ΡΑΦΤΕΣ- ΜΟΔΙΣΤΡΕΣ
Ο άνθρωπος από τα αρχαία χρόνια επινόησε την ένδυση κυρίως για να προστατευτεί από τα καιρικά φαινόμενα. Το επάγγελμα του ράπτη είναι πολύ παλιό. Η ραπτική και η υφαντουργία ήταν οικιακές ασχολίες, ιδιαίτερα των γυναικών που έφτιαχναν τα βασικά είδη ρουχισμού. Υπήρχαν όμως, επαγγελματίες ράπτες που ειδικεύονταν στην κατασκευή συγκεκριμένων ειδών εγχώριων ενδυμάτων από τσόχα ή υφαντό. Οι μηχανές που χρησιμοποιούσαν ήταν αρχικά ποδοκίνητες ως το 1962. Στη συνέχεια οι μηχανές είχαν μοτέρ. Επειδή το ράψιμο στοίχιζε πολύ συνήθως έραβαν ένα κουστούμι γύρω στα 18 ή μετά το στρατό ή όταν παντρεύονταν. Παλιά χρησιμοποιούσε ραπτομηχανή του χεριού, που γάζωνε με το χέρι. Αργότερα γάζωνε με μηχανή του ποδιού, που δούλευε κουνώντας το πόδι του. Σήμερα όμως χρησιμοποιεί ηλεκτρική μηχανή, που γαζώνει γρήγορα και έτσι δεν κουράζεται πολύ.
Διαδικασία ραφής
Για να ξεκινήσει η κατασκευή ενός ρούχου, έπαιρνε στην αρχή τα μέτρα με μία μεζούρα και τα σημείωνε σε ένα κομμάτι χαρτί. Για τα παντελόνια συγκεκριμένα, πρώτα μέτραγε την περίμετρο της μέσης, έπειτα το εξωτερικό του ποδιού από τον γοφό μέχρι κάτω, μετά το εσωτερικό μέρος από τον καβάλο μέχρι το πάνω μέρος του πέλματος, και στη συνέχεια ρωτούσε αν ο πελάτης είχε κάποια ατέλεια σωματική και αν ήταν δεξιός ή αριστερός. Στο δεύτερο στάδιο κατασκευής μετρούσε με τους διάφορους ξύλινους χάρακες που είχε και σημάδευε το ύφασμα με χρωματιστό σαπούνι στα μέτρα που είχε πάρει. Για τα σημεία όπου γίνονταν καμπυλοειδείς ενώσεις, όπως ο καβάλος ή τα μανίκια, υπήρχαν ειδικοί ξύλινοι χάρακες σαν πατρόν με τους οποίους σημάδευε και έπειτα έκοβε τα υφάσματα. Τρίτο στάδιο ήταν να γαζώσει τα διάφορα κομμάτια του υφάσματος στη ραπτομηχανή, δημιουργώντας το ρούχο. Στα παντελόνια για παράδειγμα, το κάθε μπατζάκι αποτελούνταν από δύο κομμάτια ύφασμα, τα οποία ενώνονταν από το κάτω μέρος και γαζώνονταν προς τα πάνω ενώ οι ραφές γίνονταν στο πλάι από το μπατζάκι, όπως στα σημερινά. Έπειτα, τελείωνε το πάνω μέρος, βάζοντας την τσέπη, την οποία δημιουργούσε από άσπρο ύφασμα, το κάποτο, και την έραβε μαζί με το μπατζάκι, τη ζώνη, τη φόδρα, και την πατηλέτα, δηλαδή το διπλό ύφασμα που υπήρχε στο μπροστινό μέρος του παντελονιού και στο οποίο υπήρχαν οι τρύπες για να κουμπώνουν τα κουμπιά του. Άλλωστε εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν φερμουάρ στα παντελόνια. Τα λουράκια της ζώνης τα έφτιαχνε ξεχωριστά και τα προσέθετε μετά στο παντελόνι. Επόμενο στάδιο ήταν το καρίκωμα και το τρύπωμα, δηλαδή το πέρασμα όλων τις ελεύθερων επιφανειών του υφάσματος με κλωστή, έτσι ώστε να μην ξεφτίσουν. Στις κουμπότρυπες τη διαδικασία αυτή την έκανε βάζοντας χοντρότερη κλωστή, νούμερο 10, για να αντέχει περισσότερο, και έραβε τα κουμπιά. Τελευταίο στάδιο πριν παραδώσει το ρούχο, ήταν το σιδέρωμα, με το οποίο του έδινε μορφή και το έκανε να δείχνει περιποιημένο. Το σιδέρωμα γινόταν με τα βαριά σίδερα της εποχής, τα οποία χρειάζονταν κάρβουνο για να ζεσταθούν. Επειδή δεν υπήρχαν σιδερώστρες, η διαδικασία γινόταν σε έναν ξύλινο πάγκο και για να σιδερωθούν σωστά τα καμπυλωτά σημεία των ρούχων, όπως οι ώμοι από τα σακάκια και τα μανίκια τους, χρησιμοποιούσε ειδικά σκληρά μαξιλάρια.
Εργαλεία
Επάνω στη ραπτομηχανή υπάρχουν τα μασούρια με τις κλωστές διαφόρων χρωμάτων. Στον πάγκο του έχει διάφορα εργαλεία για τη δουλειά του. Η ραπτομηχανή, ποδοκίνητη, με την οποία έραβε τα ρούχα, το ψαλίδι με το οποίο έκοβε τα υφάσματα, ο πήχυς, ξύλινος χάρακας με τον οποίο έπαιρνε τα μέτρα στα υφάσματα, η μεζούρα, ένα υφασμάτινο μέτρο με το οποίο έπαιρνε τα μέτρα στους πελάτες, διάφορα χρωματιστά σαπούνια, με τα οποία σημάδευε τα υφάσματα, διάφορες βελόνες που χρησιμοποιούνταν για το ράψιμο, η δαχτυλήθρα, που του προστάτευε το δάχτυλο με το οποίο έραβε, η πελότα, ένα μαξιλαράκι, την οποία έβαζε με λάστιχο στο χέρι του και πάνω τοποθετούσε τις καρφίτσες, ειδικά πάνινα μαξιλάρια, τα οποία έβαζε μέσα στο ρούχο που έραβε και σιδέρωνε για να του δώσει τη φόρμα και λειτουργούσαν σαν καλούπια, το σίδερο, με το οποίο σιδέρωνε τα ρούχα. Το σιδέρωμα γινόταν με σίδερο που έπαιρνε μέσα κάρβουνο. Όταν έπρεπε να μειωθεί η θερμοκρασία έκλειναν κάποιες «πορτίτσες» ώστε το κάρβουνο να μην παίρνει αέρα.
Στην Πόρπη ράφτες ήταν ο Σταύρος Ελευθεράκης και για μικρό διάστημα ο Πολυχρόνης Δρίνης. Επαγγελματίας ράπτης, που έφυγε όμως νέος από το χωριό, έζησε στην Αθήνα και στην Κύπρο αργότερα, είναι ο Νίκος Αστράκης.
Στη σύγχρονη εποχή, την κατασκευή ρούχων αναλαμβάνουν βιοτεχνίες και βιομηχανίες, οι οποίες διαθέτουν τον απαραίτητο αυτόματο εξοπλισμό, κάνοντας τη διαδικασία αυτή με ταχύτερους ρυθμούς, μειώνοντας ταυτόχρονα κατά πολύ το κόστος παραγωγής. Έτσι, όλοι σχεδόν αγοράζουν έτοιμα ρούχα. Για μικρές επιδιορθώσεις μόνο απευθύνονται σε ραφεία της πόλης ενώ κάποιες νοικοκυρές έχουν στο σπίτι μικρές ραπτομηχανές, κυρίως για επιδιορθώσεις. Οπότε οι παλιοί ράπτες έχασαν μεγάλο μέρος της δουλειάς τους και όσοι από αυτούς απέμειναν κάνουν μικροδιορθώσεις σε είδη ρουχισμού.
ΚΟΥΡΕΙΣ
Κουρέας Η ετυμολογία της λέξης προέρχεται από το γαλλικό barbe = «γένι», «μούσι».
Χειρωνακτικό επάγγελμα που έχει τις ρίζες του σε αυτό του μεσαιωνικού κουρέα, που διατηρούσε δημόσια λουτρά και περιποιούνταν πελάτες και ασθενείς. Ο μπαρμπέρης ήταν βοηθός του και ασχολούνταν κυρίως με το κόψιμο των μαλλιών και το ξύρισμα των πελατών. Ο κουρέας και ο μπαρμπέρης είχαν κυρίως ανδρική πελατεία. Οι μπαρμπέρηδες πλήρωναν ενοίκιο στον κουρέα για να χρησιμοποιήσουν το μαγαζί. Από τον 16ο αι. και μετά, οι μπαρμπέρηδες απόκτησαν μια κάποια αυτονομία και ανταγωνίζονταν τους κουρείς. Εκτός από το ξύρισμα και το κούρεμα θεράπευαν κοψίματα, τρυπήματα, κατάγματα και άλλα ατυχήματα που τους απέδιδαν χρήματα.
Στην Πόρπη το επάγγελμα του κουρέα εξάσκησε ο Δουλγεράκης Στέργιος, ενώ στον λεγόμενο τουρκικό μαχαλά κουρείο διατηρούσε ο Σιαμπάν.
ΣΙΔΕΡΑΔΕΣ
Οι σιδεράδες έφτιαχναν με τα χέρια τους ό, τι υπήρχε από μέταλλο, κυρίως σίδερο. Είχαν ένα μεγάλο φούρνο όπου φυσούσαν με μια φυσούνα ώστε να κρατάνε τη φωτιά αναμμένη και σε ψηλή θερμοκρασία. Σε αυτή τη φωτιά ζέσταιναν τα σίδερα για να τα κάνουν πιο εύπλαστα και στη συνέχεια τα έπιαναν με μια μεγάλη τανάλια και τα έβαζαν πάνω σε μια μεγάλη σιδερένια βάση ,το αμόνι. Εκεί χτυπούσαν το κοκκινισμένο από τη φωτιά σίδερο με ένα μεγάλο σφυρί και του έδιναν τη μορφή που ήθελαν. Η δουλειά αυτή ήταν πάρα πολύ σκληρή. Απαιτούσε δύναμη από το σιδερά γιατί τα σίδερα ήταν βαριά και γιατί ήταν συνέχεια δίπλα στη φωτιά. Μήλιογλου Σταμάτης