωριού εδάρη ανηλεώς. Στο χωριό Μπουνάρ Χισάρ ο διοικητής απαιτούσε από κάθε κάτοικο 5 λίρες. Στη Γέννα, εστάλησαν απειλητικές επιστολές που τις υπέγραφε ο «κομιτά ρεϊζή» δηλαδή ο πρόεδρος του κομιτάτου και στη συνέχεια επέδραμαν οι «φενταΐ» και άρπαξαν τα πάντα και φυλάκισαν τους προκρίτους ζητώντας 1700 λίρες για να τους αποφυλακίσει. Τους κατοίκους του Κρυόνερου με αλύπητο ξύλο οι χωροφύλακες τους οδήγησαν έως τη Σηλυβρία. Ο αρχιερατικός επίτροπος του Κουρού Ντερέ προσκλήθηκε στο διοικητήριο όπου τον ξυλοκόπησαν άγρια και του ζήτησαν 25 λίρες για να εγκαταστήσουν τηλέφωνο. Στη συνέχεια ημιθανής μεταφέρθηκε με φορείο στο σπίτι του! Άγριοι «φενταΐ» πολιόρκησαν τα χωριά Άγιος Ιωάννης, Σκεπαστό, Σοφίδι, Ευκάρυο και Σαρακίνα. Μάταια η Πατριαρχική επιτροπή υπέδειξε στις αρχές την ανάγκη σωτηρίας των χωριών αυτών. Στο Σουλτάν Τσιφλίκ μετά τη λεηλασία διαπόμπευσαν τις ιερές εικόνες της εκκλησίας. Ατίμασαν ακόμα και δωδεκαετή κοράσια!
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Γερμανός επισκέφθηκε τον Ρώσο πρεσβευτή Ντε Γκρίερς, ο οποίος του δήλωσε ότι η Ρωσία θα ήταν υπερήφανη να προστατεύσει την Ορθοδοξία και ότι θα καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να σταματησει η «μετανάστευση» των Ελλήνων. Από παντού υποσχέσεις αφού περίπου 10 μέρες νωρίτερα αρμόδια Πατριαρχική Επιτροπή τον επισκέφθηκε και τον ενημέρωσε…
Χαρακτηριστικά η «Ακρόπολις» στις 12 Απριλίου είχε γράψει ότι το Πατριαρχείο ματαίως αποτείνεται στις πρεσβείες, γιατί ο Άγγλος, ο Ρώσος και ο Γάλλος πρεσβευτής μετέβησαν κατά σειρά στην Υψηλή Πύλη και συνέστησαν φιλικά (!) να δώσει διαταγές παύσης του κακού. Οι Τούρκοι που κατάλαβαν ότι οι παραστάσεις των πρέσβεων γίνονταν για τους τύπους και ήταν εντελώς ανώδυνες, έδιναν απλώς υποσχέσεις…
Ειδικά ο Ρώσος πρεσβευτής Ντε Γκρίερς όταν έμαθε ότι το Πατριαρχείο δεν θα γιορτάσει το Πάσχα, έστειλε το σύμβουλο της πρεσβείας Γκιούλγκεβιτς στον Πατριάρχη με τον οποίο έγινε ο ακόλουθος διάλογος:
ΓΚΙΟΥΛΓΚΕΒΙΤΣ: Η Αυτού Εξοχότης ο πρέσβυς της Ρωσίας μετά λύπης έμαθεν ότι το Πατριαρχείον σκέπτεται να μην εορτάση εφέτος εις ένδειξιν πένθους δια τα εν Θράκη το Άγιον Πάσχα. Ο κ. πρεσβευτής φρονεί ότι η τοιαύτη τυχόν απόφασις δεν θα ήτο ορθή και επιθυμεί να παρευρεθεί ως πάντοτε, εις την μεγάλης ταύτην εορτήν της Ορθοδοξίας.
ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ: Πώς θέλετε να εορτάζη η μήτηρ Εκκλησία εν μέσω θρήνων και οδυρμών χιλιάδων ομογενών;
ΓΚΙΟΥΛΓΚΕΒΙΤΣ: Αλλ’ η Εκκλησία δεν είναι μόνο Ε λ λ η ν ι κ ή. Η μήτηρ Εκκλησία είναι κεφαλή της Ορθοδοξίας και οφείλει να εορτάση χάριν όλων των ορθοδόξων.
ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ: Όταν μιας οικογενείας έν τέκνον αποθάνη ή πάσχη, τότε τα λοιπά μέλη της οφείλουν να πενθώσιν ή να συμπάσχωσι και όχι να εορτάζωσι.
Ο Γκιούλγκεβιτς δεν απάντησε… Φεύγοντας μόνο είπε ο πρέσβης θα έρθει αύριο να γιορτάσει την Ανάσταση. Η συνάντηση είχε γίνει το Μεγάλο Σάββατο.
ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ: Ο κ. πρεσβευτής ημπορεί να έλθη ως απλούς χριστιανός και έσεται ευπρόσδεκτος και θα έχη τας ευχάς και ευλογίας της Εκκλησίας.
Παρά τα επανειλημμένα πατριαρχικά διαβήματα, που έγιναν τότε οι ανθελληνικοί διωγμοί συνεχίζονταν βάσει συστηματικού προγράμματος των Νεοτούρκων.
Έτσι, εκτός από την προκήρυξη του Παμμωαμεθανικού Κομιτάτου, να κηρύσσεται στα τεμένη ο αποκλεισμός παντός Χριστιανού, σχηματίσθηκαν και ειδικές επιτροπές με απεριόριστη εκτελεστική εξουσία για την εκδίωξη από τις πόλεις και τα χωριά της Ανατολικής Θράκης των Ελλήνων κατοίκων.
Οι εφημερίδες έγραψαν ότι οι επιτροπές αυτές εκτελούσαν το έργο τους με πρωτοφανή αγριότητα, δημεύοντας τα υπάρχοντα των Ελλήνων χωρικών και κακοποιώντας όσους αρνούνταν να απομακρυνθούν. Επιπλέον τους υποχρέωναν να υπογράψουν ότι οικειοθελώς εγκαταλείπουν τα πάτρια εδάφη και τις περιουσίες τους.
Όλα τα χωριά μεταξύ ανατολικώς του Διδυμοτείχου και των Μαλγάρων ζούσαν σε καθεστώς τρομοκρατίας, που ασκούσαν αυτές οι επιτροπές. Κατά παρόμοιο τρόπο λειτουργούσαν και ανάλογες βουλγαρικές επιτροπές στην Βουλγαροκρατούμενη Δυτική Θράκη.
Οι μέρες του Πάσχα δεν απάλυναν τον πόνο των διωκόμενων Ελλήνων. Από πολλά σημεία της Ανατολικής Θράκης οι ομογενείς αντί να γιορτάζουν συνέρρεαν στη Μήδεια και τη Ραιδεστό για να φύγουν από την τουρκική κόλαση. Το χωριό Κουρού Ντερέ είχε αδειάσει εντελώς από τους κατοίκους του. Στο Σουλτάν Τσιφλίκ οι Τούρκοι μπήκαν στην εκκλησία και άρπαξαν όλα τα κειμήλια, τα σκεύη του ναού και τα άμφια, χωρίς να παραλείψουν να αρπάξουν και το… παγκάρι! Στις Σαράντα Εκκλησίες και την Τυρολόη το ελληνικό στοιχείο υπέφερε τα πάνδεινα από τις τουρκικές αρχές.
Εν τω μεταξύ πλοία και τρένα μετέφεραν συνεχώς πρόσφυγες στην Ελλάδα.
Στη Θεσσαλονίκη έφταναν κάθε μέρα χιλιάδες διωγμένων ομογενών. Τα νοσοκομεία είχαν γεμίσει με ασθενείς, λόγω των αφόρητων κακουχιών, που είχαν υποστεί. Χιλιάδες σκηνές είχαν παραγγελθεί, χωρίς να μπορεί να εξυπηρετηθεί όλο το πλήθος των προσφύγων.
Στις 13 Απριλίου έφτασαν εκεί πρόσφυγες από την περιφέρεια του Διδυμοτείχου, αφού προηγουμένως οι Τούρκοι λεηλάτησαν τα χωριά τους.
Το «μαύρο» Πάσχα
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο σε ένδειξη πένθους, δεν γιόρτασε το Πάσχα 6 Απριλίου του 1914, όπως συνήθιζε με μεγαλοπρέπεια, όλα τα προηγούμενα χρόνια. Εκείνη τη χρονιά δεν μοιράσθηκαν όπως ήταν το πατροπαράδοτο έθιμο κόκκινα αυγά. Το γεγονός αυτό θεωρήθηκε πρωτοφανές. Αντικατόπτριζε την οξύτητα της κατάστασης.
Αντί για γιορτές συνεδρίασε η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου την ημέρα του Πάσχα, πράγμα που έγινε για πρώτη φορά και εξέτασε την δεινή κατάσταση του υπόδουλου Γένους.
Η αρθρογραφία του Τύπου
Η εφημερίδα «Καιροί» (9 Απριλίου 1914) στο κύριο άρθρο της με τίτλο «Ο διωγμός εν Θράκη» έγραφε μεταξύ άλλων: «Αι χθεσιναί ειδήσεις διαπιστούσιν ότι, πρόγραμμα της τουρκικής κυβερνήσεως είναι να μην μείνει ούτε είς Έλλην εν Θράκη».
Την επομένη 10 Απριλίου η «Ακρόπολις» σε άρθρο της με τίτλο «Το ξεπάτωμα της Θράκης» έγραφε μεταξύ άλλων: «Εντός ολίγων ακόμη εβδομάδων, όχι αιώνων, η Θράκη δια τον Ελληνισμόν θα είναι μία απλή γεωγραφική ανάμνησις. Υπήρξεν από καταβολής της ιστορίας «ελληνική». Το προπύργιον του Βυζαντίου, ο πρώτος ακλόνητος βράχος κατά της επιδρομής των παντοίων βαρβάρων, η ασπίς της Ελληνικής φυλής. Δεν υπάρχει πλέον. Και δεν θα υπάρχη μετά ένα νικηφόρον και ένδοξον κατά των Τούρκων πόλεμον των Ελλήνων και ένα έτι ενδοξότερον πόλεμον κατά των Βουλγάρων. Μοναδικόν και παράδοξον αποτέλεσμα εν τη ιστορία…».
Είναι χαρακτηριστικό, ότι χιλιάδες ρακένδυτοι και πεινασμένοι Θράκες κατέφευγαν στην Αθήνα, όπου καμιά ουσιαστική βοήθεια δεν τους προσφέρθηκε από το επίσημο κράτος τότε.
Εξ αιτίας αυτών των πρωτοφανών και εξοντωτικών διωγμών, τον Ιούνιο του 2006 με απόφαση 7ου Παγκόσμιου Συνεδρίου Θρακών, το οποίο έγινε στο Διδυμότειχο αποφασίσθηκε να τιμάται από τους Θράκες η μνήμη των θυμάτων αυτών των γενοκτονικών διωγμών, που άρχισαν το 1914. Οι Θράκες είχαν αποφασίσει τότε να προτείνουν στην Πολιτεία, την ανακήρυξη της 6ης Απριλίου ως Ημέρας Μνήμης του Θρακικού Ελληνισμού
*Οι στίχοι του Γεωργίου Σουρή για τους Θράκες πρόσφυγες
Ο ποιητής Γεώργιος Σουρής, ο σκληρός, σατυρικός αυτός επικριτής των πάντων, λύγισε από τη δυστυχία των Θρακών προσφύγων και στις 18 Οκτωβρίου του 1914 έγραψε στην εφημερίδα ΡΩΜΗΟΣ, που εξέδιδε, ποίημα από το οποίο θα σας αναφέρω λίγους στίχους. Οι στίχοι αυτοί είναι μάλλον άγνωστοι στο κόσμο της Θράκης σήμερα.
«Σε γνωρίζω απ’ την όψη
Που πλανάται νηστική
Κι απ’ του ρούχου σου την κόψη
Πως μας ήλθες από εκεί.
Σε γνωρίζω κι απ’ τα ράκη
Κι από την κακομοιριά
Πως μας ήλθες απ΄ τη Θράκη
Και ζητείς παρηγοριά.
Να και Θράκαις, να κι Ασίαις
Εγινήκανε θυσίες
Και των Τούρκων τα ξεράδια
Τις αφήσανε ρημάδια.
Καλώς ήλθες στην Αθήνα
Όπου κόσμος ευθυμεί
Γύρευε κι αυτά κι εκείνα,
Θέλε στέγη και ψωμί».
Και παρακάτω, περιγράφοντας λιτά το πνεύμα της αδιαφορίας, του εφησυχασμού και της έλλειψης εθνικών αντανακλαστικών στους διωγμούς του Ελληνισμού, που είχαν αρχίσει πολύ νωρίτερα και με την περίπτωση της Ανατολικής Ρωμυλίας, έγραφε:
«Ναι μεν σας συλλυπούμεθα και δεν σας αδικούμε
Για το βαθύ σας πόνο,
Αλλ΄ όμως συνηθίσαμε διωξίματα ν’ ακούμε
Κάθε καιρό και χρόνο».
Οι διπλωματικές προσπάθειες
Στην Κωνσταντινούπολη ο Έλληνας πρεσβευτής Δημήτριος Πανάς, προέβη στις 10 Απριλίου 1914, σε δριμύτατες παραστάσεις προς την Υψηλή Πύλη για τους διωγμούς του ελληνικού στοιχείου στη Θράκη και τη Μικρά Ασία και να ζητήσει την άμεση παύση των διωγμών.
Συναντήθηκε επίσης με τον υπουργό Εσωτερικών Ταλαάτ Μπέη (σ.σ. βασικό υπεύθυνο των γενοκτονικών διωγμών).
Απέσπασε υποσχέσεις ότι αμφότεροι θα καταβάλλουν κάθε προσπάθεια… να καταπαύσει η «μεταναστευτική κίνηση» των Ελλήνων… Μάταια, όπως αποδείχθηκε.
Η ίδια διαμαρτυρία κοινοποιήθηκε και προς την Αγγλική κυβέρνηση και σε άλλες έξι κυβερνήσεις.
Στην Αθήνα ο υπουργός Εξωτερικών Γ. Στρέιτ, κάλεσε τον Τούρκο πρεσβευτή Γκαλήπ Μπέη και του ζήτησε να σταματήσει ο διωγμός των ομογενών. Ο Γκαλήπ Μπέης υποσχέθηκε να μεταβιβάσει τη διαμαρτυρία στην Υψηλή Πύλη… Εν τω μεταξύ οι Έλληνες και σφάζονταν και διώκονταν…
Στην Αθήνα η αντιπολίτευση δεν έμεινε ικανοποιημένη από τους κυβερνητικούς χειρισμούς. Η εφημερίδα «Αθήναι» του Γεωργίου Πωπ στις 13 Απριλίου δημοσίευσε σατυρικούς στίχους για το διάβημα Πανά.
«Εις τον Βεζύρην στέλνουμε
Τον κύριο Πανά
Κι ο πρέσβυς πάει κι έρχεται
Κι αέρα κοπανά.
Κι έτσι εξακολουθούν
Στη Θράκη τα δεινά μας,
Ώρα καλή στην πρύμνη μας
Κι αέρας στον Πανά μας!».
Επίσης μια επιτροπή Θρακών προσφύγων παρουσιάσθηκε στις 9 Απριλίου ενώπιον του πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου και του εξέθεσε την αφόρητη κατάσταση που επικρατούσε στην Ανατολική Θράκη. Ο Βενιζέλος τους βεβαίωσε ότι η κυβέρνησή του γνωρίζει επακριβώς τα πράγμα και αισθάνεται βαθύτατη λύπη για τα δεινοπαθήματα των Θρακών και πράττει ό,τι εξαρτάται από αυτήν, υπέρ των ομογενών.
Πάντως παρά τις υποσχέσεις του Μεγάλου Βεζύρη και του υπουργού Εσωτερικών ο Βαλής (νομάρχης) της Σμύρνης επέμενε στην πραγματοποίηση των απελάσεων των Ελλήνων! Το είπε χωρίς περιστροφές στον… φρουρό του Διοικητηρίου με την εντολή να τα πει στον διευθύνοντα το Ελληνικό Προξενείο Καψαμπέλη, ο οποίος επιχείρησε να τον συναντήσει!!! Η αστυνομία εξακολούθησε να ειδοποιεί τους Έλληνες να φύγουν το απόγευμα με το ατμόπλοιο «Χίος»!!!
Παρεμβάσεις έγιναν και από πρεσβευτές των Μεγάλων Δυνάμεων. Όλες μάταιες… Το έγκλημα πραγματοποιήθηκε δοκιμαστικά στην Ανατολική Θράκη και την επόμενη χρονιά ο εγκληματίας πέρασε δυναμικά στις γνωστές γενοκτονίες, που επίσης έμειναν αδικαίωτες στην ιστορία.