Ο αρραβώνας
Οι γάμοι γίνονταν κατά κανόνα με προξενιά. Αφού πρώτα κάποιοι συγγενείς του αγοριού «έβαζαν στο μάτι» μια κοπέλα και βολιδοσκοπούσαν τις προθέσεις της οικογένειάς της, πήγαιναν δυο άνθρωποι από του γαμπρού το σόι, στου κοριτσιού το σπίτι και εκεί συζητούσαν με τους γονείς του κοριτσιού, σχετικά με τον γαμπρό και το κορίτσι. Όταν κι εφόσον συμφωνούσαν για τον αρραβώνα, το έλεγαν και στο κορίτσι και στο αγόρι κι έδιναν το λόγο τους. Άφηναν ένα μαντήλι με χρυσαφικό, στους γονείς του κοριτσιού. Αυτός ήταν ο λόγος που έδιναν μεταξύ τους και μετά, όριζαν τους αρραβώνες.
Η νύφη, ψώνιζε για το γαμπρό, τα πεθερικά, τα κουνιάδια, τα ανήψια, ακόμη και για τον παππού ή τη γιαγιά.
Συνήθως, στον πεθερό δώριζε πουκάμισο υφαντό και μαντήλι, και στην πεθερά ύφασμα και μαντήλι. Στον γαμπρό, πουκάμισο υφαντό, κάλτσες πλεκτές, μαντήλι άσπρο και στους υπόλοιπους κάλτσες και άσπρα μαντήλια. Τα στόλιζε όλα αυτά σε ένα πανέρι με υφαντό τραπεζομάντηλο και έριχνε μέσα κουφέτα και ρύζι «για να ριζώσουν».
Ο γαμπρός, ψώνιζε για τη νύφη τις βέρες, μια αρμαθιά ντούμπλες, φλουριά, πεντόλιρα, φόρεμα, γόβες και κάλτσες.
Η πεθερά, έφτιανε ένα νταβά νεσεστένιο χαλβά, στολισμένο με πολύχρωμα λουλούδια και το βράδυ του αρραβώνα, πάγαιναν με τον κουμπάρο στο σπίτι στης νύφης. Κουμπάρος, ήταν συνήθως αυτός που βάπτισε τον γαμπρό.
Βάζανε τις βέρες σ’ ένα πιατάκι, με ρύζι και κουφέτα μπροστά στο εικονοστάσι, τις έπαιρνε ο κουμπάρος, τις σταύρωνε τρεις φορές μπροστά στο εικόνισμα και τις περνούσε στο χέρι του γαμπρού και της νύφης.
Μετά, κρεμούσαν ο γαμπρός, ο πεθερός και η πεθερά, τα φλουριά, τα πεντόλιρα και τις ντούμπλες στη νύφη, δίνοντας τις ευχές τους. Μετά γινόταν η ανταλλαγή των δώρων και αφού όριζαν τη μέρα του γάμου, άρχιζε το φαγοπότι κι ο χορός.
Έτσι γινόταν ο αρραβώνας.
Ο γάμος
Μιά εβδομάδα πριν από το γάμο, ο γαμπρός δεν πηγαίνει, σύμφωνα μέ το έθιμο, στο σπίτι της νύφης. Γιατί αν πάει, τον μουντζουρώνουν και του περνούν πυροστιά στο κεφάλι. Απαγορευόταν να κοιμηθούν μαζί μέχρι την μέρα του γάμου, γιατί η νύφη έπρεπε να είναι παρθένα. Για το γάμο, όριζαν στην αρχή την ημερομηνία στην εκκλησία και ήταν πάντα μέρα Κυριακή. Οι ετοιμασίες όμως άρχιζαν ένα μήνα πριν. Η νύφη, έπαιρνε συγγένισσες και φιλενάδες της και έπλεναν όλα τα προικιά και 10 μέρες πριν τη στέψη, σε μια κάμαρα, έδεναν γύρω γύρω ένα σκοινί και στόλιζαν την προίκα. Σ’ ένα πανέρι, μεγάλο στολισμένο με υφαντό τραπεζομάντηλο, έβαζαν τα δώρα του γαμπρού, της πεθεράς, του πεθερού, που ήταν για όλο το σόι. Ήταν μαντήλια άσπρα, κομπινεζόν, πουκάμισα, τσουράπια και τέλια (άσπρες μακριές τρέσες). Στου γαμπρού το σπίτι, ήταν κρεμασμένο το νυφικό, το οποίο ήταν από ύφασμα βελούδο, με φούστα αυστηρή με ταντέλα, κάλτσες και γόβες άσπρες. Το πέπλο ήταν μακρύ άσπρο και είχε πάνω μακριά τέλια. Για το χωριό, κάθε γάμος ήταν μεγάλο γεγονός και όλοι έτρεχαν να δουν τα προικιά και το νυφικό, έχοντας μαζί τους και τα δώρα για τους μελλόνυμφους, που ήταν τετζερέδες, τάσια, ταψιά, κανάτες κλπ, κι έβαζαν μέσα ρύζι ή κουφέτα, κι ένα χαρτάκι με το όνομα και τις ευχές τους. “Να ζήστε, η ώρα η καλή και τέτοια”.
Την Παρασκευή το πρωί, έδιναν σ’ ένα παλληκάρι, ένα μπουκάλι ούζου, δεμένο μ’ ένα άσπρο μαντήλι, κι γυρνούσε όλο το χωριό και καλούσε για τη στέψη, το στεφάνωμα.
Την παραμονή του γάμου, συγκεντρώνονται οι στενοί συγγενείς του γαμπρού καί της νύφης και άλλοι καλεσμένοι, ανάλογα με την πρόσκληση, άλλοι στο σπίτι του γαμπρού καί άλλοι στο σπίτι της νύφης. Τα παλληκάρια και οι κοπέλες πρωτοστατούν πάντα στο χορό, στο γλέντι καί τα τραγούδια που τραγουδιούνται στο σπίτι του γαμπρού και της νύφης με τη συνοδεία λαϊκών οργάνων, που τα λένε καί «παιχνίδια». Στούς καλεσμένους προσφέρονται λικέρ, ρακί, ρετσίνα, ή κρασί, στο σπίτι του γαμπρού, καθώς και στο σπίτι της νύφης και πολλές φορές οι καλεσμένοι το στρώνουν για καλά, σ’ ένα τρικούβερτο γλέντι. Το βράδυ τής παραμονής του γάμου, όταν ερθει η ορισμένη ώρα, οι καλεσμένοι ξεκινούν από το σπίτι του γαμπρού, χωρίς τη συμμετοχή του γαμπρού στην πομπή αυτή, για το σπίτι της νύφης. Ορισμένα συγγενικά ή άλλα πρόσωπα,, μεταφέρουν κρατώντας στα χέρια τους, τά πανέρια (κάνιστρα), που περιέχουν τα γαμήλια δώρα που προσφέρονται εκ μέρους του γαμπρού και προορίζονται για τη νύφη και τους συγγενείς της. Σε κάθε δώρο υπάρχει καρφιτσωμένη ετικέτα, που γράφει το όνομα τουϋ προσώπου του συγγενικού περιβάλλοντος της νύφης για το οποίο προορίζεται το δώρο.
Σήμερα άλλος ουρανός, σήμερα άλλη μέρα
Σήμερα ξεχουρίζουνε, μάνα κι θυγατέρα.
Σε όσους ήταν εκεί, τους καρφίτσωναν κι ένα ματσάκι τέλια. Συγχρόνως, στο σπίτι του γαμπρού, πάγαιναν οι κουμπάροι, με άλλα παλληκάρια και τον μπαρμπέρη για να ξυρίσουν και να στολίσουν τον γαμπρό. Έβαζαν μια πετσέτα άσπρη στον λαιμό του και τις δύο άκρες τις κρατούσαν δυο παλληκάρια, που τραγουδούσαν καθώς ο μπαρμπέρης, ξύριζε τον γαμπρό:
Μπαρμπέρη μ ‘ τα ξουράφια σου,
καλά να τα ‘κονίσεις
Να ξουραφίσεις τουν γαμπρό,
να μην τον αιματώσεις.
Συγχρόνως οι άλλοι έριχναν παράδες στην πετσέτα. Αφού τελειώσει τό ξύρισμα του γαμπρού, δυο – τρία παλληκάρια. σηκώνουν το γαμπρό, όπως είναι καθισμένος στην καρέκλα, ώως πάνω στο ταβάνι και εξακολουθούν να τον κρατούν ψηλά, ώσπου ο γαμπρός τους τάξει κάτι που να ικανοποιεί τις απαιτήσεις τους. Για να τον κατεβάσουν λοιπόν τον γαμπρό του λένε «τάξε». Ο γαμπρός τους λέει «ένα φούρνο ψητά αρνιά». Όχι του λένε τα παλληκάρια. «Ένα φούρνο κοτόπουλα» υπόσχεται πάλι ο γαμπρός. Όχι του λένε τα παλληκάρια. «Ένα φούρνο κούρκους» (δηλαδή γαλοπούλες) απαντά ο γαμπρός και γλυτώνει τελικά από την ταλαιπωρία αυτή που είναι συνδυασμένη με το ξύρισμα. «Στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό», λέει μιά Θρακιώτικη παροιμία. Τότε τα παλληκάρια κατεβάζουν κάτω το γαμπρό θεωρώντας ικανοποιητική πια την προσφορά του γαμπρού για το μελλοντικό γλέντι τους.
Όταν έφταναν στης νύφης το σπίτι, τα κορίτσια την είχαν κλειδωμένη, και τα κουμπάρια που πήγαιναν να την πάρουν, αν δεν ασήμωναν, τα κορίτσια δεν άνοιγαν την πόρτα. Όταν άνοιγε η πόρτα, πάλι δεν μπορούσαν να πάρουν τη νύφη, γιατί αυτή είχε μόνο ένα παπούτσι και το άλλο κρυμμένο. Φώναζαν τότε το γαμπρό να βρει το παπούτσι και όταν αυτός το έβρισκε, έβαζε μέσα λεφτά και το φορούσε στο πόδι της. Μετά ο γαμπρός έβγαινε έξω και έμπαινε ο κουμπάρος για να τη βγάλει στο κατώφλι του σπιτιού. Τότε η νύφη, γυρνούσε προς την πόρτα, έφτιανε τρεις μετάνοιες και τα κορίτσια τραγουδούσαν:
Προσκύνα νύφη μ’ στης μάνας σου
στης μάνας σου την πόρτα.
Μετά η νύφη, φιλούσε της μάνας της και του πατέρα της το χέρι και χαιρετούσε τους συγγενείς της. Έκανε ένα χορό στην αυλή του σπιτιού και ξεκινούσαν με τα όργανα για την εκκλησία, αφού έριχναν μια κανάτα νερό από πίσω τους.
Όταν έφταναν στην εκκλησία, πρώτη έμπαινε μέσα η πεθερά και στον κυρίως ναό, έβαζε ένα σίδερο και πάνω μια μαξιλάρα, που σ’ αυτήν πατούσαν ο γαμπρός και η νύφη για να είναι σιδεροκέφαλοι.
Αφού τελείωνε η στέψη, χαιρετούσε πρώτος ο πεθερός που κρεμούσε ντούμπλες
στην νύφη και ακολουθούσαν στη συνέχεια οι άλλοι συγγενείς, που κρεμούσαν και στους
δυο, χρυσαφικά ή λεφτά. Τα παλληκάρια, σήκωναν στα χέρια τον κουμπάρο και φώναζαν “πάντα άξιος” και “τάξε, τάξε”, και αυτός αφού τα ασήμωνε τότε τον κατέβαζαν.
“Να ζήσετε παιδιά μ’,, να είστε γεροί
και η ζωή σας να κυλάει σαν μέλι”.
Έβγαιναν από την εκκλησία, πρώτα ο παπάς, και η κουμπάρα είχε ένα πανέρι, που μέσα είχε κουφέτα και ένα μήλο, έδινε το μήλο στη νύφη, αυτή το πετούσε πίσω της που ήταν τα κορίτσια, κι αν το έπιανε ανύπαντρη, έλεγαν ότι αυτή γρήγορα θα στεφανωθεί. Το πανέρι με τα κουφέτα, αφού αυτά τα μοίραζαν, η κουμπάρα το πετούσε πάνω στα κεραμίδια. Αν το πανέρι γυρνούσε μπρούμυτα, το πρώτο παιδί γινόταν αγόρι, αν γυρνούσε ανάσκελα, γινόταν κορίτσι.
Στη συνέχεια, άρχιζαν να παίζουν τα όργανα και όλοι μαζί, πήγαιναν στου γαμπρού το σπίτι, όπου εκεί τους περίμενε η μάνα του στο κατώφλι, κρατώντας ένα βάζο με μέλι και καρύδι, κι ένα άσπρο ύφασμα. Τους έδινε το μέλι και το καρύδι, τους έλεγε την ευχή της
“Να ζήστε παιδιά μ’, να είστε γεροί και η ζωή σας να κυλάει σαν μέλι”
στη συνέχεια περνούσε το ύφασμα γύρω απ’ το λαιμό τους και τους τραβούσε μέσα στην κάμαρα, όπου τους έλεγε
“Σε όλ’ τη ζωή σαν να είστε δεμένοι”.
Η νύφη, έβγαινε τότες έξω κι έφερνε τα δώρα της, κρεμώντας σε όλους τους συγγενείς του γαμπρού από ένα μαντήλι και τους έδινε και από ένα μεταλίκι (δραχμή). Αυτό το έλεγαν “ξενιάσματα”.
Έπαιρνε μετά ο κουμπάρος το γαμπρό και τη νύφη, κι αρχινούσαν το χορό, όπου κι εκεί κρεμούσαν λεφτά στους νιόπαντρους. Γινόταν χορός μεγάλος, με γκάιντα και τουμπερλέκια και ψημένα αρνιά και μπόλικο κρασί.
Αν ήταν καλοκαίρι, το γλέντι γινόταν έξω κι αν ήταν χειμώνας, έστρωναν κάτω μισάλες και έτσι γινόταν το φαγοπότι. Αργά το βράδυ, με τα όργανα πήγαιναν τους κουμπάρους στο σπίτι τους.
Στη συνέχεια η πεθερά, έλεγε στη νύφη να γνέσει τρεις κλωστές για να δει αν ήταν προκομένη. Της έδινε μια ρόκα με τουλούπα, ένα αδράχτι και σφοντύλι, κι αν τις έκανε μακριές, καταλάβαινε ότι ήξερε να γνέθει.
Το νέο αντρόγυνο, καθόταν με τους γονείς του γαμπρού, μέχρι να κάνουν το δικό τους σπιτικό.