Η Πόρπη (Τοπική Κοινότητα Πόρπης – Δημοτική Ενότητα ΑΙΓΕΙΡΟΥ), ανήκει στο δήμο ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ της Περιφερειακής Ενότητας ΡΟΔΟΠΗΣ που βρίσκεται στην Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας – Θράκης, σύμφωνα με τη διοικητική διαίρεση της Ελλάδας, όπως διαμορφώθηκε με το πρόγραμμα “Καλλικράτης”.
Η Πόρπη έχει υψόμετρο 36 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας. Βρίσκεται 22 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Κομοτηνής.
Το χωριό είναι μικτό και αποτελείται από δύο οικισμούς: το Μουσουλμανικό και το Χριστιανικό.
Οι Μουσουλμάνοι της Πόρπης μετοίκησαν στο χωριό λίγο μετά την ίδρυση του Βουλγαρικού κράτους, το 1887. Το 1878, μετά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο και τη νίκη της Ρωσίας υπογράφτηκε η Συνθήκη του Αγίου Στέφανου (1878) με την οποία η Οθωμανική Αυτοκρατορία παρέδωσε τη Σερβία, τη Ρουμανία, τη Βοσνία και την Ερζεγοβίνη, το Μαυροβούνιο και τέλος έδινε αυτονομία της Βουλγαρίας. Το 1885 η Βουλγαρία ενσωμάτωσε την ημιαυτόνομη Οθωμανική περιοχή της Ανατολικής Ρωμυλίας, όπου ζούσαν πολλοί (και ζουν και σήμερα) αρκετοί μουσουλμάνοι: τουρκογενείς, πομάκοι, εξισλαμισμένοι, αθίγγανοι κ.ά. Μετά την αλλαγή συνόρων του 1878 και του 1885 Μουσουλμάνοι της περιοχής μετακινήθηκαν στη Δυτική Θράκη, που ήταν αραιοκατοικημένη και που ανήκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, την περίοδο που ήταν Σουλτάνος ο Αβδούλ Χαμήτ Β΄. Οι Μουσουλμάνοι, σύμφωνα με τον πληροφορητή μας Οσμάν Ρετζέπ κατάγονται από το Τάχταλι Ιριλέρ Βουλγαρίας. Περιπλανήθηκαν σε πολλές περιοχές για διάστημα τριών – τεσσάρων χρόνων, (στους Προσκυνητές και στις Σάπες), αλλά δεν έγιναν αποδεκτοί από τους εκεί κατοίκους.
Οι μουσουλάνοι της Πόρπης εγκαταστάθηκαν τελικά σε μια περιοχή που ονομαζόταν Ορτά Κισλά, μεσαίο χειμαδιό στα Ελληνικά, τόπος δηλαδή που ξεχειμώνιαζαν τα κοπάδια τους νομάδες κτηνοτρόφοι, κυρίως Σαρακατσάνοι. Στην περιοχή υπήρχαν τρία χειμαδιά, ένα στον χώρο που είναι κτισμένο σήμερα η Πόρπη, ένα στο χωριό Μέση, δυτικώς της Πόρπης κι ένα στην τοποθεσία Κιουρτ Οβά, ανατολικώς της Πόρπης. Επειδή το πρώτο βρισκόταν μεταξύ των δύο άλλων έλαβε την ονομασία ορτά κισλά, δηλ. μεσαίο. Η περιοχή τα επόμενα χρόνια θα περάσει στη Βουλγαρία το 1913 (με τους βαλκανικούς πολέμους και τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου) και στην Ελλάδα (1920). Αρκετοί από αυτούς όμως μετακινήθηκαν στην Τουρκία τις δεκαετίες του ‘60 και του ‘80. Τη δεκαετία του ‘80 ήρθαν στην Πόρπη περίπου 20 οικογένειες πομάκων από την ορεινή Ροδόπη, κυρίως από το χωριό Άνω Βυρσίνη και Κέχρος.
Ο χριστιανικός οικισμός δημιουργήθηκε από Θρακιώτες πρόσφυγες που ήρθαν κυρίως από το Μαστανάρι της Ανατολικής Θράκης το 1922 με την ανταλλαγή πληθυσμών, που έγιναν μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας. Το χωριό έχει και άλλους κατοίκους από άλλα μέρη της Ανατολικής Θράκης, το Χατζηγύρι και τις 40 Εκκλησιές, καθώς και της Μικράς Ασίας και του Πόντου. Το 1956 πέντε οικογένειες Σαρακατσάνων εγκαταστάθηκαν εδώ οριστικά, ενώ πριν ζούσαν νομαδικά ανάλογα με τις ανάγκες επιβίωσης των κοπαδιών τους, τον χειμώνα στον κάμπο και μετά την άνοιξη στο βουνό.


Οι Θρακιώτες πρόσφυγες από την περιοχή της Μακράς Γέφυρας (Οζούν Κιοπρού) ήρθαν το 1922, με ενδιάμεσους σταθμούς στο Διδυμότειχο, την Αλεξανδρούπολη και την Κομοτηνή, όπου και η ειδική επιτροπή για τους πρόσφυγες τους έστειλε εδώ, σε ένα οικισμό που κατοικούσαν μόνο μουσουλμάνοι. Αρχικώς εγκαταστάθηκαν σε τουρκικά σπίτια, που ήταν στη πραγματικότητα καλύβες από πλίνθους, κάποτε και χωρίς κεραμίδια. Μετά το 1926, με την διανομή οικοπέδων, και το 1931 με την διανομή γης, έχτισε το κράτος σπίτια όπου και εγκαταστάθηκαν οριστικά. Οι μουσουλμάνοι του χωριού είχαν και έχουν άριστες σχέσεις με τους χριστιανούς κατοίκους. Όσοι έφυγαν από το χωριό, αναχώρησαν την περίοδο του εμφυλίου πολέμου, λόγω των πολεμικών γεγονότων και όχι από οποιοσδήποτε μορφής δυσαρέσκεια προς τους χριστιανούς συγχωριανούς τους. Η ειρηνική αυτή συμβίωση συνεχίζεται μέχρι σήμερα
Στη συλλογική μνήμη των κατοίκων της Πόρπης, ιδίως μάλιστα στους πιο ηλικιωμένους, σώζονται αναμνήσεις από βιώματα ή με βάση διηγήσεις πρεσβύτερων συγγενών τους, από τις συνθήκες και τους όρους της προσφυγιάς του ’22• θυμούνται την πρώτη προσφυγιά του 1912, τη λαχτάρα τους για την πατρίδα, την επάνοδό τους το 1920 και τον οριστικό ξεριζωμό τους το 1922, καθώς και το ότι ερχόμενοι άφηναν ορισμένες οικογένειες σε μερικά από τα χωριά που συναντούσαν στο δρόμο. Αναφέρουν ακόμη ότι ορισμένοι από την “πατρίδα”, όπως με νοσταλγία αποκαλούν τα χωριά προέλευσής τους στην Ανατολική Θράκη, έφτασαν να εγκατασταθούν μέχρι και σε ορισμένα χωριά της περιφέρειας των Σερρών και του Κιλκίς. Θυμούνται ακόμη πως η πάγια πρόποση των προγόνων τους ήταν “στην υγειά μας και καλή πατρίδα ”, καθώς δήλωναν έτσι τον πόθο και την προσδοκία του γυρισμού, που τους διακατείχαν. Θυμούνται ακόμη τα κουνούπια και την ελονοσία που τους βασάνιζαν μέχρι τα πρόσφατα χρόνια, οπότε και βελτιώθηκε με σχετικές παρεμβάσεις η ανθυγιεινή αυτή κατάσταση.
Οι ασχολίες των κατοίκων
Οι ασχολίες των κατοίκων της Πόρπης επικεντρώνονται στη γεωργία και την κτηνοτροφία, με την καλλιέργεια σιτηρών, βαμβακιού και καπνού, ιδίως για τους μουσουλμάνους. Οι κτηνοτρόφοι Σαρακατσάνοι της περιοχής, που άρχισαν τις μόνιμες εγκαταστάσεις τους ήδη από το 1928, ανήκαν σε δύο κυρίως τσελιγγάτα, τους Χατζοπουλαίους, που πήγαν στη γειτονική Γλυφάδα, και τους Γκουντακαίους, που έμειναν στην Πόρπη. Ένα τρίτο τσελιγγάτο, οι Ζαραίοι, μοιράστηκαν ανάμεσα στη Γλυφάδα και την Σάλπη.