Παραδοσιακά παιχνίδια στην Πόρπη

     Πριν την εισβολή της τηλεόρασης, του βίντεο, της παιχνιδομηχανής, του Υπολογιστή, του τάμπλετ και του κινητού τα παραδοσιακά παιχνίδια ήταν η μόνη ψυχαγωγική διέξοδος για τα παιδιά. Αυτοσχέδια παιχνίδια, πειραματισμοί, φαντασία, μια και παιχνίδια αγορασμένα από καταστήματα δεν υπήρχαν και έτσι η φαντασία των παιδιών δημιουργούσε το κάθε παιχνίδι. Δρόμοι, αλάνες, αυλές, γέμιζαν από χαρούμενες παιδικές φωνές και γέλια.

Την πρώτη ύλη την έδινε η ίδια η φύση. Ξύλα, πέτρες, χώμα, κεραμίδια. Ή χρησιμοποιούσαν άχρηστα υλικά, όπως καπάκια, χαρτόνια, σύρματα και λάστιχα. Με τέτοια υλικά έπαιζαν. Και με τη φαντασία τους, έβαζαν κανόνες, για να κάνουν το παιχνίδι πιο ελκυστικό ή πιο δύσκολο.

ΕΙΔΗ ΠΑΙΧΝΙΔΙΩΝ

ΚΟΙΝΑ: κυνηγητό, κουτσό,  τζαμί, ντούκου, κρυφτό και τούρκικο κρυφτό.

ΑΓΟΡΙΑ: σβούρα, οι μπίλιες (ή γκάζες), το τσιλίκι,  η σφεντόνα, το τεκερλέκι (τροχούλι), το τζιζ, η μακριά γαϊδούρα και φυσικά η μπάλα, φτιαγμένη παλιά από κουρέλια ή μαλλιά ζώων ή από τη «φούσκα» των γουρουνιών (την ουροδόχο κύστη) κι αργότερα δερμάτινη.

ΚΟΡΙΤΣΙΑ: Τα κορίτσια, έπαιζαν εκτός από κούκλες που ήταν πάνινες και φτιαγμένες από τα στοργικά χέρια των γιαγιάδων (παρτσαλόκουκλες τις έλεγαν), κουτσό, σχοινάκι. πινακωτή, γκέο βαγκέο, πούντο πούντο το δακτυλίδι, περνά περνά η μέλισσα.

Έτσι μεγάλωσαν, γενιές και γενιές ευτυχισμένων παιδιών στην Πόρπη. Αν και ήταν ξυπόλητα και με γδαρμένα γόνατα τις περισσότερες φορές.

Η ΚΛΗΡΩΣΗ: Αρχή του κάθε παιχνιδιού, ήταν το «βγάλσιμο», για να δουν ποιος «θα τα φυλάει». (στην αρχαιότητα λεγόταν λαχνίσματα)

     Τα «λαχνίσματα» ή  κληρωσιές ονομάζονται παιδικά κυρίως τραγούδια με μονότονο παραδοσιακό ρυθμό, που λέγονται πριν από την έναρξη ομαδικών παιχνιδιών όπως το κρυφτό, προκειμένου να καθορισθεί με κλήρο είτε ο πρώτος, είτε ο τελευταίος από τον οποίο θ΄ αρχίσει η παιδιά. Συνήθως τον κλήρο αποτελεί η τελευταία συλλαβή των τραγουδιών αυτών. Στα τραγούδια μπορεί να υπάρχουν και ερωτοαποκρίσεις, οπότε από τις συλλαβές αυτών καθίσταται πιο δύσκολο να βρεθεί εκ των προτέρων σε ποιόν θα τύχει η τελευταία συλλαβή. Πολλά από αυτά είναι ακατανόητα πλην όμως ακούγονται θαυμάσια από τα παιδιά που τα διαδίδουν στα μικρότερα.

Σημαντικότερα λαχνίσματα είναι:

Α μπε μπα μπλομ

Α μπε μπα μπλομ   του κίθε μπλομ

α μπε μπα μπλομ του κίθε μπλομ μπλιμ μπλομ.

Σε ορισμένες παραλλαγές, ακολουθούν οι εξής στροφές (μία, δύο ή και όλες μαζί):

Πού θα πας εκεί;

Στη Βόρεια Αμερική

να βρεις και τον ελέφαντα που παίζει μουσική

Άκατα μάκατα

Άκατα μάκατα σούκουτου μπε

άμπε φάμπε ντομινέ

άκατα μάκατα σούκουτου μπε

άμπε φάμπε βγε.

«Ανέβηκα σ’ ένα χωριό και είδα ένα γουρούνι το κοίταξα καλά καλά και σου΄μοιαζε στη μούρη. Γω γω γω, συ συ συ. Το γουρούνι είσαι ‘συ!»

«Ένα δύο τρία, πήγα στην Κυρία μου ‘δωσε ένα μήλο μήλο δαγκωμένο το ‘δωσα στην κόρη έκανε αγόρι το ‘βγαλε Θανάση σκούπα και φαράσι».

Τζένη Καρέζη

Αλίκη Βουγιουκλάκη

Κώστας Κακαβάς

Τζένη Καρέζη, εσύ θα τα φυλάς!

ή

Ένι μένι

Ντου ντου μένι

Τρία ρομ

Κάζα κομ

πιφ τα λεβάντα πιφ

ή μετρώντας μια τυχαία απόσταση κι ενώνοντας τις μύτες των παπουτσιών τους

Το ποδόσφαιρο, η «μπάλα» ήταν για τα αγόρια το πιο ασυναγώνιστο παιχνίδι.

Κρυφτό

Μετά το βγάλσιμο, το παιδί που έπρεπε να «τα φυλάει», έκλεινε τα μάτια του, γυρισμένο προς ένα τοίχο ή ένα δέντρο και μετρούσε ως ένα αριθμό που είχαν συμφωνήσει. Στο διάστημα αυτό, τα υπόλοιπα παιδιά έτρεχαν να κρυφτούν. Όταν τελείωνε το μέτρημα, το παιδί προσπαθούσε να βρει αυτά που είχαν κρυφτεί και αφού τα ξετρύπωνε, προσπαθούσε να φτάσει πρώτος στο σημείο όπου είχε τα μάτια κλειστά, φωνάζοντας «σ’ έφτυσα». Όποιος βρισκόταν πρώτος, στη συνέχεια «τα φυλούσε» αυτός

Τουρκικό κρυφτό

Ομαδικό παιχνίδι. Χωριζόταν η παρέα σε δύο ομάδες. Ο χώρος του κρυφτού ήταν πολύ μεγάλος, ολόκληρη γειτονιά ή ολόκληρο το χωριό. Βέβαια, το παιχνίδι αυτό κρατούσε ώρες, γιατί απαιτούσε πολύωρο ψάξιμο.

Κυνηγητό ή αλάτι χοντρό

Τα παιδιά σχημάτιζαν ένα κύκλο και κάθονταν με το πρόσωπο γυρισμένο προς το εσωτερικό του κύκλου. Το παιδί που «βγήκε», κρατούσει στο χέρι του ένα μαντηλάκι και έκανε τον κύκλο στο εξωτερικό του, τραγουδώντας:

Αλάτι ψιλό, αλάτι χοντρό

έχασα τη μάνα μου

και πάω να τη βρω.

παπούτσια δεν μου πήρε

να πάω στο χορό

και αν δεν μου τα πάρει

ο κούκος να την πάρει.

Καθώς κάνει τον κύκλο, ρίχνει το μαντηλάκι πίσω από ένα παιδί. Μόλις σταματήσει το τραγούδι, τα παιδιά γυρίζουν πίσω να δουν σε ποιόν έπεσε το μαντήλι. Εκείνο που το είχε, έπρεπε αμέσως να το πάρει και να τρέξει στο παιδί που του το είχε αφήσει, και αυτό με τη σειρά του έτρεχε να πιάσει τη θέση του παιδιού που είχε σηκωθεί. Αν το πρώτο παιδί προλάβαινε να καθίσει, τότε «φυλούσε» το δεύτερο.

Σχοινάκι

Δύο παιδιά γυρίζουν ένα μεγάλο σχοινί και τα υπόλοιπα πρέπει να μπουν και να βγουν από την τροχιά που διαγράφει το σχοινί, χωρίς να το σταματήσουν ή να το ακουμπήσουν.

Κουτσό

   Τα παιδιά χαράζουν στο χώμα, ένα παραλληλόγραμμο και μετά στο εσωτερικό του, ώστε να γίνουν έξι τετράγωνα. Αυτό που πρόκειται να παίξει πρώτο, ρίχνει την αμάδα (συνήθως μια πλατιά πέτρα ή ένα κεραμίδι) στο πρώτο τετράγωνο και μετά μπαίνει μέσα στο τετράγωνο πηδώντας πάνω στο ένα πόδι και προσπαθεί να σπρώξει την αμάδα σε όλα τα τετράγωνα, μέχρι να κάνει τον κύκλο και να γυρίσει πίσω. Χάνει αν η αμάδα, σταθεί πάνω σε διαχωριστική γραμμή, βγει έξω ή πατήσει και στα δύο πόδια. Τότε συνεχίζει άλλο παιδί.

Τσιλίκι

Αποτελείται από δυο ξύλα , την τσελίκα και την τσιουμάκα {στα τουρκ.Celik=μικρή ράβδος, σκληρός, ατσάλι και comak=ρόπαλο}. Το μικρό ξύλο ήταν μυτερό στις άκρες και είχε μήκος περίπου 10 εκ. Το μεγάλο ξύλο το ονόμαζαν τσιλικόξυλο. Έβαζαν στο έδαφος το μικρό ξύλο και προσπαθούσαν να το σηκώσουν όρθιο και να το χτυπούν και να το έχουν στον αέρα συνέχεια. Μετά το χτυπούσαν να πάει όσο πιο μακριά μπορούσαν. Μετρούσαν την απόσταση με βήματα και τα πολλαπλασιάζανε με τα χτυπήματα που κάναν στον αέρα. Αν τα παιδιά της αντίπαλης ομάδας καταφέρουν να πιάσουν το ξυλάκι στον αέρα, τότε αλλάζει ο ρόλος των δύο ομάδων. Αν το ξυλάκι πέσει κάτω, τότε έχει δικαίωμα να το χτυπήσει άλλες δύο φορές. Από εκεί που έπεσε το ξυλάκι, μετρούν βήματα ή το μήκος της βέργας προς το κέντρο και κερδίζει η ομάδα που έχει τα περισσότερα βήματα.

Τσατάλα

Τα αγόρια, έφτιαχναν μόνα τους τις τσατάλες, από ένα διχαλωτό ξύλο, στου οποίου τις δύο άκρες έδεναν γερά ένα λάστιχο και στο μέσο αυτού ένα δερματάκι. Σε εκείνο το σημείο τοποθετούσαν μία πέτρα και έκαναν αγώνες σκοποβολής ή κυνηγούσαν πουλιά. Το καλοκαίρι όλα τα αγόραι της Πόρπης επιδίδονταν στο σπορ αυτό, μερικά όμως ήταν ιδιαίτερα επιδέξια στο σημάδι!

Τεκερλέκι

Με ένα παλιό λάστιχο ή το σίδερο ενός παλιού τροχού, έκαναν αγώνες για το ποιος θα το πάει μακρύτερα, προσαρμόζοντας σε αυτό ένα συρμάτινο άγκιστρο, ώστε να κρατά ισορροπία το τεκερλέκι.

Σβούρα

Ένα κωνικό καλά πλαναρισμένο ξύλο, που στην κορυφή είχε ένα καρφί. Ένα κομμάτι σπάγκος, τυλιγόταν γύρω από το καρφί, ώστε όταν ο σπάγκος ξετυλιγόταν με δύναμη η σβούρα γύριζε.

Τσανταλίνα μανταλίνα  (μακριά γαϊδούρα)

Παιζόταν από τουλάχιστον 9 άτομα –συνήθως αγόρια– χωρισμένα σε δύο ομάδες, κι ο ένας …«μαξιλάρι». Οι μεν σκυμμένοι κι οι δε παίρνοντας φόρα πηδούσανε, καβαλίκευαν τους άλλους κι ο τελευταίος έδειχνε με τα δάχτυλά του κάποιον αριθμό κι έλεγε τραγουδιστά: τσανταλίνα, μανταλίνα και στον κώλο σ’ μια σωλήνα, πόσα είν’ αυτά; Αν σε εύλογο χρόνο οι σκυφτοί δεν μάντευανε σωστά, είχαμε επανάληψη… Μέχρι να βρεθεί ο σωστός αριθμός! Οι σκυμμένοι (οι από κάτω) έπρεπε να αντέξουν το βάρος αυτών που πηδούσαν και οι από πάνω δεν έπρεπε ν’ αγγίξουν το χώμα μέχρι να δοθεί η απάντηση.

μακριά γαιδούρα
παρέα παιδιών την Πρωτομαγιά επιδίδεται στη «μακριά γαϊδούρα Τα μαξιλαράκι -και το Ζέμπρα- υποφέρει…»

Τζίζ

Το παιχνίδι αυτό ήταν γνωστό από την αρχαιότητα ακόμη, με το : «Κολλαβίζειν». Αφού «βγουν» τα παιδιά για να δουν ποιος τα «φυλάει», το παιδί «φυλάει», στέκει σκυφτό με το χέρι κάτω από την αριστερή μασχάλη, κρατώντας την παλάμη του, ανοικτή προς τα έξω. Τα άλλα παιδία, κάθονται από πίσω του και κρυφά του χτυπάει την παλάμη. Μετά όλα μαζί φωνάζουν «Τζιζζζ». Εκείνο που « πρέπει να μαντέψει σωστά, ποιο του χτύπησε την παλάμη και αν το βρει, τα « εκείνο.

Μηλάκια

Παίζεται σε εξωτερικό χώρο. Δύο παιδιά χωρίζονται και αποτελούν τα «τέρματα». Χαράζονται δύο γραμμές σε απόσταση δέκα περίπου βήματα η μια από την άλλη. Οι δυο αυτές γραμμές είναι τα τέρματα και πίσω από αυτές τις γραμμές στέκονται οι δυο παίκτες. Αριστερά από τις γραμμές χαράζεται μια άλλη που από πίσω της πηγαίνουν και στέκονται τα υπόλοιπα παιδιά. Με κλήρο ορίζουν ποιος από τα τέρματα θα ρίξει πρώτος την μπάλα για να χτυπήσει ένα από τα παιδιά που βρίσκονται στο κέντρο. Αυτά τα παιδιά πρέπει όλη την ώρα να τρέχουν από την μια άκρη στην άλλη για να μην χτυπηθούν. Αν αυτός που θα ρίξει την μπάλα δεν πετύχει κανένα, τότε βγαίνει και στέκεται πίσω από την αριστερή γραμμή. Με τη σειρά του ρίχνει την μπάλα ο άλλος.
Όταν μείνει μονάχα ένα παιδί στο κέντρο τότε παίζονται τα μήλα, δηλαδή θα χτυπηθούν δώδεκα μπαλιές, έξι από κάθε τέρμα. Πρώτα ρίχνει ο ένας λέγοντας «Ένα μήλο», έπειτα ο άλλος «Δύο μήλα!» κ.λ.π. Το παιδί που είναι στη μέση τρέχει και κάνει κάθε είδους κινήσεις ώστε να αποφύγει την μπάλα. Αν χτυπηθεί τότε χάνει και το παιχνίδι ξαναρχίζει με νέα τέρματα, αν τα καταφέρει να μην χτυπηθεί έχει το δικαίωμα να ξανακαλέσει όλους του παίκτες και να αρχίσει το παιχνίδι με τα ίδια τέρματα.

το «γιάντες»

Το «Γιάντες», είναι ένα παλιό έθιμο. Η λέξη έχει Περσική καταγωγή και σημαίνει θυμάμαι (τουρκικά yad). Το «γιάντες» ήταν ένα έθιμο, ένα παιγνίδι, αγαπητό σε παιδιά αλλά και ηλικιωμένους. «Γιάντες» λέγανε ένα διχαλωτό στηθαίο κοκαλάκι τής κότας, που όποιος το έπαιρνε στη μερίδα του φαγητού του, το έπιανε από το ένα άκρο και έλεγε: Ποιος θέλ’(ει) να παίξουμι «γιάντες»! Τότε, όποιος προθυμοποιούνταν περισσότερο, έπιανε από το άλλο άκρο και τραβούσαν συγχρόνως. Με το τράβηγμα αυτό, το γιάντες κάποτε έσπαζε και σ’ όποιον έμενε το μεγαλύτερο κομμάτι, κέρδιζε, κι ήταν ο τυχερός του γεύματος, ενώ ολοι γελούσαν. Όποιος έμενε με το μεγαλύτερο μέρος του κόκαλου ήταν ο νικητής. Αφού το έσπαγαν ξεκινούσε το παιχνίδι. Από τη στιγμή αυτή και ύστερα δεν έπρεπε να πάρει ο ένας από το χέρι του άλλου οτιδήποτε χωρίς να πει τη φράση “το θυμάμαι” ή “γιάντες”, μιας και με αυτό τον τρόπο δήλωναν ότι θυμούνται το στοίχημα. «Γιάντες» έβαζαν τα παιδιά κάθε οικογένειας μεταξύ τους, αλλά και ανάμεσα στους φίλους τους, αγόρια και κορίτσια, μόλις άρχιζε η Μ. Τεσσαρακοστή και μάλιστα όταν πλησίαζε το Πάσχα, με αντάλλαγμα κόκκινα αυγά, πολλές φορές δέκα γιάντες για ένα αυγό.

βιβλιογραφία

1. Ερανίσματα από την Πάνδροσο, 2005 ΔΕΠΑΚ

Website Powered by WordPress.com.

ΠΑΝΩ ↑

Αρέσει σε %d bloggers: