της Μαίρης Λιαργκόβα
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Βοϊράνη, τεύχος 28, έτος 1996
Μια νοσταλγική και τρυφερή αναπόληση μοναδικών στιγμών που έζησε η εγγονή κοντά στην αρχόντισσα γιαγιά της Κατερίνα, γυναίκα του Παναγιώτη Σπυριδάκη, που οδήγησε τους Κεσανιώτες στο χωριό μας το ’22.
Η γιαγιά μου η Παναϊωταινα (Σπυριδάκη) γεννήθηκε το 1870 στο Μπεϊντίκ της Κεσσάνης Ανατολικής Θράκης.
Πέθανε το 1954 σε ηλικία 84 ετών στον Άγιο Αθανάσιο Δράμας (Μπόργιανη). Ήμουν το πιο μικρό εγγόνι από τα 13 που την τριγύριζαν και έζησα μαζί της από τη στιγμή που γεννήθηκα ως το τέλος της.
Στα μαύρα χρόνια της κατοχής και της ορφάνιας μου ήταν για μένα μια φίλη που συχνά με συντρόφευε στα παιχνίδια μου.
Παίζαμε θυμάμαι το βεζίρη – βασιλιά με τα κότσια που μαζεύαμε από το αρνάκι της Πασχαλιάς και τα βάφαμε κόκκινα όπως τα αυγά της κόκκινης Πέμπτης. Τη μπογιά η γιαγιά μου δεν τη πετούσε. Έπρεπε απαραιτήτως να βάψουμε τρεις Πέμπτες στη σειρά κόκκινα αυγά. Είχαμε και μία τράπουλα από χαρτόνι και παρ’ όλο που ήταν εντελώς αγράμματη δεν της ξέφευγε τίποτα.
Μαλώναμε και σε λίγο τα ξαναφτιάχναμε για να ξαναμαλώσουμε πάλι. Τη θυμάμαι τις κρύες μέρες του χειμώνα καθισμένη δίπλα στη μασίνα να περιμένει την επιστροφή μου από το σχολείο για να ξεπαγώσει, όλο στοργή κι αγάπη, τα χέρια μου τυλίγοντάς τα στη ζεστή ποδιά της.
Ήταν άκακος άνθρωπος η γιαγιά μου η Κατερίνα. Αναρωτιέμαι πόσο πικραμένη έφυγε απ’ αυτόν τον κόσμο, ζώντας έναν ατέλειωτο καημό, τον καημό των τριών ξενιτεμένων παιδιών της.
Κάθε ξημέρωμα γι αυτήν ήταν και μια ελπίδα να τα ξαναδεί και κάθε ηλιοβασίλεμα η πίκρα της απογοήτευσης, της ανεκπλήρωτης ελπίδας.
Ζούσε με τις αναμνήσεις από τη χαμένη γλυκειά πατρίδα, που τη νύχτα ξαναζωντάνευαν στα όνειρά της και το πρωί άρχιζαν τ’ αρραβωνιάσματα, τα πλούτη κι οι χαρές σ’ ένα ατέλειωτο μονόλογο.
«Πόψι Βαγγιλία είδια πάλι τουν Παναϊώτ στουν ύπνουμ καβάλα στ’ άλουγου έτσ’ αντ’ αρραβοννιάσκαμ«.
Τ’ αρραβωνιάσματα της μπάμπω-Κατερίνας ήταν από τις πιο γλυκές της αναμνήσεις.
Ο παππούς Παναγιώτης που δεν είχα την τύχη να τον γνωρίσω, (γεννήθηκα αφού πέθανε) ήταν στα νιάτα του ένας λεβέντης άντρας, όμορφος από οικογένεια τσορμπατζήδων.
Κυκλοφορούσε με ένα μαύρο άτι, τα χαλινάρια του χρυσά κι αυτός καβάλα ντυμένος με ολοκέντητα τσόχινα πουτούρια και κόκκινο φέσι. Φτεροκοπούσε η καρδιά της όμορφης Κατερίνας όταν ερχόταν από το διπλανό χωριό το Χατζηγίρι.
Σ’ εκείνα τα χωριά οι αρραβωνιασμένοι συνήθιζαν να κοιμούνται μαζί κάθε δεκαπέντε μέρες, οι δε χήρες έπρεπε να ξαναπαντρευτούν αμέσως μετά τα σαράντα του συγχωρεμένου.
Ανάλογα πλούσια ήταν και η οικογένεια της γιαγιάς μου, οι Πατσαίοι όπως τους έλεγαν.
Ήρθαν στον κόσμο τρία παιδιά δύο αγόρια, ο Χαράλαμπος (Χαλιάλιος), ο Παναγιώτης (Πάτικας) και η μονάκριβη χαϊδεμένη, κακομαθημένη Κατερίνα.
Μαζί με δύο άλλες, ήταν από τις ωραιότερες του χωριού και, όταν κατέβαιναν στο μεσοχώρι, στις γιορτές και τα πανηγύρια, ακουγόταν από το στόμα όλων «έρχουντι, έρχουντι«.
Αγαπούσε το χορό και το τραγούδι, στο πατρικό της φιλοξενούσαν επί μονίμου βάσεως τους μουσικούς και το δάσκαλο του χωριού. «Τα διουλιά κι τα λαγούτα» κατά την έκφρασή της ήταν χαραγμένα στη μνήμη της, η νοσταλγία έντονη και, με όσες δυνάμεις ψυχικές και σωματικές της απόμειναν, την είδα αρκετές φορές να χορεύει τραγουδώντας γύρω από το τραπέζι, στηρίζοντας τα χέρια της και ανεβοκατεβάζοντας τον τόνο της φωνής της για να βγάλει το τραγούδι.
Στο σπίτι υπήρχε κι ένας θείος, «νταήζου μ» ή «σχουρμένους νταιήζου μ» κατά την έκφραση της γιαγιάς μου, που ήταν ο φύλακας άγγελος της και συγχρόνως της είχε και μεγάλη αδυναμία. Όταν ήρθε η εποχή να πάει και η Κατερίνα στο σχολείο, έχοντας το θάρρος λόγω γνωριμίας με το δάσκαλο, έκανε διάφορες αταξίες οπότε και τιμωρήθηκε να σταθεί όρθια πίσω από την πόρτα.
Αυτό έγινε αιτία να σταματήσει η μόρφωσή της πριν ακόμα αρχίσει.
«Παν κουρίτσ μ’ στου σκουλιό» μ’ έλιγι σχουρμένονς νταήζου μ’ έφιρι κι λιμπλιάμμωλια κι σταφίδις που την πολ, δεν πααίνου γω, να τουν έχουμι να τρώει να πιν κι να μι σκωσ να μι πιργιαλάν τα πιδιά, δεν πααίνου».
Έτσι η καλομαθημένη Κατερίνα ασχολήθηκε ως το γάμο της με τα προικιά της και χτυπώντας το κεφάλι της αργότερα γιατί δεν μπορούσε να διαβάσει ούτε λέξη.
Όταν έφτασε σε ηλικία που οι κοπέλες φκιασιδώνουνταν, πολύ της μόδας εκείνη την εποχή, ήθελε και η Κατερίνα να βάλει φκιασίδ. Έλα όμως ο θείος της που ήταν η σκιά της και δεν την άφηνε!
Μετά από πολλές προφυλάξεις κατάφερε να προμηθευτεί μια ταμπακιέρα και για ασφάλεια την έκρυψε σε μια εσοχή του τοίχου στο αχούρι. Το άγρυπνο μάτι του θείου την πήρε είδηση δυστυχώς! Πήρε την ταμπακιέρα και, αφού την άδειασε, τη γέμισε κακά, έβαλε και από πάνω μια στρώση φκιασίδ και την τοποθέτησε στη θέση της.
Μαύρο δάκρυ έριξε η Κατερίνα, όταν αργότερα με μια δαχτυλιά κατάλαβε τι είχε μέσα η ταμπακιέρα.
Δεν τόλμησε να το ξανακάνει άλλη φορά και ίσως γι’ αυτό μόνο τα σημάδια που άφησε ο χρόνος και ο πόνος χάραξαν συμπαθητικά το πρόσωπό της.
Γιαγιά μου συγχώρεσέ με αν σε πίκρανα
ακόμα σ’ αγαπώ
η μικρή σου εγγονή
Μαίρη
Η συντακτική επιτροπή της «Βοϊράνης» ευχαριστεί θερμά τη συγχωριανή μας Μαίρη Λιαργκόβα, γιατί μέσα από την επιστολή που μας έστειλε, ξεπηδούν ανάγλυφα σημαντικότατα στοιχεία για τη ζωή και τις αντιλήψεις των πρώτων κατοίκων του χωριού μας, έτσι όπως τις σφυρηλάτησαν στις αξέχαστες πατρίδες της Ανατολικής Θράκης. Στην προσπάθεια καταγραφής της ιστορίας του χωριού, κείμενα σαν κι αυτό, που ζωντανεύουν παλιές μνήμες και εικόνες είναι πάντα επίκαιρα και ιδιαίτερα χρήσιμα.