από το Μάλκατζι στην Πόρπη: Από το Μάλκατζι ήρθαν δυο οικογένειες στην Πόρπη. Τα ξαδέρφια Θεμιστοκλής και Παύλος Κουμπουτζής και ο Μπεγιάζης ή Ανδρικίου Γεώργιος του Παναγιώτη. Ήρθαν στην Πόρπη μετά το 1930. Αρχικός τόπος εγκατάστασής τους ήταν το Χουσεϊνκιοϊ – Άνυδρο Δράμας (το 1928 δεν υπήρχε νομός Ξάνθης. Η Ξάνθη ήταν επαρχία της Ροδόπης, ενώ το βορειοδυτικό μέρος του νομού ανήκε στη Δράμα). Το χωριό της αρχικής εγκατάστασης, (στο ίδιο χωριό εγκαταστάθηκαν κι άλλοι πορπιώτες αρχικά), είναι στην περιφέρεια της Σταυρούπολης, σήμερα Ξάνθης και μετονομάστηκε σε Ιωνικό. Η οικογένεια Μπεγιάζη απέκτησε δύο αγόρια, τον Μιχάλη και τον Χρήστο, ενώ τρία κορίτσια της, η Αθηνά, η Παρή και η Παναγιώτα, παντρεύτηκαν Μασταναριώτες, τον Στέργιο Δουλγεράκη και τον Αντώνη Αργυρακάκη αντίστοιχα η Αθηνά και η Παρή, και τον Γιώργο Καρυδόπουλο (Σάλπη) η τρίτη. Έτσι, η οικογένεια επεκτάθηκε και ενώ ξεκίνησε με έναν γενάρχη σήμερα συνδέεται με αρκετές οικογένειες.
Από τις οικογένειες Κουμπουτζή: Ο Παύλος χωρίστηκε με τα αδέρφια του (άλλοι έμειναν στην Κω, άλλος στη Θήβα ενώ ένας, ο Γιώργος, μετανάστευσε στην Αμερική, εκεί έγινε George). Πήγε στο Ιωνικό, όπου και παντερύτηκε τη Δήμητρα Κέλλη, από το Γκιούρκιοι, χήρα του Κυριάκου Βαπόρα με ένα παιδί, τον Παναγιώτη (1922), με την οποία απόκτησε δυο παιδιά, τη Γεωργία (1928) και το Μιχάλη (1933). Η πρώτη παντρεύτηκε στη Ν. Καλλίστη (Σιώπης) ενώ ο Μιχάλης (Λάλος) στην Πόρπη με την Χρυσούλα Ευ. Λιάκου κι απόκτησαν τον Πάυλο (1957) και το Γιώργο (1959).
Ο Θεμιστοκλής απόκτησε κι αυτός σύζυγο από το Γκιούρκιοι, την Αριστέα Κουμπουτζή. Ο γάμος έγινε στο Ιωνικό, όπου αρχικά εγκαταστάθηκαν. Απόκτησε πολυμελή οικογένεια: τρεις γυιους (Ξενοφών 1928, Φίλιππος 1936, Κώστας 1943) και πέντε κόρες (Δήμητρα 1929, Διαμαντώ 1934, Βασιλεία 1940, Μαρία 1943 και Δέσποινα 1946). Σήμερα κανείς από τα παιδιά του Θεμ. Κουμπουτζή δεν ζει στην Πόρπη. Ο Θεμιστοκλής σκοτώθηκε πέφτοντας από το κάρο το 1957, σε ηλικία 52 ετών. Πιο μπροστά είχε χάσει τον γυιο του Φίλιππο, σε ηλικία 16 ετών (1952). Ο Ξενοφών, ο Κώστας κι η Διαμαντούλα μετανάστευσαν στην Αυστραλία, ενώ η Δήμητρα, η Βασιλεία, η Δέσποινα και η Μαρία παντρεύτηκαν (στην Πόρπη, Σάλπη, Αίγειρο αντίστοιχα).
η σελίδα απογραφής του Γεωργίου Μπεγιάζη, στους καταλόγους Αγροτών Προσφύγων του 1928
Το Μάλκατζι ή Μπουλγούρτζα, ήταν οικισμός στα περίχωρα της Σμύρνης με περίπου 870 κατοίκους, 720 εκ των οποίων ήταν Έλληνες. Από εδώ κατάγεται η τραγουδίστρια Χαρούλα Αλεξίου. Σήμερα το χωριό δεν υπάρχει. Η ευρύτερη περιοχή είναι το αεροδρόμιο Κεμάλ Ατατούρκ της Σμύρνης και το Μάλκατζι μετατράπηκε σε λίμνη.

Η ίδια αφηγείται:
Έχετε βρει τα μέρη των προγόνων σας; Πριν από 10 χρόνια, πήγα να βρω τις γειτονιές και τα σπίτια τους. Ο παππούς μου, ο Γιάννης Σαρρής, γεννήθηκε στο Μάλκατζι. Η γιαγιά η Κατίνα ήταν από τη Σμύρνη, τον Αγιο Κωνσταντίνο, κοντά στον Μέλανα ποταμό. Εψαχνα το Μάλτατσι αλλά όταν φτάσαμε εκεί βρήκα ένα χωριό βυθισμένο σε μια λίμνη.
Είχανε κάνει εκτροπή και το είχανε βυθίσει… Ναι και με πιάσαν τα κλάματα που δεν το πρόλαβα. Είχα μιλήσει με την αδερφή του παππού μου στη Θεσσαλονίκη και τη ρώτησα πού θα βρω το σπίτι, εκείνη είχε πάει μερικά χρόνια πριν και είχε δει ακόμη και το κάδρο της οικογένειας στον τοίχο.
Τα περισσότερα τραγούδια σας πάντως τα ξέρουν εδώ…
Είναι συγκλονιστικό! Κάνω συναυλία και νιώθω ότι είμαι στην Αθήνα. Κατεβάζω το μικρόφωνο κι εκείνοι συνεχίζουν στα τούρκικα. Το «Ολα σε θυμίζουν», το «Τέλι, Τέλι» που είναι εδώ μεγάλη επιτυχίαΕίναι σκληρό να γεννιέσαι σε έναν τόπο και να γερνάς σε έναν άλλο. Δυο φορές ξένος…
Οσο ζούσαν εδώ δεν ένιωθαν ξένοι. Ητανε ο τόπος που τους γέννησε. Στη Σμύρνη οι Ελληνες είχανε το πάνω χέρι. Η διοίκηση ήταν οθωμανική αλλά οι Τούρκοι δεν ήταν ούτε το 10%.
Γράφει η κυρία Παϊβανά-Καντίκα, με καταγωγή του συζύγου της το Γκιαούρκιοϊ:
«Κατευθυνόμαστε προς το Μάλκατζι, ένα όμορφο και καταπράσινο χωριό σύμφωνα με τις αφηγήσεις του θείου Γιώργη Καχριμάνη. Το λεωφορείο τρέχει με μεγαλύτερη ταχύτητα λες και ο οδηγός συμμερίζεται την λαχτάρα της γιαγιάς, 81 χρονών που έκανε όλο αυτό το ταξείδι μαζί μας για να γνωρίσει τον τόπο όπου είδε το φως.
Όμως πουθενά Μάλκατζι! Το χωριό-μισό ελληνικό, μισό τουρκικό-δεν υπάρχει πια, όπως μας πληροφορούν. Έχουν μεταφέρει τις τουρκικές συνοικίες, έχουν γκρεμίσει τις ελληνικές, έχουν ισοπεδώσει την περιοχή κι έχουν δημιουργήσει τεχνητή λίμνη στην θέση του. Τίποτε δεν υπάρχει πια παρά μόνο ένα εγκαταλελειμένο μικρό τζαμί στην μια του όχθη προς την πλευρά του δρόμου όπου κατεβαίνουμε. Ενας σπαρακτικός θρήνος σκίζει την σιωπή της ήρεμης κι έρημης περιοχής. Είναι ο χορός της τραγωδίας που τον αποτελούν όσοι κατάγονται από εδώ, με κορυφαία την σεβάσμια γιαγιά. Το ονειρό της να γνωρίσει την ιδιαίτερη πατρίδα της έχει γίνει θρύψαλα μπροστά της», (σελ. 81-82).
Όμως κατορθώνουν με τη βοήθεια ενός γεράκου και πλησιάζουν πολύ κοντά στο τζαμί. Οι Μαλκατζιώτες της συντροφιάς μας μαζεύουν χώμα, παίρνουν πετραδάκια και κομματάκια κεραμιδιών. Μπορούν τουλάχιστον να αγγίσουν ό,τι απόμεινε από το δολοφονημένο χωριό τους, που τους το είχαν ζωγραφήσει παραδεισένιο με τις αφηγήσεις τους οι καταδιωγμένοι γονείς τους. Πόσο τυχεροί νιώθαμε εμείς που μπορέσαμε να προσκυνήσουμε στα ερείπια του Γκιαούρκιοϊ! Συμφώνησε με τον συζυγό της Πέτρο να μην πούνε την αλήθεια στον θείο τους Γιώργη Καχριμάνη γιατί μπορεί να πεθάνει από την θλίψη. Είχε δει το χωριό μετά το 1950, τόπε που επετράπη στους Μικρασιάτες να επισκεφθούν τις πατρίδες τους και υπήρχε ακόμη το χωριό του, μάλιστα είχε αναζητήσει την αδελφή του και τον παππού του. Πόσο οδυνηρό θα ήταν τώρα να μάθαινε ότι το χωριό του, η πατρίδα του δεν υπάρχει πιά.

ΣΕΒΝΤΙΚΙΟΪ: Διοικητικά το Σεβντίκιοϊ ανήκε στον καζά (υποδιοίκηση) Σμύρνης και αποτελούσε έδρα ναχιγιέ (δήμου), που εκτεινόταν στις περιοχές του ξακουστού αρχαίου Κολοφώνος και του περίφημου αρχαίου μαντείου της Κλάρου. Στο ναχιγιέ του Σεβντίκιοϊ υπάγονταν τα 40 χωριά (19 τούρκικα, 10 ελληνικά και 11 μικτά) που βρίσκονται ανάμεσα στην Ανατολική Ερυθραία (Σιβρισάρι) και στην υπόλοιπη Ιωνία (αρχ. Μητρόπολις, Τουρμπαλί). Μεγαλύτερα χωριά ήταν το Τζιμόβασι (2.315 κάτ., οι 1.500 Έλληνες), το Γκιαούρκιοϊ (αρχ. Κλάρος, κάτ. 1.190, όλοι Έλληνες), η Μπουλγούρτζα ή Μάλκατζι (κάτ. 870, οι 719 Έλληνες. Από εδώ κατάγεται η μεγάλη τραγουδίστρια Χαρούλα Αλεξίου), το Ντεγιρμέντερέ (αρχ. Κολοφών, κάτ. 567, οι 560 Τούρκοι), το Κεσερλί (κάτ. 725, οι 696 Τούρκοι), το Ντεβελίκιοϊ (κάτ. 482, όλοι Έλληνες) και τα Κοιμητούρια (κάτ. 383, οι 115 Έλληνες). Το 1921, το σύνολο των κατοίκων του Δήμου Σεβντίκιοϊ έφτανε τους 18.868, εκ των οποίων 12.503 ήταν Έλληνες και 6.323 Τούρκοι. Οι μουχτάρηδοι (δήμαρχοι) και οι αζάδες (σύμβουλοι) στο χωριό ήταν πάντα Έλληνες. Τελευταίος δήμαρχος διετέλεσε ο Σπύρος Μαυρουδής.
ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΖΩΗ: Εκκλησιαστικά το Σεβντίκιοϊ υπαγόταν στην Μητρόπολη Σμύρνης και είχε μια λαμπρή εκκλησία του Άη-Γιάννη του Θεολόγου που πανηγύριζε στις 8 Μαΐου, πάντοτε με την παρουσία του εκάστοτε μητροπολίτη Σμύρνης. Ήταν χτισμένη πριν από το 1796 κι ανακαινίστηκε ριζικά το 1864. Είχε περίτεχνη βοτσαλωτή αυλή, μαρμάρινο τέμπλο, δάπεδο και δεσποτικό, καθώς και πολυτελή διακόσμηση, με πλούσια αφιερώματα κυρίως της οικογένειας Φωτιάδη. Δυστυχώς ισοπεδώθηκε μετά το 1922. Δίπλα στο νεκροταφείο του χωριού, στο παρεκκλήσι του Άη-Γιάννη του Νηστευτή (του Ντεντέ όπως τον έλεγαν οι Σεβντικιαλήδες), βρισκόταν το αγίασμα και η Εύρεση, η θαυματουργή εικόνα του Προδρόμου. Στη χάρη του (29 Αυγούστου) γινόταν μεγάλο πανηγύρι, στο οποίο συνέρρεαν προσκυνητές απ’ όλη την περιοχή της Σμύρνης, για να κρεμάσουν το κουρελάκι τους στη μεγάλη βελανιδιά και να ξορκίσουν κάθε κακό, αλλά και να φάνε «τσι φαμόζικες σεβντικιαλιές λουκουμάδες που ημοσκομυρίζανε μέλι και κανελίτσα». Η περιουσία των εκκλησιών έφτανε τις 45.000 χρυσές λίρες.
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ: Το Σεβντίκιοϊ είχε οργανωμένη ελληνική παιδεία ήδη από τα μέσα του 19ου αι. Λειτουργούσαν νηπιαγωγείο, εξατάξιο αρρεναγωγείο (ιδρυμένο πριν από το 1850, στεγαζόταν σε κτίριο μέσα στον αυλόγυρο της εκκλησίας) και εξατάξιο παρθεναγωγείο (ιδρύθηκε πριν το 1870. Στεγάστηκε σε καλό νεόδμητο κτίριο κοντά στην εκκλησία). Στα σχολεία αυτά, που ήταν προικισμένα με ακίνητη περιουσία 20.000 χρ. λιρών, φοιτούσαν συνολικά 750 μαθητές και δίδασκαν 15 δάσκαλοι. Υπήρχαν επίσης δύο σπιτικά (ιδιωτικά) σκολειά και μια κρατική Γεωργική Σχολή, ιδρυμένη το 1910, στην οποία εκπαιδεύονταν αγρότες από τη Δυτική Μικρασία και τα νησιά του Αιγαίου.
ΠΑΡΑΓΩΓΗ: Οι Σεβντικιαλήδες ασχολούνταν κατά συντριπτική πλειοψηφία με τη γεωργία. Τα εύφορα χτήματα της περιοχής απέδιδαν πλουσιότατο εισόδημα στους κατοίκους και η παραγωγή ήταν άφθονη, χάρη στη φιλεργία και την ικανότητα των αγροτών. Δημητριακά (4.000 τόνοι), λάδι (2.320 τ.), καπνά (1.000 τ.), σταφίδα (310 τ.), μπρούσκο κρασί (600 τ.), φρούτα, λαχανικά και ελιές κουρμάδες (ζαρωτές) ήταν η κύρια παραγωγή της κωμόπολης στις αρχές του 20ού αιώνα, γνωστή για την ποιότητά της στην Ιωνία και στην Ευρώπη. Στην περιοχή υπήρχαν επίσης ορυχεία μολύβδου και λιγνίτη που εφοδίαζαν τα εργοστάσια της Σμύρνης. Και η κτηνοτροφία ήταν πολύ αναπτυγμένη, με κεφάλαιο περίπου 30.000 ζώων, κυρίως αιγοπροβάτων, και καλή παραγωγή τυριών (200 τ.), δερμάτων και μαλλιών. Φημισμένοι Σεβντικιαλήδες κεχαγιάδες (ή κιάχοι, κτηνοτρόφοι) υπήρξαν οι Κοντογιανναίοι, οι Λαφαζαναίοι, οι Χατζηθανασαίοι, οι Πλακωτάρηδοι και οι Μπεζιργιαναίοι. Στο «χωριό» υπήρχαν επίσης 2 κασαρίες (τυροκομεία, των Ριμπά και Μαντουρέκα), 4 λαδόμυλοι (των Μπαρδαξή, Τζίτζικα, Φώσκολου και Μοκ), 3 αλευρόμυλοι (των Κωτσάκη, Τσόγκα και Μοκ), 7 ταβέρνες (οινοπνευματοποιεία) που έβγαζαν διάφορα ποτά και κυρίως το περίφημο σεβντικαλιό μαύρο κρασί, το περιζήτητο στα καπηλειά της Σμύρνης. Λειτουργούσαν επίσης κάθε λογής εργαστήρια και καταστήματα για γεωργικά ή είδη καθημερινής ανάγκης, όπως αλμπάνικα (πεταλωτήρια) και τσιλιγκέρικα (σιδεράδικα), αχτάρικα (ψιλικατζήδικα), μπακάλικα, φούρνοι κλπ.
ΗΘΗ – ΕΘΙΜΑ: Τα έθιμα, τα ήθη, οι δοξασίες των Σεβντικιαλήδων δεν διέφεραν και πολύ από αυτά των Ελλήνων της ευρύτερης περιφέρειας της Σμύρνης. Πολύ χαρακτηριστικό ήταν το αντέτι (έθιμο) «στη γιορτή τση Άγιας Βαρβάρας, στσι 4 του Δεκεβριού, που ηβγαίνανε στα τρίστρατα τρία κορίτσια από τα κοντινά σπίτια του μαχαλά, βαστώντας χάσικο αλεύρι, κανέλα και μέλι, και ηψένανε στο σάτσι (πυρωμένη λαμαρίνα) μελόπιτες και τσι διαμοιράζανε σε ούλοι τσι περαστικοί, για να ξορκίσουνε, λέει, τη μελογαλούσα, τσι γλυκιές μαθές (δηλαδή την ευλογιά), που ‘ναι αρρώστια πολύ κακιά», κατά τη μαρτυρία της Θοδώρας Χατζηβασιλείου-Κοσμά.
Μια πολύ διαδεδομένη, συλλογική συνήθως, δουλειά για τις Σεβντικαλιές το καλοκαίρι ήταν η παρασκευή του φιδέ, δηλαδή της σπιτικιάς μανέστρας. Τον έφτιαχναν με χάσικα (αγνά) υλικά και μεγάλη πιδεξοσύνη (δεξιοτεχνία), σε μεγάλες ποσότητες για το γεμεκλίκι (τις ετήσιες ανάγκες τροφίμων) κάθε οικογένειας, πολλές γυναίκες μαζί, οι λεγόμενες γιαρντιμτζούδες (βοηθοί, συμπαραστάτες), μέσα σε ατμόσφαιρα ευθυμίας, με κογιοναρίσματα (πειράγματα), τραγούδια, κουριόζικα (αστεία) και φυσικά κουσέλι μπόλικο (κουτσομπολιά).
ΣΗΜΕΡΑ: Μετά την καταστροφή και τη φυγή των Ρωμιών το Σεβντίκιοϊ κάηκε σε μεγάλο μέρος του, οι βίλλες ερειπώθηκαν, τα σπίτια του ανασκάφηκαν για την εύρεση κρυμμένων θησαυρών, οι εκκλησιές και τα σχολεία ισοπεδώθηκαν. Τ’ αμπέλια κι οι ελαιώνες αντικαταστάθηκαν αρχικά από μποστάνια ή καπνοχώραφα κι αργότερα από πολυκατοικίες. Τα χιλιοκόπαδα μεταμορφώθηκαν σε χιλιάδες αυτοκίνητα και το φυσικό κάλλος, που τόσο εξυμνούσαν οι παλιοί, έδωσε τη θέση του σε στυγερά κτίρια, κάθε λογής φρικαλέες μοντέρνες κατασκευές και διαρκή ρύπανση. Στο χωριό εγκαταστάθηκαν Μουσουλμάνοι πρόσφυγες από τη Βουλγαρία, την Καβάλα, την Δράμα, την Κρήτη και χιλιάδες Τούρκοι εσωτερικοί μετανάστες, ενώ οι Σεβντικιαλήδες διασκορπίστηκαν στην Ελλάδα, κυρίως στην Κρήτη, στις προσφυγογειτονιές της Αθήνας, στην Πάτρα, στη Μακεδονία, ιδίως στην περιοχή Θεσσαλονίκης (Βαθύλακκος, Διαβατά κ.α.) και στη Θράκη.
Σήμερα το Σεβντίκιοϊ ονομάζεται πλέον Γκαζίεμίρ (Gaziemir, από το όνομα του γειτονικού Καζαμιριού, όπου και το αεροδρόμιο της Σμύρνης) και είναι ένα αδιάφορο πολυπληθές προάστιο της ιωνικής μεγαλούπολης (180.000 κάτοικοι!), με άθλια νέα κτίρια, πολύ συνηθισμένα στις «υπό ανάπτυξιν» χώρες, όπως η Ελλάδα και η Τουρκία. Ένα ακαλαίσθητο τζαμί κοντά στο Καφαλάνι προσπαθεί να μας πείσει με το τεράστιο μέγεθός του για την «τουρκικότητα» του τόπου, τη βαρυφορτωμένη μνήμες καυτές από τον καιρό της προδομένης Ρωμιοσύνης.
Τη θλίψη και τη μελαγχολία του Έλληνα τουρίστα-προσκυνητή διακόπτει συχνά η φιλόξενη αντιμετώπιση των Τούρκων και τα εγκάρδια καλωσορίσματα στα τούρκικα ή στα ελληνικά. Με χαρά θα σε πάει ο αγαθός Μουσουλμάνος στο Καφαλάνι, στο αγίασμα του Ντεντέ, στα Φράγκικα και »στση Μαντάμας το σοκάκι», στο Τσαρσί, στα γεφύρια του Φωτιάδη και του Σταθάκη, »στση Κρητικιάς το μπουνάρι», στο Σαρίντζι ή όπου αλλού, για να πάρεις μια γεύση από το πάλαι ποτέ σμυρναίικο λεβεντοχώρι, το ελληνικό Σεβντίκιοϊ.
Μια πρόσφυγας από το Μάλκατζι θυμάται:
«Γεννήθηκα στις 28 Μαρτίου του 1919, με το παλιό ημερολόγιο. Εκείνες τις μέρες έμπαινε ο ελληνικός στρατός στη Σμύρνη. Μου έλεγε η μάνα μου για τις χαρές και την θερμή υποδοχή που τους επεφύλαξαν στην αποβίβασή τους. Ο πατέρας μου ήταν γεωργός –είχε αμπέλια με σταφίδες και τις έκανε εξαγωγή στο εξωτερικό. Το Μάλκατζι ήταν προάστιο της Σμύρνης και πηγαίναμε συχνά. Θυμάμαι που ανεβήκαμε σε ένα κάρο και φεύγαμε. Πήγαμε στη Σμύρνη. Αν περπατούσες στη Σμύρνη εκείνον τον καιρό ήταν ένα όνειρο. Καθώς περνούσαμε με το κάρο, έβλεπα τα ωραία μαγαζιά, τους ασφαλτοστρωμένους δρόμους και τα ωραία κτίρια, ωραίες ντυμένες γυναίκες στο δρόμο. Και μου φαίνονταν όλα τόσο ωραία, που δεν καταλάβαινα γιατί η μητέρα μου και οι υπόλοιποι έκλαιγαν… Ετοιμαζόμασταν να μπούμε στα καράβια, αλλά είχε μεγάλη ουρά. Δεν μας άφηναν να πάμε ελεύθερα. Δεξιά και αριστερά ήταν στρατιώτες με εφ’ όπλου λόγχες σε σειρά. Από την άλλη μεριά είχε θάλασσα και από πίσω είδαμε μεγάλη τη φωτιά που έκαιγε τη Σμύρνη…
Κι εκεί η μοίρα τους επεφύλαξε μια δυσάρεστη έκπληξη. Τελευταία στιγμή, πήρανε τον πατέρα μου. Μόλις 42 ετών ήταν τότε, νεότατος… Τον πήραν και έμεινε εκεί. Και ττελευταίο που είπε ήταν: «Τα παιδιά να προσέχεις. Μια χάρη σου ζητάω, να τα μάθεις γράμματα» είπε στη μάνα μας. Μας σταύρωσε δεν τον ξαναείδαμε. Δεν μάθαμε ποτέ τίποτα γι’ αυτόν. Κι ούτε κατάφερε ποτέ να έρθει στην Ελλάδα.. Όταν έφυγαν από το Μάλκατζι πήραν μαζί τους τα απολύτως απαραίτητα. Νομίζαμε ότι θα ξαναγυρίσουμε. Να φανταστείτε, αφήσαμε δεμένο το σκυλί. Και τελικά, μες την αναμπουμπούλα το είδαμε να τρέχει ανάμεσα στον κόσμο στην προκυμαία… Πώς είχε βρεθεί στη Σμύρνη, κανείς δεν ήξερε…»Δίνανε τότε κλήρους στη Θεσσαλονίκη. Πολλοί από το χωριό πήγαν στην Μακεδονία. Εμείς ήρθαμε εδώ και μείναμε στον προσφυγικό συνοικισμό, στη Θήβα.. Νοικιάσαμε στην αρχή παλιόσπιτα και μετά μας έδωσαν το σπίτι. Σχολείο εδώ πρωτοπήγα και ήμουν άριστη μαθήτρια. Του το κάναμε το χατίρι του πατέρα… Μας λέγανε τουρκόσπορους, πρό-σφιγγες. Τίποτα δεν ξέρανε, αφήνανε τα χωράφια τους χέρσα. Κι είχαν δίπλα λίμνη, και δεν είχανε νερό! Εγώ, επειδή ήμουν καλή μαθήτρια μου έλεγαν «Μην το λες ότι είσαι πρόσφυγια, δεν θα έχεις μέλλον. Είναι όμως καύχημά μου!»..»
βιβλιογραφία
- tanea.gr/news/greece/article/4575929/?iid=2
- «Βήματα στην Αιολική και Ιωνική γη» κ. Μ. Παϊβανά
-
«Γκιαούρκιοϊ Σμύρνης» του Χρήστου Γκόλιαρη
- mikrasiatis.gr