ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΙ
Πριν το πρώτο μισό του 19ου αιώνα η λέξη Σαρακατσάνοι δεν ακούγεται και πολύ. Αναφέρονται (ή συγχέονται) με τους βλάχους,. Αλλά και μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα οι Σαρακατσάνοι παραμένουν ένα ζωντανό μυστήριο για τους περισσότερους Έλληνες.
Η ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΙ
Η ετυμολογία του ονόματος Σαρακατσάνοι έχει βασανίσει λόγιους και ερευνητές. Ελλείψει σαφών ιστορικών στοιχείων και μαρτυριών, στην ουσία καθένας διατυπώνει τη δική του άποψη. Αρκετές από αυτές τις απόψεις αποτελούν απλώς ευρηματικές παρετυμολογίες των συγγραφέων, συνήθως στα όρια της υπερβολής, για να στηρίξουν τη γενικότερη άποψή τους.
- Επικρατέστερη θεωρείται πως οι Σαρακατσάνοι έλκουν την καταγωγή τους από το Σακαρέτσι, κεφαλοχώρι του Βάλτου Αιτωλοακαρνανίας, το σημερινό Περδικάκι, απέναντι από τα Άγραφα, απ’ όπου εκπατρίστηκαν για να ξεφύγουν από τις τουρκικές διώξεις.
- Μπορεί να πήραν το όνομά τους και από τους Κατσάνους των Κατσανοχωρίων της Ηπείρου, χωριών γειτονικών στο Σακαρέτσι (άρα Παρακατσάνοι και κατόπιν Σαρακατσάνοι).
- Την εποχή που γινόταν το παιδομάζωμα εγκατέλειψαν την περιοχή, οπότε Καρά (τουρκ.: μαύρος, ελεεινός)+ Κατσιάνος = Σαρακατσ(ι)άνος.
- Στα μέσα του 20ού αιώνα ο Δ. Γεωργακάς διατυπώνει την άποψη ότι το όνομα είναι τουρκικής προέλευσης, από το σαρί (κίτρινος, ξανθός) και το κατσάν (φυγάς
- Μια ακόμη ετυμολογία τουρκικής προέλευσης: Καρακατσάν, δηλαδή καρά (μαύρος) – κατσάν (φυγάς), από το οποίο με παραφθορά προέκυψε το «Σαρακατσάνος». Σύμφωνα με αυτή την παράδοση, μετά την Άλωση της Πόλης οι Σαρακατσάνοι υιοθέτησαν το μαύρο χρώμα του πένθους σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής τους και παρέμειναν ανυπότακτοι στα βουνά, πολεμώντας τους Τούρκους, οι οποίοι ονόμασαν έτσι τους μαυροντυμένους φυγάδες που τους αντιμάχονταν.
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ:
Προέλευση: Γενικά οι Σαρακατσάνοι δεν ξέρουν τον τόπο όπου έχουν γεννηθεί και από πού κρατάει η γενιά τους. Πάντως, αρχική κοιτίδα των Σαρακατσάνων θεωρείται η περιοχή Αγράφων -Αιτωλοακαρνανίας- Ηπείρου, με τα χωριά Βασταβέτσι (σήμερα Πετροβούνι) των Ιωαννίνων και Σακαρέτσι (σήμερα Περδικάκι) του Βάλτου. Από αυτή την ευρύτερη περιοχή της Πίνδου διασκορπίσθηκαν σε ολόκληρο σχεδόν τον ελλαδικό χώρο, κατά πάσα πιθανότητα εξαιτίας των διώξεων του Αλή Πασά. Σε αυτό συμφωνούν και οι διηγήσεις των παλαιότερων Σαρακατσάνων από τη Μακεδονία και τη Θράκη, ακόμη και από τη Βουλγαρία, οι οποίοι συνήθως ανάγουν την καταγωγή τους κάπου στα Άγραφα ή στα Τζουμέρκα.
Οι Σαρακατσάνοι, είχαν και έχουν εντυπωσιακή ομοιογένεια, στη γλώσσα, στα ήθη, τα έθιμα και τον τρόπο ζωής. Διακρινόταν σε τέσσερις κύριες ομάδες πληθυσμού ανάλογα με τη γεωγραφική τους θέση. Οι ομάδες αυτές περιελάμβαναν τους Ηπειρώτες, τους Κασσανδρινούς, τους Μωραΐτες και τους Πολίτες και Σερβιάνοι (από τη Σερβία), (κατά αλφαβητική σειρά), ενώ το κριτήριο της κατάταξης συνήθως, ήταν ο ευρύτερος τόπος διαμονής (χειμερινή κατοικία, χειμαδιά) και οι συγγενικοί δεσμοί της ομάδας
Οι Πολίτες, είναι η ομάδα πληθυσμού που περιλαμβάνει συνολικά τους Σαρακατσάνους της Θράκης. Οι Πολίτες ξεχειμώνιαζαν, συνήθως, στα πεδινά παράλια της Ανατολικής Θράκης πλησίον της Κωνσταντινούπολης καθώς και στα πεδινά παράλια της Δυτικής Θράκης. Το καλοκαίρι κατευθύνονταν προς τους ορεινούς όγκους της Ανατολικής Ροδόπης (Κούλα, Παπίκιο κ.α.), έως τα όρη της Στράντζας (Τουρκία) και την οροσειρά του Αίμου (Βουλγαρία).
Πληθυσμός συστηματική πληθυσμιακή απογραφή των Σαρακατσάνων δεν έγινε ποτέ επίσημα – θα συναντούσε ούτως ή άλλως ανυπέρβλητες πρακτικές δυσκολίες, λόγω των ιδιαιτεροτήτων της νομαδικής ζωής και οικογενειακής οργάνωσης. Σήμερα εκτός Ελλάδος πολυάριθμοι Σαρακατσάνοι ζουν στη Βουλγαρία (25.000 υπολογίζονται σε περιοχές των οροσειρών Αίμου και Ρίλα), στη, Αλβανία, στη Σερβία και σε περιοχές των Σκοπίων και του Κόσοβο.
Η ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΙΚΗ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΑ
Στα ταλαιπωρημένα από, πολέμους, μετακινήσεις και διώξεις Βαλκάνια οι ορεινοί όγκοι καταλήγουν στην Πίνδο και τη Ροδόπη και λόγω των κλιματικών και γεωμορφολογικών συνθηκών προσφέρονται για την άσκηση της κτηνοτροφίας. Πάντα στα μέρη αυτά υπήρχαν νομάδες κτηνοτρόφοι. Επειδή για πολλά χρόνια τα βαλκάνια ανήκαν σε πολυεθνικές αυτοκρατορίες (Ρωμαϊκή Βυζαντινή, Οθωμανική) μπορούσαν οι νομάδες να επιβιώνουν μετακινούμενοι, αναζητώντας τα καλύτερα λιβάδια για βοσκή.
Στην Ελλάδα οι νομάδες ποιμένες ήταν οι Βλάχοι (ή Κουτσόβλαχοι), οι Αρβανιτόβλαχοι και οι Σαρακατσάνοι, Οι κάτοικοι των χωριών και των πόλεων τους ονόμαζαν αδιάκριτα Βλάχους, υπονοώντας με τον όρο κάθε μετακινούμενο τσοπάνο, αλλά και γενικότερα τον κτηνοτρόφο.
Διαφορές Σαρακατσάνων – Βλάχων:
Ενώ ακόμη και οι ίδιοι οι Σαρακατσάνοι στα τραγούδια τους, όπως και οι Έλληνες, λένε π.χ «Βλάχα – Βλαχοπούλα!», είναι αλήθεια πως εννοούν τη Σαρακατσάνα! Δεν είχαν ούτε επιμειξία, ούτε κοινά γλέντια, ούτε κοινή συναναστροφή. Ο υπόλοιπος ελληνικός πληθυσμός τους ταύτιζε από άγνοια με Βλάχους. Ίσως το μοναδικό κοινό στοιχείο των Σαρακατσάνων με τους Βλάχους είναι ότι και οι δύο κατά τα καλοκαίρια ζούσαν σε ορεινές περιοχές της χώρας και ασχολούνταν με την κτηνοτροφία και ζούσαν νομαδικά. Από εκεί και πέρα οι διαφορές είναι πολύ έντονες και σαφείς:
- Οι Βλάχοι είναι πιο πολυάριθμοι και η ιστορική καταγραφή τους αρχίζει από παλιά (βρίσκουμε πρώτη φορά αναφορές στην ιστορία για τους Βλάχους περί το 1200, ενώ για τους Σαρακατσάνους πολύ αργότερα, περί το1700). Και οι ίδιοι οι Σαρακατσάνοι είχαν αποδεχθεί να ονομάζονται «Βλάχοι» από την υπόλοιπη κοινωνία, αλλά τις τελευταίες δεκαετίες, μετά το 1950, όχι πια. Γνωρίζουν καλά, έχουν συνειδητοποιήσει τη ρίζα τους και τη διαφοροποίησή τους ως προς τους Βλάχους.
- Οι Σαρακατσάνοι ομιλούσαν μόνο την ελληνική και μάλιστα με έντονη χρήση λέξεων και φράσεων που έρχονται κατευθείαν από την αρχαιότητα. Οι Βλάχοι μιλούσαν βέβαια και τα ελληνικά, αλλά κυρίως και ιδίως μεταξύ τους αποκλειστικά, μιλούσαν ένα λατινογενές γλωσσικό ιδίωμα.
- Οι Σαρακατσάνοι ασχολούνταν αποκλειστικά με την κτηνοτροφία (προβατοτροφία, αιγοτροφία, όχι με βοοειδή) ενώ οι Βλάχοι έκαναν και εμπόριο. Γι’ αυτό κανένας παραδοσιακός Σαρακατσάνος δεν απέκτησε πλούτη, ενώ πολλοί Βλάχοι πλούτισαν από το εμπόριο και μερικοί από αυτούς έγιναν μεγάλοι εθνικοί ευεργέτες.
- Σε άλλες περιοχές ξεκαλοκαίριαζαν οι Σαρακατσάνοι (Άγραφα, Όλυμπος, Όθρυς, Οίτη, Ροδόπη, Βόρας, Νότιο Βέρμιο κ.λ.π) και σε άλλες οι Βλάχοι (Σαμαρίνα, Πάικο, Β. Βέρμιο κ,λ.π). Λίγες ήταν οι περιοχές όπου ξεκαλοκαίριαζαν κοντά – κοντά Σαρακατσάνοι και Βλάχοι. Ποτέ δεν υπήρξε κοινό τσελιγκάτο.
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΑΝΔΡΑ: Η σαρακατσάνικη παραδοσιακή κοινωνία ήταν βασικά πατριαρχική. Ο άνδρας, ο πατέρας ήταν ο κύριος και βασικός αρχηγός της οικογένειας, αυτός και μόνο αυτός εξέφραζε προς τα έξω την οικογένεια. Στην κορυφή του βρίσκεται ο τσέλιγκας, η κεφαλή της οικογένειας με τα περισσότερα πρόβατα, που λειτουργεί ως απόλυτος άρχοντας. Από αυτόν εκπορεύεται κάθε εξουσία και όλα τα μέλη του τσελιγκάτου του οφείλουν υποταγή, σεβασμό ή και φόβο, ανεξάρτητα αν έχουν συγγενική σχέση ή όχι: οι σμιχτές τον υπακούνε, οι τσοπάνοι ακολουθούν τις προσταγές του. Αυτός αποτελεί το επίσημο πρόσωπο του τσελιγκάτου προς τα έξω, καθώς κανονίζει μόνος όλες τις εμπορικές και όποιες άλλες επαφές με τον έξω κόσμο και τις κρατικές αρχές. Την ίδια στιγμή αποτελεί και τον οικονομικό διαχειριστή, καθώς αυτός κρατά τα όποια λογιστικά στοιχεία αμοιβών, εξόδων και εσόδων και κλείνει τις συμφωνίες που αφορούν τα λιβάδια, το αλεύρι που χρειάζονται οι στανιώτες και τη ρόγα (αμοιβή). Ο τσέλιγκας φροντίζει και προστατεύει όλους όσοι απαρτίζουν τη στάνη, συνεταίρους και τσοπάνηδες μαζί με τις οικογένειές τους. Τον σέβονται, ενίοτε τον φοβούνται, αλλά όλοι στο τσελιγκάτο τον υπακούν. Τσέλιγκας δεν γίνεται πάντα ο πρωτότοκος γιος, αλλά ο ικανότερος, αυτός που αναγνωρίζεται από τους υπόλοιπους ως διαθέτων τα περισσότερα προτερήματα. Οι αφηγήσεις των παλιών Σαρακατσάνων είναι γεμάτες από περιπτώσεις τσελιγκάδων που εξέπεσαν και τσοπάνων που κατέληξαν τσελιγκάδες. Και οι τσέλιγκες είχαν διαβαθμίσεις; Αν η στάνη αποτελείται από δύο έως πέντε κονάκια μιλάμε για μικροτσέλιγκα, ενώ πάνω από 25 κονάκια είχαν οι αρχιτσέλιγκες (ή πρωτοτσέλιγκες, ή καπετάνιοι). Μικροτσέλιγκα έλεγαν και αυτόν που είχε γίδια, ανεξάρτητα από τον αριθμό, αφού ως γνωστόν, οι Σαρακατσάνοι περιφρονούσαν τα γίδια Τα αγόρια, χωρίς ποτέ βεβαίως να παραβαίνουν τους κανόνες σεβασμού, είχαν μεγαλύτερη ελευθερία, αφού μάθαιναν από νωρίς να εξασκούνται τόσο στις δουλειές της στάνης όσο και στην καλλιέργεια του χαρακτηριστικά ανεξάρτητου σαρακατσάνικου πνεύματος: δουλειά τους ήταν να γίνουν λεβέντες άντρες και ικανοί προβαταραίοι.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Μέσα στο σπίτι, στο καλύβι, η ΜΑΝΑ ήταν η κυρίαρχη. Είχε τον απόλυτο σεβασμό όλων των μελών της οικογένειας. Η γνώμη της μέσα στο σπίτι ήταν καθοριστική. Αλλά πολλές φορές επηρέαζε τις αποφάσεις της οικογένειας και προς τα έξω, τις οποίες εξέφραζε πάντοτε ο άνδρας αρχηγός της οικογένειας. Λιγομίλητες, στωικές και απόμακρες, οι Σαρακατσάνες δεν είχαν σχέση με τα κοπάδια, βοηθούσαν μόνο σε πολύ συγκεκριμένες εργασίες. Όμως, όλες οι άλλες δουλειές έπεφταν στους ώμους τους: όχι μόνο αυτό που λέμε νοικοκυριό, αλλά και πολύ επίπονες ή και «βρώμικες» εργασίες, από το κουβάλημα του νερού και των ξύλων μέχρι το χτίσιμο της καλύβας και το καθάρισμα των μαντριών. Έφτιαχναν τα νήματα και κατόπιν τα ρούχα που φορούσε όλη η στάνη, από μόνο του ένα τιτάνιο έργο. Η σκληρή ζωή είχε τις επιπτώσεις της – όλοι σχεδόν οι μελετητές καταγράφουν πως γερνούσαν πρόωρα, ταγμένες με σχεδόν θρησκευτικό ζήλο στη σκληρή δουλειά που απαιτούνταν από την αυγή έως αργά τη νύχτα, χωρίς να περισσεύει καθόλου χρόνος. Μια γυναίκα δεν μπορούσε να κυκλοφορήσει αν δεν συνοδευόταν, ήταν ένας μόνο από τους αυστηρούς κανόνες που έπρεπε να ακολουθεί σε όλη της τη ζωή- ο ρόλος της όμως δεν μπορεί να αποτιμηθεί με τα μέτρα της εποχής μας και να χαρακτηριστεί απόλυτα υποτακτικός. Ειδικά ως σύζυγος και μητέρα, όταν δηλαδή θεωρούνταν ότι είχε κατακτήσει τη θέση που της αρμόζει, απολάμβανε σεβασμό και εξουσία στους τομείς της δραστηριότητάς της. Ο σύζυγός της δεν εμπλεκόταν σε αυτούς, ενώ εκείνη είχε γνωμοδοτικό ρόλο για αρκετές από τις αποφάσεις που αφορούσαν οικογενειακά και εθιμοτυπικά θέματα. Επίσης πρέπει να υπογραμμιστεί η συμβολή της Σαρακατσάνας γυναίκας σε αυτό που θα ονομάζαμε «εκπροσώπηση» της οικογένειας στην εκκλησιαστική ζωή. Οι γυναίκες γίνονται πρωταγωνίστριες στις πρακτικές δραστηριότητες μέσα στην ορθόδοξη Εκκλησία και αναλαμβάνουν αποκλειστικά ρόλους τελετουργικής θεραπευτικής. Πρωταγωνιστούν στο μοιρολόγι, το προσκύνημα και σε άλλες τελετές που φαίνεται να αποτελούν σχεδόν αποκλειστικές γυναικείες πρακτικές. Συνοψίζοντας, η εικόνα της σαρακατσάνικης οικογένειας χαρακτηρίζεται από τους σαφώς ιεραρχημένους ρόλους των δύο φύλων που όμως λειτουργούν συμπληρωματικά για το όφελος όλων των μελών του νοικοκυριού.
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ Όπως διακρίνεται και από τον θεσμό του τσελιγκάτου, η βασική μορφή κοινωνικής οργάνωσης στους Σαρακατσάνους ήταν η εκτεταμένη οικογένεια, δηλαδή η συμβίωση τριών γενεών (γονείς, παιδιά, εγγόνια). Αυτό εξυπηρετούσε πρώτιστα τις επιβιωτικές ανάγκες, καθώς διασφαλίζει αρκετά χέρια για τις σκληρές δουλειές που απαιτούνται καθημερινά από όλα τα μέλη, σύμφωνα με τον καταμερισμό των εργασιών. Όταν όλα τα παιδιά παντρεύονταν (με προτεραιότητα οι κοπέλες), η οικογένεια γινόταν πολύ μεγάλη και χωριζόταν σταδιακά, δημιουργώντας διαφορετικά κονάκια, με τους γέρους γονείς να παραμένουν με τον νεότερο γιο. Συνέχιζαν να αποτελούν μέλη της ίδιας στάνης, με τα πρόβατα να μοιράζονται, αλλά να μη χωρίζονται. Για τη σύναψη αρραβώνων ήταν απαραίτητη η συγκατάθεση των γονέων και η επιβεβαίωση μέσω ανταλλαγής δώρων. Γάμοι ήταν επιτρεπτοί μόνο μεταξύ Σαρακατσάνων,
Στους Σαρακατσάνους η γέννηση ενός αγοριού, ή και περισσοτέρων, ήταν σημαντική διότι εξυπηρετούσε τη διατήρηση του ονόματος αλλά και οικονομικούς στόχους της οικογένειας. Όπως συνέβαινε και σε άλλες «παραδοσιακές» γεωργοκτηνοτροφικές κοινωνίες, τα αγόρια αποτελούσαν το εργατικό δυναμικό της οικογένειας που θα συνέβαλλαν αποφασιστικά στην περαιτέρω οικονομική της ανάπτυξη. Ένας ακόμη σοβαρός λόγος ήταν ότι ο πατέρας θα απαλλασσόταν από το βάρος της ευθύνης να τα προικίσει όπως θα έπρεπε να κάνει αν είχε κορίτσια.
Επομένως μια γυναίκα που παρέμενε άγαμη δεν είναι αποδεκτή γιατί «η ντροπή» των άγαμων γυναικών στηρίζεται στον αποκλεισμό τους από τον έξω κόσμο και στην άρνηση της σεξουαλικότητάς τους. Στην κοινωνική ιδεολογία των Σαρακατσάνων η σεξουαλικότητα αλλά και το σώμα των γυναικών αποτελούν πηγές μιαρότητας και κινδύνων. Έτσι η ιδανική γυναικεία συμπεριφορά διακρίνεται από την ταπείνωση, την παρθενία και βέβαια την ανιδιοτελή αγάπη. Όλο το πλαίσιο ανατροφής των γυναικών στοχεύει στο να γίνει μια «καλή νύφη». Τα κορίτσια λοιπόν περιορίζονταν μέσα στο σπίτι, αφού αυτός ήταν ο χώρος που μετά τον γάμο θα αποτελούσε το κατεξοχήν πεδίο δράσης τους.
ΜΟΡΦΩΣΗ: Μέχρι τότε η μόρφωσή τους ήταν στοιχειώδης, στην καλύτερη περίπτωση είχαν παρακολουθήσει το καλοκαίρι μαθήματα ανάγνωσης και γραφής από κάποιον μισθωμένο δάσκαλο που ερχόταν στα κονάκια τους, ταυτόχρονα όμως εκτιμούσαν πάρα πολύ τη μόρφωση αφού στα βάθη της καρδιάς τους ένιωθαν πως ήταν το μόνο που πραγματικά τους έλειπε.
Αδερφοποίηση Εκτός της συγγένειας, τεχνητή συγγένεια είναι η αδερφοποίηση, δρώμενο που πραγματοποιείται μεταξύ φίλων ηλικίας πάνω από 18 ετών. Σε περιπτώσεις θανάτου του πατέρα, αν τα παιδιά ήταν ανήλικα, δημιουργούσαν ένα συμβούλιο από άντρες στενούς συγγενείς του πατέρα και της μητέρας που αναλάμβαναν την κηδεμονία των παιδιών και τη διαχείριση της περιουσίας. Όμως και εδώ ισχυρότερη ήταν η πλευρά του άντρα, γι’ αυτό και στην ουσία την κηδεμονία αναλάμβανε ο πιο κοντινός συγγενής του εκλιπόντος, συνήθως ο αδερφός του. Η χήρα εξακολουθούσε να είναι μέλος της οικογένειας του θανόντος συζύγου, «έπεφτε» όμως ιεραρχικά σε κατώτερη βαθμίδα και «κηδεμονευόταν», δηλαδή προστατευόταν κοινωνικά και οικονομικά, από συγγενείς του συζύγου της. Η λέξη διαθήκη ήταν άγνωστη για την κοινωνία των Σαρακατσάνων, το ίδιο και το διαζύγιο και ο δεύτερος γάμος σε περίπτωση θανάτου του ενός από τους συζύγους.
ΤΡΟΠΟΣ ΖΩΗΣ: Οι Σαρακατσάνοι ζούσαν σε κλειστές σαρακατσάνικες μικρές κοινωνίες και χωρίς να το δείχνουν και να μετέχουν ιδιαίτερα σε τελετουργικά, βίωναν το θρησκευτικό συναίσθημα και αυτό τους οδηγούσε σε πολλά θέματα της ζωής τους. Η ζωή τους ήταν υποδειγματικά λιτή, με αρχές, ήθη και έθιμα που τα σέβονται όλοι με αφοσίωση. Και γι’ αυτό εμφανίζονταν συχνά δύσπιστοι απέναντι στην υπόλοιπη ελληνική κοινωνία.
- Ο θεσμός του τσελιγκάτου υπήρξε κοινωνικός και οικονομικός θεσμός. Ως οικονομικός θεσμός παραπλήσιος σήμερα είναι ο Συνεταιρισμός. Υπήρχαν άγραφοι αυστηροί κανόνες στο τσελιγκάτο και σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο. Όποιος τους παραβίαζε είχε την περιφρόνηση όλων ακόμα και των οικείων του. Ήταν όλοι ίσοι απέναντι σ’ αυτούς τους κανόνες χωρίς διάκριση. Αυτό είναι χρήσιμο για κάθε κοινωνία και ιδιαίτερα την σημερινή.
- Παντρεύονταν μόνο μεταξύ τους, μέχρι τη δεκαετία του ’60.
- Η στάνη είναι το επίκεντρο της σαρακατσάνικη ζωής. Γενικά προσδιορίζει όλη την περιοχή που ξεχειμάζει ή ξεκαλοκαιριάζει το τσελιγκάτο. Κάθε στάνη αποτελούνταν από 5 μέχρι 20 κονάκια (σεκάποιε5 περιπτώσεΐ5 αρχιτσελιγκάδων ήταν πολύ περισσότερα από 25), καθένα από τα οποία στέγαζε μία οικογένεια, κάτι που σημαίνει ότι σε αυτή ζούσαν από 25 μέχρι παραπάνω από 100 άτομα. Επικεφαλής της καιγενικ05 διαχείρισή ήταν ο τσέλιγκαw. Μαζί του οι σμίχτες (εκείνοι που έσμιγαν τα κοπάδια τους με αυτά του τσέλιγκα επειδή δεν είχαν δικό τους λιβάδι), οι οποίοι συνήθως προέρχονταν από το ευρύτερο συγγενικό περιβάλλον του τσέλιγκα, και οι τσοπαναραίοι, με λίγα πρόβατα, πουρογιάζονταν (μισθώνονταν) από τον τσέλιγκα για τη φύλαξη των προβάτων. Η ρόγα καταβαλλόταν σε χρήμα ή σε καλαμπόκι, ενώ τους παρεχόταν φαγητό, τσαρούχια, καπνός και γάλα. Βασικές ημερομηνίες στη ζωή τους ήταν οι γιορτές των δύο στρατιωτικών αγίων, του Αϊ Γιώργη και του Αϊ Δημήτρη. Σηματοδοτούσαν την έναρξη του θερινού και του χειμερινού εξαμήνου αντίστοιχα, την ώρα που η στάνη θα έπρεπε να ανεβεί από τα χειμαδιά στα «ξεκαλοκαιριά» και αντίστροφα.
- Το κονάκι, τέλεια προσαρμοσμένο στο φυσικό περιβάλλον ήταν η θεμελιώδης μονάδα του σαρακατσάνικου οικισμού. Αποτελεί κλασικό δείγμα λαϊκής αρχιτεκτονικής προσαρμοσμένης στις ανάγκες του νομαδικού τρόπου ζωής. Τα σύνεργα για τις γαλακτοκομικές εργασίες ήταν απλά και λειτουργικά. Κάποια χαλκώματα, γαβάθες, άλλα δοχεία κ.λπ.

Το φλάμπουρο είναι χαρακτηριστικό για κάθε κοινότητα, σύνδεσμο ή ένωση Σαρακατσαναίων. Ο δε σταυρός σπάνια λείπει. Ο πρώτος χορευτής συνήθως κρατά και το φλάμπουρο της ομάδας κατασκευασμένο συνήθως από ξύλο αγριοτριανταφυλλιάς. Ο «φλάμπουρας», όπως το λεν οι Σαρακατσάνοι, παραπέμπει στο «φλάμπουρον» – την πολεμική σημαία των βυζαντινών – ήταν στολισμένος με «φρέντζες» (κορδέλες), φούντες και «χαρχαγγέλια», που χτυπούσαν, όταν το κουνούσαν στον χορό

6. Τα παραδοσιακά τραγούδια των Σαρακατσάνων είναι φωνητικά, χωρίς τη συνοδεία οργάνων, στιχουργημένα κυρίως πάνω στον κλασικό ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο της ελληνικής παράδοσης.
7. Η σαρακατσάνικη γυναικεία φορεσιά διαφοροποιείται από περιοχή σε περιοχή, αλλά τα βασικά κομμάτια όπως το φουστάνι, το π(ο)κάμ(ι)σο ή η ποδιά, παραμένουν τα ίδια.
Σήμερα
Ο 20os αιώνας έφερε μαζί του σαρωτικές αλλαγές, που δεν μπορούσαν να μην επηρεάσουν την προσαρμοσμένη σε άλλες εποχές και ρυθμούς ζωή των Σαρακατσάνων.
- Η παγίωση των εθνικών συνόρων καταρχάς περιόρισε την εμβέλεια των μετακινήσεών τους,
- Με τον ερχομό των προσφύγων μετά το 1922 δόθηκε ένα καίριο πλήγμα στην ομαδική κτηνοτροφία, καθώς οι εκτάσεις που τους δόθηκαν για την αποκατάστασή τους στέρησαν λιβάδια από τα κοπάδια των Σαρακατσάνων. Αρχίζουν να αγοράζουν κάποιες εκτάσεις για βοσκή, ενώ ξεκίνησαν και οι σκέψεις για την εγκατάλειψη της νομαδικής ζωής και τη μόνιμη εγκατάστασή τους σε οικισμούς.
- Ήταν όμως ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος κι οι τρομερές επιπτώσεις του, μεγεθυμένες και από τον εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε, που έφερε την οριστική διάλυση των τσελιγκάτων. Κάθε οικογένεια έπρεπε πλέον να πορευθεί μόνη μέσα σε έναν κόσμο που ουσιαστικά δεν γνώριζε και, χωρίς καμία βοήθεια από το κράτος ή όποιον άλλον φορέα, να πάψει να είναι φερέοικη και να βρει μόνιμη εγκατάσταση, πολλές φορές αναγκαζόμενη να αλλάξει και επάγγελμα.
- Επιπλέον είχαν να αντιμετωπίσουν και την καχυποψία ή και την αντιπαλότητα των κατοίκων των χωριών, που τους θεωρούσαν άξεστους και ανθρώπους κατώτερου επιπέδου.
- Κι έτσι πήραν την απόφαση να διακόψουν τις νομαδικές τους συνήθειες και να συμφιλιωθούν με τον κάμπο, που μέχρι τότε τους φόβιζε και θεωρούσαν πως δεν ήταν ποτέ δυνατό να κατοικήσουν μόνιμα σε αυτόν.
Όπως προαναφέρθηκε αφότου άρχισε η επιμειξία των Σαρακατσάνων με τον υπόλοιπο ελληνικό πληθυσμό, είναι επόμενο ότι η ζώσα σαρακατσάνικη παράδοση φθίνει. Σε κάποιος βάθος χρόνου θα σβήσει ως ζώσα παράδοση. Θα μείνει ιστορικά ως κοινωνικό παραδοσιακό στοιχείο. Έχει αφήσει όμως ήδη ανεξίτηλα ίχνη στη σημερινή λαϊκή παράδοση και θα παραμείνει ως συνιστώσα της λαϊκής παράδοσης.
Όταν κατέβαιναν στα χειμαδιά οι κάτοικοι των χωριών τους αντιμετώπιζαν με δυσπιστία. Όταν η νομαδική ζωή έσβησε στην Ελλάδα, είχαμε ένα πλήθος στοιχείων τα οποία τους καθιστούν καλύτερους γνώστες της ζωής και της παράδοσης των Σαρακατσάνων από τους συγχρόνους τους συνέλληνες..
Αργά αλλά σταθερά οι ψηφίδες της παράδοσης παρασύρθηκαν από τη δίνη της εξέλιξης και χάθηκαν. Δεν γινόταν και αλλιώς… Μοιραία το αυτοκίνητο υποκατέστησε το υποζύγιο, οι αποστάσεις μηδενίστηκαν με τη διάνοιξη του σύγχρονου οδικού δικτύου και το τυρί πλέον δεν γίνεται στη στρούγκα αλλά σε υπερσύγχρονα εργοστάσια. Όλα αυτά δεν είναι απαραίτητα αρνητικά… Ίσα -ίσα… κανείς δεν αρνείται την πρόοδο και την τεχνολογική εξέλιξη. Αυτό που πρέπει να αρνηθούμε είναι η εξάλειψη της συλλογικής μνήμης.
Τις δεκαετίες που ακολούθησαν ο νομαδικός βίος εγκαταλείφθηκε εντελώς, η ενδογαμία εκ των συνθηκών ατόνησε και η οικογένεια από εκτεταμένη έγινε πυρηνική, όπως συνέβη σε όλη την Ελλάδα. Η εγκατάσταση εξάλλου δεν είχε γίνει σε αποκλειστικά σαρακατσάνικα χωριά, παρά σε ήδη υπάρχοντες οικισμούς, πολλές φορές στους τόπους εκείνους που ξεκαλοκαίριαζαν ή ξεχείμαζαν. Η κτηνοτροφία έπαψε να είναι το κατεξοχήν σαρακατσάνικο επάγγελμα –πολύ σύντομα, σύμφωνα με τα στοιχεία, άρχισαν να υπερτερούν οι εκτός κτηνοτροφίας απασχολήσεις και σιγά σιγά, στο μεταπολεμικό χωνευτήρι της βίαιης αστικοποίησης, άρχισε να χάνεται και η αίσθηση της διαφορετικής πολιτισμικής παράδοσης.
Σε αυτή τη μετάβαση σχεδόν τίποτε από όσα γνώριζαν οι Σαρακατσάνοι δεν θεώρησαν πως ήταν χρήσιμο στις καινούργιες συνθήκες. Ούτε οι γνώσεις της κτηνοτροφίας –οι οποίες πρόδιδαν την «κατώτερη», βλάχικη καταγωγή- ούτε οι θαυμαστές χειροτεχνικές ικανότητες, ειδικότερα των γυναικών.
Επαγγελματικά λόγου χάρη δεν ασχολήθηκαν καν με την ξυλοτεχνία όπως πολύ άνετα θα μπορούσαν μετά από μια μικρή εκπαίδευση, απαξιωμένο καθώς ήταν κάθε στοιχείο της παλιάς τους ζωής. Αυτό που κράτησαν όμως ως μοναδικό τους στήριγμα ήταν το βαθύτερο αξιακό σύστημα: η περηφάνια του ανυπότακτου βουνίσιου, που ποτέ δεν σκύβει το κεφάλι.
Συνδυασμένο κάποιες φορές με την παροιμιώδη «βλάχικη πονηριά», που δεν είναι τίποτε άλλο από τους ελιγμούς ανθρώπων οι οποίοι προσπαθούν να προσανατολιστούν σε ένα μη οικείο γι’ αυτούς περιβάλλον, κατάφεραν όχι μόνο να προκόψουν και να ενσωματωθούν στους ρυθμούς της σύγχρονης κοινωνίας, αλλά και μέσα σε ελάχιστα χρόνια να καλύψουν όποια απόσταση τους χώριζε από τους χωρικούς πρώτα και από τους κατοίκους της πόλης αργότερα.
Κατά τη δεκαετία του’ 80 ολοκληρώθηκε ο κοινωνικός μετασχηματισμός των Σαρακατσάνων, που πλέον ανήκουν σε αυτό που αποκαλούμε «μεσαία τάξη»: είναι υπάλληλοι, ελεύθεροι επαγγελματίες, μικροεπιχειρηματίες. Στις μέρες μας, αξεχώριστο κομμάτι από το σώμα της ελληνικής κοινωνίας, αρχίζει να χάνεται και η αίσθηση της σαρακατσάνικης καταγωγής. Γι’ αυτό και οι σαρακατσάνικοι σύλλογοι πυκνώνουν, φορείς μνήμης ενός πολιτισμού που αλλιώς θα ξεχνιόταν ολοκληρωτικά.
Το «Πανελλήνιο Αντάμωμα Σαρακατσαναίων», που γίνεται από το 1980 στο Περτούλι, είναι ιδιαίτερα γνωστό και δημοφιλές σε όλη την Ελλάδα.
